Γιώργος X. Παπασωτηρίου

 Ο Ελίας Κανέτι συγκλονιζόταν από την ιαχή «γκοοοολ». Ένας ολόκληρος κόσμος συγκλονίζεται από την κατάληξη της μπάλας στα δίχτυα. Η ποδοσφαιρική ομάδα ήταν κάποτε ο ταυτοτικός συλλογικός καθρέφτης αρχικά της εργατικής τάξης και στη συνέχεια μιας διαταξικής κοινωνικής ομάδας, μιας πόλης, ενός χωριού, ενός έθνους.

Κατά την άποψη του κοινωνιολόγου Κριστιάν Μπρομπερζέ το ποδόσφαιρο είναι ένα είδος οικουμενικής αναφοράς, ένα από τα σπάνια στοιχεία μιας αρσενικής κουλτούρας, η οποία διαπερνά τις διάφορες περιοχές, τα έθνη, τις γενιές και υπό μία έννοια αποτελεί τον καθρέφτη της κοινωνίας.

Γύρω από την ομάδα διαμορφώνεται το «Εμείς και οι άλλοι», οι εχθροί, ο κόσμος και η ταυτότητα του οπαδού μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Η σχέση μεταξύ του συλλογικού ναρκισσισμού και της εχθρικότητας μεταξύ των αντίπαλων ομάδων οδηγείται από μια αντίληψη για την ομάδα που δήθεν απειλείται συνεχώς. Αυτός ο συλλογικός ναρκισσισμός δημιουργεί μιας υπερευαισθησία στην πρόκληση και την πεποίθηση ότι μόνο η εχθρική εκδίκηση είναι η επιθυμητή και ικανοποιητική απάντηση. Από εδώ ξεκινάει ο «χουλιγκανισμός» αλλά και ο φασισμός.

Αλλά πώς το ποδόσφαιρο από λαϊκό άθλημα έγινε φωλιά φασιστών; Πώς οι οπαδοί μιας μεγάλης ελληνικής ποδοσφαιρικής ομάδας φθάνουν στο σημείο να τιμούν ένα μεγαλοστέλεχος της Greek Mafia που δολοφονήθηκε;

Στο βιβλίο «πως μας έκλεψαν το ποδόσφαιρο» οι δημοσιογράφοι Fancois Ruffin και Antoine Dumini γράφουν για το λαϊκό ποδόσφαιρο, τότε που δεν ήταν μία μεγάλη επιχείρηση και οι ποδοσφαιριστές δεν ήταν οι σύγχρονοι «μονομάχοι» στην αρένα. Γράφουν για τον Socrates(Βραζιλία), τον Carlos Caszely(Χιλή), τον Robbie Fowler(Βρετανία) και άλλους ποδοσφαιριστές που τάχθηκαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπέρ των απόκληρων, υπέρ των αδικημένων. Απέναντι σ’ αυτούς είναι σήμερα ο Νεϊμάρ και οι άλλοι βαθύπλουτοι ποδοσφαιριστές που υποστηρίζουν τον φασίστα Μπολσονάρου, είναι το ποδόσφαιρο της FIFA και των πολυεθνικών, που εκμεταλλεύονται μικρά παιδιά, εργαζόμενους (Κατάρ), ολόκληρες χώρες  προκειμένου να αποκομίσουν κέρδη, πουλώντας χαρά, εκτόνωση, εφησυχασμό. Η αθώα συλλογικότητα της αλάνας θα μετασχηματιστεί σε βάρβαρη συλλογικότητα στα αιματοβαμμένα γήπεδα της FIFA στο Κατάρ αλλά και εκεί που συγκρούονται οι γηγενείς με τους μετανάστες (εμφύλιοι των κάτω). Το ποδόσφαιρο σάπισε (και δεν είναι το μόνο), γιατί οι συλλογικότητες σαπίζουν όταν σ’ αυτές εισέρχεται το χρήμα, όπως έλεγε η Σιμόν Βέηλ.

Στις κοινωνίες του «μαφιόζικου καπιταλισμού», πίσω από το θέαμα του ποδοσφαίρου γυρνάει ένας τεράστιος στημένος τζόγος, επιχειρήσεις νόμιμες και παράνομες, νόμιμο εμπόριο καυσίμων αλλά και λαθρεμπόριο στα διεθνή ύδατα (θυμίζω το λαθρεμπορικό τάνκερ που άφησε το λιμενικό να φύγει από τη Ρόδο), εμπόριο ναρκωτικών, κέντρα διασκέδασης, μπαρ κ.ά., αγοράζουν ποδοσφαιρικές ομάδες, δημιουργούν “οπαδικούς στρατούς” με τη θεσμική κάλυψη των “συνδέσμων φιλάθλων”(η αστυνομία βρήκε στη Θεσσαλονίκη -υπάρχουν παντού- ολόκληρο οπλοστάσιο), κατέχουν μίντια και ιστοσελίδες, θέλουν να ελέγχουν με μπράβους(στο σώμα και στο πνεύμα) τον πολιτισμό, τη μουσική, το θέατρο, την πολιτική. Χρηματοδοτούν την εκλογική εκστρατεία των πολιτικών, τους εξασφαλίζουν χώρο και χρόνο στα μίντια που κατέχουν, και υποχρεώνουν τους εργαζόμενους στις δουλειές τους, τους οπαδούς των ομάδων τους, τους πολίτες αναγνώστες ή τηλεθεατές που επηρεάζουν, να ψηφίζουν τους “δικούς τους”. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι «ολιγάρχες» έχουν τη δυνατότητα να επιβάλλουν έναν υπερσυγκεντρωτισμό πραγματικού και συμβολικού οικονομικού και πολιτικού κεφαλαίου.

Νέοι, κυρίως άνεργοι, στρατολογούνται από τις λαϊκές γειτονιές και γίνονται μέλη των οπαδικών «στρατών», όπου αφού δείξουν χαρακτήρα σφάζοντας «εχθρούς», βρίσκουν δουλειά, γίνονται μπράβοι, υπάλληλοι στα πρατήρια καυσίμων, βαποράκια κ.ά. 

Το ποδόσφαιρο είναι πλέον μια τεράστια μπίζνα που ο τελικός σκοπός του δεν είναι πια η χαρά του παιγνιδιού αλλά το κέρδος (η χαρά από σκοπός έγινε μέσο και το κέρδος σκοπός).

Το ποδόσφαιρο, αυτό το ποδόσφαιρο, παραπέμπει σε μία κατασκευασμένη Αυτοκρατορία-Αγορά των Αισθήσεων όπου ο πρωταγωνιστής πεθαίνει από στραγγαλισμό, όπως στην ταινία του Ναγκίσα Όσιμα, γιατί η υπέρτατη ηδονή του είναι συνυφασμένη με το θάνατό του. 

πηγή: artinews.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το