Κάθε εβδομάδα -αν όχι κάθε μέρα- οι «φιλελεύθεροι» Αμερικανοί εφευρίσκουν τρόπους λογοκρισίας των αντιπάλων τους. Με τον όρο «φιλελεύθεροι», εννοούμε την κυρίαρχη πτέρυγα του Κόμματος των Δημοκρατικών, δεδομένου ότι ο όρος αυτός χρησιμοποιείται πρωτίστως από τους ίδιους για να προσδιορίσουν την πολιτική τους ταυτότητα.

 Εδώ και χρόνια, η βασική τακτική τους ήταν η «ρητορική μίσους» (hate speech). Εκεί ενέτασσαν όλους εκείνους που τους ασκούσαν κριτική, για να απαιτήσουν στη συνέχεια την απομόνωσή τους. Σήμερα όμως, ακόμη και το πλαίσιο μιας τόσο ασαφούς «ρητορικής», αποδεικνύεται μικρό και αναξιόπιστο. Το εύρος των απόψεων στο οποίο θέλουν να επιβληθούν είναι φανερά μεγεθυμένο. Το «μίσος» είναι ανεπαρκές.

 Γιʼ αυτό, το νεότερο και πλέον δημοφιλές πλαίσιο λογοκρισίας είναι η «παραπληροφόρηση» (misinformation) και η «αντιπληροφόρηση» (disinformation). Αυτοί οι όροι, όπως και η «τρομοκρατία», δεν έχουν ακριβές νόημα: είναι η ελαστικότητά τους που τους κάνει τόσο χρήσιμους.

 Ας θυμηθούμε τα αγαπημένα μέσα ενημέρωσής τους, από το CNN και το NBC, μέχρι τους New York Times και την Atlantic, όταν κατηγορούσαν πριν από είκοσι χρόνια τον Σαντάμ Χουσεΐν ότι κατέχει όπλα μαζικής καταστροφής -ίσως το κορυφαίο ψέμα της σύγχρονης ιστορίας, ανεξάρτητα αν πρωτοειπώθηκε από Ρεπουμπλικάνους. Ή όταν τα ίδια μέσα, τα τέσσερα τελευταία χρόνια, διέδιδαν απανωτούς τραγέλαφους για τη Ρωσία -από την παρέμβαση του Κρεμλίνου στο σύστημα θέρμανσης του Βερμόντ, τον σεξουαλικό εκβιασμό του Πούτιν εναντίον του Τραμπ, και ένα μαγικό όπλο μυστηρίου που τραυμάτιζε εγκεφάλους Αμερικανών με ήχους τριζονιών. Τίποτα από αυτά, προφανώς, δεν αποδείχθηκε. Και τίποτα από αυτά δεν είχε κόστος. Η εξουσία τους είναι τόσο ισχυρή, και ο μηχανισμός τους τόσο συντονισμένος, που, απλά, μπορούν να λένε ό,τι θέλουν.

 Το κλίμα φόβου που γέννησε η εκλογή του Trump και κορυφώθηκε με τη διάδοση του Covid αποδείχθηκε το τέλειο πλαίσιο. Οι Δημοκρατικοί, παγερά αδιάφοροι στο να συντάξουν μια πολιτική αντιπρόταση με λαϊκά χαρακτηριστικά, ήταν σχεδόν αναμενόμενο ότι θα γίνουν πιο αυταρχικοί.

 Η επίθεση είναι πλέον πιο συντονισμένη από ποτέ. Όταν η πλατφόρμα Rumble ανακοίνωσε ότι θα φιλοξενήσει βίντεο από τoν Glenn Greenwald (o δημοσιογράφος που έφερε στο φως τον Edward Snowden), την Tulsi Gabbard (πρώην βουλεύτρια των Δημοκρατικών, που εναντιώθηκε στην Hillary Clinton πριν την εκλογή Biden) και τον Matt Orfalea (πρώην στέλεχος της καμπάνιας του Bernie Sanders), η Washington Post δημοσίευσε αμέσως ένα άρθρο -από έναν «ειδικό παραπληροφόρησης»- στο οποίο η Rumble χαρακτηρίστηκε ως «μία από τις κύριες πλατφόρμες προώθησης ακροδεξιών συνωμοσιολογιών».

 Η ίδια επίθεση εξαπολύθηκε, και βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, κατά της πλατφόρμας Substack. «Αιρετικές προσωπικότητες που είναι γνωστές για τη διάδοση παραπληροφόρησης, έχουν συρρεύσει στο Substack, και σε έναν αυξανόμενο αριθμό δεξιών μέσων κοινωνικής δικτύωσης τον περασμένο χρόνο μετά τον περιορισμό τους στο Facebook, το Twitter και το YouTube», προειδοποίησε η Post. Είναι, προφανώς, εξαιρετικά επικίνδυνο κάποιες φωνές να εξακολουθούν να ακούγονται, αν η Silicon Valley αποφασίσει ότι δεν πρέπει να ακούγονται.

 Αυτή η επίθεση της Post προκάλεσε αναμενόμενα τη σοβαρή ανησυχία φιλελευθέρων, όπως της Chelsea Clinton, η οποία θρήνησε με αλλεπάλληλα tweets την εκμετάλλευση της «δυστυχίας των απλών ανθρώπων». Θυμίζουμε ότι η Chelsea Clinton είναι ένα από τα πλουσιότερα άτομα στον κόσμο, δεδομένου ότι οι γονείς της εξαργύρωσαν συστηματικά την πολιτική τους επιρροή, μεταξύ άλλων, με αμοιβές 750.000 δολαρίων από την Goldman Sachs για ομιλίες 45 λεπτών, και η ίδια έχει ετήσιο συμβόλαιο 600.000 δολαρίων από το NBC News.

 Αντίστοιχη επίθεση σημειώθηκε εναντίον του Spotify, και κορυφώθηκε με αφορμή τον Joe Rogan, ο οποίος φιλοξένησε σε μια από τις εκπομπές του τον Dr Robert Malone, που εξέφρασε επιφυλάξεις για τα εμβόλια mRNA.

 Μερικές εβδομάδες πριν, ο μουσικός Neil Young, με ένα πομπώδες τελεσίγραφο, απαίτησε από το Spotify να αφαιρεθεί ο Rogan, ισχυριζόμενος ότι ο τελευταίος διαδίδει παραπληροφόρηση σχετικά με τον COVID, και απειλώντας, ταυτόχρονα, ότι σε κάθε άλλη περίπτωση θα απέσυρε την μουσική του. Το Spotify, αναμενόμενα, κράτησε τον Rogan, τον πιο δημοφιλή podcaster του κόσμου, στην εκπομπή του οποίου επένδυσε 100 εκατομμύρια δολάρια, αφαιρώντας τη μουσική του Young.

 Κάθε είδους φιλελεύθεροι πανηγύρισαν αυτήν την προσπάθεια απομάκρυνσης του Rogan και ορκίστηκαν να ακυρώσουν τη συνδρομή τους στο Spotify, σε ένδειξη διαμαρτυρίας. Πολλοί μάλιστα, ενθάρρυναν με αναρτήσεις τους την αντικατάσταση του Spotify με την αντίστοιχη πλατφόρμα της Apple. Φαίνεται ότι η Apple, που έχει κατηγορηθεί επανειλημμένα ότι τα προϊόντα της είναι προϊόντα δουλείας, συνιστά βασική φιλελεύθερη εκδοχή ανατρεπτικής κοινωνικής δικαιοσύνης.

 Αν όμως φτάσουμε στο σημείο, όπου μια σειρά άλλων μουσικών/δημιουργών, κάτω από πιέσεις, αποφασίσουν «να φύγουν αν δεν φύγει ο Rogan», η στρατηγική του Spotify να διατηρήσει τον τελευταίο, ενδεχομένως να μην είναι βιώσιμη. «Το Spotify έχασε 4 δισεκατομμύρια δολάρια σε χρηματιστηριακή αξία αυτή την εβδομάδα, αφού ο Neil Young κατηγόρησε την εταιρεία ότι επέτρεψε στον Joe Rogan να χρησιμοποιήσει την πλατφόρμα της για να διαδώσει παραπληροφόρηση σχετικά με το εμβόλιο COVID», έγραψε η San Francisco Chronicle. Κάτι για το οποίο, η Αντιπρόεδρος του Τμήματος Επικοινωνίας του Substack, Lulu Cheng Meservey, δήλωσε: «Αν όλοι όσοι έχουν κάνει λάθος για αυτήν την πανδημία φιμώνονταν, δεν θα είχε μείνει κανείς να μιλάει για αυτή».

 Οι Δημοκρατικοί «φιλελεύθεροι» δεν είναι απλά η κυρίαρχη πολιτική παράταξη στην Ουάσιγκτον, που ελέγχει τον Λευκό Οίκο και τα δύο σώματα του Κογκρέσου. Είναι επίσης η ηγεμονική δύναμη στους βασικούς θεσμούς επιρροής της κοινής γνώμης: στην ακαδημαϊκή κοινότητα, στο Χόλιγουντ, και, κυρίως, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

 Στις αρχές της δεκαετίας του ᾽90, η Silicon Valley, λόγω του «ελευθεριακού ήθους» της -μιας αφελής σύνδεσή της με το San Francisco της δεκαετίας του ᾽60 και της «αμφισβήτησης» της εποχής- θεωρήθηκε ότι θα είχε ανοσία στην πολιτική λογοκρισία. Και ότι το διαδίκτυο θα ήταν χαοτικό, ανεξέλεγκτο, ανεπηρέαστο: μια πολυφωνική απάντηση στα παραδοσιακά, κατεστημένα μέσα της εφημερίδας, του ραδιοφώνου, και της τηλεόρασης.

Ο καταιγιστικός έλεγχος του διαδικτύου στις μέρες μας, αποδεικνύει για μια ακόμη φορά, ότι οποιοδἠποτε νέο μέσο, όσο συναρπαστικό και αν φαντάζει αρχικά, αν αποκτήσει δύναμη, θα είναι πάντα ευάλωτο στην εξουσία. Όταν τα ακόμη τρομερά, συστημικά μεγάφωνα των New York Times, της Washington Post, του NBC, του CNN και των υπόλοιπων φιλελεύθερων μέσων, και πάνω απ᾽ όλα, το ίδιο το κράτος, ενώνονται, η (κάθε) Silicon Valley, θα παραδοθεί, όπως έχει παραδοθεί καιρό τώρα.

 Το μόνο φωτεινό σημείο σε όλο αυτό είναι ότι το διαδίκτυο δεν είναι μόνο η Silicon Valley. Και γιʼ αυτό άλλες πλατφόρμες αφιερωμένες στην ελευθερία του λόγου, όπως το Rumble και το Callin, συνεχίζουν να ευδοκιμούν. Είναι βέβαιο ότι αυτές οι πλατφόρμες θα συνεχίσουν να γίνονται στόχος του θεσμικού φιλελευθερισμού καθώς μεγαλώνουν. Ο χρόνος θα δείξει αν θα αντισταθούν σε αυτές τις πιέσεις.

 Τίποτα από αυτά δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί φιλελεύθεροι είναι η μόνη πολιτική παράταξη που υποκύπτει στους πειρασμούς της λογοκρισίας. Υπάρχουν, σαφώς, και παραδείγματα δεξιών εκστρατειών. Και όπως έχει δείξει η σύγχρονη Αμερικανική ιστορία, ο βασικός κοινός τόπος Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων, είναι ο πόλεμος. Δεδομένου ότι αυτό το άρθρο γράφεται καθώς βρισκόμαστε στην τρίτη εβδομάδα της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, σημειώνεται ότι χρειάστηκαν μόνο τρεις μέρες για να συμφωνήσουν τα δύο Κόμματα σχετικά με την απαγόρευση των Ρωσικών δικτύων RT και Sputnik από τις συχνότητες της Αμερικάνικης τηλεόρασης.

Πρόδρομος Π.

Αναδημοσίευση από το νέο τεύχος του περιοδικού Πορεία

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το