ΣΤΟΥΣ ΔΗΜΟΥΣ ΠΕΡΝΟΥΝ ΚΕΝΤΡΑ ΥΓΕΙΑΣ, ΓΥΜΝΑΣΙΑ ΚΑΙ ΛΥΚΕΙΑ
Ανθρώπινο δυναμικό, κτίρια και πόροι από την κεντρική διοίκηση στα χέρια των περιφερειαρχών και των δημάρχων επεξεργάζεται ομάδα τεχνοκρατών του υπουργείου Εσωτερικών προκειμένου να νομοθετηθεί εντός του καλοκαιριού νέος ενισχυμένος ρόλος της Τοπιχής Αυτοδιοίκησης.
Σύμφωνα με πληροφορίες των «ΝΕΩΝ», στις εισηγήσεις της 11 μελούς επιστημονικής επιτροπής, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων αλλαγή σκυτάλης στη διαχείριση σχολείων και κέντρων υγείας, μπαίνουν πλέον οι τελευταίες πινελιές και είναι θέμα ημερών να πάρουν τον δρόμο της έγκρισης από την κυβέρνηση.
Στο επίκεντρο της προετοιμασίας της μεταρρύθμισης που ο Κυριάκος Μητσοτάκης θεωρεί κομβική «ώστε να είναι απολύτως ξεκάθαρο σε όλους τους βαθμούς λειτουργίας του κράτους ποιος κάνει τι και με ποιον τρόπο» βρίσκονται οι κρίσιμοι τομείς της Παιδείας και της Υγείας.
Με πιο απλά λόγια, οι επιστήμονες με επικεφαλής τον καθηγητή Δημοσίου Δικαίου και Δικαίου Κοινωνικές Ασφάλισης Ξενοφώντα Κοντιάδη, καλούνται να δείξουν τη… συνέχεια του επιτελικού κράτους, το επόμενο βήμα δηλαδή της ανακατανομής αρμοδιοτήτων σε διάφορα επίπεδα και της αξιολόγησης.
Στην κατεύθυνση αυτή θα ανοίξουν, κατά τις ίδιες πληροφορίες, ανάμεσα σε άλλα και το κομβικό κεφάλαιο της εκπαίδευσης:
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ.
Δεύτερος μεγάλος άξονας του σχεδίου είναι η εκπαίδευση και συγκεκριμένα προδιαγράφεται… σύσφιξη της σχέσης Τοπικής Αυτοδιοίκησης και Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, που σήμερα περιορίζεται στα σχολικά κτίρια. Χωρίς να είναι γνωστές οι προτάσεις για τις διαδικασίες μισθοδοσίας δασκάλων και καθηγητών φαίνεται να προκρίνεται να περάσουν στους ΟΤΑ οι προσλήψεις μη διδακτικού προσωπικού, οποιεσδήποτε υποστηρικτικές σχολικές δομές, ακόμα και μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση καθώς και να ενισχύονται ο ανταγωνισμός και η αξιολόγηση.
ΦΟΡΕΑΣ ΥΛΟΠΟΙΗΣΗΣ. Πάντως και μόνο όγκος των προς μεταφορά αρμοδιοτήτων φέρεται να οδηγεί στην ανάγκη για δημιουργία ισχυρού και μόνιμου μηχανισμού. Αυτό σημαίνει ότι ο σχεδιασμός προβλέπει τη συγκρότηση σταθερού σχήματος «εκκαθάρισης» αρμοδιοτήτων, το οποίο θα μπορούσε να λειτουργεί είτε υπό τον Πρωθυπουργό, είτε και ως ανεξάρτητη Αρχή.
Αποκέντρωση, αυτονομία και διαφοροποίηση της εκπαίδευσης: Τα σχολεία στους δήμους;
Του Χρήστου Κάτσικα
Εδώ και πολλά χρόνια γνωστοί οικονομολόγοι και καθηγητές του Δημοσίου Δικαίου προβάλλουν ως μια από τις πιο καινοτόμες προτάσεις την Αποκέντρωση και την Αυτοδιοίκηση των χώρας. Μάλιστα επισημαίνουν ότι μετά τον «Καποδίστρια» και τον «Καλλικράτη» ήρθε ο καιρός για αυτονόμηση των Δήμων και των Περιφερειών, τέτοια που να παρέχει τη δυνατότητα, ανάμεσα σε άλλα, να έχουν «τη μέριμνα των υποδομών και τη συμπλήρωση του Αναλυτικού Προγράμματος σπουδών της Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης».
Μάλιστα συμπλήρωναν ότι Δήμοι και περιφέρειες «θα έχουν ίδιους πόρους που συνίστανται σε ανταποδοτικά τέλη τα οποία θα αντιστοιχούν στις προσφερόμενες υπηρεσίες», οι δε προϋπολογισμοί τους «δεν θα μπορεί να είναι ελλειμματικοί».
Παράλληλα, όλο και πιο συχνά, σε όλα τα επίσημα κείμενα εκπαιδευτικής πολιτικής αρχίζει να γίνεται λόγος για το «συγκεντρωτικό, άκαμπτο και γραφειοκρατικό χαρακτήρα» του εκπαιδευτικού μας συστήματος που οδηγεί στο «σφιχτό εναγκαλισμό της παιδείας από το άκαμπτο κράτος» με αποτέλεσμα «το σχολείο να παραμένει ξεκομμένο από τη ζώσα πραγματικότητα και τα προβλήματα της κοινωνίας».
Το 2016 ο πρόεδρος του λεγόμενου Εθνικού Διαλόγου, Αντ. Λιάκος, έκανε λόγο για εκπαίδευση «διασωληνωμένη από το κράτος» και τόνισε την ανάγκη «ενηλικίωσης του εκπαιδευτικού συστήματος, με τον απογαλακτισμό από το μεγάλο, προστατευτικό και παρεμβατικό κράτος» ενώ και ο τότε υπουργός Παιδείας, μιλώντας στη συνεδρίαση της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων, δήλωνε: «Θέλουμε να περάσουμε αρμοδιότητες, ευθύνες με ανάλογους πόρους, όμως όχι απλώς να διώχνουμε ευθύνες από το κεντρικό κράτος στην Αυτοδιοίκηση και στις σχολικές μονάδες. Δεν πιστεύουμε ότι ένα συγκεντρωτικό σήμερα εκπαιδευτικό μοντέλο μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας».
Ανακάλυψαν όλοι τη μαγική λέξη για την υπέρβαση της κρίσης; Αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος!
Είναι αλήθεια ότι οποιοδήποτε λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια ανοίξει κανείς, θα διαπιστώσει εύκολα ότι η έννοια της αποκέντρωσης σημασιοδοτείται θετικά. Όμως δεν είναι επιστημονικά ορθό να εξετάζεται η σημασία της γενικά και αόριστα, έξω από τους συγκεκριμένους ιστορικούς και κοινωνικούς προσδιορισμούς. Η αποκέντρωση ως βασικό στοιχείο μιας επιχειρούμενης μεταρρύθμισης του εκπαιδευτικού συστήματος δεν μπορεί να εξεταστεί ως ουδέτερη, αφηρημένη έννοια.
Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗΣ «ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ»
Βεβαίως η λεγόμενη αποκέντρωση της εκπαίδευσης δεν είναι μια νέα ιδέα. Πρώτος σταυροφόρος της ο Γ. Παπανδρέου ανακάλυψε, ως υπουργός Παιδείας το 1995, τα «καταθλιπτικά γραφειοκρατικά σχήματα του κρατικού συγκεντρωτισμού και την ταύτιση της κρατικής μηχανής με την παιδεία που πνίγει πρωτοβουλίες, ορίζοντες και δυνατότητες» και ότι «η αποκέντρωση είναι ίσως μια τελευταία ευκαιρία να δώσει στο εκπαιδευτικό σύστημα το σύγχρονο προσανατολισμό, την ευελιξία (Πρακτικά Bουλής 20/3/1995).
Εντελώς τυχαία την ίδια περίοδο η αποκέντρωση και η προώθηση μεγαλύτερης αυτονομίας των σχολικών μονάδων γίνονταν μια από τις κεντρικές κατευθύνσεις του ΟΟΣΑ, που έρχεται κι επανέρχεται σε όλες τις εκθέσεις του για την ελληνική εκπαίδευση από τότε μέχρι σήμερα.
Δέκα χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 2005, και ενώ είχε υλοποιηθεί το πρώτο σχέδιο «Καποδίστριας», το ΠΑΣΟΚ στα «Συμπεράσματα Πολιτικού Συμβουλίου – Συζήτηση για την Παιδεία» κάνει λόγο για τους βασικούς άμεσους στόχους της εκπαιδευτικής του πολιτικής:
«Το κράτος διατηρεί μόνο το γενικό πλαίσιο εκπαιδευτικής πολιτικής. Αποφασίζει για τον κορμό του προγράμματος διδασκαλίας αναμορφώνοντας την διδακτέα ύλη, αφαιρώντας περιττά θέματα και επαναλήψεις. Η περιφέρεια στηρίζει τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την κοινωνία, την οικονομία και την απασχόληση. Προσλαμβάνει τους εκπαιδευτικούς… Το σχολικό συμβούλιο επιλέγει βοηθητικό διδακτικό και διοικητικό προσωπικό. Χρηματοδοτεί τη σχολική ζωή με εξασφάλιση και πρόσθετων πόρωv».
Την κατεύθυνση αυτή αναλαμβάνει να υλοποιήσει η Άννα Διαμαντοπούλου, ως υπουργός Παιδείας το 2009. Τότε, στις 5/11/2009 μετά τη συνάντηση με την ΚΕΔΚΕ η Άννα Διαμαντοπούλου δήλωσε ότι υπάρχουν «μείζονα ζητήματα που αφορούν το ρόλο των δημάρχων στη χωροθέτηση των σχολείων, στη σχολική στέγη, στη λειτουργία του σχολείου. Αυτά αφορούν τη μεγάλη διοικητική μεταρρύθμιση της χώρας στην οποία η αυτοδιοίκηση και στο χώρο της εκπαίδευσης θα πρέπει να παίξει ένα πολύ σημαντικό ρόλο».
Βεβαίως και τότε στο παραβάν βρισκόταν το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς 2007 – 2013 (ΕΣΠΑ – Δ΄ ΚΠΑ) στον τομέα εκπαίδευση στο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Εκπαίδευση και Δια Βίου Μάθηση» όπου ο 1ο στρατηγικός στόχος περιλάμβανε την «αναμόρφωση, εκσυγχρονισμό και αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος».
ΒΗΜΑ – ΒΗΜΑ Η ΑΠΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ
Να το ξεκαθαρίσουμε εισαγωγικά: Η πρόταση για αποκέντρωση είναι δεμένη με ένα νήμα με την λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας, την διαφοροποίηση στο ίδιο το περιεχόμενο του σχολείου, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, την αξιολόγηση και τη θεσμοθέτηση και την ενίσχυση του ρόλου της γονεϊκής επιλογής, της δυνατότητας δηλαδή των γονιών να επιλέξουν σχολείο. Η «χημεία» τους έχει ως βασικό στόχο την αποδόμηση του δημόσιου χαρακτήρα του εκπαιδευτικού συστήματος.
Το πρώτο βήμα της πολιτικής της αποκέντρωσης/περιφερειοποίησης της εκπαίδευσης, τα προηγούμενα χρόνια, ήταν η παράδοση των παιδικών σταθμών στους δήμους. Αποτέλεσμα; Οι περισσότεροι δήμοι επιβάρυναν τους εργαζομένους με τη χρηματοδότηση των παιδικών σταθμών, με αυξήσεις στα δίδακτρα ή τροφεία και άλλες έκτακτες εισφορές. Επιπλέον, οι παιδικοί σταθμοί μετατράπηκαν σε πεδία εφαρμογής των ελαστικών μορφών εργασίας, αφού οι περισσότεροι εργαζόμενοι προσλαμβάνονται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου και έργου έτσι ώστε να βρίσκονται σε κατάσταση εργασιακής ομηρίας.
Είναι φανερό ότι μέσα από την επιχείρηση «αποκέντρωση της εκπαίδευσης» προωθείται η ιδιωτικοποίηση και δοκιμάζεται συνολικά το μοντέλο του ευέλικτου, «αποκεντρωμένου» σχολείου της αγοράς. Συγκεκριμένα επιδιώκεται:
Η καθήλωση των κρατικών δαπανών για την εκπαίδευση και τη μετάθεση του κόστους λειτουργίας των σχολικών μονάδων στους δήμους και ουσιαστικά στους εργαζόμενους, με την επιβολή τοπικής φορολογίας.
Με άλλα λόγια, η χρηματοδότηση κάθε σχολικής μονάδας θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις οικονομικές δυνατότητες κάθε δήμου. Οι δήμοι με τη σειρά τους θα μεταθέτουν την οικονομική επιβάρυνση στους πολίτες είτε επιβάλλοντας δίδακτρα είτε άλλες εισφορές ή φόρους.
Στα πλαίσια της αποκέντρωσης είναι προφανές ότι ο εκπαιδευτικός καλείται να έχει ένα νέο ρόλο και κυρίως αυτοί που ασκούν διοίκηση. Στην ουσία θα μετατραπούν σε μάνατζερ – διαχειριστές που θα είναι υποχρεωμένοι ν΄ αναζητούν πηγές χρηματοδότησης για τη λειτουργία του σχολείου.
Μακροπρόθεσμα το αποτελέσματα θα είναι ο μαρασμός και το κλείσιμο πολλών σχολείων, κυρίως των αγροτικών περιοχών, αφού οι κοινότητες και οι μικρότεροι δήμοι δε θα μπορούν ν’ ανταπεξέλθουν στα έξοδα λειτουργίας τους, την ώρα που οι ποικιλώνυμοι «τοπικοί παράγοντες» θα ενδιαφέρονται για τη βιτρίνα τους, τα «καλά» σχολεία της περιοχής. Ανάλογα προβλήματα θ’ αντιμετωπίσουν και πολλά σχολεία των αστικών κέντρων, ιδιαίτερα των υποβαθμισμένων περιοχών, που θα εξελιχθούν σε σχολεία αλλοδαπών, μεταναστών και φτωχών Ελλήνων. Στον ανελέητο ανταγωνισμό που θα ξεσπάσει μεταξύ των σχολείων, οι μαθητές, με πρόσχημα το δικαίωμα επιλογής του σχολείου που θα φοιτήσουν, αντιμετωπίζονται ως πελάτες και παραγόμενα εμπορεύματα αφού θα προετοιμάζονται έτσι ώστε να κυκλοφορήσουν στην αγορά με καλύτερους όρους.
Από την άλλη, η ανάθεση μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, τους εκπαιδευόμενους, τους γονείς, την «τοπική κοινωνία» και τους «παραγωγικούς φορείς», είναι φανερό ότι καλλιεργεί την τάση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτώνται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών «προϊόντων» τους. Τα «αποκεντρωμένα» σχολεία για παράδειγμα θα παραμερίζουν πιο εύκολα τη γενική μόρφωση σε όφελος των δεξιοτήτων που ζητά η αγορά, για να γίνονται πιο προσφιλή στις επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Η παιδαγωγική και η διδακτική, οφείλουν να υποταχθούν σε μια νέα αντίληψη που έχει σχέση περισσότερο με την επιχειρηματική λογική αφού το σχολείο θα λειτουργεί κριτήριο την εξεύρεση κονδυλίων και να προσαρμόζει τη λειτουργία του σ΄ αυτή την προοπτική.
Χρήστος Κάτσικας
e-prologos.gr