Τις μέρες αυτές μου λείπει η μυρωδιά του φρέσκου πατημένου χόρτου.
Στο βουνό, πίσω απ’ το σπίτι μου, που είπαμε ότι το λένε Ουρανό, γεμάτο αχινοπόδια για προσάναμμα του φούρνου. Όχι ξερίζωμα του θάμνου. Μέσα του είναι η μήτρα του φυτού. Προορισμένη από τον σπειρωτό, αόρατο της κώδικα, να γεννήσει φρέσκα αχινοπόδια, που κρατούν τα λίγα χώματα των φαλακρών βουνών, να μην ξεπλένονται και κατρακυλούν στη θάλασσα. Μόνο τα ξερά. Τα φρυγανισμένα απ΄τον ήλιο, που παίρνουν το χρώμα της πέτρας. Κλαδιά έχω πάντα απ’ τα κλαδέματα των λιόδεντρων, που στάζουν στη φωτιά μια σταγόνα καλά κρυμμένο λάδι και τη φουντώνουν. Κι απ΄τα κλαδέματα της λεμονιάς που τώρα ζει τον οργασμό των λεμονανθών της, με αιθέρια μεθύσια.
Μου λείπει η μυρωδιά της θάλασσας, όσο κι αν την κουβαλώ μέσα μου.
Ο μαΐστρος, ο λεβάντες, ο γαρμπής, η τραμουντάνα, η όστρια.
Χαίρε η ονειροτόκος και η πελαγινή.
Τις μέρες αυτές μου λείπει κι η μυρωδιά του μπαρουτιού. Είναι πράγματα που τα κλωτσάει η λογική και τ’ αγκαλιάζει το συναίσθημα.
Ίσως γιατί οι μυρωδιές ξυπνούν τις μνήμες των εποχών με τα γδαρμένα γόνατα και τ’ άσπρα σοσόνια.
Γιατί στις μνήμες αυτές δεν λείπει κανένας.
΄Αξιον εστί το χώμα που ανεβάζει
μιαν οσμή κεραυνού από θειάφι
Και για να ξύσω τις μνήμες, να τους βγάλω λίγη πέτσα του χρόνου, να τις γαργαλήσω και να τις κάνω να γελάσουν, να τις κανακέψω κι ας βουρκώσουν, πλάθω λαζαράκια το Σάββατο, με δυο μάτια γαρύφαλλα, παραγεμισμένα με καρυδόψιχα και ξανθές, σταφιδιασμένες σουλτανίνες.
Μπουκιά και συχώριο.
Ήρθε η Μαρία στο σπίτι, κουβαλώντας τα χαρτοζυμώματά μου, και μου λέει, “μοσχοβολά κανέλα”.
Ένα κουταλάκι του γλυκού σε κάθε τέσσερις κούπες αλεύρι.
Και τραγουδώ μόνη μου εγκώμια. Παιδικές μνήμες. Τα τραγούδια της ζωής πάνω στο θάνατο.
Άξιον εστί, χωρίς νησιά.
Και σπάει η φωνή καθώς μου ‘ρχεται πάντα το πιο σπαραχτικό εγκώμιο της Μεγάλης Παρασκευής όλων των εποχών.
Οι πολλές εβδομάδες των παθών, οι μήνες, τα χρόνια όλων των κυνηγημένων. Των ξένων. Των έγκλειστων στα σύρματα των στρατοπέδων, των παρατημένων στις λάσπες και την απόγνωση, στο λεπίδι του φασίστα, στον πάτο της θάλασσας, σ’ ένα χέρσο χωράφι, σ’ έναν άκλαυτο τάφο, στην αδιαφορία του υποκριτή που τις μέρες αυτές καμώνεται τον καλό χριστιανό και στη συνήθεια… όλων μας.
Δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, τὸν ἐκ βρέφους ὡς ξένον ξενωθέντα ἐν κόσμῳ·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὃν ὁμόφυλοι μισοῦντες θανατοῦσιν ὡς ξένον·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ὅστις οἶδεν ξενίζειν τοὺς πτωχούς τε καὶ ξένους·
δός μοι τοῦτον τὸν ξένον, ἵνα κρύψω ἐν τάφῳ, ὃς ὡς ξένος οὐκ ἔχει τὴν κεφαλὴν ποῦ κλῖναι.
Άξιον εστί το αναίτιο δάκρυ ενός παιδιού
Νίνα Γεωργιάδου
Δείτε και αυτό:
e-prologos.gr