Η πυκνή βλάστηση, στο αιωνόβιο δάσος των λέξεων,
χάριζε δροσιά, στις νυχτερινές συζητήσεις των φίλων,
στις συνθέσεις των ποιητών,
στις φανταστικές ιστορίες των παραμυθάδων,
και τις στιχομυθίες των ερώτων.
Ακόμη κι όταν όλα ησύχαζαν στο δάσος των λέξεων,
υπήρχε πάντα το ελαφρύ θρόισμα μιας μικρής πρότασης,
ένα, ας πούμε, “σ’ αγαπώ” ή “σε σκέφτομαι”,
το φτερούγισμα, δηλαδή, των φύλλων ενός δέντρου με βαθιές ρίζες.
Οι υπεραιωνόβιες λέξεις του δάσους,
που από καιρό είχαν γίνει απολιθώματα,
μπορεί να μην είχαν πια τη δροσιά μιας θαλερής φυλλωσιάς
και οι προϊστορικοί κορμοί τους να είχαν την όψη της πέτρας,
παρέμεναν όμως αξιοθέατα της πρότερης ζωής του δάσους των λέξεων,
περιστοιχιζόντουσαν από κέδρους, νέες καταλήξεις και πλατάνια
και προκαλούσαν πάντα, στους περιηγητές του δάσους,
δέος για την πολυπλοκότητα της δομής τους
και τη σαφήνεια των νοημάτων τους.
.
Πάνε τώρα λίγα χρόνια,
που το δάσος των λέξεων είχε αρχίσει να αραιώνει.
Η ξηρασία, που είχε πέσει στις γλώσσες των ανθρώπων,
άφηνε τις ρίζες των λέξεων απότιστες,
η επιτήδευση των νεόκοπων ποιητών
αποστράγγιζε τα ουσιαστικά απ’ τα νοήματά τους,
η οικονομετρία επέβαλλε τους αριθμούς, σε βάρος των λέξεων,
και μια όξινη βροχή κακοποιητικής ανορθογραφίας
στέγνωνε τις λέξεις και τις θρυμμάτιζε, σαν ξερά πλατανόφυλλα.
Περισσότερο όμως απ’ όλα, η παράνομη υλοτόμηση,
από τους δημοκόπους και τους πολιτικάντηδες,
τσεκούρευε τα φυλλώματα, πριόνιζε τους κορμούς
κι έκανε τις λέξεις να μοιάζουν με κουφάρια.
Τα αειθαλή δέντρα, όπως η ελευθερία και η αξιοπρέπεια,
γρήγορα έγιναν φυλλοβόλα και αμέσως μετά ξεράθηκαν.
Οι απολιθωμένες λέξεις δεν προκαλούσαν πια κανένα δέος,
καθώς δεν έμοιαζαν μόνο με πέτρες, παρά πέτρωσαν εντελώς
και, με τις διαβρώσεις, διαλύθηκαν κι έγιναν χώμα.
Όταν ξέσπασε η μεγάλη πυρκαγιά στο δάσος των λέξεων,
Πρώτα κάηκαν τα συγκεκριμένα ουσιαστικά,
δέντρα πουλιά, μέλισσες και ελάφια.
Γρήγορα λαμπάδιασαν και τα αφηρημένα,
η μνήμη, η αξιοπρέπεια, η προσδοκία κι η ελπίδα.
Στο τέλος έγιναν στάχτη τα ρήματα.
Τα ζω, τα αντιστέκομαι, τα νοιώθω, τα ονειρεύομαι
καιγόντουσαν για μέρες, ώσπου στο τέλος έγιναν κάρβουνο.
Απ’ τη φωτιά γλύτωσαν μόνο λίγοι σύνδεσμοι.
Κάτι ούτε, όμως και αν, το μόριο θα, το επιφώνημα αχ
και κάποια σημεία στίξης, το θαυμαστικό και τα αποσιωπητικά
Οι αρχές διέταξαν την απαγόρευση της αναδάσωσης’
Καθώς έκριναν αρκετή την άναρθρη επικοινωνία.
με τα άκαυστα μονοσύλλαβα και το θαυμαστικό,
ενώ για τον εαυτό τους κράτησαν το θα με αποσιωπητικά.
Έτσι έγινε και έμειναν μόνο τα αχ, τα όμως και τα θα
και δεν μπορούσε πια να βγάλει κανείς νόημα,
στη χώρα με το καμένο δάσος των λέξεων.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr