Τα τελευταία χειρόγραφα – Σύντομη ματιά στην ιστορία των εκτοπίσεων
Ισαάκ Ιορδανίδης
Ο Ισαάκ Ιορδανίδης, ο πρωτεργάτης της ίδρυσης του μαρξιστικού – λενινιστικού κινήματος της Ελλάδας, είχε συγκεντρώσει εδώ και αρκετά χρόνια, ένα σημαντικό όγκο υλικών και επεξεργαζόταν μια εκτεταμένη βιβλιογραφία. Είχε κάνει μια συστηματική προκαταρκτική δουλειά, προσχέδια, σημειώσεις, παραπομπές και μια ορισμένη ταξινόμηση και σχεδίαζε να ξεκινήσει τη συγγραφή ενός βιβλίου. Αν και ο αρχικός σχεδιασμός προέβλεπε το βιβλίο να αφορά γενικότερα την ιστορία του ΚΚΕ, αποφασίστηκε τελικά σε συζητήσεις με το ΠΓ του Μ-Λ ΚΚΕ να μπει μπροστά η συγγραφή βιβλίου που κύριο θέμα του θα ήταν η ζωή και η πάλη των πολιτικών εξορίστων στο στρατόπεδο του Aη Στράτη κατά την περίοδο 1950 – 1962. Με την επιφύλαξη των προβλημάτων υγείας που θα μπορούσε να καθυστερήσουν τη συγγραφή, το βιβλίο για τον Aη Στράτη σχεδιαζόταν να ολοκληρωθεί και να εκδοθεί ως τα τέλη του 2014, χρονιά συμπλήρωσης των 50 χρόνων από την έκδοση της «Αναγέννησης», είτε εν ανάγκη και κάποιους μήνες αργότερα, το 2015.
Το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα με τον τίτλο ” Σύντομη ματιά στην ιστορία των εκτοπίσεων “, αποτελεί μέρος ενός συνολικού κειμένου που με συνοπτικό τρόπο τοποθετείται απέναντι στην ιστορία του ΚΚΕ, από την ίδρυσή του το 1918 μέχρι το 1956.
Ισαάκ Ιορδανίδης: Σύντομη ματιά στην ιστορία των εκτοπίσεων
Στα πρώτα χρόνια της δράσης του ΚΚΕ δεκάδες μέλη του και συνδικαλιστικά στελέχη του εργατικού κινήματος είχαν εκτοπιστεί σε ορισμένα νησιά, όπως η Νάξος, η Φολέγανδρος κ.α. με βάση το Νόμο 121/1913 περί καταπολέμησης της ληστείας, που προέβλεπε τη διοικητική εκτόπιση και υπόπτων για «διατάραξη της δημόσιας ασφαλείας».
Σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 και τόσο περισσότερο, όσο δυνάμωνε το ΚΚΕ, οργανώνοντας και καθοδηγώντας εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, δυνάμωναν και τα αστυνομικά και τρομοκρατικά μέτρα σε βάρος του από την πλευρά των αντιδραστικών κυβερνήσεων. Σε αυτή ακριβώς την περίοδο συστηματοποιήθηκε και το μέτρο της διοικητικής εκτόπισης κομμουνιστών και άλλων αριστερών λαϊκών αγωνιστών, με την ενίσχυση και τον «εκσυγχρονισμό», σε αντιδραστική πάντα κατεύθυνση, της σχετικής νομοθεσίας.
Με το από 19 Απριλίου 1924 Νομοθετικό Διάταγμα «Περί συστάσεως εν εκάστω Νομώ Επιτροπών επί της Δημοσίας Ασφαλείας» (ΦΕΚ Τ.Α. αριθ. 91 21 Απριλίου 1924), καθιερωνόταν, για πρώτη φορά, ένας συγκεκριμένος μηχανισμός για την επιβολή διοικητικής εκτόπισης. Αυτός ο μηχανισμός, θα εξυπηρετούσε ευρύτερες και μακροχρόνιες ανάγκες του αστικού πολιτικού συστήματος, πέραν από την καταπολέμηση της ληστείας, που υποτίθεται ότι ήταν ο στόχος του. Πραγματικά οι Επιτροπές Δημοσίας Ασφαλείας χρησιμοποιήθηκαν, σε πλατύτατη κλίμακα, για την εκτόπιση δεκάδων χιλιάδων κομμουνιστών και άλλων αριστερών αγωνιστών, στη διάρκεια πολλών δεκαετιών, ως και την περίοδο της δικτατορίας της 21ης Απρίλη 1967.
Δυο χρόνια μετά, στον καιρό της Παγκαλικής δικτατορίας, ακολουθεί το από 5 Μαΐου 1926 Ν.Δ. «Περί τροποποιήσεως Νομ. διατάγματος περί συστάσεως Επιτροπών Δημ. Ασφαλείας και προσθήκη διατάξεως περί υπερορίας» (ΦΕΚ Τ.Α. αριθ. 178 2 Ιουνίου 1926). Εδώ η προσθήκη της διάταξης διευρύνει τη δικαιοδοσία των Επιτροπών Δημοσίας Ασφαλείας, έτσι ώστε αυτές να μπορούν να επιβάλλουν βαριές ποινές εκτόπισης, έως και τριετίας, στα μέλη του ΚΚΕ, με ψεύτικες, κατασκευασμένες κατηγορίες «περί διαπράξεως πράξεων ή διαδόσεως ιδεών αντικειμένων εις τα κυριαρχικά του Κράτους δικαιώματα ή αποβλεπουσών εις αφαίρεσιν τμημάτων τούτου υπό τύπον αυτονομίας ή προσαρτήσεως εις τα όρια άλλου Κράτους ή καθ’ οιονδήποτε άλλον τρόπον μεταβολήν των ορίων του ή αντικειμένων εις την δημοσίαν τάξιν, ησυχίαν και ασφάλειαν της Χώρας».
Σε συνέχεια, στις 24 Ιούλη 1929, επί πρωθυπουργίας Ελ. Βενιζέλου, εκδίδεται ο Νόμος 4229 Περί των μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών (ΦΕΚ Τ.Α. αριθ. 245 25 Ιουλίου 1929).
Στο Άρθρον 1 του Νόμου αυτού οριζόταν:
«1. Όστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας, ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον εξ μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται δια της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός μέχρι δύο ετών εις τόπον εν αυτή οριζόμενον.
Με τας αυτάς ποινάς τιμωρείται και όστις επωφελούμενος απεργίας ή λοκ άουτ, προκαλεί ταραχάς ή συγκρούσεις.
2. Ως ιδιαιτέρα επιβαρυντική περίπτωσης θεωρείται η εκτέλεσις της πράξεως εν δημοσίω τόπω παρόντων πολλών, ή δια του τύπου, ή εάν ο προσηλυτισμός ενεργείται δια χρημάτων, ή απευθύνεται προς ανηλίκους, στρατιωτικούς εν γένει, ή δημοσίους λειτουργούς».
Ο νόμος αυτός παρέμεινε γνωστός ως «Ιδιώνυμο» γιατί καθιέρωνε ένα καινούργιο αδίκημα «με ίδιον χαρακτήρα» και σαν τέτοιο αδίκημα, ιδιώνυμο όριζε την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση.
Με το νόμο 4229 του 1929 καθιερώθηκε και η δικαστική εκτόπιση, εκτός από τη διοικητική εκτόπιση που είχε ήδη καθιερωθεί και συστηματοποιηθεί με τα νομοθετικά διατάγματα της 19 Απρίλη 1924 και της 5 Μάη 1926.
Έτσι «ολοκληρώθηκε» το αντιδημοκρατικό νομικό πλαίσιο της εκτόπισης κομμουνιστών και άλλων αριστερών και προοδευτικών πολιτών.
ΑΔΙΑΚΟΠΟΙ ΔΙΩΓΜΟΙ ΚΑΙ ΚΑΤΑΤΡΕΓΜΟΙ
Σε μεγάλα χρονικά διαστήματα το ΚΚΕ λειτουργούσε «εκτός νόμου». Αυτό έγινε στη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας του Πάγκαλου (1925-1926), στη διάρκεια της φασιστικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου (1936-1941), στη διάρκεια της γερμανο-ιταλικής κατοχής (1941-1944) και από τις 8 Γενάρη 1948, μέχρι την πτώση της στρατιωτικο-φασιστικής δικτατορίας των συνταγματαρχών τον Ιούλη του 1974. Σε αρκετά μεσοδιαστήματα το ΚΚΕ ήταν τυπικά «νόμιμο» αλλά, ουσιαστικά δρούσε σε μισοπαρανομία, αφού δεχόταν κάθε λογής διώξεις, απαγορεύσεις, περιορισμούς και αστυνομικά τρομοκρατικά μέτρα από την πλευρά των αντιδραστικών αστικών κυβερνήσεων.
Η ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία, με την καθοδήγηση και ολόπλευρη ενίσχυση των ξένων ιμπεριαλιστών, των Άγγλων πρώτα και των Αμερικάνων σε συνέχεια, προσπαθούσε να ανακόψει και να τσακίσει το αναπτυσσόμενο κομμουνιστικό, εργατικό και λαϊκό κίνημα, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα και μέτρα: μαζικές συλλήψεις, δίκες και καταδίκες, εγκλεισμούς σε φυλακές και σε στρατόπεδα εξορίστων χιλιάδων και χιλιάδων κομμουνιστών και άλλων αριστερών αγωνιστών του λαϊκού κινήματος κ.ά. Η χρησιμοποίηση αυτών ή των άλλων μέτρων, η έκτασή τους, η όξυνση ή η χαλάρωσή τους διαφοροποιούνταν ανάλογα με τη συγκεκριμένη κάθε φορά κατάσταση του λαϊκού κινήματος, ανάλογα με το αν το λαϊκό κίνημα βρισκόταν σε περίοδο ανόδου ή σε περίοδο υποχώρησης.
Σημαντικό τμήμα της γενικότερης πάλης του κομμουνιστικού και λαϊκού κινήματος της χώρας μας, ήταν η αντίσταση και πάλη των κομμουνιστών και άλλων αριστερών λαϊκών αγωνιστών, πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές και τα στρατόπεδα εξορίστων. Κομμάτι-κομμάτι, κάθε φάση της πάλης αυτής επηρεαζόταν καθοριστικά από το επίπεδο της συνολικής πάλης του κομμουνιστικού και λαϊκού κινήματος, από τη γενικότερη πολιτική κατάσταση στη χώρα και το συγκεκριμένο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων, στην αντίστοιχη χρονική περίοδο.
Παρακάτω θα μιλήσουμε για τη ζωή και τους αγώνες των πολιτικών εξορίστων στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, κατά την περίοδο 1950-1962.
Αρχικά, πριν μπούμε στην παρουσίαση των βασικών γεγονότων αυτής της περιόδου, σκόπιμο είναι να γυρίσουμε μερικά χρόνια πίσω, για να δούμε σε συντομία το πώς εξελίχθηκαν τα πράγματα στην Ελλάδα μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας και το πώς στην πορεία δημιουργήθηκε το στρατόπεδο εξορίστων του Αη Στράτη στα 1950.
Η συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφηκε στις 12 Φλεβάρη του 1945, από την αντιπροσωπεία της κυβέρνησης Ν. Πλαστήρα, που την αποτελούσαν οι Ιωάννης Σοφιανόπουλος υπουργός Εξωτερικών, Περικλής Ράλλης υπουργός Εσωτερικών και Ιωάννης Μακρόπουλος υπουργός Γεωργίας και από την αντιπροσωπεία της ΚΕ του ΕΑΜ, που την αποτελούσαν οι Γεώργιος Σιάντος, Γραμματέας της ΚΕ του ΚΚΕ, Δημήτριος Παρτσαλίδης, Γραμματέας της ΚΕ του ΕΑΜ και Ηλίας Τσιριμώκος, Γενικός Γραμματέας της Ένωσης Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ). Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση των δύο αντιπροσωπειών «Κατά την υπογραφήν παρίσταντο και οι κ.κ. Μακ Μίλαν, μόνιμος υπουργός Μ.Ανατολής και Λήπερ πρεσβευτής της Μ. Βρετανίας».
Η συμφωνία της Βάρκιζας δεν ήταν ένας αναγκαίος συμβιβασμός, όπως ισχυρίστηκαν οι καθοδηγητές του ΚΚΕ, αλλά μια συνθηκολόγησή τους μπροστά στον εχθρό, μια άνευ όρων παράδοση. Με τη συμφωνία αυτή, ο ΕΛΑΣ, τακτικός και εφεδρικός, το ΕΛΑΝ και η Εθνική Πολιτοφυλακή παρέδωσαν τα όπλα και διαλύθηκαν, ενώ ταυτόχρονα νομιμοποιούνταν οι διώξεις των αγωνιστών της εαμικής αντίστασης. Έτσι ακριβώς, οι αντιδραστικές δυνάμεις, έχοντας εγκατασταθεί στην εξουσία με τη δύναμη των αγγλικών όπλων, μπόρεσαν να ξαπολύσουν έναν μονόπλευρο εμφύλιο πόλεμο ενάντια στο λαϊκο-δημοκρατικό κίνημα της Ελλάδας.
ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΑΡΚΙΖΑ
Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας, οι αντιδραστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας, με την καθοδήγηση και ολό¬πλευρη υποστήριξη των Άγγλων ιμπεριαλιστών, ξαπόλυσαν μια μανιασμένη τρομοκρατική επίθεση ενάντια στο ΚΚΕ, το ΕΑΜ, το εργατικό και λαϊκό κίνημα, που πήρε τη μορφή μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου. Παντοειδείς διωγμοί και κατατρεγμοί, μαζικές συλλήψεις κομμουνιστών και εαμιτών, αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης. Γεμίζουν οι φυλακές. Στήνονται δίκες και καταδίκες αντιστασιακών. Αρχίζουν εκτελέσεις καταδικασμένων σε θάνατο. Ταυτόχρονα, οι παρακρατικοί φονιάδες Χίτες και Εδεσίτες σε Αθήνα και Πειραιά, Μαγγανάδες, Σούρληδες και άλλοι όμοιοί τους στην ύπαιθρο χτυπούν και ρημάζουν, δολοφονούν νύχτα μέρα λαϊκούς αγωνιστές.
Εκτεταμένες επιθέσεις κατά του αριστερού τύπου πραγματοποιούνται την περίοδο αυτή. Δυνάμεις της Εθνοφυλακής και της Χωροφυλακής, συχνά σε άμεση συνεργασία με παρακρατικές φασιστικές συμμορίες, καταλαμβάνουν γραφεία εαμικών εφημερίδων, καταστρέφουν τον εξοπλισμό τους και τα τυπογραφεία τους, κακοποιούν και συλλαμβάνουν δημοσιογράφους και εργατοτεχνικό προσωπικό των τυπογραφείων. Τέτοιες επιθέσεις δέχονται και τα πρακτορεία διανομής τύπου, έτσι που γίνεται προβληματική, έως και αδύνατη, σε ορισμένες περιοχές της υπαίθρου, η κυκλοφορία των εφημερίδων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Ενεργητική συμμετοχή στο τρομοκρατικό όργιο κατά των δυνάμεων της εαμικής αντίστασης την περίοδο αυτή είχαν και οι εθνοπροδότες ταγματασφαλίτες, που στον καιρό της χιτλεροφασιστικής κατοχής διέπραξαν τερατώδη εγκλήματα σε βάρος του αγωνιζόμενου για την ελευθερία του λαού της Ελλάδας. Ένας αριθμός από αυτούς είχαν κλειστεί σε ειδικά στρατόπεδα, μετά την απελευθέρωση τον Οκτώβριο του 1944. Αλλά με την έναρξη των συγκρούσεων το Δεκέμβρη του 1944 αυτοί αφέθηκαν ελεύθεροι και εντάχθηκαν στις δυνάμεις που κάτω από την καθοδήγηση των Άγγλων πολεμούσαν ενάντια στον ΕΛΑΣ. Είναι αποκαλυπτικά όσα έγραψε σχετικά με αυτό, ο στρατηγός Λέων Σπαής, υπουργός τότε Στρατιωτικών, σε άρθρο του το 1976 στο περιοδικό Πολιτικά Θέματα: «Αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν κατά του ΕΑΜ τα Τάγματα Ασφαλείας. Η εισήγηση ήταν των Άγγλων και η απόφαση δική μου…. Συνολικά υπήρχαν 27.000 άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας. Χρησιμοποιήσαμε 12.000… Τους ντύσαμε και τους εξοπλίσαμε αφού τους πήραμε από τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως». Μετά τη Βάρκιζα, οι περισσότεροι αξιωματικοί και άνδρες των Ταγμάτων Ασφαλείας όχι μόνο παρέμειναν ελεύθεροι αλλά και εντάχθηκαν άμεσα στην Εθνοφυλακή και στη Χωροφυλακή ή ενσωματώθηκαν στις παρακρατικές φασιστικές συμμορίες της Δεξιάς, για να συνεχίσουν το έργο της δίωξης των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης.
Διάταξη της συμφωνίας της Βάρκιζας (Άρθρο 3ο Αμνηστία), που εξαιρούσε της αμνηστίας «τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία δια την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος», αξιοποιήθηκε πλατιά από το μεταβαρκιζιανό κράτος για μαζικές διώξεις, δίκες και καταδίκες χιλιάδων αγωνιστών της εαμικής αντίστασης, με σκηνοθετημένες, ψεύτικες κατηγορίες για διάπραξη κοινών αδικημάτων στην κατοχή. Σε αυτό το πλαίσιο δούλευαν ακατάπαυστα τα κακουργιοδικεία, δικάζοντας και καταδικάζοντας σε θάνατο, σε ισόβια δεσμά και σε άλλες βαριές ποινές εκατοντάδες αντιστασιακούς αγωνιστές. Στην πορεία έγιναν πολλές εκτελέσεις καταδικασμένων σε θάνατο. «Χτυπητό παράδειγμα είναι η περίπτωση της εκτέλεσης 154 καταδίκων των κακουργιοδικείων σ’ όλη την Ελλάδα την Τρίτη του Πάσχα του 1948, σε αντίποινα για το φόνο του Υπουργού Δικαιοσύνης Χρήστου Λαδά, που έγινε … το Μ. Σάββατο, 1 Μαΐου 1948 έξω από τον Άη Γιώργη Καρύτση στην Αθήνα». Την εκτέλεση διέταξε ο Κωνσταντίνος Ρέντης, Υπουργός Δημόσιας Τάξης της Κυβέρνησης Θεμιστοκλή Σοφούλη, που είχε τη στήριξη του Λαϊκού Κόμματος, του Κόμματος των Φιλελευθέρων και άλλων μικρότερων κομμάτων του Κέντρου και της Δεξιάς.
Ένα από τα χαρακτηριστικά της πολιτικής ζωής της Ελλάδας, στη μεταβαρκιζιανή περίοδο, ήταν οι συχνές κυβερνητικές αλλαγές. Αυτές οι αλλαγές, που έκφραζαν την αστάθεια και κρίση του καθεστώτος, πραγματοποιούνταν με την άμεση παρέμβαση των Άγγλων ιμπεριαλιστών. Στην Ελλάδα είχε εγκαθιδρυθεί, με τη δύναμη των αγγλικών όπλων, καθεστώς κατοχής. Στις επιχειρήσεις του Δεκέμβρη 1944 είχαν λάβει μέρος 60.000 άνδρες του αγγλικού στρατού. Μετά τη Βάρκιζα, ο αριθμός αυτός όχι μόνο δεν είχε μειωθεί, αλλά αυξήθηκε παραπέρα με τον ερχομό διαφόρων ειδικών αγγλικών στρατιωτικών αποστολών, συμβούλων, επιτηρητών κ.λ.π. Στο έδαφος αυτό, οι Άγγλοι αποφάσιζαν για όλα, αυτοί ανεβοκατέβαζαν κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς, σύμφωνα με τα κάθε φορά σχέδιά τους.
Ο Ν. Πλαστήρας, λόγω της αντιμοναρχικής ιστορίας του, είχε επιλεγεί από τους Άγγλους σαν ο «κατάλληλος» πρωθυπουργός (ορκίστηκε στις 3 Γενάρη του 1945, στη θέση του Γ. Παπανδρέου), για να κάνει τη «δουλειά» της συμφωνίας της Βάρκιζας. Ο Ν. Πλαστήρας, αφού τελείωσε τη «δουλειά» αυτή, άρχισε να στήνει το πρώτο σκηνικό του μονόπλευρου εμφύλιου πολέμου ενάντια στο εαμικό κίνημα. Αλλά αυτό δεν κράτησε ούτε δυο μήνες. Στις 8 Απρίλη του 1945 ο Ν. Πλαστήρας εξαναγκάστηκε σε παραίτηση και στη θέση του διορίστηκε Πρωθυπουργός ο ναύαρχος σε αποστρατεία Πέτρος Βούλγαρης. Οι Άγγλοι έκριναν, πως ο Π. Βούλγαρης, που ήταν διευθύνων σύμβουλος στις επιχειρήσεις του μεγαλοβιομήχανου Μποδοσάκη-Αθανασιάδη και είχε διακριθεί στην καταστολή του κινήματος στο Πολεμικό Ναυτικό το 1944 στη Μέση Ανατολή, θα μπορούσε πιο αποφασιστικά και αποτελεσματικά να εφαρμόσει τα σχέδιά τους για την περίοδο που ερχόταν.
Ο Π. Βούλγαρης παρέμεινε στην πρωθυπουργία από τις 8 Απρίλη του 1945 μέχρι τις 17 Οκτώβρη του 1945, δηλαδή για έξι μήνες και 10 ημέρες. Σε αυτό το διάστημα, η βία και η τρομοκρατία της αντίδρασης ενάντια στο κομμουνιστικό, εργατικό και λαϊκό κίνημα προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις και οι Άγγλοι εδραίωναν τον έλεγχό τους πάνω στη χώρα μας. Το βασικό πρόβλημα, που έμπαινε τότε για την ελληνική αντίδραση και τους Άγγλους ήταν να ανασυγκροτήσουν τον ξεχαρβαλωμένο και ουσιαστικά ανύπαρκτο κρατικό μηχανισμό και να συγκροτήσουν τον κυβερνητικό στρατό, πριν οι κομμουνιστές και το λαϊκό κίνημα ανασυντάξουν τις δικές τους δυνάμεις και περάσουν στην αντεπίθεση.
Την αναδιοργάνωση των σωμάτων ασφαλείας ανέλαβαν τον Ιούλιο του 1945 Βρετανοί αξιωματικοί υπό την αιγίδα της Βρετανικής Αποστολής για την Αστυνομία και τις φυλακές. Επικεφαλής της αποστολής η οποία παρέμεινε στην Ελλάδα μέχρι το 1951 ήταν ο Charles Wickham. (βλ. Π. Βόγλη, σελ. 84)
Η μάχη της Μακρονήσου
Το 1947, όταν με το περιβόητο «Δόγμα Τρούμαν», το «κουμάντο» στην Ελλάδα, στη θέση των άγγλων ιμπεριαλιστών, αναλαμβάνουν οι αμερικάνοι ιμπεριαλιστές, οξύνεται στο έπακρο ο μονόπλευρος εμφύλιος πόλεμος των μοναρχοφασιστών κατά του λαϊκού κινήματος.
Τη χρονιά αυτή ιδρύεται ο «Οργανισμός Αναμορφωτηρίων Μακρονήσου» (ΟΑΜ). Αρχίζει η μεταφορά αριστερών στρατιωτών στη Μακρόνησο. Μέσα σε λίγους μήνες συγκροτούνται τρία τάγματα σκαπανέων, που αργότερα μετονομάστηκαν ειδικά τάγματα οπλιτών: το Α΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Α΄ΕΤΟ), το Β΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Β΄ΕΤΟ) και το Γ΄ Ειδικό Τάγμα Οπλιτών (Γ΄ΕΤΟ). Έργο και αποστολή των ταγμάτων αυτών ήταν να «αναμορφώσουν» τους στρατιώτες, να κάμψουν το φρόνημά τους, να αποσπάσουν από αυτούς τις περιβόητες «δηλώσεις μετανοίας». Και για το σκοπό αυτό χρησιμοποίησαν κάθε είδος ψυχολογικής και σωματικής βίας, όλα τα μέσα ατομικών και ομαδικών βασανιστηρίων σε βάρος των ουσιαστικά κρατουμένων στρατιωτών.
Έως τις αρχές του 1948 η «αναμόρφωση» δεν είχε αποδώσει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Η βασική μάζα των στρατιωτών ακόμα κρατούσε, ειδικά στο Α΄ΕΤΟ, το «κόκκινο τάγμα». Τότε η διοίκηση του ΟΑΜ κατέφυγε στο έσχατο μέσο, την ένοπλη βία. 29 Φλεβάρη και 1η Μάρτη του 1948 έγινε η μεγάλη σφαγή κρατουμένων στρατιωτών στο Α΄ΕΤΟ. Την πρώτη μέρα, αλφαμίτες οχυρωμένοι, χτυπούν με τα όπλα και τα αυτόματα τους στρατιώτες που είχαν συγκεντρωθεί στη χαράδρα κοντά στο θέατρο, σκοτώνοντας και τραυματίζοντας αρκετούς. Την επόμενη μέρα εμφανίστηκε ένα περιπολικό του Στόλου με το Γενικό Επιθεωρητή Μακρονήσου ταξίαρχο Μπαϊρακτάρη. Αυτός έδωσε το πρόσταγμα για γενική ένοπλη επίθεση. Άνδρες από το περιπολικό και από την ξηρά οι αλφαμίτες χτυπούσαν με όπλα, αυτόματα, όλμο και μυδράλια. Νεκροί εκατοντάδες στρατιώτες…Κι ακόμα περισσότεροι τραυματίες.
***
Την περίοδο 1946 – 1947 εκτοπίσθηκαν σε διάφορα νησιά δεκάδες χιλιάδες κομμουνιστές και αρκετοί αγωνιστές. Ικαρία, Μούδρο, Αη Στράτης.
Από τις αρχές του 1948 άρχισε να προετοιμάζεται και βαθμιαία τέθηκε σε εφαρμογή ένα γενικό σχέδιο της μοναρχοφασιστικής κυβέρνησης, για τη συγκέντρωση όλων των πολιτικών εξόριστων στη Μακρόνησο, που ήδη λειτουργούσε σαν χώρος ουσιαστικά κράτησης των αριστερών, προοδευτικών φαντάρων (ΑΕΤΟ, ΒΕΤΟ, ΓΕΤΟ, Γ΄κέντρο) ενώ παράλληλα είχε αρχίσει να λειτουργεί η ΣΦΑ (Στρατιωτική Φυλακή Αθηνών).
Τελευταία αποστολή από την Ικαρία έφτασε αρχές Ιούνη 1949 σχηματίζοντας τον 11ο κλωβό (διαμέρισμα) στον Αη Γιώργη και αμέσως ύστερα από αυτό – τέλη Ιούνη ’49 – έφτασαν οι αποστολές από το Μούδρο, που σχημάτισαν το 12ο και τελευταίο κλωβό (διαμέρισμα), επίσης στον Αη – Γιώργη. Προηγούμενα, στη διάρκεια ενός χρόνου (Μάης ’48 – Μάης ’49) είχε ολοκληρωθεί η μεταφορά και των εξορίστων από τον Αη Στράτη και τα άλλα νησιά. Έτσι, τελικά διαμορφώθηκαν 12 κλωβοί. Στους Φούρνους (που πήραν την ονομασία τους από το γεγονός ότι εκεί είχε δημιουργηθεί μια εγκατάσταση παρασκευής άρτου, φούρνος) οι κλωβοί 1ος, 2ος, 3ος, 4ος, 5ος και 6ος και στον γειτονικό Αη Γιώργη οι κλωβοί 7ος, 8ος, 9ος, 10ος, 11ος 12ος. Αυτοί οι 12 κλωβοί συγκρότησαν το 4ο τάγμα της Μακρονήσου που υπαγόταν στην άμεση δικαιοδοσία της χωροφυλακής. Συνολικά περίπου 10.000 εξόριστοι…
Στους μήνες Σεπτέμβρη – Οκτώβρη μεταφέρονται περίπου 1500 νέοι (έως 30 ετών) στο ΑΕΤΟ και στους μήνες Νοέμβρη – Δεκέμβρη περίπου 8500 στο ΒΕΤΟ. Την «αναμόρφωσή» τους εδώ αναλαμβάνει ο στρατός και τα ειδικά τμήματα βασανιστών… λόχοι Διοικήσεως..
Παρά τα βασανιστήρια και τη βία σωματική και ψυχολογική άντεξαν και δεν υπέγραψαν δήλωση περίπου 150 εξόριστοι στο ΑΕΤΟ (σύρμα πολιτικό) και περίπου 850 στο ΒΕΤΟ (812 στο σύρμα – 7ος λόχος και οι υπόλοιποι στους Φούρνους και Αη Γιώργη). Ο βασικός στόχος του μοναρχοφασισμού να σπάσει, να λυγίσει και να γονατίσει τους αγωνιστές απέτυχε.
Παρά τις μέθοδες που χρησιμοποίησε ο εχθρός πάνω από χίλιοι αγωνιστές κράτησαν. (Βλ. συνέντευξη Ι.Ι στην «Αριστερά» «Για το μ-λ κίνημα της Ελλάδας» και άρθρο του Ι.Ι στο Λ.Δ. μετά το θάνατο του Γ. Χοντζέα).
***
Πληροφορίες που έφταναν από στρατιώτες του ΑΕΤΟ που αφού απολύθηκαν από το στρατό μεταφέρθηκαν στο 4ο τάγμα ως πολιτικοί εξόριστοι, ανέφεραν για τα βασανιστήρια που συνεχίζονταν εκεί και ειδικά για την «υποδοχή» που επιφυλάχθηκε το Σεπτέμβρη του ’49 στην πρώτη αποστολή των νέων, «στρατεύσιμων» που είχε φτάσει εκεί από το 4ο τάγμα. Τα στοιχεία ήταν συγκεκριμένα, που όφειλε η καθοδήγηση να τα αξιοποιήσει προετοιμάζοντας τον κόσμο για τις μάχες που επέρχονταν.
Καμιά προετοιμασία, καμιά ενημέρωση, ούτε στα στελέχη της πολιτικής οργάνωσης. Με το «επιχείρημα» να μην τρομοκρατηθεί ο κόσμος, τον άφησαν χωρίς μια σωστή πληροφόρηση, έρμαιο της αρβύλας που αλώνιζε τα μυαλά των εξορίστων πότε «πληροφορώντας» τους πως εκεί «καλοπερνάνε» όσοι πήγαν, με καλό φαΐ και τσιγάρα και πότε τα ακριβώς αντίθετα.
Τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Κράτησε και δεν υπέγραψε το 10% περίπου και άλλο ένα 20% περίπου πήρε πίσω, ανακάλεσε τη δήλωση, συνολικό ποσοστό 30%.
Αυτό, καταρχήν, αποτέλεσε μια επιτυχία για το μοναρχοφασισμό, να σπάσει το 70% των εξορίστων. Και αν λάβουμε υπόψη το κατά τεκμήριο υψηλότερο πολιτικό επίπεδο των εξορίστων (η πλειοψηφία τους δεν ήταν απλά μέλη, αλλά στελέχη του λαϊκού κινήματος πρωτού πιαστούν) σε σχέση με τους στρατιώτες, που αρχικά είχαν συγκεντρωθεί στα στρατιωτικά τάγματα, (πολλοί από αυτούς, μόνο και μόνο διότι ήταν μακρινοί συγγενείς αριστερών, κομμουνιστών, λαϊκών αγωνιστών), τότε καταλαβαίνουμε τι εσήμαινε αυτό.
Στην πραγματικότητα, ωστόσο, ο μοναρχοφασισμός έχασε τη μάχη της Μακρονήσου. Γιατί ο στόχος του ο στρατηγικός ήταν να σπάσει τους αγωνιστές, να διαλύσει αυτή την εστία αντίστασης, να τους μετατρέψει σε άβουλα όργανά του. Σ’ αυτή του την επιδίωξη απότυχε παταγώδικα. Αν λάβουμε υπόψη μας την έκταση, το είδος και τη διάρκεια των βασανιστηρίων που χρησιμοποιήθηκαν σε βάρος των εξόριστων αγωνιστών, τότε σίγουρα μπορούμε να πούμε πως αυτό το 10% ή 30% τελικά που άντεξε ήταν μια επιτυχία του λαϊκού κινήματος.
Η σημασία της λαϊκής αντίστασης, της πίστης στα ιδανικά του κομμουνιστικού κινήματος, της αυτοθυσίας και της αφοσίωσης στην υπόθεση του λαϊκού αγώνα, κρατήθηκε ψηλά. Αυτοί κράτησαν το βάρος για νέα πετάγματα του λαϊκού κινήματος στη συνέχεια. Αλλά και η τεράστια πλειοψηφία εκείνων που υπέκυψαν προσωρινά στη σωματική βία, βγαίνοντας από αυτό το κολαστήριο, σιγά – σιγά ξαναβρήκαν το κουράγιο να αντιταχθούν στο μοναρχοφασισμό και να πάρουν μέρος στους λαϊκούς αγώνες. Πλαισίωσαν αργότερα τις οργανώσεις της ΕΔΑ, μπήκαν στα εργατικά συνδικάτα και άλλες μαζικές οργανώσεις και έδωσαν τις συνεισφορές τους στο λαϊκό αγώνα.
Και υπάρχει ένα ακόμα γεγονός που δείχνει ότι οι μοναρχοφασίστες μπορεί να έσπασαν πολύ κόσμο με τα βασανιστήρια, αλλά σε καμία περίπτωση δεν τον κέρδισαν. Είναι αυτό που συνέβηκε στις εκλογές της 5ης Μάρτη του 1950 στη Μακρόνησο και ειδικά στο ΒΕΤΟ: όταν το βράδυ εκείνο ανοίχθηκαν οι κάλπες για να καταμετρηθούν οι ψήφοι που είχαν δοθεί, το αποτέλεσμα στο λόχο διοικήσεως που ψήφισαν οι «διαλεγμένοι» στρατιώτες, μαζί και αλφαμίτες, ήταν «η συντριπτική ήττα του Λαϊκού Κόμματος της δεξιάς. Η τεράστια πλειοψηφία των ανδρών του λόχου διοικήσεως είχε ψηφίσει τη δημοκρατική παράταξη και την ΕΠΕΚ. Ο Τζανετάτος, διοικητής του τάγματος, μόλις το έμαθε έχασε τα πασχάλια του, και λιποθύμησε».
***
Μετά τις εκλογές στις 5 Μάρτη 1950 και την άνοδο στην εξουσία της ΕΠΕΚ του Πλαστήρα εκδηλώθηκε κίνηση για ανάκληση δηλώσεων – έφτασαν τους 2000 περίπου οι ανακλησίες. Αυτοί, μαζί με εκείνους που δεν υπέγραψαν (σύνολο περίπου 3000) που το Μάη – Ιούνη 1950 είχαν γυρίσει στο 4ο τάγμα, μεταφέρθηκαν στον Αη Στράτη τον Ιούνη – Ιούλη 1950. Έτσι άρχισε η νέα φάση του Αη Στράτη, που κράτησε δώδεκα ολόκληρα χρόνια, ως το καλοκαίρι του 1962, οπότε διαλύθηκε το στρατόπεδο του Αη Στράτη και απολύθηκαν οι 200-250 περίπου εξόριστοι που είχαν μείνει σ’ αυτό.
ΑΗ ΣΤΡΑΤΗΣ
Στον Αη Στράτη κρατήθηκαν πολιτικοί εξόριστοι σε τρεις διαφορετικές περιόδους. Η πρώτη περίοδος ήταν στα 1929 – 1943, η δεύτερη περίοδος στα 1946- 1949 και η τρίτη περίοδος στα 1950 – 1962. Στα χρόνια αυτά, συνολικά, περίπου 29, από τον Αη Στράτη πέρασε ο μεγαλύτερος αριθμός πολιτικών εξόριστων, αν και σε ορισμένες χρονικές περιόδους, όπως στα 1947 – 1949 ένας μεγάλος αριθμός εξορίστων κρατήθηκε και σε άλλα νησιά, όπως η Ικαρία, η Λήμνος, η Σαμοθράκη, η Ανάφη, η Φολέγανδρος, η Γαύδος, η Αμοργός κ.α.
Σε κάθε περίπτωση, τα μέτρα και η πίεση της αντίδρασης πάνω στο λαϊκό κίνημα εξακολουθούσαν αδιάκοπα, ανεξάρτητα από τη μορφή που έπαιρναν κάθε φορά, όπως αδιάκοπα συνεχιζόταν και η αντίσταση και πάλη του λαϊκού κινήματος απέναντι σε αυτά.
Είναι χαρακτηριστική η διοικητική εκτόπιση, δηλαδή χωρίς οποιαδήποτε δημοσιότητα δίκης, με συνοπτικές αποφάσεις των περιβόητων Επιτροπών Δημόσιας Ασφάλειας που λειτουργούσαν σε κάθε Νομό. Σημειώνουμε την πλευρά αυτή, για να δείξουμε το μέγεθος της αντιδημοκρατικής αυθαιρεσίας. Με μια απλή «εισήγηση» της «οικείας αστυνομικής αρχής» χιλιάδες αγωνιστές, αντίπαλοι του καθεστώτος βρέθηκαν για πολλά – πολλά χρόνια στα στρατόπεδα της αντίδρασης και του φασισμού. Κάποιοι ως και 15 συνεχή χρόνια από τις μαζικές συλλήψεις του Ζέρβα, τον Ιούλη του 1947 ως τη διάλυση του Αη Στράτη τον Ιούνη του 1962.
Πράγματι, τα στρατόπεδα κράτησης των πολιτικών εξορίστων διαλύθηκαν 13 χρόνια μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου ( Αύγουστος 1949 – πέρασμα των τελευταίων τμημάτων του Δημοκρατικού στρατού στην Αλβανία).
e-prologos.gr