Οδυσσέας Γερονικολός
Η Εκκλησία της Ελλάδος είχε τον πρώτο λόγο κατά τη συζήτηση στο ΣτΕ – Το υπουργείο Παιδείας ήρθε συμπληρωματικά να υποστηρίξει τις θέσεις του
Την Παρασκευή 10 Μαρτίου 2023 συζητήθηκαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας οι αιτήσεις ακύρωσης που κατέθεσαν η «Ένωση Αθέων» και δύο οικογένειες, ζητώντας την ακύρωση εκείνου του μέρους της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (Κ.Υ.Α.) της Υπουργού και της Υφυπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων που ρυθμίζει την απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών.
Το αίτημα ακύρωσης αφορά στην αιτιολογία που οφείλουν – σύμφωνα με την κοινή απόφαση – να επικαλεστούν οι ενδιαφερόμενες/-οι μαθήτριες/-ές για να απαλλαγούν από το μάθημα των θρησκευτικών. Η Κ.Υ.Α. απαιτεί να υπάρχει στην αίτηση απαλλαγής, ως αιτιολογία, η επίκληση σε «λόγους θρησκευτικής συνείδησης» πράγμα που προσβάλλει, σύμφωνα με τους αιτούντες, τον γενικό κανονισμό προστασίας προσωπικών δεδομένων (GDPR) ζητώντας από αυτούς την αποκάλυψη «ειδικής κατηγορίας δεδομένων».
Το μάθημα των θρησκευτικών έχει αποτελέσει ήδη αντικείμενο δίκης όσον αφορά το περιεχόμενό του (2018 και 2019) και το ΣτΕ έχει κρίνει ότι είναι ομολογιακό και υποχρεωτικό για τους ορθόδοξους μαθητές. Ενώ το επίδικο ζήτημα είναι απλό, η διαδικασία περιπλέκεται καθώς κρίσιμες για την κατανόηση της υπόθεσης είναι και η απόφαση «Παπαγεωργίου κ.ά. κατά Ελλάδος» του Δικαστηρίου του Στρασβούργου (2019) και η γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (2022) σχετικά με το ζήτημα της απαλλαγής.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Οι αιτούντες προσφεύγουν δεύτερη φορά στο ΣτΕ για το ίδιο ζήτημα. Την πρώτη φορά είχε γίνει δεκτή η αίτησή τους και είχε ακυρωθεί η απόφαση της Υπουργού και της Υφυπουργού του 2021 γιατί είχε εκδοθεί χωρίς να ληφθεί προηγουμένως η γνωμοδότηση της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα. Το ΣτΕ, φυσικά, δεν μπόρεσε να εξετάσει την ουσία του ζητήματος. Ωστόσο, το 2022 εκδόθηκε νέα Κ.Υ.Α. έχοντας λάβει την γνωμοδότηση της αρχής και έχοντας απόσχει από αυτή.
Ειδικότερα, η γνωμοδότηση προβλέπει ότι οι μαθητές που θέλουν να ζητήσουν απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών πρέπει να επικαλεστούν απλώς «λόγους συνείδησης» σε αντίθεση με την Κ.Υ.Α. που απαιτεί «λόγους θρησκευτικής συνείδησης». Με τον τρόπο αυτό γίνονται δικαιούχοι της απαλλαγής, σύμφωνα με την Αρχή, και οι χριστιανοί ορθόδοξοι μαθητές οι οποίοι δεν θα υποχρεούνται να απαρνηθούν τη θρησκεία τους. Σε αντίθεση, όμως, με τη γνωμοδότηση της Αρχής, οι αιτούντες δεν αμφισβητούν την υποχρεωτικότητα του μαθήματος. Όπως επισήμανε και ο συνήγορος των αιτούντων, Βασίλης Σωτηρόπουλος, κατά την συζήτηση της υπόθεσης, η νόμιμη ρύθμιση του ζητήματος της απαλλαγής ενισχύει την υποχρεωτικότητα, δεδομένου ότι το σύστημα δεν θα καταγράφει δεδομένα μαθητών και άρα δεν θα γεννιούνται ερωτηματικά για το περιεχόμενο με νέες αιτήσεις ακύρωσης.
Το ζητούμενο για τους αιτούντες είναι να θεσπιστεί από το νέο σχολικό έτος το εναλλακτικό μάθημα ώστε να μην χάνονται ώρες των απαλλαγέντων μαθητών και να μην διστάζουν οι τελευταίοι να ζητούν την απαλλαγή υπό τον φόβο του στιγματισμού. Η υποχρέωση θέσπισης εναλλακτικού μαθήματος προβλέπεται και από την απόφαση «Παπαγεωργίου» και από το ΣτΕ. Από την στιγμή που θα θεσπιστεί το μάθημα, κατά τους αιτούντες, θα παρέλκει, για όσους το επιλέγουν, ακόμα και η απλή επίκληση «λόγων συνείδησης», αφού από μόνη της η επιλογή εναλλακτικού μαθήματος θα σημαίνει αυτομάτως την υπαγωγή του μαθητή σε μία από τις κατηγορίες που προβλέπει το υπουργείο ότι δικαιούνται την απαλλαγή.
Σημειωτέον ότι η απαλλαγή σήμερα αφορά μόνο «αλλόδοξους, ετερόδοξους, άθεους, αγνωστικιστές». Επομένως, το σύστημα που προτείνουν οι αιτούντες προσιδιάζει σε αυτό της επιλογής δεύτερης ξένης γλώσσας σε όσα σχολεία υπάρχει η δυνατότητα.
Η παρέμβαση της Εκκλησίας και ο «συμπληρωματικός» ρόλος του υπουργείου Παιδείας
Πρέπει να αναφέρουμε, επίσης, ότι η Εκκλησία της Ελλάδος άσκησε παρέμβαση υπέρ της διατήρησης του κύρους της υπουργικής απόφασης. Η παρέμβαση αφορούσε μόνο την αίτηση ακύρωσης της «Ένωσης Αθέων». Έψεξε την «Ένωση» ότι δεν κατάφερε να μετατρέψει το περιεχόμενο του μαθήματος από ομολογιακό σε θρησκευτικό και με αυτή την αίτηση θέλει εμμέσως, χρησιμοποιώντας τα προσωπικά δεδομένα ως πρόφαση, να προσβάλει την υποχρεωτικότητα. Με τον ίδιο τρόπο η Εκκλησία κατηγόρησε την Αρχή ότι υπερέβη την αρμοδιότητά της και γνωμοδότησε για διαφορετικό θέμα από το ζητούμενο.
Η Εκκλησία αναφέρθηκε και στην απόφαση «Παπαγεωργίου», θεωρώντας ότι αυτή υπερερμηνεύεται, ειδικά εφόσον αφορά παλαιότερη εγκύκλιο του υπουργείου (2015) από την οποία η προσβαλλόμενη Κ.Υ.Α. του 2022 απέχει πολύ. Σε κάθε περίπτωση, το Δικαστήριο του Στρασβούργου νομολόγησε για πρώτη φορά ότι «οι κρατικές αρχές δεν έχουν το δικαίωμα να επεμβαίνουν στον τομέα της ατομικής συνείδησης και να εξακριβώνουν τις θρησκευτικές πεποιθήσεις του ατόμου ή να το υποχρεώνουν να αποκαλύψει τις πεποιθήσεις που έχει σχετικά με πνευματικά θέματα». Πρόκειται για μια διατύπωση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που δεν περιορίζεται σαφώς στην εξέταση της νομιμότητας μιας εγκυκλίου αλλά συνιστά ξεκάθαρη κατευθυντήρια γραμμή δράσης.
Τα επιχειρήματα του υπουργείου συμπίπτουν σαφώς με της Εκκλησίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η παρέμβαση της Εκκλησίας προηγήθηκε χρονικά στην συζήτηση ενώπιον του ΣτΕ και ακολούθησε η έκθεση των απόψεων του υπουργείου. Ενώ είθισται να συμβαίνει το αντίθετο, το υπουργείο ήρθε συμπληρωματικά να υποστηρίξει τις θέσεις του. Κύριος φόβος και των δύο είναι ότι προσβάλλεται με αυτό τον τρόπο η υποχρεωτικότητα του μαθήματος των θρησκευτικών. Πάντως, το ζήτημα αυτό έχει τεθεί και το ΣτΕ, όπως αναφέρθηκε ήδη, το έχει κρίνει. Το κρίσιμο είναι ότι η απαλλαγή θα πρέπει να σέβεται μία σειρά άρθρων διεθνών και ενωσιακών κειμένων που διαφυλάσσουν τα δικαιώματα του παιδιού και την προστασία των προσωπικών δεδομένων.
Η απόφαση του ΣτΕ σχετικά με την αίτηση ακύρωσης των αιτούντων αναμένεται να εκδοθεί μέσα στους επόμενους μήνες.
πηγή: omniatv
e-prologos.gr