Παλιότερα στην “Ελευθεροτυπία”  δημοσιεύτηκε ένα καταπληκτικό κείμενο. Ενα κείμενο που θα ‘πρεπε να δημιουργήσει σάλο, να προκαλέσει αντιδράσεις, να κινήσει έρευνες και μελέτες. Πολύ περισσότερο που αφορούσε ένα χώρο (διανόηση, κουλτούρα, τέχνη) που φέρεται σαν κατ’ εξοχήν ευαίσθητος σε θέματα που αφορούν ιδιαίτερα την πλευρά της ανεξαρτησίας του. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Το γιατί, ο αναγνώστης θα το αντιληφθεί στην συνέχεια αυτού του κειμένου.

Γράφεται λοιπόν στην “Ελευθεροτυπία”: “Πρώην στελέχη της CΙΑ επιβεβαίωσαν πως η CΙΑ χρησιμοποίησε την τέχνη ως όπλο στον ψυχρό πόλεμο… Ενίσχυε και προωθούσε την αμερικάνικη αφηρημένη εξπρεσιονιστική ζωγραφική και, μάλιστα, σε μια εποχή όπως η δεκαετία του ’50 και του ’60, κατά την διάρκεια της οποίας οι περισσότεροι Αμερικάνοι αντιπαθούσαν τη σύγχρονη τέχνη. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση του προέδρου Χάρυ Τρούμαν: «Αν αυτό είναι Τέχνη, τότε εγώ είμαι οτεντότος»”…

“Το περίεργο(;) ήταν ότι οι περισσότεροι καλλιτέχνες που υποστήριζε (η CΙΑ) ήταν συμπαθούντες προς τα κομμουνιστικά κόμματα και μέσα στο κλίμα του Μακαρθισμού κάθε άλλο παρά αρεστοί στις αρχές ήταν”…

“Όλα αυτά στα πλαίσια ενός προγράμματος με το όνομα «Μακρύ λουρί του σκύλου»… Η απόφαση πάρθηκε αμέσως μετά την ίδρυση της CΙΑ, το 1947. Ενοχλημένη από το γεγονός ότι ο σοσιαλισμός είχε πολλούς πιστούς μεταξύ των καλλιτεχνών και των διανοούμενων στη Δύση δημιούργησε μια Διεύθυνση με τίτλο «Κατάλογος στοιχείων προπαγάνδας» που ήταν σε θέση να επηρεάζει πάνω από 800 εφημερίδες, περιοδικά και άλλα μέσα ενημέρωσης Ορισμένοι έλεγαν μεταξύ σοβαρού και αστείου ότι ήταν σαν τζουκ-μποξ. Η CΙΑ μπορούσε να πατήσει ένα κουμπί και ν’ ακούσει να παίζεται ένα συγκεκριμένο τραγούδι σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το επόμενο βήμα έγινε το 1950 όταν δημιουργήθηκε το Τμήμα Διεθνών Οργανισμών υπό τον Τομ Μπρέιντεν. Αυτό ήταν που φρόντισε να χρηματοδοτηθεί η κινηματογραφική μεταφορά με κινούμενα σχέδια του βιβλίου του Όργουελ «Η φάρμα των ζώων». Χρηματοδοτούσε, επίσης, τις περιοδείες αμερικανικών συγκροτημάτων τζαζ, ακόμη και τις περιοδείες της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βοστώνης. Πράκτορές της υπήρχαν σε κινηματογραφικά στούντιο και σε εκδοτικούς οίκους. Υποστήριζε και το αναρχικό πρωτοποριακό καλλιτεχνικό κίνημα στις ΗΠΑ, τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό. Αρχικά, έγινε προσπάθεια να υποστηριχθεί η αμερικάνικη πρωτοποριακή τέχνη επισήμως… Οι αντιδράσεις εμπόδιζαν την αμερικάνικη κυβέρνηση να κάνει τη Νέα Υόρκη παγκόσμια πολιτιστική πρωτεύουσα και να κλέψει τον τίτλο αυτόν από το Παρίσι. Το πρόβλημα αυτό κλήθηκε να λύσει η CΙΑ που εκείνη την εποχή επανδρωνόταν από υψηλού επιπέδου υπαλλήλους και αποτελούσε μια φιλελεύθερη όαση, συγκρινόμενη με το κλίμα που επικρατούσε στην πολιτική ζωή των ΗΠΑ όπου κυριαρχούσε ο Μακάρθι και ο Τζ. Έντγκαρ Χούβερ… Όπως παρατηρεί το στέλεχος της CΙΑ Ντόλαντ Τζέιμσον… «ότι η προσπάθειά μας βοηθήθηκε από τη Μόσχα η οποία εκείνη την εποχή κατήγγειλε με μανία οποιαδήποτε έλλειψη κομφορμισμού με τα δικά της πολύ αυστηρά πλαίσια. Μπορούσε, λοιπόν, κανείς να σκεφθεί πολύ λογικά πως οτιδήποτε εκείνοι επέκριναν τόσο έντονα και τόσο άγαρμπα άξιζε να υποστηριχθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.» Το πρόβλημα ήταν πως η υποστήριξη θα έπρεπε να είναι αφανής, τόσο για τον κόσμο όσο και για τους καλλιτέχνες οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν έντονα εχθρικές διαθέσεις απέναντι στην αμερικάνικη κυβέρνηση και ιδίως απέναντι στη CΙΑ…”.

Ένα πολύ σημαντικό ζήτημα
Το ρεπορτάζ της “Ελευθεροτυπίας” είναι άκρως αποκαλυπτικό από μόνο του και υποθέτουμε ότι ακόμα πιο αποκαλυπτικό και διαφωτιστικό θα ήταν το σύνολο των πληροφοριών που “βγήκαν προς τα έξω”, αν τα είχαμε στα χέρια μας. Ωστόσο, κι αυτά ακόμη είναι αρκετά για να πούμε κάποια πράγματα. Γιατί το ζήτημα δεν είναι άγνωστο. Όπως σημειώνεται και στην “Ε”, “για χρόνια κυκλοφορούσε η φήμη στους χώρους καλλιτεχνών και διανοουμένων”. Δεν ήταν βέβαια μόνο φήμη. Για τους κομμουνιστές ήταν βεβαιότητα. Μόνο που υπήρχαν κάποια “προβληματάκια”. Οι Αμερικάνοι βέβαια δεν το παραδέχονταν. Άλλωστε, βασικός όρος για ν’ αποδώσει η επιχείρηση είναι να μη φαίνεται ότι υπάρχει χειραγώγηση. Ανάλογη σιωπή υπήρχε και από τη μεριά όσων ευνοούνταν. Γεννιέται, λοιπόν, το ερώτημα: το ήξεραν; Αρχικά, μάλλον όχι. Στην πορεία, ωστόσο, δεν είναι δυνατόν να μην αντιλαμβάνονταν ότι κάποιες “αόρατες” δυνάμεις τους “έσπρωχναν”, τους προωθούσαν. Η στάση τους δεν υπήρξε και τόσο αθώα. Αυτό είναι βέβαιο!
Το κύριο ωστόσο ήταν άλλο. Ήταν το ότι όλο και λιγότερο προβαλλόταν μια πραγματική άμυνα από τη μεριά του κομμουνιστικού κινήματος και των διανοουμένων-καλλιτεχνών που το πλαισίωναν. Οι αιτίες συνδέονται με την καθαρά πολιτική πλευρά του ζητήματος, την κυριάρχηση του ρεβιζιονισμού- ρεφορμισμού, ζήτημα που και έχει τεθεί επανειλημμένα με άλλες ευκαιρίες, αλλά και που ξεφεύγει από τα πλαίσια αυτού του σημειώματος.
Εκείνο, πάντως, που χρειάζεται να υπογραμμιστεί εδώ είναι πως πρόκειται για ζήτημα τεράστιας σημασίας. Ζούμε στην εποχή μας ένα είδος επιστροφής σ’ ένα μοντέρνο Μεσαίωνα, στα πλαίσια του οποίου -εκτός των άλλων- κατακλυζόμαστε από κύματα πολιτιστικής βαρβαρότητας χωρίς προηγούμενο. Το φαινόμενο επισημαίνεται από πολλές πλευρές, μόνο που σπάνια γίνονται κάποιες δειλές απόπειρες να ψηλαφιστούν οι αιτίες του φαινομένου, παρόλο που είναι πια ολοφάνερες, Κανείς δεν αγνοεί σήμερα ότι μια τέτοια εξέλιξη συνδέεται ακριβώς με την κυριάρχηση του καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Μόνο που όλοι σχεδόν οι διανοούμενοι, καλλιτέχνες κ.λπ., όσοι οδύρονται για τη βαρβαρότητα και το πολιτιστικό τέλμα, μόλις φτάσουν σ’ αυτό το σημείο στρίβουν με τρόπο. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας.

Η στρατηγική σημασία του εγχειρήματος
Το ζήτημα συνδέεται άμεσα με την αντιπαράθεση καπιταλισμού-σοσιαλισμού και, ταυτόχρονα, με την προσπάθεια των ΗΠΑ να ηγεμονεύσουν απόλυτα στο Δυτικό Μπλοκ στα πλαίσια των γενικότερων επιδιώξεων τους για παγκόσμια κυριαρχία. Είναι, άλλωστε, ο λόγος για τον οποίο οι ΗΠΑ μπήκαν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο λόγος για τον οποίο πάτησαν πόδι στην Ευρώπη -το έως τότε επίκεντρο των εξελίξεων-για να το υποτάξουν, να το ελέγξουν και να το “μεταφέρουν ” στις ΗΠΑ. Βεβαίως, όπως είναι ευνόητο, η κύρια αντιπαράθεση έγινε στο πολιτικό, οικονομικό, στρατιωτικό πεδίο, όπως επίσης και η ανάδειξη του ηγεμονικού ρόλου των ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι ανατροπές που συντελέστηκαν στο πολιτιστικό πεδίο, κατά κύριο λόγο αντανακλούσαν τις αντίστοιχες ανατροπές στα πεδία που προηγούμενα αναφέραμε. Κατά την άποψη μας, βασικό ρόλο έπαιξαν δύο σημαντικές εξελίξεις:
α) Η κυριάρχηση-επέκταση του αμερικάνικου μοντέλου καπιταλιστικής ανάπτυξης στον Δυτικό Κόσμο, η “μεταφορά” του New Deal (με τις όποιες προσαρμογές) στις άλλες καπιταλιστικές χώρες. Ένα οικονομικό μοντέλο που “παρήγαγε” αλλά και χρειαζόταν το δικό του “Πολιτισμό”.
β) Η κυριάρχηση του ρεβιζιονισμού στο πρώην σοσιαλιστικό στρατόπεδο, εξέλιξη που μπλοκάρισε τις πιο ζωντανές και πρωτοπόρες δυνάμεις σε όλα τα πεδία (οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό), που απογοήτευσε και νέκρωσε τα πιο ζωντανά και δημιουργικά κύτταρα σε όλους τους τομείς, που οδήγησε σε πολιτιστικό μαρασμό. Από ένα σημείο και πέρα, η αριστερή διανόηση αφοπλίστηκε ολότελα και όχι μόνο έχασε τον πρώτο ρόλο, αλλά οδηγήθηκε και σε μια απολογητική στάση απέναντι στους αστούς, μέχρι που προσχώρησε στην πλειοψηφία της (άμεσα ή έμμεσα) στην άλλη πλευρά και “ησύχασε”.
Ευνόητο είναι, βέβαια, ότι και οι εξελίξεις στο καθεαυτό πολιτιστικό πεδίο είχαν τους δικούς τους όρους και πάντα, βεβαίως, με μια σχέση αλληλεπίδρασης με τα προηγούμενα. Ό,τι έγινε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί έργο της CΙΑ και μόνο. Εκείνο, ωστόσο, που εμείς εδώ θέλουμε να θέσουμε είναι πως το σύστημα, αντιλαμβανόμενο τη μεγάλη σημασία του πολιτιστικού τομέα, έδρασε και συνειδητά με το σύνολο των μηχανισμών και δυνάμεών του, προσπαθώντας να επιδράσει στις εξελίξεις και να τις προσανατολίσει σε κατευθύνσεις της επιλογής του. Έναν τέτοιο ρόλο έπαιξε και το τμήμα της CΙΑ που προαναφέρθηκε, για λογαριασμό συνολικά του καπιταλιστικού συστήματος και ειδικότερα των επιδιώξεων των ΗΠΑ.
Είναι φανερό, λοιπόν, πως αντιμετωπίστηκε σαν υπόθεση στρατηγικού χαρακτήρα, που συνδεόταν άμεσα με τις γενικότερες επιδιώξεις των ΗΠΑ. Σαν τέτοια, πέρναγε “πάνω” από πρόσωπα και αντιδράσεις που αντανακλούσαν τον εγγενή συντηρητισμό της αμερικάνικης κοινωνίας. Μπορεί να δυσαρεστούνταν οι Τρούμαν, Χούβερ, Μακάρθι κ.ά. από τα “καμώματα των εκφυλισμένων Ρουσβελτικών φιλελεύθερων και των συνοδοιπόρων”, αλλά δεν μπορούσαν να ανατρέψουν αυτό που υπήρξε ως βασική κατεύθυνση του συστήματος. Άλλωστε, κι αυτές οι αντιδράσεις είχαν το ρόλο τους στο εγχείρημα, όπως θα δούμε και στη συνέχεια. Εγχείρημα του οποίου βασικές επιδιώξεις υπήρξαν καταρχήν:
-Η αντιμετώπιση του ηγεμονικού ρόλου της Αριστεράς στο χώρο της διανόησης-κουλτούρας.
-Μεταφορά του πολιτιστικού κέντρου της Δύσης από την Ευρώπη στις ΗΠΑ,
-Ένταξη αυτών των στόχων στη γενικότερη κατεύθυνση για επιβολή της αστικής-καπιταλιστικής αντίληψης πραγμάτων, και τέλος
-Η προώθηση των επιδιώξεων των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία.
Από τους βασικούς στόχους της όλης επιχείρησης υπήρξε η επιβολή της αγγλικής γλώσσας. Βασικό πολιτιστικό εργαλείο η γλώσσα, αλλά και όργανο γενικής επιβολής. Στο κεφάλαιο αυτό υπήρξε μάλλον μια “άτυπη” συμμαχία με την Αγγλία (ίσως και τυπική -δεν ξέρουμε- στο βαθμό που ήδη υπήρχε στρατηγική συμμαχία ΗΠΑ-Μ. Βρετανίας στο γενικότερο πολιτικό πεδίο). Ο αγγλοσαξονικός χώρος, αλλά και αυτός της -πάλαι ποτέ- βρετανικής αυτοκρατορίας αποτέλεσε μια -καταρχήν- πλατιά βάση ή, αν θέλετε, μια “αγορά” για κάθε αγγλόφωνο “προϊόν”. Μια τέτοια σχέση ισχυροποιούσε τον αγγλοσαξονικό πολιτιστικό άξονα και -στο πλαίσιό του- τον αμερικάνικο, που “απορροφούσε”, αφομοίωνε και αξιοποιούσε το βρετανικό πολιτιστικό “απόθεμα”.

Το μαστίγιο και το καρότο
Βασικός άξονας της επιχείρησης, όπως ήδη αναφέραμε, ήταν η αντικομμουνιστική κατεύθυνση. Χρησιμοποιήθηκε η τακτική τόσο του μαστίγιου όσο και του καρότου. Ο Μακαρθισμός υπήρξε μια πολιτική που “εκκαθάρισε” το “εσωτερικό μέτωπο”. Δεν ήταν κάτι το παροδικό, κάτι το “έκτακτο”, όπως παρουσιάζεται από πολλές πλευρές. Υπήρξε συνέχεια και έκφραση μιας πολιτικής που ξεκίνησε ήδη στη διάρκεια του πολέμου και που στόχο της είχε να εκκαθαρίσει τους μηχανισμούς των ΗΠΑ από “κομμουνιστές, συμπαθούντες και συνοδοιπόρους”. Το ότι ο Μακαρθισμός έπληξε διανοούμενους και καλλιτέχνες ήταν αυτό που τον έφερε στο προσκήνιο της επικαιρότητας, ενώ η προηγούμενη (και πολύ πιο σημαντική) επιχείρηση πέρασε μάλλον στα σιωπηλά. Το γεγονός, πάντως, είναι ότι μια σειρά διανοούμενοι και καλλιτέχνες υποχρεώθηκαν να υποταχτούν, να μετατραπούν σε ενεργούμενα των μηχανισμών, έως και σε χαφιέδες (από τους πιο γνωστούς ο μετέπειτα πρόεδρος Ρήγκαν), ενώ όσοι θέλησαν να κρατήσουν μια αξιοπρεπή στάση υποχρεώθηκαν να φύγουν από τις ΗΠΑ (όπως ο γνωστός μας Ζυλ Ντασσέν κ.ά.). Τελικό αποτέλεσμα: έγινε καθαρό (και με τον πιο απόλυτο τρόπο) ποιοι έχουν θέση στον “ελεύθερο κόσμο” και ποια τα όρια της “ελευθερίας” τους.
Από κει και πέρα μπορούσαν να παίζουν και οι “φιλελεύθεροι” Ρουσβελτικοί το δικό τους παιχνίδι. Αυτό του καρότου. Η αντιμετώπιση της κυριαρχίας της Αριστεράς στο χώρο του πολιτισμού, ιδιαίτερα εκτός ΗΠΑ (όπου δεν έφτανε το χέρι του Μακάρθι), απαιτούσε μια ορισμένη τακτική. Όχι κατά μέτωπο επίθεση, όχι προβολή καθαρά αστικών “αξιών” – τακτική που τότε δε θα είχε καμιά “τύχη”. Αυτό έγινε πολύ αργότερα. Επιλέχτηκε η αντιπολίτευση “από τα μέσα”. Η υπονόμευση, η αμφισβήτηση, η καλλιέργεια δυσπιστίας. Έναν τέτοιο ρόλο έπαιξε λ.χ. το πολύ γνωστό “1984” του Όργουελ. Προωθήθηκε με την “υποστήριξη”, την έμμεση ή και άμεση χειραγώγηση ανθρώπων της Τέχνης και του Πολιτισμού και των κάθε λογής κονδυλοφόρων. Διαμορφώθηκαν έτσι σε μια πορεία ολάκερα “επιτελεία” και δίκτυα ελέγχου που αγκάλιασαν όλες τις δραστηριότητες, μέχρι και τις πιο απροσδόκητες (έως και τον χώρο του αθλητισμού). Τίποτα δεν αφέθηκε “στην τύχη”. Κάτι σαν “τζουκ-μποξ”, όπως αναφέρεται. Μόνο που “πατώντας ένα κουμπί” δεν ακουγόταν μονάχα ένα κάποιο τραγούδι, αλλά καμπανιάρονταν και οποιοδήποτε πολιτιστικό ή και πολιτικό ζήτημα σ’ όλο τον κόσμο. Δελεασμός -σε μια πορεία-ταλέντων από τον ευρωπαϊκό -κύρια- χώρο (στα πρότυπα της επιχείρησης προσέλκυσης “εγκεφάλων” που στη διάρκεια του πολέμου είχε ήδη ξεκινήσει) για να στελεχώνουν μια επιχείρηση που όλο και περισσότερο μετατρεπόταν σε βιομηχανία (βιομηχανίες).
Πάνω στη συγκεκριμένη εφαρμογή αυτών των κατευθύνσεων και στ’ αποτελέσματα τους, θα μπορούσαν να γραφούν τόμοι επί τόμων. Προφανώς, ένα τέτοιο ζήτημα δεν μπορεί να εξαντληθεί εδώ. Άλλωστε, δεν αισθανόμαστε καθόλου “ειδήμονες” επί του θέματος. Κάθε άλλο! Μόνο που -χρόνια τώρα- οι απανταχού ειδήμονες κάνουν την κορόιδα. Ευνόητοι οι λόγοι. Απ’ την άλλη μεριά, έχουμε καθαρό ένα πράγμα. Οι παράγοντες που έπαιξαν τον πιο αποφασιστικό ρόλο στο να επιβληθεί αυτή η βαρβαρότητα δεν ήταν ακριβώς ή μόνο πολιτιστικοί. Ήσαν οικονομικοί, κοινωνικοί, πολιτικοί. Το αντιμετωπίζουμε, λοιπόν, όχι απλά σαν πολιτιστικό, αλλά σαν ένα κατ’ εξοχήν πολιτικό ζήτημα. Από κει και πέρα, μόνο κάποιες σύντομες αναφορές μπορούμε να κάνουμε, κάποιες νύξεις-ερεθίσματα, ευελπιστώντας ότι σε μια πορεία θα συγκινηθούν και κάποιοι που σίγουρα μπορούν να πουν περισσότερα πράγματα για τα καθεαυτό πολιτιστικά ζητήματα.

Νόμπελ. Αίγλη και σκοπιμότητες
Στο χώρο της λογοτεχνίας βασικό ρόλο έπαιξαν τα διάφορα βραβεία. Από κοντά και κάθε είδους χορηγίες, προσκλήσεις σε συνέδρια, συμπόσια, ανακηρύξεις σε τακτικούς ή επίτιμους διδάκτορες διαφόρων πανεπιστημίων και συναφών ιδρυμάτων, προσκλήσεις για διαλέξεις, ομιλίες κ.λπ. Ολ’ αυτά, πέρα από τον χαρακτήρα της τιμητικής διάκρισης, συνοδεύονταν -κατά κανόνα- από όχι ευκαταφρόνητα χρηματικά ποσά, ενώ, ταυτόχρονα, άνοιγαν διάπλατα οι πόρτες των εκδοτικών οίκων, των ΜΜΕ κ.λπ. Όσοι τύγχαναν μιας τέτοιας ευνοϊκής μεταχείρισης δεν ήταν απαραίτητο να γνωρίζουν το τι συνέβαινε πραγματικά. Σε μια πορεία, ωστόσο, όλο και περισσότερο γινόταν κοινή συνείδηση το ποια είναι η στάση εκείνη που “ανοίγει πόρτες”, και ποια -αντίθετα- τις κλείνει. Τόσο περισσότερο συνέβαινε αυτό όσο αποδυναμωνόταν ο ρόλος της Αριστεράς, το κύρος και η δυνατότητά της να λειτουργεί ως πεδίο αναφοράς. Απ’ την άποψη αυτή, αποκτάει ακόμη μεγαλύτερη αξία η στάση όσων διατηρούσαν κάποιες αντιστάσεις. Και ειδικά στο χώρο αυτό δεν ήταν λίγοι. Και πάνω απ’ όλα, βέβαια, η κορυφαία διάκριση, το Νόμπελ. Σήμερα, δεν μπορεί κανείς ν’ αμφισβητήσει στα σοβαρά ότι το βραβείο αυτό χρησιμοποιήθηκε σε πολιτική και αντικομμουνιστική βάση. Όχι πως όλοι όσοι το πήραν δεν το άξιζαν. Άλλωστε, αν γινόταν “κατάχρηση” δε θα μπορούσε να έχει το κύρος που απέκτησε. Αποτέλεσε, ωστόσο, όργανο μιας ορισμένης πολιτικής, χρησιμοποιώντας ανάλογα τις συνθήκες από τα πιο “στενά” (Σολζενίτσιν) μέχρι τα πιο “πλατιά” κριτήρια (π.χ. Σόλοχοφ). Για να γίνουν περισσότερο αντιληπτά κάποια πράγματα, ας αναφερθούμε στα καθ’ ημάς, έστω και με τον κίνδυνο να κατηγορηθούμε για ασέβεια. Όπως είναι γνωστό, Νόμπελ λογοτεχνίας πήραν ο Σεφέρης και, αργότερα, ο Ελύτης. Η ποιητική τους αξία βρίσκεται πέρα από κάθε αμφισβήτηση. Άλλο τόσο είναι γεγονός, ωστόσο, πως η βράβευσή τους υπήρξε και όχημα μεταφοράς και μετατόπισης του κέντρου ενδιαφέροντος στο χώρο της λογοτεχνίας που μέχρι τα τότε βρισκόταν αριστερά. Χαρακτηριστικό το ότι ρω στο ’60, οι σχεδόν 9 στους 10 νέους που ασχολούνταν με την ποίηση “ξεκίναγαν” με Ρίτσο.

Σινεμά, αλλά όχι ο Παράδεισος
Λίγο μετά τον πόλεμο, η σταρ του Χόλυγουντ Ίνγκριντ Μπέργκμαν βλέπει την ταινία “Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη” του Ροσσελίνι. Συγκλονίζεται και αποφασίζει να επιστρέψει στην Ευρώπη για να γνωρίσει αυτό το σινεμά το τόσο διαφορετικό από τις λαμπερές, αλλά ανούσιες ταινίες στις οποίες πρωταγωνιστεί. Μερικές δεκαετίες μετά, ευρωπαίοι ηθοποιοί και σκηνοθέτες συρρέουν στο Χόλυγουντ μαγνητισμένοι από τη λάμψη του. Άλλοι κάνουν καριέρα όπως π.χ. ο Πολάνσκι, άλλοι χάνονται σαν δημιουργοί (περίπτωση Μίλος Φόρμαν) και κάποιοι απλώς διαπιστώνουν πως το “Βαλκάνιο πάθος” τους δεν έχει χώρο να ευδοκιμήσει στον πλαστικό κόσμο του Χόλυγουντ κι “επιστρέφουν”, όπως ο Εμίρ Κουστουρίτσα.
Μεσολάβησαν, βέβαια, από τα τότε ως τα τώρα κάποια πράγματα. Υπόβαθρο της όλης εξέλιξης η όλο και μεγαλύτερη βιομηχανοποίηση της επιχείρησης-θέαμα. Αλλά παίξανε το ρόλο τους και κάποιες συγκεκριμένες κινήσεις. Στην ποιοτική υπεροχή του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ο χολιγουντιανός αντιπαραθέτει τις υπερπαραγωγές. Την εξαγορά και τον έλεγχο των αιθουσών προβολής και του κυκλώματος διανομής. Την προβολή, τη διαφήμιση, τη δημιουργία μιας ολάκερης μυθολογίας γύρω από τους σταρ του Χόλυγουντ, για την οποία ξοδεύτηκαν τεράστια ποσά. Σημαντικός υπήρξε ο ρόλος των Όσκαρ. Φαντάζει, πλέον, πολύ μακρινή η περίπτωση ενός Μάρλον Μπράντο που αρνείται να το παραλάβει. Σήμερα, το Όσκαρ λάμπει. Χρειάστηκε βέβαια να πάρουν τα δικά τους “Όσκαρ” (και πάντα τοις μετρητοίς) εκατοντάδες κονδυλοφόροι.
Πρόσφατο παράδειγμα, με αφορμή τα 100 χρόνια του σινεμά, γίνεται ένα είδος επιλογής των 100 σημαντικότερων ηθοποιών στην ιστορία του. Στην κορυφή ο μεγάλος Σαρλώ (πάλι καλά!). Είναι, όμως, μάλλον το άλλοθι της υπόθεσης. Γιατί από κει και πέρα παρελαύνουν στις πρώτες θέσεις έως και απίθανες χολιγουντιανές μετριότητες, ενώ τοποθετούνται στις τελευταίες θέσεις ή και απουσιάζουν εντελώς, μεγάλες μορφές του ευρωπαϊκού κινηματογράφου. Αν τώρα νομίζετε ότι η επιλογή έγινε από τίποτε “φαν” της Ρούλας Κορομηλά, κάνετε λάθος. Έγινε από δημοσιογράφους απ’ όλο τον κόσμο και, μάλιστα, από εκείνους που κρατούν στήλες κριτικής κινηματογράφου(!)
Πέρα απ’ το οικονομικό μέρος της υπόθεσης, πιο σημαντικό υπήρξε το ιδεολογικό-πολιτικό, όπου υπήρξαν αξιοσημείωτες μετατοπίσεις. Ένα παράδειγμα: γύρω στο 70 ο “κάου μπόυ” Τζον Γουέιν αναλαμβάνει να εξωραΐσει την αμερικάνικη επέμβαση στο Βιετνάμ. Είναι “Τα πράσινα μπερέ”. Οι καιροί, όμως, δεν προσφέρονταν. Γενική κατακραυγή και η ταινία στον πάτο. Η απόπειρα επαναλαμβάνεται, λίγα χρόνια μετά, με νέα, βελτιωμένη συνταγή και λαμπερό καστ πρωταγωνιστών. Ρόμπερτ ντε Νίρο, Μέρυλ Στριπ κ.ά. “Ο Ελαφοκυνηγός”. Η “αριστερή” κριτική εκστασιάζεται. Ανακαλύπτει “αρετές”. Έτσι, αν εμείς λέμε ότι ο “Ελαφοκυνηγός” υπήρξε απλώς ο πρόδρομος που άνοιξε το δρόμο σε ταινίες για το Βιετνάμ τύπου Ράμπο και των παραλλαγών του, είμαστε και πάλι οι “αρτηριοσκληρωμένοι σταλινικοί”. (Το “ομολογούμε”, όπως, επίσης, ότι παραμένουμε και “αμετανόητοι”). Στο ίδιο θέμα το “Αποκάλυψη τώρα”. Χαμός! Δεν τολμά κανείς να το χαρακτηρίσει σαν κάτι λιγότερο από αριστούργημα. Αλλά ποια αποκάλυψη και ποιου πράγματος; Το παράλογο -λέει- του πολέμου. Αλλά γιατί παράλογος; “Μια χαρά πόλεμος” ήταν στο ξεκίνημά του! Απόλυτά εναρμονισμένος με την ιμπεριαλιστική λογική! Συνέβη, όμως, το απροσδόκητο: ο πανίσχυρος ιμπεριαλισμός των ΗΠΑ νικήθηκε. Αυτό, μάλιστα! Ήταν “παράλογο”! Ενώ το “λογικό” θα ήταν άλλο. Αυτό που συνέβη αργότερα στην Γρενάδα, στον Παναμά, στα Φώκλαντς. Το μακέλεμα των λαών της Γιουγκοσλαβίας. Από κει και πέρα, στα προϊόντα με τα οποία μας κατακλύζει η κινηματογραφική βιομηχανία μπορεί να συναντήσει κανείς: επαγγελματίες δολοφόνους με “βαθύ συναισθηματικό κόσμο” σαδιστές με “πλούσια -κατά βάθος- αισθήματα”, “ωραίους τύπους” που οι διαστροφές τους δεν εκφράζουν παρά το “λεπτό τους γούστο”, εμπόρους ναρκωτικών “με φιλότιμο” και άλλα πολλά που θα θέλαμε πολλές σελίδες για να τα’ αναφέρουμε.

Ο κύκλος των χαμένων τραγουδιών
Σήμερα στο χώρο του τραγουδιού βιώνουμε μια κατάσταση, που λίγο πολύ είναι γνωστή στον καθένα. Σε παγκόσμια κλίμακα κυριαρχεί το αγγλόφωνο τραγούδι. Αυτό αφορά όχι μόνο ό,τι ακούγεται, αλλά και ό,τι παράγεται και στις μη αγγλόφωνες χώρες.
Κάθε δημιουργός συνθέτης, τραγουδιστής κ.λττ. ξέρει ότι δεν μπορεί να ελπίζει σε διεθνή καριέρα, έξω από αυτό το είδος, αυτό το κύκλωμα. Κάτι ανάλογο (με διαβαθμίσεις πάντα) ισχύει και σε εθνική κλίμακα. Το “τζουκ-μποξ”, που αναφέρεται στο ρεπορτάζ της “Ε” λειτουργεί με πλήρη απόδοση.
Το φαινόμενο είναι βέβαια σύνθετο. Συνδέεται με την ευγενή εξέλιξη των πραγμάτων στο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό, πολιτιστικό πεδίο (έως και το τεχνολογικό) Συνδέεται όμως και με συγκεκριμένες κινήσεις σε μια τέτοια κατεύθυνση. Με τον έλεγχο και την εξαγορά των κυριότερων δισκογραφικών εταιρειών. Με τη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου προβολής, που περιλαμβάνει τηλεοπτικούς σταθμούς (ΜΤV κ.ά.), ραδιοφωνικούς, περιοδικά, εφημερίδες, προσβάσεις στα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο. Τη δημιουργία μιας ολάκερης μυθολογίας που αναπαράγεται καθημερινά απ’ όλα αυτά τα μέσα, πάνω στο είδος, τη σημασία, τους αστέρες του, την ιστορία του.
Συνδέεται ακόμη με τη γενικότερη αμερικάνικη κυριαρχία σε μια σειρά τομείς, που λειτουργούν σε μια σχέση αλληλοτροφοδότησης. Ήδη, έχει επιβληθεί σαν διεθνής η αγγλική γλώσσα. Παρ’ όλες τις αντιστάσεις, σε πολλές χώρες έχει κατακτηθεί σημαντικός χώρος σε βάρος της δικής τους μουσικής παράδοσης. Με δεδομένο ότι ένα από τα δυσκολότερα πράγματα είναι το να αφαιρέσει κανείς από τα χείλη ενός λαού το τραγούδι του, γίνεται αντιληπτή τόσο η ένταση του “πολέμου” που διεξάγεται όσο και η σημασία του πράγματος. Εξελίξεις που έχουν δημιουργήσει μια παγκόσμια αγορά ελεγχόμενη, κατά κύριο λόγο, από τις ΗΠΑ (ανάλογα φαινόμενα χαρακτηρίζουν τις εξελίξεις στον κινηματογράφο, την τηλεόραση κ.λπ.).
Με τη σειρά της, μια τέτοια εξέλιξη έχει ορισμένες παραπέρα συνέπειες. Η επιχείρηση έχει πλέον κέρδη και, μάλιστα, σημαντικά. Είναι σε θέση ν’ αναπαράγεται αυτοτροφοδοτούμενη οικονομικά (δεν ήταν πάντα έτσι). Ταυτόχρονα, είναι σε θέση να παράγει “προϊόντα” υψηλού κόστους και προδιαγραφών (ευελπιστώντας βάσιμα σε απόσβεση), πράγμα που διευκολύνει την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της στην “αγορά”. (Αλήθεια θα είχε πολύ ενδιαφέρον να μπορούσαμε να υπολογίσουμε το κόστος παραγωγής, προώθησης και προβολής ενός άλμπουμ πρώτης γραμμής, και να το συγκρίνουμε λ.χ. με τον ετήσιο προϋπολογισμό μιας “εγχώριας” πανεπιστημιακής σχολής).
Ταυτόχρονα, η ίδια αυτή εξέλιξη της έδωσε τη δυνατότητα ν’ απαλλαγεί από κάποιες “δουλείες” του παρελθόντος. Έχει ξεφύγει, πλέον, από τις ανάγκες “πρωταρχικής συσσώρευσης” ενός ποιοτικού “υλικού” (η τζαζ που αναφέρει στο ρεπορτάζ της “Ε”, άλλα όχι μόνο) που χαρακτήρισαν τις πρώτες φάσεις της. Έχει κατορθώσει να θέσει “υπό έλεγχο” ανεπιθύμητες “παρενέργειες” προοδευτικού χαρακτήρα που εκδηλώθηκαν στην πορεία της. Η μεγάλη αναλώσιμη μάζα των πλαστικοποιημένων “προϊόντων”, που διοχετεύεται κύρια στη νεολαία, έχει πλέον τις δικές της αυτόνομες προδιαγραφές και στόχους. Ανάλογο φιλτράρισμα έχει υποστεί και η πραγματική Ιστορία για να φτιαχτεί μια μυθολογία στα μέτρα συγκεκριμένων επιδιώξεων. Όπως λ.χ. αυτή γύρω από τη δεκαετία του ’60. Πρώτος όρος, η εξαφάνιση (κυριολεκτικά) γεγονότων που τη σημάδεψαν, η στρέβλωση της σημασίας άλλων. Πουθενά δε θα δει κανείς λ.χ. ν’ αναφέρεται το κύμα των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων που τη χαρακτήρισε. Πλήρες σκοτάδι για το απεργιακό κύμα που σάρωσε την Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας. Σπάνιες και πάντα αρνητικές οι αναφορές στην Πολιτιστική Επανάσταση που αποτέλεσε κύρια πηγή έμπνευσης για τα κινήματα της νεολαίας. Συχνότερες οι αναφορές στον Μάη του ’68, αλλά απόλυτα επιλεκτικές, με πλήρη σχεδόν αποσιώπηση του βασικού, του αντικαπιταλιστικού του χαρακτήρα. Εξοργιστικά στρεβλές οι αναφορές στον πόλεμο του Βιετνάμ, παραπλανητικές οι αναφορές στο αντιπολεμικό κίνημα της Αμερικάνικης νεολαίας (και ανύπαρκτες στον τρόπο που χτυπήθηκε). Τόσο, όσο χρειάζεται για ν’ αποτελούν το πλαίσιο αναφορών στα “παιδιά των λουλουδιών”, στα τραγούδια τους, στο Γούντστοκ. Αλλά κι αυτά ακόμη φιλτράρονται με τη σειρά τους, για ν’ αφυδατωθούν ολότελα από το πολιτικό τους περιεχόμενο και να μείνουν ως ανώδυνος μύθος, κατάλληλος στο να χρησιμοποιείται σαν ιστορικο-πολιτιστικό άλλοθι της σημερινής βιομηχανίας.
Κάπως έτσι, για τους σημερινούς νεολαίους, οι ήρωες της δεκαετίας του ’60 δεν είναι λ.χ. ο Λουμούμπα ή ο Νκουγιέν βαν Τρόι, αλλά ο Κέννεντι (αυτός που ξεκίνησε την επέμβαση στο Βιετνάμ), ο Μικ Τζάγκερ, η … Μονρόε, και -άντε, για τους κάπως “υποψιασμένους”- λίγος Ντύλαν και -ακόμα λιγότερη- Μπαέζ.

Η ιδεολογία της νάρκωσης
Μ’ αυτούς τους όρους έχει διαμορφωθεί, πλέον, μια ολάκερη βιομηχανία, της οποίας το “εν σειρά” παραγόμενο προϊόν δεν εκφράζει παρά τον “Πολιτισμό” που αναδίδουν, αλλά και χρειάζονται οι κυρίαρχες -σήμερα- καπιταλιστικές σχέσεις για την εδραίωση και αναπαραγωγή τους. Και ειδικότερα, εντάσσεται στο στόχο προώθησης της αμερικάνικης κυριαρχίας. Έχουμε, έτσι, την επιβολή της “αμερικάνικης” ιδεολογίας, την επικράτηση της κομπλεξικής άποψης πως καθετί μη αμερικάνικο είναι απλώς “επαρχιακό”, την επιβολή -σε τελευταία ανάλυση- μιας ιδεολογίας υποταγής, την εκμετάλλευση των ευαισθησιών και των αναγκών -κύρια της νεολαίας (δηλαδή, του πιο ευάλωτου τμήματος μιας κοινωνίας)- για την επιβολή και εμπέδωση “αξιών” που την παγιδεύουν, την αλλοτριώνουν και την οδηγούν στην υποταγή και, μάλιστα, στο όνομα της “απελευθέρωσής” της από “παρωχημένα” σχήματα και αξίες.
Πιστεύουμε ότι υπάρχει πιεστική ανάγκη ν’ αναπτυχθεί παραπέρα και σε μεγαλύτερο βάθος ο προβληματισμός για φαινόμενα και λειτουργίες, που εκτονώνουν, αλλά δεν οδηγούν σε “λύτρωση”. Που δεν οδηγούν στην ανάπτυξη της επικοινωνίας, αλλά στην απομόνωση. (Παρόλο που μπορεί να βρίσκονται χιλιάδες μαζί(;) και να (μην) συλλειτουργούν σ’ ένα χώρο.) Λειτουργίες που εντάσσονται στην καλλιέργεια του ατομισμού, της λογικής που αναδεικνύει ως “αξία” την ατομική ανάδειξη και ως πραγματικότητα τη συλλογική υποταγή. Που δημιουργούν όρους νέκρωσης αισθημάτων. Που δεν τη βοηθούν στη συμφιλίωση με τον εαυτό της, αλλά στο ακριβώς αντίθετο. Που έχουν αναδείξει περίπου σε “αξίες”, έννοιες και όρους όπως “αφασία” και “πώρωση”(!), οι οποίες δεν εκφράζουν παρά μια αρρωστημένη κατάσταση που τροφοδοτείται στη βάση συγκεκριμένων υπολογισμών. Που οδηγούν σε ισοπέδωση σκέψης και προβληματισμού, στην εξαφάνιση της “μνήμης” και του πολιτικού κριτηρίου. Ετσι ώστε τη δίκαιη οργή της νεολαίας να μπορούν να τη μεταλλάσσουν οε μια επιθετικότητα χωρίς “αφετηρία και αντικείμενο” πρόσφορη στο να μπορεί να καναλιζάρεται όπου να ‘ναι! Αλλά το μήνυμα της απολιτικής είναι μήνυμα κατεξοχήν πολιτικό και απόλυτα στην υπηρεσία της κυρίαρχης πολιτικής. Κι επειδή τίποτα δεν αφήνουν στην τύχη, σταθερός παρονομαστής η ιδεολογία των ναρκωτικών, τα ίδια τα ναρκωτικά. Έτσι για την ιστορία και για να μην ξεχνιόμαστε: είναι γνωστό κι εξακριβωμένο πλέον ότι το FΒΙ διοχέτευσε μεγάλες ποσότητες μαριχουάνας στ’ αμερικάνικα πανεπιστήμια για να χτυπήσει (και μ’ αυτόν τον τρόπο) το κίνημα της αμερικάνικης νεολαίας ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ. Για την ιστορία, επίσης, να θυμίσουμε κάτι σχετικά πρόσφατο. Τη συναυλία που μια πλειάδα συγκροτημάτων από τη Δύση έδωσε πριν λίγο καιρό στη Μόσχα. Διακηρυγμένος στόχος η καταπολέμηση των… ναρκωτικών. Η αποθέωση της θρασύτητας! Δεκάδες χιλιάδες νέοι που είχαν κατακλύσει το στάδιο παρακολουθούν, παραληρώντας, τα ινδάλματα τους να “μάχονται” τα ναρκωτικά, την ίδια στιγμή που ήταν ορατό δια γυμνού οφθαλμού ότι ο κάθε σταρ πριν ανεβεί στο πάλκο είχε πάρει γενναίες δόσεις ναρκωτικών ουσιών. Από κει και πέρα, θα περίττευε ίσως να αναφέρουμε ότι ο πραγματικός στόχος ήταν η ενίσχυση της στροφής στις Δυτικές “αξίες”. Να προσθέσουμε μόνο αυτό που αποτελεί διακηρυγμένη πεποίθηση μας: αν οι κυρίαρχοι σήμερα ήθελαν πραγματικά -όπως υποκριτικά διατείνονται-να πολεμήσουν τη μάστιγα των ναρκωτικών, θα μπορούσαν να το κάνουν -και σε πολύ σύντομο, μάλιστα, διάστημα. Ξέρουν και ελέγχουν τα πάντα, από το πού και πώς παράγονται, πώς και από ποιους διακινούνται, πώς και σε ποιες “αγορές” φτάνουν. Δεν το κάνουν γιατί δε θέλουν. Τα χρειάζονται, τα χρησιμοποιούν κι επιχειρούν απλώς παρεμβάσεις “ρύθμισης της κυκλοφορίας”.

Αλαζών, αλλά όχι και πένης (πλέον)
Μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάσαμε στη διαμόρφωση ενός νέου τύπου διανοούμενου- καλλιτέχνη. Όχι πως δεν υπήρχε και παλιότερα το είδος αυτό. Πάντα και παντού υπάρχουν όλες οι κατηγορίες. Κι ανάμεσα σ’ όλους, υπήρχαν και κάποιοι στους οποίους δινόταν μερικές φορές ο χαρακτηρισμός “αλαζών και πένης”. Η αλαζονεία, βέβαια, ούτως ή άλλως δεν είναι συμπαθές χαρακτηριστικό. Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι (όσοι) ήταν, ταυτόχρονα, όντως ασυμβίβαστοι, δεν έκαναν παραχωρήσεις στις όποιες (ιδιόρρυθμες έστω) αρχές τους και η στάση τους είχε -κατά κανόνα- ένα πολύ συγκεκριμένο κόστος, έθετε σε δεύτερη μοίρα το στοιχείο της έπαρσης και καταξίωνε τη συνολική τους στάση στη συνείδηση του κόσμου.
Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Οι νέοι διανοούμενοι, καλλιτέχνες και κονδυλοφόροι πάσης χρήσης (ευτυχώς, όχι όλοι) δεν είναι πια “κορόιδα”. Δηλαδή (και για να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής ένα ζήτημα), δεν υπάρχει άγνοια, δεν υπάρχει “αθωότητα”. Στις μέρες μας όλοι γνωρίζουν ποια στάση ανοίγει και ποια κλείνει “πόρτες”, πού βρίσκονται και πώς παίρνονται τα λεφτά (τα οποία “περιφρονούν”, αλλά αφού τα πάρουν και μετά), ποιος ο δρόμος της “καταξίωσης” και ποιος του “περιθωρίου”. Ο καθένας -πλέον- κάνει τις επιλογές του πολύ συνειδητά και συγκεκριμένα.
Ο νέος τύπος, λοιπόν, διανοούμενου, καλλιτέχνη ή καλαμαρά είναι -τις περισσότερες φορές- πρώην αριστερός. Ανήκει στη “γενιά του ’60” ή “τη γενιά του Πολυτεχνείου”. Γενικώς, έχει μια “ιστορία”, βρε αδερφέ!
Είναι όμως “μετανοιωμένος”. Έχει αποκηρύξει το παρελθόν, τα “χαμένα χρόνια”, αυτά που “σπατάλησε” γι’ αυτούς που “δεν τον καταλαβαίνουν”. Παρόλ’ αυτά, είναι ακόμα -κατά κάποιο τρόπο- “αριστερός”. Όχι όμως (θεός φυλάξει!) κομμουνιστής. Για την ακρίβεια, είναι αντικομμουνιστής. Έκδηλα ή συγκαλυμμένα. (Αυτό εξαρτάται απ’ το ρόλο που έχει αναλάβει και το “χαρακτήρα” που του ταίριαξε να υποδυθεί). Οπωσδήποτε και διακηρυγμένα αντισταλινικός. Εκ των ων ουκ άνευ. Κάτι σαν σύγχρονο “πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων”, χωρίς το οποίο δεν πας πουθενά. Είναι “αντιγραφειοκράτης”. “Άσχετο” τώρα που έχει τις καλύτερες σχέσεις με τη γραφειοκρατία του συστήματος, που γνωρίζει όλες τις πόρτες και τα παραπόρτια. Είναι “ανεξάρτητος” από ιδεολογίες και κάθε είδους “-ισμούς”, αλλά καθόλου από λογαριασμούς (τους οποίους οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος κρατούν πάντα ανοιχτούς, χάριν τέτοιων “ανεξάρτητων”).
Είναι οργισμένος “αντεξουσιαστής”. Καταγγέλλει, έως και βρίζει, (Τόσο πολύ “οργισμένος”!) Το ‘χει “πιάσει” ότι σήμερα αυτό είναι ένας καλός τρόπος για ν’ ανεβάζει κανείς το κασέ του. Αρκεί να ξέρει (και ξέρει) ποια “σημεία” δεν πρέπει ν’ αγγίζει.
Κάπως έτσι και κάποιοι παρακεντέδες του συστήματος, κάποιοι αστραφτεροί τενεκέδες βαφτίζονται “αντάρτες”, “εξεγερμένοι”, “επαναστάτες”, προσβάλλοντας έννοιες και όρους.
“Αηδιάζει” με τους πολιτικούς αλλά πού τον χάνεις, πού τον βρίσκεις στα “καλύτερα μαγαζιά” να συναγελάζεται με τους κυβερνώντες. “Απεχθάνεται” την πολιτική, την ίδια στιγμή που γνωρίζει καλά πως η απολιτική που προβάλλει βρίσκεται στην υπηρεσία της μιας και μόνης κυρίαρχης πολιτικής. “Αηδιασμένος”, λοιπόν, με την πολιτική, ρίχνει το “βάρος” του (και έχει πάρει αρκετό τελευταία) στα “κοινωνικά θέματα”. Τον “θλίβει” η κοινωνική αδικία, αλλά βρίσκει “λαϊκίστικο” το ν’ ασχολείται κανείς με το μεροκάματο, την ακρίβεια, τις συντάξεις πείνας. Τον “ανησυχεί” το ζήτημα της ανεργίας, αλλά “εξανίσταται” με τη “συντεχνιακή αντίληψη” των εργαζομένων, που βάζει εμπόδια στον “εκσυγχρονισμό” (της εκμετάλλευσης).
Είναι και οικολόγος. Είναι αυτός που τον αγανακτεί η καταστροφή της Αθήνας, αλλά (κοίτα να δεις!) βρίσκει προϊόν “καθυστέρησης” τα απέραντα πάρκα της Σόφιας (και όσων πόλεων των πρώην σοσιαλιστικών χωρών δεν “εκσυγχρονίστηκαν” ακόμα). Είναι ο ίδιος που τον καταπιέζουν τα “ογκώδη σταλινικά κτίρια”, αλλά που είχε πιει το αμίλητο ουίσκι μπροστά στους πολλαπλάσιου όγκου ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης.
Πρόκειται, γενικά, για άτομο με ενδιαφέροντα. Τον “πληγώνει” η πολιτιστική βαρβαρότητα της εποχής μας, αλλά δε διανοείται να θίξει τις πραγματικές αιτίες και τους όρους που τη γεννούν και την τρέφουν.
(Ε, όχι και να ξεπέσει και στο “δογματισμό”!) Φυσικά και είναι πολύ “ευαίσθητος”. Μην πάει ο νους σας τώρα σε τίποτα προβλήματα πεζά και της “απρόσωπης μάζας”! Η αγωνία η δική του έχει να κάνει με τα άγχη, την πλήξη και, γενικώς, τα εσώψυχα αυτών που θεωρεί ως “ενδιαφέροντα άτομα”. Όλων αυτών, δηλαδή, που νοιώθουν ανία επειδή ακριβώς δεν έχουν καμιά ουσιαστική σύνδεση και συμμετοχή στην “αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής”, την οποία απλώς “καταναλώνουν” με την αναπόφευκτη βαριεστημάρα της “φυλής” τους.
Να, κάτι τέτοιες “τριτοδιεθνιστικές” απόψεις σαν την τελευταία τον καταπιέζουν. Όχι πως είναι ενάντια στην κριτική! Ίσα ίσα! Αρκεί να την κάνει μόνο ο ίδιος! Κατ’ αποκλειστικότητα και κατ’ επιλογή. Κυρίως, να μην κρίνονται τα δικά του πεπραγμένα. Κάτι τέτοιο του στερεί την ελευθερία του (στον καιροσκοπισμό και τη μανούβρα). Στο θέμα αυτό είναι “ασυμβίβαστος”. Ένθερμος κήρυκας της ελευθερίας (του εαυτού του) και ακούραστος υπερασπιστής των όρων που οικοδομούν τη σκλαβιά των πολλών. Δοξάστε τον! (Ή ό,τι άλλο νομίζετε, τέλος πάντων!)

Δια ταύτα
Δια ταύτα, τόσο σε σχέση με τα προηγούμενα, όσο και με τα “επόμενα” μπορούν -και πρέπει- να ειπωθούν ακόμη πολλά. Και κυρίως να γίνουν!
Και θα μπορούσαν να συνοψιστούν -δια ταύτα- σε μια και μόνο έννοια. Αντίσταση! Αντίσταση και πάλη σε όλα τα επίπεδα!
Ευνόητο ότι δεν πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση. Και δυσκολίες έχει και κόστος. Ιδιαίτερα όταν εκδηλώνεται -όπως σήμερα- στο ατομικό πεδίο. Μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο κυριαρχίας, αυτός που αντιστέκεται (πραγματικά και όχι οι επί παραγγελία “οργισμένοι”) βάλλεται από πολλές μεριές, απομονώνεται, πιέζεται μέχρι του σημείου να αισθάνεται “εκτός εποχής”. Μια τέτοια σχέση δίνει μεγαλύτερη αξία στη στάση του, αλλά θέτει και πιο επιτακτικά ένα ζήτημα: την αναγκαιότητα οι ατομικές, οι επιμέρους αντιστάσεις ν’ αρχίσουν να συνενώνονται, ν’ αλληλοστηρίζονται, να δυναμώνουν μέσα από μια τέτοια σχέση, ν’ αναπτύσσονται.

Αυτή η συλλογικότητα μπορεί να υπάρξει και να οικοδομηθεί σαν τέτοια μόνο σαν συνειδητή επιλογή (με ό,τι αυτό συνεπάγεται). Μια τέτοια επιλογή, σε τελευταία ανάλυση, είναι μια κατ’ εξοχήν πολιτική επιλογή, όσο και αν κάτι τέτοιο ακούγεται κάπως “περίεργα”. Αλλά μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο κυριαρχίας, με το δοσμένο συνδυασμό πιέσεων, μόνο μια τέτοιου είδους επιλογή μπορεί να προσφέρει μια σταθερή “βάση” αντίστασης, να έχει διάρκεια, αντοχή και -εν τέλει- αποτελεσματικότητα.

Πηγή: Βασίλης Σαμαράς – περιοδικό «Έναυσμα» – istoriakk.blogspot.com

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το