Δημήτρης Μαυρίδης
Κυριακή της αποκριάς αύριο και αναλογίζεται κανείς πόσο γρήγορα πέρασε ένας χρόνος από την τελευταία φορά που ακούσαμε από ραδιοφωνικό στούντιο – όχι από την πλατεία της Πάτρας και της Ξάνθης – τα «αποκριάτικα» κετελαπόνγκο, λαμπάντα και μπαμπολέο. Μια ολόκληρη χρονιά κύλησε σαν νερό. Και ο χρόνος, αναμφίβολα, περνάει γρήγορα, όταν κάποιος περνάει καλά. Αυτό έχει αποδειχθεί σε διάφορες περιστάσεις και συνθήκες, όπως, για παράδειγμα, όταν κάποιος περνάει όμορφα σε μια εκδρομή, σε ένα ταξίδι ή απολαμβάνει μοναδικές στιγμές με αγαπημένους φίλους ή το μεγάλο του έρωτα. Το αντίθετο ακριβώς μ’ αυτό που συμβαίνει με το χρόνο του κατάδικου, του στρατευμένου και εν γένει του υποβαλλόμενου σε μια μακροχρόνια δοκιμασία την οποία ο ίδιος δεν επέλεξε. Ωστόσο, οι συνθήκες αυτές του περιορισμού στο κελί η στο στρατώνα δε διαφέρουν πολύ από αυτές του εγκλεισμού που βιώνουμε τον τελευταίο χρόνο. Έτσι, θα ήταν αναμενόμενο να αναρωτηθεί κανείς πώς έγινε και πέρασε τόσο γρήγορα ο καιρός, εφόσον η ρουτίνα του εγκλεισμού αποτελεί επαρκέστατο παράγοντα βαρεμάρας, μπουχτίσματος και φρεναρίσματος της ταχύτητας εναλλαγής των ωρών και των ημερών.
Μια απλή απάντηση θα μπορούσε να είναι το σχετικά μικρό διάστημα του εγκλεισμού – να υπενθυμίσουμε «λόγω της πανδημίας» – το οποίο πράγματι είναι ένας κόκκος άμμου σε σχέση με την αιωνιότητα και τα δεκαπέντε δισεκατομμύρια χρόνια από το Big Bang.
Μια άλλη λογική εξήγηση θα μπορούσε να είναι η καθημερινή αγωνία που βίωνε – και εξακολουθεί να βιώνει – ο απλός πολίτης σε θέματα υγείας, ελευθερίας και, κυρίως, διαβίωσης, συνθήκη που εκ των πραγμάτων κάνει το χρόνο να κινείται με ασθματικούς ρυθμούς. Αυτό σε συνδυασμό με το άγχος δημιούργησε σε όλους την ψευδαίσθηση της ανεπάρκειας του χρόνου για πολλές δραστηριότητες.
Μια τελευταία και πιο «εμπεριστατωμένη» απάντηση πάνω στο παράδοξο της «συρρίκνωσης» του χρονικού διαστήματος από τα κούλουμα του 2020 έως τους χαλβάδες του 2021 μας δίνουν οι χαρούμενες κοβιντοπερσόνες και οι τηλεπαρουσιαστές της ξεχωριστής ελληνικής τηλεόρασης. Αυτοί, οι «ειδικοί» επί παντός επιστητού σε ρόλο κοινωνιολόγου, ψυχολόγου και λοιμωξιολόγου, διατείνονται πως κατά τον εγκλεισμό ο χρόνος περνάει όμορφα, γρήγορα και δημιουργικά, αν κάποιος οργανώσει σωστά το εικοσιτετράωρό του. Και δεν έχουν άδικο. Όταν δε χρειάζεται να δουλέψεις, γιατί το δεκάλεπτο της δημοσιότητας στο πληρώνει ένα «πετσοκάναλο» για να πείσεις τους υπόλοιπους να μη ξεμυτίσουν απ’ την πόρτα τους, όταν το σπίτι σου διαθέτει τα πολλαπλάσια από ένα μέσο σπίτι τετραγωνικά μέτρα και αυλή ίση με μια δημοτική παιδική χαρά, όταν διαθέτεις βεβαίωση ελεύθερης μετακίνησης λόγω επαγγέλματος και μπορείς να μετακινείσαι οπουδήποτε και να κυκλοφορείς στο χώρο εργασίας χωρίς το βραχνά της μάσκας γιατί κάνεις άκοπα δεκαπέντε τεστ το μήνα και είσαι αρνητικός, τότε έχεις απόλυτο δίκιο να μιλάς και να δίνεις συμβουλές για ορθολογική διαχείριση του εικοσιτετραώρου για έναν πιο κουλ εγκλεισμό και μια ευχάριστη αντιμετώπιση της θανατηφόρου πανδημίας. Ωστόσο, υπάρχει και μια απάντηση που περισσότερο από κάθε άλλη φαίνεται να ισχύει και που βασίζεται στη «θεωρία» της ατέρμονος αποκριάς. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η αποκριά σ’ αυτόν τον τόπο ποτέ δε σταματά. Το καρναβάλι αποτελεί κυρίαρχο συστατικό της καθημερινότητας του νεοέλληνα και, έτσι, δεν του έλειψε ούτε μια μέρα στο εν λόγω διάστημα, δηλαδή από το Μάρτιο του ’20 έως το Μάρτιο του ’21. Πιο συγκεκριμένα, σε κανέναν δεν έλειψαν οι ντουντούκες, δηλαδή τα φερέφωνα της προπαγάνδας της αναγκαιότητας για συμμόρφωση του λαού στις επιταγές της όπως εξάλλου και ο χαρτοπόλεμος, η εκατέρωθεν δηλαδή εξαπόλυση άσφαιρων λεκτικών πυρών – για τα μάτια του κόσμου – από πολιτικούς που «τα έχουν βρει» μεταξύ τους σε πολλά επίπεδα εδώ και δεκαετίες. Σε κανέναν δεν έλειψαν οι ανέμελοι και, δίχως αιτία, πρόσχαροι καρναβαλιστές στα «άρματα» της τιβί, οι οποίοι, παρεμπιπτόντως, τον τελευταίο καιρό έχουν πολλαπλασιαστεί, με κύριο σκοπό να ελαφραίνουν τη βαριά ατμόσφαιρα που έχουν δημιουργήσει στα σπίτια του λαού τα οικονομικά και ψυχολογικά αδιέξοδα. Σε κανέναν δεν έλειψαν τα πλαστικά ρόπαλα, όχι όμως αυτά που χτυπώντας τον άλλον αφήνουν τον τριζάτο ήχο, αλλά αυτά που βαρώντας με μίσος αφήνουν μελανιές στο σώμα και στην ψυχή των ανθρώπων. Και φυσικά, πάντα η καθημερινή καρναβαλική παρέλαση κλείνει με το γαϊτανάκι. Το πολύχρωμο γαϊτανάκι των ευθυνών που τυλίγεται και ξετυλίγεται από τους αρλεκίνους μιας ιδιότυπης ρωμαίικης κομέντια ντελ άρτε. Όσο για τον βασιλιά Καρνάβαλο, εδώ ποτέ δεν τον καίνε. Γιατί η αποκριά τότε θα πρέπει να τελειώσει.
Γι’ αυτόν το λόγο, λοιπόν, φτάσαμε σήμερα να αναρωτιόμαστε πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός και φτάσαμε και πάλι στην Κυριακή της αποκριάς. Όμως, αυτή η συστολή του χρόνου δεν είναι παρά μια μεγάλη ψευδαίσθηση. Μπορεί – με μεγάλη δόση αστεϊσμού βέβαια – να ενστερνιζόμαστε τη «θεωρία» της ατέρμονος ρωμαίικης αποκριάς, αλλά στην πραγματικότητα το εν λόγω χρονικό διάστημα ήταν για όλο το λαό μια περίοδος που φάνηκε ως αιώνας με εβδομάδες, μέρες και ώρες που αργοκυλούσαν βασανιστικά με την ελπίδα άλλοτε να εμφανίζεται αμυδρή στον ορίζοντα και άλλοτε να εξαφανίζεται εντελώς. Κόσμος πολύς χάθηκε. Περιουσίες καταστράφηκαν. Οι ατομικές ελευθερίες συρρικνώθηκαν και η αστυνομική βία περίσσεψε. Πριν από εβδομήντα χρόνια ο Σαχτούρης ενθυμούμενος τα μαύρα χρόνια του εμφυλίου πολέμου έγραψε πως «Μακριά σ’ έν’ άλλο κόσμο γίνηκε αυτή η αποκριά». Όλοι ελπίζουμε σύντομα να μπορούμε να επαναλάβουμε το στίχο του ποιητή και να αποκτήσει το καρναβάλι και πάλι την πραγματική του ουσία. Της χαράς, του ξεφαντώματος, του έρωτα και της ζεστής αγκαλιάς όλων των ανθρώπων.
Μαυρίδης Δημήτρης
e-prologos.gr