Όταν το 1967, ένας καθηγητής κοινωνιολογίας στο Πάλο Άλτο της Καλιφόρνια, προσπάθησε να διδάξει στους μαθητές του τα γεγονότα που οδήγησαν στο Ολοκαύτωμα, διαπίστωσε ότι πολλοί από αυτούς δεν μπορούσαν να δώσουν μία πειστική απάντηση στο ερώτημα πώς οι Γερμανοί πολίτες έγιναν τόσο εύκολα συνένοχοι με το καθεστώς Χίτλερ.
Ο Ron Jones ήταν τότε ένας 25χρονος, χαρισματικός και αγαπητός καθηγητής, που σκέφτηκε ότι ο καλύτερος τρόπος για να διδάξει στους μαθητές του το πόσο εύκολα οι άνθρωποι μπορούν να επηρεαστούν από απολυταρχικούς ηγέτες ή να παρασυρθούν από μία ιδεολογία, ήταν να τους το δείξει να συμβαίνει.
Έτσι αποφάσισε να κάνει ένα κοινωνικό πείραμα, με «πειραματόζωα» τους μαθητές του. Όπως έχει διηγηθεί ένας μαθητής του, μια μέρα ξεκίνησε να συμπεριφέρεται πιο αυστηρά και ανακοίνωσε μία νέα σειρά κανόνων που θα έπρεπε να τηρούνται στην τάξη. Ήταν ενοχλητικό, αλλά όπως κάθε τι που σπάει την μονοτονία του σχολείου, αρχικά ήταν και διασκεδαστικό συνάμα.
Ο Jones πίστευε ότι το πείραμα δεν θα άντεχε για πάνω από μία μέρα. Όταν όμως το επόμενο πρωί μπήκε στην τάξη, οι μαθητές του κάθονταν με τάξη στα θρανία τους και είπαν εν χορώ «καλημέρα κύριε Jones», όπως τους είχε πει να κάνουν. «Θεέ μου!», είπε όταν είδε το θέαμα. Έτσι το πείραμα συνεχίστηκε και ονομάστηκε «Το τρίτο κύμα» – με σαφή αναφορά στο Γ’ Ράιχ…
Οι πρώτες μέρες θύμιζαν παιχνίδι. Ο καθηγητής είχε πολλούς κανόνες να επιβάλλει, και οι μαθητές πολλούς κανόνες να υπακούσουν. Οι μαθητές υποχρεούντο να χαιρετάνε ο ένας τον άλλο ναζιστικά, να κάνουν ερωτήσεις χρησιμοποιώντας το πολύ 3 λέξεις και να εργαστούν για ένα νεφελώδες σχέδιο εξάλειψης της Δημοκρατίας. Η «ενότητα» βρισκόταν στο επίκεντρο του πειράματος και οι μαθητές που συμμετείχαν σε αυτό σύντομα έφτιαξαν και πανό με συνθήματα όπως τα «δύναμη μέσω της συμμετοχής» και «δύναμη μέσω της πειθαρχίας». Επίσης είχε απαγορευτεί η συνάθροιση των μαθητών σε ομάδες μεγαλύτερες των δύο-τριών ατόμων.
Επιπλέον, ο καθηγητής που παρίστανε τον Φύρερ είπε στους μαθητές που συμμετείχαν στο πείραμα του ότι όποιοι θα τον ακολουθούσαν, θα έπαιρναν άριστα, ενώ όσοι παρεκκλίναν από αυτό θα έπαιρναν βαθμό κάτω της βάσης. Όσοι, δε, αρνούνταν να γίνουν μέρος αυτού θα ήταν αντιμέτωποι με τιμωρία στη βιβλιοθήκη.
Ίσως το πιο σημαντικό από όλα ήταν το ότι ο Jones τους είπε ότι η συμμετοχή τους στο «Τρίτο Κύμα» σήμαινε ότι οι κανόνες που είχε επιβάλει δεν θα ίσχυαν μόνο στο σχολείο αλλά ακόμη και στο σπίτι τους. Αν κάποιος έβλεπε έναν συμμαθητή του που συμμετείχε στο πείραμα και δεν τον χαιρετούσε ναζιστικά, ο δεύτερος θα μπορούσε να τον καταδώσει και να τον οδηγήσει υπό την κρίση του Jones. Μια αναφορά για το ότι έσπασες τους κανόνες θα μπορούσε να σε οδηγήσει όχι μόνο στη βιβλιοθήκη, αλλά και εκτός του πειράματος. «Δεν ήξερες ποιος θα έρθει το πρωί και θα μιλήσει για εσένα. Όλες οι γραμμές επικοινωνίας μεταξύ των μαθητών έσπασαν εξαιτίας αυτού του γεγονότος», είχε πει κάποτε ένας από τους συμμετέχοντες. Ήδη από την τρίτη μέρα είχε εξαπλωθεί ένα σύστημα που βασιζόταν στη φήμη πάνω στη φήμη.
Την τέταρτη μέρα ο Jones άρχισε να αισθάνεται ότι χάνει τον έλεγχο του πειράματος. Η περίπλοκη αίσθηση της κοινότητας οδήγησε σε ένα κύμα ενθουσιασμού, όχι μόνο από τους δικούς του φοιτητές, αλλά και από φοιτητές άλλων τάξεων οι οποίοι άρχισαν να συμμετέχουν στο πρόγραμμα. Παράλληλα αναπτύχθηκε ένα κίνημα αντίστασης στη νέα τάξη πραγμάτων. Τότε αποφάσισε ότι έπρεπε να τερματίσει το εγχείρημα.
Τι έκανε, λοιπόν; Ανακοίνωσε στους μαθητές του ότι το «Τρίτο Κύμα» ήταν μέρος ενός εθνικού κινήματος και τους ζήτησε να δώσουν το παρών σε μία συγκέντρωση που θα γινόταν το επόμενο απόγευμα, κατά την οποία θα ανακοινωνόταν ο υποτιθέμενος προεδρικός υποψήφιος. Όταν οι μαθητές συγκεντρώθηκαν στο αμφιθέατρο την επομένη μέρα, ο Jones στεκόταν δίπλα σε μία οθόνη που δεν έδειχνε τίποτα. Μετά από μερικά λεπτά αθόρυβης ανησυχίας, τους αποκάλυψε ότι είχαν εν αγνοία τους συμμετάσχει σε ένα πείραμα για το πως γεννιέται ο φασισμός. Η συνάντηση τελείωσε με την προβολή μίας αντιφασιστικής ταινίας για την άνοδο και τα εγκλήματα του ναζισμού.
Και τι έγινε όταν το πείραμα έληξε; Κάποιοι από τους μαθητές τρομοκρατήθηκαν με την ιδέα ότι είχαν τόσο εύκολα γίνει μέρος μιας μετάβασης στη φασιστική σκέψη και συμπεριφορά. Κάποιοι άλλοι απλά επιβεβαίωσαν ότι η ανησυχία τους για τη μετάλλαξη της νέας τρομακτικής τάξης ήταν σωστές.
Το πείραμα σε κάθε περίπτωση ήταν μία επιτυχία ως προς το ότι εξήγησε επιτυχώς την κρυφή γοητεία του ολοκληρωτισμού. Η ευχαρίστηση από τη συμμετοχή, η υφέρπουσα συγκίνηση του να ξεχωρίζεις από τους άλλους αλλά και η ροπή στην πειθαρχία και τους κανόνες είναι μια επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά στις κοινωνίες που κλίνουν στον απολυταρχισμό.
Όπως άλλωστε η πολιτική φιλόσοφος Χάνα Άρεντ είχε πει στη δίκη της Νυρεμβέργης: Τα περισσότερα μέλη των SS δεν ήταν ούτε διεστραμμένοι, ούτε σαδιστές. Αντιθέτως, ήταν τρομερά και… τρομακτικά φυσιολογικοί άνθρωποι.
Και σε όσους θυμίζει κάτι αυτή η ιστορία, δεν πρόκειται παρά για την πραγματική ιστορία πίσω από το λογοτεχνικό βιβλίο «Το Κύμα», που γράφτηκε από τον Morton Rhue το 1984 και την ομώνυμη ταινία που βγήκε στις αίθουσες το 2008, προκαλώντας το παγκόσμιο ενδιαφέρον.
Δείτε ολόκληρη την ταινία:
e-prologos.gr