Του Χρήστου Κάτσικα
Η αξιολόγηση που φέρνει το ΥΠΑΙΘ όχι μόνο δεν είναι «αθώα», αλλά, όπου κι αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δυο «αθώες» έννοιες, συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής-μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων ● Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων.
Μέσα στον Ιανουάριο το υπουργείο Παιδείας αναμένεται να καταθέσει νομοσχέδιο, το οποίο ανάμεσα σε άλλα θα προβλέπει παρεμβάσεις στον «μηχανισμό» της εκπαίδευσης, που περιλαμβάνουν σε αυτή τη φάση την επιλογή νέων προϊσταμένων των Διευθύνσεων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, την κατάργηση των ΠΕΚΕΣ και την επιλογή νέων σχολικών συμβούλων με σαφώς διαφορετικό ρόλο σε σχέση με το παρελθόν, καθώς βεβαίως και τους όρους κρίσης και επιλογής των περίπου 10.000 διευθυντών σχολικών μονάδων Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, των οποίων η θητεία τελειώνει με τη λήξη του τρέχοντος σχολικού έτους.
Αυτό σημαίνει ότι θα έχουμε ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την επιλογή προσώπων, τα οποία θα διαδραματίσουν τον βασικό ρόλο στην επιχείρηση αξιολόγησης των περίπου 127.000 μόνιμων εκπαιδευτικών. Σε κάθε περίπτωση, η αξιολόγηση των λεγόμενων στελεχών αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση καθώς και πρώτο και καθοριστικό βήμα για τη νομιμοποίηση όλου του αξιολογικού πλέγματος.
Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών θα είναι διοικητική και εκπαιδευτική – παιδαγωγική. Στο διοικητικό κομμάτι προβλέπεται να εμπλέκονται οι διευθυντές των σχολικών μονάδων και οι προϊστάμενοι εκπαίδευσης και στο εκπαιδευτικό τμήμα οι νέοι σχολικοί σύμβουλοι. Τα κριτήρια της αξιολόγησης, καθώς και τα όποια αποτελέσματά της, θα αποτιμώνται από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση.
Τα ερωτηματολόγια
Να επισημάνουμε στο σημείο αυτό ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών περιέχεται και στο πρόγραμμα της Ν.Δ., ενώ στο ίδιο πρόγραμμα αναφέρεται και η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων από τους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, τους γονείς και τους μαθητές με χρήση ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων, καθώς και η δημιουργία δεικτών με βάση τα αποτελέσματα.
«Σχεδιάζουμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα αξιολόγησης πρώτα των σχολικών μονάδων και εν συνεχεία των εκπαιδευτικών, με αποκλειστικό στόχο τη διαρκή βελτίωση, την επιβράβευση αλλά και την αναβάθμιση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου συνολικά», τόνισε η υΠΑΙΘ κ. Κεραμέως, η οποία, παράλληλα, δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει με κάθε ευκαιρία ότι «η αξιολόγηση θα αφορά όλους και θα είναι χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα, με διπλή στόχευση, πρώτον, να επιβραβεύσει τους αρίστους και δεύτερον να δώσει κίνητρα για βελτίωση μέσω επιμόρφωσης σε όσους δεν αποδίδουν αρκετά έως σήμερα».
Στην ίδια «γραμμή» και ο πρόεδρος του ΙΕΠ Γιάννης Αντωνίου που δηλώνει ότι η αξιολόγηση αποτελεί το «οξυγόνο» των εκπαιδευτικών συστημάτων και ότι «η Ελλάδα τα τελευταία 40 χρόνια έμεινε έξω από αυτόν τον γενικό κανόνα, που αποτελεί δομικό στοιχείο των εκπαιδευτικών συστημάτων του πολιτισμένου κόσμου». Παράλληλα, προσπαθώντας να καθησυχάσει τις ανησυχίες των εκπαιδευτικών, σημειώνει ότι «αντιπαρέρχομαι τη μυθολογία περί τιμωρητισμού, δηλώνοντας με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο ότι η αξιολόγηση που θα εφαρμόσουμε δεν τιμωρεί, διορθώνει».
Εμείς οφείλουμε να θυμίσουμε: Οποιες διακηρύξεις όποιων κυβερνήσεων και να διαβάσει κανείς για την αξιολόγηση τα τελευταία 40 χρόνια, θα διαπιστώσει ότι προβάλλεται σαν το μαγικό ραβδί «διά πάσαν νόσον», που θεραπεύει με αυτόματο τρόπο όλα τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Είναι φανερό ότι, αντιγράφοντας τη ρητορική καθησυχασμού του παρελθόντος, η Ν.Δ. μοντάρει την αγιογραφία και το ευφυολόγημα για «μη τιμωρητική» αξιολόγηση και τη συνδέει με την «επιμόρφωση».
Εμείς οφείλουμε να επισημάνουμε: Η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών συνδέεται με ένα νήμα με το νέο Λύκειο των στενών διόδων, την Τράπεζα Θεμάτων και τη βάση του «δέκα», τη μείωση των εισακτέων στα ΑΕΙ – με δύο λέξεις, με την «Τάξη και Πειθαρχία» όπως την οραματίζεται το κυβερνών κόμμα που θέλει να την αντιστοιχίσει με την «Τάξη και Πειθαρχία» που επιχειρεί να επιβάλει στην κοινωνία.
Το πρώτο βήμα
Ο σχεδιασμός του ΥΠΑΙΘ είναι να συνεχίσει τον βηματισμό που είχε ξεκινήσει την περίοδο 2013-14 (υπάρχει η εμπειρία της εφαρμογής αξιολογικού συστήματος, που προέβλεπε το Π.Δ. 152/2013, η οποία έφτασε ώς τα στελέχη της Εκπαίδευσης το 2014, το σύστημα που εφαρμόστηκε στα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία το 2013-14 και το σύστημα αυτοαξιολόγησης των σχολικών μονάδων την ίδια περίοδο) επί υπουργίας Αρβανιτόπουλου – Λοβέρδου (συγκυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ).
Τον Σεπτέμβριο θα επιχειρηθεί ως ένα πρώτο, αποφασιστικό, τακτικό, πολιτικό βήμα η εσωτερική αξιολόγηση (αυτοαξιολόγηση), που θα αφορά τις σχολικές μονάδες. Πρόκειται για τη φάση που αφορά την εμπέδωση-καθιέρωση μιας νοοτροπίας (κουλτούρας) αξιολόγησης. Στη συνέχεια, αμέσως μετά τη διάχυση και την ηγεμόνευση της κουλτούρας αξιολόγησης, θα επιχειρηθεί η θεσμοθέτηση συγκεκριμένων αξιολογικών τεχνολογιών ποσοτικής μέτρησης των σχολικών αποτελεσμάτων και αποτίμησης της συμβολής κάθε μεμονωμένου εκπαιδευτικού.
Η αξιολόγηση που φέρνει το ΥΠΑΙΘ όχι μόνο δεν είναι «αθώα», αλλά, όπου κι αν εφαρμόστηκε και παρά την επένδυση με χίλιες δύο «αθώες» έννοιες, συνδέθηκε με ένα ασφυκτικό σύστημα που αποτελεί κεντρικό μηχανισμό ανατροπής εργασιακών σχέσεων, ιδεολογικής χειραγώγησης και κατηγοριοποίησης σχολείων, εκπαιδευτικών και μαθητών, εργαλείο βαθμολογικής-μισθολογικής καθήλωσης και απολύσεων.
Η πρώτη γενική παρατήρηση είναι ότι με αυτόν τον τρόπο κατακερματίζεται τόσο η προσωπικότητα του εκπαιδευτικού όσο και η εκπαιδευτική διαδικασία. Και, ακόμα χειρότερα, επιχειρείται η ποσοτικοποίηση και μέτρηση χαρακτηριστικών της ανθρώπινης προσωπικότητας και στοιχείων της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Επιδιώκεται να επικυρωθούν ως αντικειμενικά μετρήσιμα στοιχεία της προσωπικότητας και νοητικές λειτουργίες των υποκειμένων της εκπαιδευτικής διαδικασίας, όπως η διδακτική ή μαθησιακή ικανότητα, η πνευματική και επιστημονική συγκρότηση, η ικανότητα επικοινωνίας και ο τρόπος συμπεριφοράς, οι διαπροσωπικές σχέσεις, οι ιδέες, η φαντασία, η πρωτοβουλία κ.ά. Τα πάντα θα μπαίνουν σε «κουτάκια» και θα πολλαπλασιάζονται με συντελεστές, από το κλίμα στην τάξη μέχρι τη χρήση νέων τεχνολογιών ή την προετοιμασία για τη διδασκαλία.
Η αξιολογική επιτήρηση διασφαλίζει αφενός την καθολική επέκταση του ανταγωνισμού σε όλα τα επίπεδα και αφετέρου αλλάζει τον αξιακό ορίζοντα του δημόσιου σχολείου, όπου η ανισότητα θα πρέπει να θεωρείται φυσιολογική. Διαμέσου της αξιολόγησης, η σχολική αποτυχία δεν είναι πλέον ζήτημα δομής του εκπαιδευτικού συστήματος, εξεταστικών φραγμών, αναλυτικών προγραμμάτων και κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά ζήτημα επαρκών ή ανεπαρκών εκπαιδευτικών και σχολικών μονάδων.
Αυταρχισμός
Η αξιολόγηση ως αυταρχική διαδικασία αλλάζει δραματικά το κλίμα στη σχολική τάξη και η όποια παιδαγωγική αυτονομία αντικαθίσταται από την πλήρη υποταγή και τον ασφυκτικό έλεγχο. Επιπλέον, προκαλεί ανταγωνισμούς και συγκρούσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών, κατατάσσοντάς τους σε κατηγορίες: «ελλιπείς», «επαρκείς», «πολύ καλοί», «εξαιρετικοί». Ταυτόχρονα, η διαπλοκή του κομματικού – κυβερνητικού μηχανισμού με την αξιολογική ιεραρχία απειλεί να εγκαθιδρύσει μια ιδιόμορφη «δικτατορία των αξιολογητών»!
Προβάλλει το εκπαιδευτικό έργο ως προσωπική υπόθεση των εκπαιδευτικών. Επιδιώκει έτσι να τους ενοχοποιήσει στα μάτια των μαθητών τους και της κοινής γνώμης για την κρίση της εκπαίδευσης. Οι κοινωνικοί και εκπαιδευτικοί παράγοντες ουσιαστικά δεν αποτελούν αντικείμενο της αξιολόγησης. Στο νέο πλαίσιο, οι εκπαιδευτικοί «χρεώνονται» την επιτυχία ή αποτυχία των μαθητών τους και η διοίκηση του σχολείου «χρεώνεται» με τη σειρά της την επιτυχία και την αποτυχία όλων.
Με φόρα από τον ιδιωτικό τομέα
Εργα και ημέρες του νέου προέδρου του ΙΕΠ, Γιάννη Αντωνίου, στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη
Πρόσφατα σε κυριακάτικη εφημερίδα ο νέος πρόεδρος του ΙΕΠ μίλησε για αξιολόγηση «που διορθώνει και δεν τιμωρεί». Ας δούμε, λοιπόν, τι αποκαλύπτει η ΟΙΕΛΕ ότι έπραξε ως ιδιωτικός εκπαιδευτικός και επί της ουσίας μοχλός της ιδιοκτησίας των Εκπαιδευτηρίων Ζηρίδη το 2015, ώστε να πραγματοποιηθούν εκδικητικές απολύσεις.
Εκείνη τη χρονιά ο κ. Αντωνίου προσελήφθη στο συγκεκριμένο εκπαιδευτήριο ως Διευθυντής Σπουδών. Αν και η νέα του ιδιότητα παρέπεμπε στην οργάνωση των προγραμμάτων σπουδών του σχολείου, ο πραγματικός του ρόλος, όπως είχε αποκαλύψει η ΟΙΕΛΕ από τον Οκτώβριο του 2015, ήταν να συντάξει ένα προσχηματικό κείμενο/σύστημα αξιολόγησης, το οποίο δεν αντέχει σε σοβαρή επιστημονική κριτική, που στόχευε στο να «ντυθεί» με επιστημονικό επίχρισμα η στοχοποίηση και η οδήγηση προς απόλυση συγκεκριμένων, «ανεπιθύμητων» εκπαιδευτικών.
Η υπόθεση αυτή είχε λάβει έντονη δημοσιότητα και είχε οδηγήσει, μετά από παρέμβαση της ΟΙΕΛΕ, σε ακύρωση της παράνομης αξιολόγησης στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη.
Η τοποθέτηση ενός στελέχους όπως ο κ. Αντωνίου στην κομβική θέση του προέδρου του ΙΕΠ αποτελεί πρόκληση και είναι πηγή ανησυχίας για ολόκληρο τον κόσμο της Εκπαίδευσης. Οταν ένας άνθρωπος που διακατέχεται από ανεξήγητο μένος για τους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών συλλογικοτήτων και που έχει στο παρελθόν λάβει μέρος σε έναν σχεδιασμό δήθεν αξιολόγησης για να απολυθούν εκπαιδευτικοί μπαίνει επικεφαλής του σημαντικότερου συμβουλευτικού θεσμού του υπουργείου Παιδείας και ήδη εξαγγέλλει σαν να είναι ο ίδιος επικεφαλής του υπουργείου μέτρα για αξιολόγηση, πώς είναι δυνατόν να υπάρξει στοιχειώδης εμπιστοσύνη στις προθέσεις του;
e-prologos.gr