Μάρθα Κίσκιλα
«Όσοι συνεχίζουμε να κάνουμε κινηματογράφο είναι, επειδή δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Δεν είναι πια επάγγελμα αλλά τρόπος αναπνοής…» Θόδωρος Αγγελόπουλος
Σαν σήμερα, 27 Απριλίου 1935, γεννήθηκε ο σημαντικότερος κινηματογραφιστής που ανέδειξε η χώρα μας κι ένας από τους σπουδαιότερους του παγκόσμιου κινηματογράφου. Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος κατάφερε να ξεχωρίσει από τους άλλους Έλληνες σκηνοθέτες γιατί ήταν κινηματογραφικός ποιητής, που με τη φοβερή εικαστική του ματιά έστηνε υπέροχες εικόνες.
Ποιητικός, λιτός και αφαιρετικός, ο Αγγελόπουλος καταφέρνει να πει με τη σιωπή όσα δεν μπορούν να πουν άλλοι κινηματογραφιστές με τεράστιους διαλόγους. Το βλέμμα του από την αρχή της σταδιοδρομίας του ήταν στραμμένο στην αναζήτηση της αλήθειας, πολιτικής, ιστορικής και φιλοσοφικής.
Κυρίαρχα θέματα στο φιλμικό του σύμπαν ήταν η θνητή φύση του ανθρώπου, η μετανάστευση, η επιστροφή στην πατρίδα κι η ελληνική ιστορία του 20ου αιώνα. Διακρίνεται για την αισθητική ολοκλήρωση των ταινιών του, την εικαστικότητα των πλάνων του, την αρμονία εικόνας και περιεχομένου και το υπαρξιακό βάθος των ταινιών του.
Οι αργοί ρυθμοί, η χειρουργική ακρίβεια των πλάνων, το υπομονετικό ξετύλιγμα των ιστοριών του, είναι κάποια από τα βασικά χαρακτηριστικά στον ιδιαίτερο κινηματογράφο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Ομιχλώδη τοπία, έντονο στοιχείο του νερού, φύση. Όλα αυτά μπορεί κι άλλα πολλά μπορεί να τα απολαύσει κανείς στα στατικά πλάνα που σημάδεψαν τις ταινίες του, στα οποία υποβόσκει μια μοναξιά, μια μελαγχολία και μια αποξένωση.
Παράλληλα, στο έργο του μπορεί να αντιληφθεί κανείς τον συνδυασμό του κινηματογράφου του με το αρχαίο και μπρεχτικό θέατρο και τις άλλες μορφές τέχνης. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο που η μουσική συνοδεύει άριστα την κίνηση της κάμερα, δημιουργώντας μια χορογραφία στις ταινίες του. Αναλλοίωτη παρέμεινε άλλωστε και η χημεία του με τη συνθέτρια Ελένη Καραΐνδρου, ενώ συνεργάστηκε και με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και τον Χριστόδουλο Χάλαρη.
Κινητήρια δύναμη της ακατάπαυστης δημιουργικότητας του, ήταν η πολιτική και το όνειρο μιας άλλης Ελλάδας και ενός διαφορετικού κόσμου. Και δεν σταμάτησε ποτέ να ονειρεύεται για αυτά. Απέφευγε τα κοντινά πλάνα κι αυτό γιατί πίστευε ότι ο άνθρωπος είναι μικρός μπροστά στα όνειρα και τις χαμένες ελπίδες μιας ολόκληρης γενιάς, αυτής που ο ίδιος εκπροσώπησε σε όλη τη διάρκεια της ζωής του.
Σε όλη του την καριέρα δε σταμάτησε να είναι αντικείμενο ανάλυσης και διαφωνιών. Όπως πολλοί ήταν οι θαυμαστές του πολλοί ήταν και οι επικριτές του. Ήταν απογοητευμένος από τη μιζέρια της κριτικής, αφού μια ζωή δεχόταν πολύ αμφιλεγόμενες κριτικές στην Ελλάδα, εξαιρουμένης της Αναπαράστασης. Πρώτη αμφιλεγόμενη ταινία του ήταν ο Θίασος, που αφότου συμπεριλήφθηκε ανάμεσα στις σημαντικότερες ταινίες όλων των εποχών, την αποδέχτηκαν εκ των υστέρων.
Πριν από έξι χρόνια η έβδομη τέχνη έμεινε φτωχότερη, καθώς ο σπουδαίος σκηνοθέτης έφυγε από τη ζωή. Ο Αγγελόπουλος τραυματίστηκε σοβαρά κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας «Η Άλλα Θάλασσα» που ετοίμαζε, όταν τον παρέσυρε μηχανή και λίγες ώρες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο Metropolitan του Φαλήρου.
Η είδηση του θανάτου του συγκλόνισε όλο τον κόσμο, με τα διεθνή μέσα ενημέρωσης να κάνουν εκτενή αφιερώματα. Ενδεικτικό της αναγνωρισιμότητας του μεγάλου κινηματογραφιστή είναι ότι μόλις μέσα σε μία ώρα από το θάνατό του, αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο τουλάχιστον 23 γαλλικά και 20 ιταλικά αφιερώματα, ενώ αρκετά είναι και αυτά στον αμερικανικό Τύπο.
Η ζωή και το έργο του
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935. Το 1953 εισάγεται στη Νομική Σχολή Αθηνών, την οποία όμως εγκαταλείπει, λίγο πριν πάρει το πτυχίο του. Το 1961 έφυγε στο Παρίσι, όπου αρχικά παρακολούθησε στη Σορβόννη μαθήματα γαλλικής φιλολογίας και φιλμογραφίας, καθώς και μαθήματα εθνολογίας. To 1962 δίνει εξετάσεις και γίνεται δεκτός στην περίφημη σχολή κινηματογράφου IDHEC, την οποία όμως εγκαταλείπει, όταν έρχεται σε ρήξη με τον καθηγητή της σκηνοθεσίας και συνεχίζει τις σπουδές στο Musée de l’ homme.
Το 1964 επιστρέφει στην Ελλάδα και μέχρι το 1967 εργάζεται ως κριτικός κινηματογράφου στην εφημερίδα «Δημοκρατική Αλλαγή», μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη και την Τώνια Μαρκετάκη. Εντάσσεται στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς, όπου παρέμεινε ιδεολογικά μέχρι το τέλος της ζωής του.
«Ήταν καλοκαίρι του 1964. Είχα τελειώσει τις σπουδές μου στη Γαλλία και επέστρεψα στην Ελλάδα για να δω τους δικούς μου. Το λεωφορείο από το αεροδρόμιο με άφησε στο Σύνταγμα. Κατευθύνθηκε με τον σάκο στον ώμο προς το σπίτι μου. Έπεσα πάνω σε μια φοιτητική διαδήλωση. Η αστυνομία είχε πέσει πάνω στα παιδιά και τα έδερνε. Εγώ δεν είχα καμία σχέση με αυτά που συνέβαιναν, έτσι συνέχισα τον δρόμο μου. Ε, έφαγα ξύλο. Μου σπάσανε τα γυαλιά. Γύρισα στο σπίτι μου πολύ αναστατωμένος. Ένιωσα σαν να βρισκόμουν μπροστά σ’ ένα δίλημμα “σ’ ενδιαφέρει αυτός ο τόπος ή όχι;” Είχα πει στη φίλη μου την Τώνια Μαρκετάκη που μου είχε προτείνει να κάνω κριτική κινηματογράφου στην εφημερίδα “Αλλαγή” ότι είχα έρθει στην Ελλάδα για να φύγω. Την άλλη μέρα την τηλεφώνησα και της είπα ότι θα μείνω. Κι έμεινα. Για να καταλάβω. Έκανα τις πρώτες μου ταινίες (“Αναπαράσταση”, “Μέρες του ’36” και “Θίασος”) για να καταλάβω την Ελλάδα…», είχε δηλώσει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος.
Γύρισε μόλις 13 ταινίες αλλά ήταν αρκετές για να τον καθιερώσουν ως έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους δημιουργούς τους παγκόσμιου σινεμά. Με τον κινηματογράφο άρχισε να ασχολείται το 1965 και το 1968 παρουσίασε την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, Εκπομπή, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Το 1970, η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Αναπαράσταση, κέρδισε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, καθώς και άλλες διακρίσεις στο εξωτερικό, και σηματοδότησε την αυγή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου.
Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, σκηνοθετεί το πρώτο μέρος της Τριλογίας της Ιστορίας, τις «Μέρες του `36» (1972). Το 1974 έρχεται η εμβληματική ταινία «Ο Θίασος», η οποία κατέκτησε δεκατρία βραβεία. Γυρίστηκε κάτω από αντίξοες συνθήκες, καθώς προκειμένου να εξασφαλίσει άδεια για τα γυρίσματα, υποβάλλει ψεύτικο σενάριο στον Ζουρνατζή, τον αρμόδιο υπουργό της κυβέρνησης Μαρκεζίνη το φθινόπωρο του 1973, λέγοντας ότι η ταινία είχε ως θέμα, τον μύθο των Ατρειδών.
Η ταινία επρόκειτο να συμμετάσχει επισήμως και στο φεστιβάλ των Καννών την ίδια χρονιά, όμως η τότε συντηρητική κυβέρνηση επιδίωξε και κατάφερε να αποτρέψει κάτι τέτοιο, επειδή θεωρούσαν ότι η ταινία αφηγείται την σύγχρονη ελληνική ιστορία από αριστερή σκοπιά. Τελικά προβλήθηκε στο «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών» όπου προκάλεσε ευχάριστα κοινό και κριτικούς, με πιο κορυφαία και συγκινητική στιγμή όταν ο Γερμανός σκηνοθέτης Werner Herzog σηκώθηκε, ανέβηκε στη σκηνή και φίλησε τα παπούτσια του Αγγελόπουλου.
«Αποτελούμενη από μόλις 80 πλάνα, το καθένα του ένα σχολαστικό κάδρο με λεπτές κινήσεις της κάμερας, η ταινία δε μπορεί να κατανοηθεί πλήρως χωρίς γνώση της σύγχρονης Ελληνικής ιστορίας και της ‘Ορέστειας’ του Αισχύλου. Κι όμως είναι δυνατόν να νιώσεις δέος χωρίς να την καταλάβεις απόλυτα: Φτιαγμένη υπό τη σκιά της δικτατορίας, η ταινία ακολουθεί έναν θίασο ηθοποιών που ταξιδεύει σε μια χώρα λεηλατημένη από τον εμφύλιο πόλεμο, κι αν κάποιες λεπτομέρειες είναι δύσκολο να αποκωδικοποιηθούν, το πολιτικό μήνυμα του Αγγελόπουλου και οι δεσποτικές εικόνες του περνάνε με δύναμη», είχε αναφέρει ο Scott Tobias.
Το 1977 οι «Κυνηγοί» που προτάθηκαν για Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών κλείνουν την «τριλογία της ιστορίας». Το 1980 σκηνοθετεί τον «Μεγαλέξανδρο», μια τετράωρη πολιτική αλληγορία, και στη συνέχεια μια τηλεταινία για την Αθήνα.
Από το 1984 μέχρι το 1988 δουλεύει αδιάκοπα και ολοκληρώνει την «τριλογία της σιωπής», που περιλαμβάνει το «Ταξίδι στα Κύθηρα» (1984), τον «Μελισσοκόμο» (1986) και το «Τοπίο στην Ομίχλη» (1988).
Η επόμενη τριλογία, η «τριλογία των συνόρων», αφορούσε τη σχέση της Ελλάδας με τις γειτονικές βαλκανικές χώρες με τις οποίες μοιράζεται μια ιστορία κι ένα πεπρωμένο:. Ξεκίνησε με το «Μετέωρο βήμα του πελαργού» (1991), την ταινία που οδήγησε στον αφορισμό του Αγγελόπουλο από τον μητροπολίτη Αυγουστίνο Καντιώτη, συνέχισε με το «Βλέμμα του Οδυσσέα» (1995) και ολοκληρώθηκε με το «Η αιωνιότητα και μια μέρα» (1998), που κέρδισε και το Χρυσό Φοίνικα στο φεστιβάλ των Καννών.Play Video
Αξίζει να σημειωθεί, ότι στην τελετή απονομής των βραβείων του φεστιβάλ των Καννών συνέβη ένα απροσδόκητο και αναπάντεχο γεγονός, το οποίο συζητήθηκε μετά τη λήξη της απονομής. Μετά την ανακοίνωση της επιτροπής ότι η ταινία κέρδισε το Μεγάλο βραβείο, δηλαδή την δεύτερη θέση, ο σκηνοθέτης της, Θεόδωρος Αγγελόπουλος, εμφανίστηκε φανερά ενοχλημένος από αυτή την εξέλιξη, καθώς πίστευε ότι στην ταινία άξιζε το ανώτατο βραβείο. Όταν λοιπόν ανέβηκε στη σκηνή για να παραλάβει το βραβείο, είπε «Αν αυτό έχετε να μου δώσετε, τότε δεν έχω να πω τίποτα», αφήνοντας άφωνο και αμήχανο τον παρουσιαστή.
Η «τριλογία της μοντέρνας Ελλάδας» του μεγάλου σκηνοθέτη δυστυχώς δεν ολοκληρώθηκε, μετά τον ξαφνικό θάνατο του. Ωστόσο το 2004 γύρισε το «Το λιβάδι που δακρύζει» και το 2008 τη «Σκόνη του Χρόνου».Play Video
Ο Αγγελόπουλος συνεργάστηκε πολλές φορές με μεγάλους ηθοποιούς, όπως ο Νταφόε, η Ζακόμπ, ο Πικολί, ο Γκανζ και η Ζαν Μορό, ωστόσο στήριζε και τη νέα γενιά ηθοποιών, καθώς στο «Λιβάδι που δακρύζει» είχε επιλέξει την Αϊδίνη και τον Πουρσανίδη που δεν είχαν ακόμα αποφοιτήσει από τη δραματική σχολή εκείνη την περίοδο.
Αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίου των Βρυξελλών, του Πανεπιστημίου X Ναντέρ (Nanterre) στο Παρίσι και του Πανεπιστημίου του Έσσεξ (Essex). Μαζί με τον Βασίλη Ραφαηλίδη υπήρξε συνιδρυτής του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος», ενώ ολόκληρες μελέτες και διατριβές πάνω στις ταινίες σας κυκλοφορούν απ’ όλες τις χώρες του κόσμου σε Ευρώπη, Αμερική κι Ασία.
Αγγελόπουλος και ποίηση
Είναι σχετικά άγνωστο, ότι ξεκίνησε από την ποίηση και δημοσίευε ποιήματα στη Νέα Εστία, πολύ πριν ασχοληθεί με το σινεμά, αλλά δεν έχει εκδώσει κάποια ποιητική συλλογή.
Ένα ανέκδοτο ποίημα του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, γραμμένο το 1982:
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία, αλλά δε μπορώ να κάνω το ταξίδι σας.
Είμαι επισκέπτης.
Το κάθε τι που αγγίζω με πονάει πραγματικά..
Κι έπειτα, δε μου ανήκει.
Όλο και κάποιος βρίσκεται να πει ”δικό μου είναι”.
Εγώ δεν έχω τίποτε δικό μου, είχα πει κάποτε με υπεροψία.
Τώρα καταλαβαίνω πως το τίποτε είναι τίποτε.
Ότι δεν έχω, καν, όνομα.
Και πρέπει να γυρεύω ένα κάθε τόσο.
Δώστε μου ένα μέρος να κοιτάζω. Ξεχάστε με στη θάλασσα.
Σας εύχομαι υγεία και ευτυχία.
Για τον Αγγελόπουλο έχουν πει μεγάλοι σκηνοθέτες
«Μέσα από το φακό του, ο Αγγελόπουλος κοιτάει τα πράγματα σιωπηλά. Είναι το βάρος αυτής της σιωπής και η ένταση του αμετακίνητου βλέμματος της κάμερας του Αγγελόπουλου, που κάνει τον Μεγαλέξανδρο τόσο δυνατό, που ο θεατής δεν μπορεί να αποδράσει από τη οθόνη. Αυτού του είδους η κινηματογράφηση, τόσο προσωπική και μοναδική στην ιδιαιτερότητά της, τείνει να επιστρέφει στις ρίζες του σινεμά. Αυτό ακριβώς είναι που δημιουργεί την εντύπωση της φρεσκάδας και της δύναμης. Όσο για μένα, παρακολουθώντας αυτό το φιλμ, ένιωσα βαθιά την απόλαυση του κινηματογράφου, με την πιο απόλυτη έννοια του όρου».
Ακίρα Κουροσάβα
«Είδα τον ‘Μελισσοκόμο’ που άλλοτε θεωρούσα μια καλή ταινία. Τώρα, αντιλαμβάνομαι πως είναι ένα αριστούργημα. Είναι μια εμπειρία απίστευτα συγκλονιστική».
Ίνγκμαρ Μπέργκμαν
«Έφυγα από τις Κάννες μαγεμένος από το ‘Βλέμμα του Οδυσσέα’. Στο Τόκιο που βρίσκομαι τώρα με ακολουθεί. Πιστεύω ότι είναι μια ταινία που θα μείνει στην ιστορία του σινεμά».
Βιμ Βέντερς
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος μπορεί να έφυγε αλλά οι ταινίες του μας ακολουθούν θέλοντας να μας ανοίξουν τα μάτια και να δείξουν ένα κομμάτι της ιστορίας. Ευτυχώς, στο σινεμά αντίθετα με τη ζωή, ακριβώς όπως πίστευε και ο ίδιος, η αναζήτηση μπορεί να συνεχίζεται…
πηγή: tvxs
e-prologos.gr