γράφει η Νίνα Γεωργιάδου

ΤΟ ΤΡΑΙΝΟ ΠΟΥ ΝΤΡΕΠΟΤΑΝ

Ένοιωσε απ’ το πρώτο ταξίδι τη μονοτονία της γλώσσας του.

Το ρυθμικό  μουρμουρητό που έκαναν τα έμβολα και το μακρόσυρτο συριγμό  όταν  οι ρόδες φρέναραν πάνω στις ράγες.

Οι μόνες στιγμές που η γλώσσα του, η γλώσσα των τραίνων, το γέμιζε περηφάνια  ήταν όταν έφτανε στους σταθμούς κι έβγαζε ένα μεγαλοπρεπές σφύριγμα.

Τα ξούθια στα γύρω δέντρα πετούσαν μακριά κι οι επιβάτες αναστέναζαν με ανακούφιση.

Στο πρώτο ταξίδι, δεν υπήρχαν ούτε επιβάτες ούτε φορτία.

Ένοιωθε ελαφρύ, στη μεγάλη ευθεία του κάμπου, τόσο που νόμισε πως θα απογειωνόταν.

Ήξερε όμως πως τα τραίνα δεν πετούν. Ούτε καν λοξοδρομούν.

Πριν ξεκινήσουν το παρθενικό ταξίδι, ο μηχανοδηγός  χάιδεψε τον κύλινδρο της μηχανής και φίλησε το τιμόνι του.

Αν είχε φωνή, εκτός απ’ το σφύριγμα, θα αναστέναζε από συγκίνηση.

Ήξερε πια πως ο μηχανοδηγός θα γινόταν ο καλύτερος του φίλος.

Με τα χρόνια, οι περιπέτειες που τους έδεσαν, ξεπερνούσαν τις ιστορίες της Σεχραζάτ.

Όταν διέσχιζαν πόλεις, ο φίλος του ήταν  τσιτωμένος, καθώς περνούσαν ξυστά απ’ τους τοίχους των σπιτιών, όμως οι μουσικές που έβγαιναν απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα και η μεγαλοπρέπεια που το κατάκλυζε όταν τα αμάξια στέκονταν προσοχή στο πέρασμά του, έκαναν εκείνα τα περάσματα, μια περιπέτεια, ένα στοίχημα  που κάθε φορά το κέρδιζε.

Έπειτα ήταν κι οι κοπέλες που κοίταζαν με θαυμασμό το μηχανοδηγό του κι η έξαψη του φούντωνε, με όσα αυτός ψιθύριζε.

Είχε μάθει απ’ τον ελεγκτή τη λέξη που του ταίριαζε.

Ο μηχανοδηγός του ήταν μπερμπάντης.

Αν δεν ήταν από μέταλλο, θα κοκκίνιζε μ’ αυτά που άκουγε.

Το ίδιο μπερμπάντης ήταν κι όταν διέσχιζαν τις ερημιές.

Όποτε συναντούσαν άλογα να καλπάζουν στον κάμπο, ο μηχανοδηγός φούλαρε λίγο, λέγοντάς του, «προσπέρνα τη  φοραδίτσα, πουλάρι μου».

Με ντροπαλοσύνη  ξεχυνόταν τότε στις γραμμές κι η φοραδίτσα έμενε πίσω ξέπνοη.

Στους σταθμούς πάλι, πέρα απ’ την περηφάνια του σφυρίγματος, ήταν κι εκείνο το επίσημο καλωσόρισμα του σταθμάρχη. Τους περίμενε ατσαλάκωτος, με τη στολή, τα σιρίτια και το κόκκινο καπέλο και πώς έγινε, σε κάποιο σταθμό, να φυσά τόσο δυνατός αέρας, που του  άρπαξε το κόκκινο καπέλο και το σκάλωσε στο φουγάρο.

«Να το φοράς χαμηλά στ’ αυτιά, το πηλίκιο, αρχηγέ» είχε πει τότε γελώντας ο μπερμπάντης.

Έτσι κυλούσε η ζωή του, πάνω στις ράγες, γεμάτη αποχαιρετισμούς, καλωσορίσματα, τραγούδια απ’ τ’ ανοιχτά παράθυρα των πόλεων, κόντρες με φοραδίτσες στους κάμπους, γνωριμίες κι αναπάντεχους έρωτες στα βαγόνια του.

Πίστευε πως έτσι θα είναι για πάντα η ζωή των ανθρώπων και των τραίνων.

Η δική του και του μηχανοδηγού του.

Την πρώτη φορά που άκουσε το διαπεραστικό ήχο της σειρήνας, ανταριάστηκε δίχως να ξέρει τι σημαίνει.

Πήγαινε καιρός τώρα, που ο μηχανοδηγός ήταν σκυθρωπός, οι σταθμοί μισοσκότεινοι κι οι άνθρωποι σκυφτοί.

«Έχουμε πόλεμο, πουλαράκι», του είχε πει ο μηχανοδηγός. «Θα μπαίνουμε στους σταθμούς δίχως σφύριγμα, θα κουβαλούμε όπλα και υποψήφιους νεκρούς».

Ανταριάστηκε κι άλλο και κάπως σα να ντράπηκε.

Όταν άρχισαν να φορτώνουν φαντάρους για το μέτωπο, άκουσε τις μανάδες  να κλαίνε, είδε τις κοπέλες με πρησμένα μάτια κι ένοιωσε ένα βαθύ κάψιμο στη μηχανή του.

Τη στιγμή που  οι φαντάροι κρεμόντουσαν απ’ τα παράθυρά του, για ένα τελευταίο άγγιγμα, αισθάνθηκε πως τα μέταλλα του δεν θ’ αντέξουν.

Όμως τα μέταλλα είναι φτιαγμένα για να αντέχουν ακόμη και τον πόλεμο.

Μα εκείνη τη φορά, που φόρτωσαν μαζί με τους μεγάλους και μικρά παιδιά και τους σφράγισαν στη σκευοφόρο κι όλοι έτρεμαν σαν τα κλαριά κι είχαν μάτια πιο κόκκινα απ’ τα κάρβουνα της μηχανής του και άκουσε τη βαριά άγνωστη γλώσσα, να τους προστάζει με αγριάδα πρωτόγνωρη, είδε το μηχανοδηγό του να κλαίει και απόκαμε.

Δεν ήξερε τη λέξη που ταίριαζε στην περίσταση.

Δεν ήταν αποχωρισμός ούτε πόλεμος.

«Κόλαση» ψιθύρισε ο φίλος του ο μπερμπάντης και τα χέρια του έτρεμαν στο τιμόνι.

Σ’ εκείνα τα ταξίδια προς την κόλαση, τα σανίδια στα δάπεδα των βαγονιών πότισαν με τόσο θρήνο, που έμειναν για πάντα νοτισμένα.

Σ’ ένα τέτοιο ταξίδι σκέφτηκε πως δεν την ήθελε άλλο τη ζωή του.

Ντρεπόταν, δεν ήθελε να έχει προορισμό την κόλαση.

Του ήρθε κάποτε και μια σκέψη αποκοτιάς.

Να λοξοδρομήσει, να βγει απ’ τις ράγες, να μπατάρει, να μη φτάσει σ’ εκείνο  το τέρμα με τα συρματοπλέγματα, να μην ακούσει άλλες προσταγές της άγνωστης γλώσσας που έτριβαν τον αέρα πιο σκληρά απ’ όσο έτριβαν οι ρόδες του τις ράγες.

Δεν το έκανε. Δε λοξοδρόμησε.

Συνέχισε να πηγαίνει ώσπου γράφτηκε, ως το τέλος, η ιστορία της κόλασης.

Όταν κουβάλησε, πίσω στις ρημαγμένες πόλεις, σκελετωμένους ανθρώπους  που τους έλεγαν επιζώντες, και είδε ξανά ένα δειλό χαμόγελο στα χείλη του μπερμπάντη, πήρε τέτοιο κουράγιο, που σφύριζε μόνο του πολύ πριν μπει στους σταθμούς.

Οι σταθμάρχες ήταν πάλι εκεί ατσαλάκωτοι, οι επιβάτες έγιναν πάλι ανυπόμονοι και τα κορίτσια ξαναφόρεσαν λουλουδάτα φορέματα και σπίθες στα μάτια.

Στα καινούργια ταξίδια, οι αποχαιρετισμοί είχαν μια λύπη που την άντεχε.

Όταν πήρε την ίδια πορεία, που πριν οδηγούσε στην κόλαση, ανταριάστηκε, μα ο μπερμπάντης το καθησύχασε, «τώρα τη λένε ξενιτιά».

Στα δρομολόγια αυτά, φόρτωναν πολύ κόσμο στο πήγαινε και σχεδόν καθόλου στο έλα.

Τα τραγούδια έβγαιναν πια απ’ τα δικά του παράθυρα και είχαν όλα τη βαριά φωνή του Καζαντζίδη.

Κλέφτρα ξενιτιά, τα παλικάρια κλέβεις

μάγισσα κακιά, με τα λεφτά μαγεύεις.

Τραγουδούσαν οι επιβάτες, ο μηχανοδηγός, ο θερμαστής, ο ελεγκτής και το τραγούδι είχε τη λύπη του αλλά δεν έπαυε να είναι τραγούδι κι έτσι δεν ντρεπόταν πολύ για κείνα τα δρομολόγια.

Δε φαντάστηκε ποτέ πως η ντροπή θα ξαναγυρνούσε.

Φαίνεται όμως πως είναι στη μοίρα των τρένων, να ντρέπονται πιο πολύ απ’ τους ανθρώπους.

Τις νύχτες, σκαρφάλωναν πάνω του λαθραία, άνθρωποι με ένα άλλο είδος απόγνωσης.

Του θύμισαν πόλεμο, μα ούτε φαντάροι ούτε σειρήνα.

Τα συρματοπλέγματα του θύμισαν  την κόλαση, μα οι άνθρωποι ανέβαιναν μόνοι τους κρυφά.

Σκέφτηκε μήπως κι αυτό το λένε ξενιτιά, μα δεν ακουγόταν πουθενά ο Καζαντζίδης.

«Προσφυγιά, Ντορή ».

Δεν το έλεγε πια πουλάρι, ούτε κι ίδιος ήταν πια μπερμπάντης. Γερνούσαν και οι δύο.

«Η προσφυγιά τα έχει όλα. Πόλεμο, κόλαση και ξενιτιά.

Κουράστηκα, Ντορή. Κουράστηκες κι εσύ»

Ένοιωσε τότε πόσο λαχάνιαζε η μηχανή του και πόσο είχαν σκουριάσει τα βαγόνια του.

Αυτό που ένοιωθε όμως δεν ήταν κούραση, μόνο ντροπή για όσα άθελά του είχε φορτωθεί.

Όταν έμαθε για το μεγάλο κακό, το μαύρο  συναπάντημα των δυο τραίνων, που δεν βρέθηκε κανείς και τίποτα να το εμποδίσει, το βαρύ θανατικό, το αλάφιασμα των δύο μηχανοδηγών, που είδαν σε δευτερόλεπτα όλη τους τη ζωή να αναπλάθεται, για να τελειώσει απότομα, τις νεανικές κουβέντες στα βαγόνια που κόπηκαν βίαια, το αίμα που λύγισε τις ράγες, τα ξούθια που ανταριάστηκαν, όχι απ’ το σφύριγμα ενός ερχομού αλλά απ’ τα  ουρλιαχτά μιας αναχώρησης δίχως γυρισμό και πέταξαν μακριά από τα δέντρα που περιστοίχιζαν τον άδικο θάνατο,  ένοιωσε αφόρητη ντροπή και θλίψη.

Είχε, από καιρό, αποσυρθεί σε μιαν αδιέξοδη  άκρη του σταθμού, για να σκουριάσει ολότελα, είχε καιρό να δει τον γερασμένο μπερμπάντη του και παρηγοριόταν μόνο, με το σφύριγμα των άλλων τραίνων, τα καλωσορίσματα και τους αποχωρισμούς στις αποβάθρες.

Όμως τώρα οι σταθμοί ήταν βουβοί και οι σταθμάρχες, τσαλακωμένοι.  

Καθώς δεν είχε πια προορισμό, πήρε την απόφαση.

Είχε δει κάτι γραμμές που έβγαζαν στη θάλασσα.

Μια νύχτα αφέγγαρη, το γερασμένο τραίνο που ντρεπόταν για όλους και για όλα, έλυσε τα φρένα του και για πρώτη φορά λοξοδρόμησε.

Δίχως επιβάτες και δίχως φορτία.

«Μου χρωστώ ένα εντελώς δικό μου δρομολόγιο», σκέφτηκε και κύλησε μέχρι το νερό ώσπου σκεπάστηκε.

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το