γράφει ο Θανάσης Τσιριγώτης

Θα ’λεγε κανείς ότι αποτελεί πολυτέλεια η ενασχόληση με το παραπάνω θέμα, ωστόσο η ιδεολογική αντιπαράθεση στη σφαίρα του εποικοδομήματος με σφαλερές ή επικίνδυνες θεωρίες δεν είναι καθόλου μικρό ζήτημα.

Ίσα-ίσα μάλιστα. Η σχέση του αντικειμενικού με το υποκειμενικό και η ενασχόληση των επιστημών μ’ αυτό το αντικείμενο φαντάζει πρόσφατη αλλά έρχεται από πολύ παλιά. Στα «καθ’ ημάς», ο πατέρας του ευρωπαϊκού ιδεαλισμού, ο Πλάτωνας, υποστήριζε πως τα πράγματα γεννιούνται από τις ιδέες, πως είναι σχήματα του νου. Αυτήν τη θεωρία με πολύ απλοϊκό τρόπο την υιοθέτησαν οι Χριστιανοί μέσω της Καινής Διαθήκης (Απ.Παύλος, Ευαγγελιστές), για να καταλήξουν στη σύλληψη του Θεού. Πέρασαν πάνω από 1500 χρόνια για να βγουν στο προσκήνιο οι φυσιοκράτες (Τζον Λοκ) και να θέσουν ή καλύτερα να επαναθέσουν τα θεμέλια ενός υλισμού που έχει την καταγωγή του στον Θαλή, τον Αναξίμανδρο και Αναξιμένη, στον Ηράκλειτο και τον Αριστοτέλη. Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι σοσιαλιστικές ιδέες βασιζόμενες στους Μαρξ-Ένγκελς επαναφέρουν με δίκαιη σφοδρότητα τη σχέση αντικειμενικού-υποκειμενικού ή ύλης-ιδέας. Προς το παρόν φάνηκε ο ιδεαλισμός να υποχωρεί, όμως μετά την υποχώρηση των διαλεκτικών ιδεών και -στο πεδίο της πολιτικής- ύστερα από την άμπωτη του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος, οι οπισθοδρομικές θεωρίες ντύθηκαν πολυποίκιλα, μεταμφιέστηκαν και επανήλθαν δριμύτερες. Ιδιαίτερα μετά την τυπική κατάρρευση των «ανατολικών καθεστώτων», οι ιδεαλιστικές αναλύσεις, φόρμες και εξηγήσεις εισόρμησαν σαν ακρίδες σ’ όλα τα πεδία συσκοτίζοντας τα μυαλά των απλών ανθρώπων, των επιστημόνων, των ειδικών, που όντες «μη κόκκινοι» έγιναν εύκολη λεία στο μοντέρνο που είναι τόσο αδυσώπητα παλιό.

Η σχέση και η ύπαρξη

Τι είναι υποκειμενικό; Αυτό που σκέφτεται, αισθάνεται και συλλαμβάνει ένα υποκείμενο, δηλαδή ένα άτομο. Προφανώς το άτομο είναι μέρος ενός ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και το τελευταίο (η κοινωνία) είναι με τη σειρά της τμήμα της φύσης και του υλικού κόσμου. Η φύση υπάρχει και χωρίς το άτομο, υπήρχε πριν από αυτό και θα υπάρχει και μετά το θάνατό του. Θα αποτελούσε ανοησία -και σε φιλοσοφικό επίπεδο ακραίο υποκειμενικό ιδεαλισμό (σολιψισμό από το λατινικό solus ipsus=ο εαυτός μου)- αν λέγαμε πως η θάλασσα υπάρχει γιατί τη βλέπουμε και όχι ότι τη βλέπουμε γιατί υπάρχει. Η μέρα δεν υπάρχει γιατί την αντιλαμβανόμαστε ή τη χρονομετράμε· υπάρχει αντικειμενικά, δηλαδή ανεξάρτητα από το επίπεδο κατανόησής μας. Ο σολιψισμός (υποκειμενικός ιδεαλισμός) είναι μια παράνοια, αφού συγχέει το «εγώ» με το «εκείνο» και θεωρεί το δεύτερο απόλυτη απόρροια του ετσιθελισμού του υποκειμένου.

Αντίθετα, η έννοια της αντικειμενικότητας στηρίζεται στον ρεαλισμό, δηλαδή στην παραδοχή των πραγμάτων που βρίσκονται «ανεξάρτητα» από τις αισθήσεις μας, που υπάρχουν ακόμα και όταν δεν τα συλλαμβάνει, τ’ απολαμβάνει ή τα αισθάνεται το άτομο. Υποστηρίζεται από τους διαλεκτικούς υλιστές ότι η έννοια του αντικειμενικού έχει δύο όψεις. Την αντικειμενική ύπαρξη και την αντικειμενική ισχύ. Το πρώτο έχει να κάνει με την αντικειμενική υπόσταση των πραγμάτων. Για παράδειγμα η βαρύτητα υπάρχει, είναι μετρήσιμη, έλκει τα πράγματα. Η ύπαρξή της μας οδηγεί να λέμε πως δεν πρέπει να πέσουμε από μία γέφυρα ή από τον 7ο όροφο μιας πολυκατοικίας. Η αντικειμενική ισχύς έχει να κάνει με τις σχέσεις των πραγμάτων μεταξύ τους. Ο Αϊνστάιν μας έδωσε ένα τύπο της ενέργειας (το γνωστό Ε=mc2 ) και αυτό θα ισχύει ωσότου τροποποιηθεί, βελτιωθεί ή ανατραπεί. Το φως έτρεχε με την ταχύτητα που έτρεχε (αντικειμενική ύπαρξη), ωστόσο η ανακάλυψη της ταχύτητάς του μας έδωσε μία νέα ανακάλυψη, μία νέα σχέση του ανθρώπου με το φως, μας έδωσε την έννοια της αντικειμενικής ισχύος.

Λένε πολλοί πως, αφού η πρόσληψη του γύρω κόσμου γίνεται από τις αισθήσεις και τον εγκέφαλο του ατόμου, «τα πάντα είναι υποκειμενικά». Εδώ προφανώς υπάρχει μια σύγχυση ανάμεσα στην υποκειμενικότητα,  δηλαδή το καθρέφτισμα της κοινωνίας και της φύσης στο άτομο και στον υποκειμενισμό, δηλαδή στην ατομική αυθαιρεσία και το ιδιότροπο γούστο. Είναι γεγονός ότι κάθε ψυχοπνευματική διεργασία είναι απόλυτα εξατομικευμένη, αφορά στον καθένα ξεχωριστά γι’ αυτό και δύο άτομα αντιδρούν στο ίδιο φυσικοκοινωνικό γεγονός (πχ βροχή, απεργία) με ιδιαίτερο και ξεχωριστό τρόπο. Είναι όμως εξίσου γεγονός ότι όλες αυτές οι διεργασίες -όσο κι αν δεν φαίνονται- είναι κοινωνικοποιημένες, δηλαδή περιέχουν τη σφραγίδα του κοινωνικού περιβάλλοντος.

Ο άνθρωπος είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων (Μαρξ) κι αν θεωρητικά τις αφαιρούσαμε θα είχαμε ένα άγραφο χαρτί (tabula rasa). Είναι αυτός ο λόγος που οι μαρξιστές αναλυτές, αλλά και κάθε σοβαρός επιστήμονας, όταν αναλύει ένα έργο (λογοτεχνικό, ζωγραφικό πίνακα, κα) πάντοτε, μα πάντοτε, ασχολείται με το ιστορικό και κοινωνικό του πλαίσιο, δηλαδή το πλαίσιο αναφοράς. Ο πόλεμος είναι πόλεμος στην απόλυτη και αυθαίρετη γενίκευσή του, αλλά προφανώς μας ενδιαφέρει αν είναι δίκαιος ή άδικος, σύγχρονος ή παλιός, στην Ινδοκίνα ή στην αρχαία Ελλάδα. Αλλιώς θα γράφουμε σαν ορισμένους λογοτέχνες, που δακρύζουν για τον «εν γένει πάσχοντα», ανεξάρτητα αν είναι φασίστας ή επαναστάτης. Όσο λοιπόν πιο κοντά στην πραγματικότητα «γειώνονται» τα κριτήριά μας, τόσο πιο κοντά βρισκόμαστε στην αντικειμενική αλήθεια. Φυσικά θα πρέπει να ξεχωρίσουμε ένα βαθύ διαλεκτικό κριτήριο από έναν «πρωτόγονο μαρξισμό», ο οποίος περιφρονεί τις λεπτές αποχρώσεις και διακρίσεις, αξιολογεί με «μαύρο-άσπρο», πράγμα που δείχνει ένα ταξικό ένστικτο, αλλά χάνει την πληρότητα της επιστημονικής προσέγγισης.

Το παράδειγμα στην Τέχνη

Η τέχνη είναι κατά βάση ατομικό δημιούργημα. Ακόμα και στο θέατρο ή τον κινηματογράφο, ο συγγραφέας ή ο σκηνοθέτης έχουν κυριαρχικό ρόλο. Υπάρχουν όμως αξίες που να ισχύουν αντικειμενικά; Και όταν λέμε αντικειμενικά δεν εννοούμε κατ’ ανάγκην διαταξικά και αφηρημένα. Ή αντίθετα, η πρόσληψη «απόλαυση ενός έργου τέχνης» είναι «ό,τι μου αρέσει»»,  αρκετά διαδεδομένη άποψη που την προβάλλει και την πατρονάρει η κυρίαρχη ιδεολογία για να «γαργαλήσει» τον ατομισμό, τον εγωισμό και εν τέλει να κρατήσει χαμηλά το κριτήριο του λαού. Πρέπει να συμφωνήσουμε ότι οι ξεχωριστές προσλήψεις ή η ψυχολογική κατάσταση ενός ατόμου δεν είναι ούτε τόσο τυχαίες, ούτε τόσο αυθαίρετες. Η Λακεδαίμων μάνα στέλνει το παιδί της με περηφάνια στον πόλεμο, το ίδιο κάνει και η ΕΛΑΣίτισσα. Αλλά η μικροαστή μάνα μπορεί να τον κρύβει για να μην τον βρει το «πολεμικό κακό». Ο ταξικός εργάτης χαίρεται για την απεργία, το «άσπρο κολάρο» της επιχείρησης όχι. Οφείλεται το παραπάνω στο προσωπικό γούστο; Δε νομίζουμε. Η ανταπάντηση «εγώ ξέρω κάποιον αστό που αγαπούσε τους εργάτες» είναι λογικοφανής αλλά αντιεπιστημονική. Εδώ μιλάμε για μεγάλα σύνολα, για το συνηθισμένο, «για τα μεγάλα κάδρα» και όχι «για το γνωρίζω τον τάδε». Στην περίοδο της οικονομικής κρίσης αυξήθηκαν οι αυτοκτονίες· δε σημαίνει ότι κάθε μπατιρημένος επιχειρηματίας πηδάει από το μπαλκόνι του. Όταν λοιπόν λέμε στο πεδίο της τέχνης «αυτό μου αρέσει» σημαίνει ότι μου αρέσει για κάτι που έχει, για κάτι που υπάρχει σ’ αυτό και το κάνει ξεχωριστό ώστε να μου αρέσει. Αυτό σημαίνει ότι το έργο τέχνης έχει ορισμένα χαρακτηριστικά που υπάρχουν ανεξάρτητα από μένα (θέμα, χροιά, ύφος, πλοκή, κα), δηλαδή υπάρχουν αντικειμενικά.

Μπορεί κάποιος να αντιτείνει ότι η σημασία, το νόημα, η υποβολή, εξαρτώνται όχι μόνο από τον παραγωγό του έργου τέχνης αλλά και από τον θεατή-ακροατή. Αναμφίβολα! Αλλά το ξεχωριστό κριτήριο της αισθητικής προσέγγισης έχει και αυτό τις αιτίες του που είναι κοινωνικές, για παράδειγμα ένα υψηλό ή βαθύ -αν προτιμάτε- μορφωτικό κριτήριο μας δίνει άλλες δυνατότητες απόλαυσης και πάντως ένας ασκημένος μουσικός αλλιώς θα καταλάβει και θα απολαύσει μία μουσική σύνθεση. Η αισθητική λοιπόν αξία ερμηνεύεται με κοινωνικές αναλογίες και δεν είναι τόσο αυθαίρετη όσο νομίζουμε. Ο Μπ.Μπρεχτ μ’ έναν τόνο λογοτεχνικής αυθαιρεσίας έλεγε ότι η απόλαυση περνάει από το μυαλό και όχι από το στομάχι.

Ωστόσο, η αντικειμενικότητα αυτής της αισθητικής προσέγγισης δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται στατικά, μηχανικά και ποσοτικά, αλλά δυναμικά, διαλεκτικά και ποιοτικά. Όπως κάθε ανθρώπινη αξία υπάρχει στη σχέση του «δράστη» με τον ακροατή/θεατή στη δυναμική πχ του λογοτέχνη, του ζωγράφου με τον θεατή. Αλλά εξηγήσαμε πως εδώ δεν υπάρχει κανένα απόλυτα τυχαίο, καμία απροσδιόριστη σύμπτωση, κανένα μεταφυσικό γούστο. Τα κριτήριά μας βρίσκονται πάντοτε και σ’ ένα πλαίσιο μιας συγκεκριμένης εποχής, μιας συγκεκριμένης μόρφωσης, ενός συγκεκριμένου πλαισίου σχέσεων. Έτσι ορίζεται το «γούστο» και αν ορισμένες φορές τα πράγματα φαίνονται ακατανόητα, ανόητα ή δυσνόητα, είναι γιατί δεν έχουμε στα χέρια μας (δηλαδή στο νου μας) όλες τις παραμέτρους ανάλυσης.

Οι σύντροφοί μας τεχνοκριτικοί συνηθίζουν να λένε πως ο κυβοφουτουρισμός στην τέχνη (αναλογίες όγκων, παραμόρφωση, γεωμετρία) δεν θα υπήρχε αν δεν βλέπαμε τα πράγματα από ψηλά, πράγμα που σημαίνει αερόστατο και αεροπλάνο, πράγμα που σημαίνει βιομηχανική επανάσταση και τεχνολογία και πάει λέγοντας. Τα κριτήρια αισθητικής όπως και τα «γούστα» καταργούνται, τροποποιούνται και μετασχηματίζονται ακολουθώντας τις κοινωνικές αλλαγές και τις μετακινήσεις του ανθρώπινου νου. Τα κριτήρια δεν παραμένουν αναλλοίωτα «εις τους αιώνες των αιώνων» και αν μας συγκινεί ακόμα η Ακρόπολη -αυτό το δείγμα συμμετρίας και υπεροχής των Αθηναίων στους υπόλοιπους Έλληνες- είναι γιατί έχει περάσει πολύ μικρός ιστορικός χρόνος από τον Πέμπτο π.χ. αιώνα. (Αλλά αυτό είναι άλλο θέμα για πραγμάτευση).

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το