Χρήστος Κάτσικας

ΠΙΛΟΤΙΚΕΣ ΔΙΑΓΝΩΣΤΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΣΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ ΜΕ ΧΟΡΗΓΟ ΤΟ ΕΣΠΑ

Τι επιδιώκει το υπουργείο Παιδείας με την “Ελληνική Pisa

            

Στις 18 Μαΐου περίπου 6.000 μαθητές σε 600 σχολεία -300 Δημοτικά και 300 Γυμνάσια- όλης της χώρας, θα γίνουν «πειραματόζωα» του ΟΟΣΑ: Θα συμμετάσχουν -και μάλιστα υποχρεωτικά- στις νέες διαγνωστικές εξετάσεις έμπνευσης της κ.Κεραμέως, τη λεγόμενη «Ελληνική PISA»

Πρόκειται για τις πρώτες εξετάσεις τέτοιου τύπου που θα γίνουν στη χώρα πέρα από τη διεθνή PISA, αλλά προς το παρόν η έμφαση πρέπει να δοθεί στο αν τελικά θα γίνουν, αφού ήδη 19 ΣΕΠΕ και ΕΛΜΕ κάλεσαν σε απεργία των εκπαιδευτικών και αποχή των μαθητών από τις εξετάσεις Pisa, και παράλληλα, προγραμματίζουν συγκεντρώσεις έξω από σχολεία και στα κέντρα των περιοχών. Γιατί όμως αντιδρούν οι εκπαιδευτικοί σε αυτή τη διαδικασία;

            Σε συνέντευξή της η υπουργός Παιδείας δήλωσε  ότι η εφαρμογή της λεγόμενης “Ελληνικής Pisa” θα ξεκινήσει από φέτος στο τέλος του Δημοτικού και στο τέλος του Γυμνασίου και ότι “συνιστά ένα εργαλείο αποτίμησης της παρεχόμενης εκπαίδευσης και του εκπαιδευτικού συστήματος, της εφαρμογής των προγραμμάτων σπουδών, του βαθμού επίτευξης προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων”.

            Η λεγόμενη «Ελληνική Pisa»  περιλαμβάνεται στον πρόσφατο νόμο 4823/2021 «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις». Στο άρθρο 104, «Αξιολόγηση του εκπαιδευτικού συστήματος» όπου σημειώνεται, ανάμεσα σε άλλα: «Κάθε σχολικό έτος διενεργούνται σε εθνικό επίπεδο εξετάσεις διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές της Στ’ τάξης των Δημοτικών σχολείων και τους μαθητές της Γ’ τάξης των Γυμνασίων σε θέματα ευρύτερων / γενικών γνώσεων των γνωστικών αντικειμένων της Νεοελληνικής Γλώσσας και των Μαθηματικών».

            Σύμφωνα με το νόμο σκοπός των ως άνω εξετάσεων είναι «η εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας».

            Σχετικά με τη θέσπιση της «ελληνικής PISA», όπως ονομάστηκε, δεν πρόκειται για έναν αθώο σχεδιασμό του ΥΠΑΙΘ.  «Ελληνική PISA», είναι ο όρος με τον οποίο παρουσίασε τα παραπάνω το υπουργείο Παιδείας, παραπέμποντας στις εκθέσεις αποτίμησης της αποτελεσματικότητας των εκπαιδευτικών συστημάτων από τον οικονομικό οργανισμό ΟΟΣΑ και που αποτελούν μοχλό για την προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων στις απαιτήσεις των οικονομικών ελίτ.

Στο Ετήσιο Σχέδιο Δράσης 2022  και στη Δράση με τίτλο «Διασφάλιση ποιότητας και αποτελεσματικότητας εκπαιδευτικού συστήματος» η «Ελληνική PISA» παρουσιάζεται ως σημαντικό έργο και  σημειώνονται τα παρακάτω: «Αξιολόγηση εκπαιδευτικού συστήματος («Ελληνική PISA») :  Έργο με στόχο την εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία της υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και το βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων. Η διάγνωση της αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος θα επιτρέψει τον σχεδιασμό βελτιωτικών παρεμβάσεων».

            Στα πλαίσια αυτά δεν είναι ανεξήγητο το κονδύλι  251.816,00 € που προβλέπει η πρόσκληση ΕΣΠΑ, για την  πιλοτική   πρώτη εφαρμογή της Ελληνικής PISA, την ερχόμενη Άνοιξη εξετάσεις, πανελλαδικού τύπου, διαγνωστικού χαρακτήρα για τους μαθητές  της ΣΤ’ Τάξης των Δημοτικών Σχολείων και τους μαθητές  της Γ’ Τάξης των Γυμνασίων.

Το ΕΣΠΑ χρηματοδοτεί Εθνικές εξετάσεις για μαθητές Δημοτικού και Γυμνασίου

            Να πούμε καταρχάς ότι το ΕΣΠΑ χρηματοδοτεί το σχεδιασμό και την υλοποίηση με 252 χιλιάδες ευρώ περίπου. Η δράση που χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ περιλαμβάνει:

            • Τη διαμόρφωση θεωρητικού πλαισίου της διενέργειας εξετάσεων διαγνωστικού χαρακτήρα, βάσει των γνώσεων και δεξιοτήτων που προδιαγράφονται στα Προγράμματα Σπουδών για τη Γλώσσα και τα Μαθηματικά.

            • Τη σύνταξη Οδηγού Εκπόνησης Θεμάτων (και των σχετικών ερωτήσεων) και την καταχώρηση των θεμάτων (και των σχετικών ερωτήσεων) σε ειδική εφαρμογή.

            • Την προετοιμασία και τη διεξαγωγή δοκιμασιών αξιολόγησης στη Γλώσσα και στα Μαθηματικά σε αντιπροσωπευτικό δείγμα μαθητών (έως 6.000 μαθητές ΣΤ’ Δημοτικού και 6.000 μαθητές Γ’ Γυμνασίου) σε επιλεγμένες σχολικές μονάδες της χώρας.

            • Τη διαμόρφωση εισηγήσεων για τη βελτίωση της εκπαιδευτικής πολιτικής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση.

            Η υποβολή της πρότασης συνιστά και αίτηση χρηματοδότησης του δυνητικού δικαιούχου. Αναπόσπαστο στοιχείο της πρότασης αποτελούν τα δικαιολογητικά/έγγραφα, τα οποία συνοδεύουν το Τεχνικό Δελτίο Πράξης.

Τι κρύβεται πίσω από την επιμονή του υπουργείου να προγραμματίσει εθνικές εξετάσεις ;

            Πρώτον, είναι φανερό ότι όλη η υπόθεση μπορεί να εξελιχθεί σε έναν μηχανισμό «παρακυβέρνησης» της εκπαιδευτικής διαδικασίας, καθώς τα δοκίμια αξιολόγησης θα προωθούν μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη σχολική γνώση, τη διδασκαλία, τη μάθηση, τη σχολική επιτυχία, τον μαθητή κ.ά., που προβάλλουν (και ώς έναν βαθμό επιβάλλουν) αντίστοιχες αρχές στην οργάνωση της ίδιας της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Κοντολογίς η «ελληνική Pisa»  επιχειρεί με όχημα τα πορίσματά της (μέσα από τον έλεγχο των γλωσσικών και μαθηματικών ικανοτήτων των μαθητών) να προσανατολίσει την σχολική εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση.

            Δεύτερον, τα αποτελέσματα αυτών των τεστ θα αξιοποιηθούν ως εργαλείο για την κατηγοριοποίηση των σχολείων και θα χρησιμοποιηθούν και ως «κριτήρια» για την αξιολόγηση των ίδιων των εκπαιδευτικών. Είναι φανερό ότι το νέο καθεστώς που θα επιβάλει η «ελληνική PISA», με τον κύκλο των τεστ, μπορεί να βλάψει τους πιο αδύνατους μαθητές και να αποδυναμώσει τις σχολικές τάξεις, καθώς αναπόφευκτα συνεπάγεται όλο και περισσότερα τεστ πολλαπλής επιλογής, περισσότερα λεπτομερώς προσχεδιασμένα μαθήματα από «προμηθευτές» που βρίσκονται πάνω και έξω από το σχολείο –και μεγάλο άγχος για τους εκπαιδευτικούς.

            Να το πούμε καθαρά: Στην πράξη, οι στόχοι της «ελληνικής Pisa» προωθούν, αντί της γνώσης, τη δεξιότητα. Για να πάει καλά ένα σχολείο στον διαγωνισμό, πρέπει οι μαθητές του να έχουν αντιμετωπίσει τη Γλώσσα σχεδόν αποκλειστικά ως εργαλείο επικοινωνίας, να έχουν διδαχτεί από τα Μαθηματικά κυρίως μεθόδους επίλυσης πρακτικών προβλημάτων, ενώ στις Φυσικές Επιστήμες να μην έχουν εμβαθύνει στο γιατί, αλλά στο πώς. Ετσι, το εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει, προσαρμοζόμενο στους στόχους του προγράμματος, να «προπονεί» τους μαθητές σε τέτοιου είδους θέματα, αντί να τους διδάσκει, να τους καταρτίζει αντί να τους εκπαιδεύει.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το