Ως πρόσχημα επικαλείται πως “με την ιδεολογία τους δηλητηριάζουν τους νέους”.
Το βαθύ σκοτάδι που επικρατεί στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας πυκνώνει ολοένα και περισσότερο, με πρακτικές που κανείς δε φανταζόταν πως θα αναβίωναν τον 21ο αιώνα στη “δημοκρατική” Ευρώπη.
Πιο συγκεκριμένα, στην πόλη Μονφαλκόνε, η δήμαρχος της Λέγκας Άννα Μαρία Τσίζιντ, δεν παύει να απασχολεί τα ΜΜΕ και την τοπική κοινωνία με την προσπάθειά της να επιβάλει μια ασφυκτική ατμόσφαιρα σε βάρος μεταναστών κι όσους θεωρεί πολιτικούς αντιπάλους του κόμματός της. Μετά από την απόφαση να επιβάλλει πλαφόν 45% στην παρουσία αλλοδαπών μαθητών στα νηπιαγωγεία της πόλης, κι αφού απαγόρευσε στις δημοτικές βιβλιοθήκες εφημερίδες όπως το Avvenire και το Manifesto, προσκείμενες στην αριστερά, στόχος της είναι να φακελώσει δασκάλους και καθηγητές ιδεολογικά “ύποπτους”.
Ως πρόσχημα επικαλείται πως “με την ιδεολογία τους δηλητηριάζουν τους νέους”, επικαλούμενη τον ιλιγγιώδη αριθμό των δέκα μηνυμάτων “ανησυχίας και αγανάκτησης” που έχει συλλέξει από γονείς, μαθητές και άλλους καθηγητές μέσα σε μια διετία. Στις αιτιάσεις της αντιπολίτευσης για “λίστα προγραφών” η ίδια απαντά πως “τρέφει μεγάλο σεβασμό στον κλάδο των εκπαιδευτικών”, αλλά ότι η “πολιτική πρέπει να παραμείνει εκτός σχολείου”. Αυτό που εννοεί στην πραγματικότητα, είναι βέβαια να μη συζητούν οι μαθητές με τους εκπαιδευτικούς για την αντιλαϊκή και αντιμεταναστευτική πολιτική της ιταλικής κυβέρνησης.
Προσπαθώντας να δώσει ψήγματα νομιμοποίησης στην πολιτική της, η δήμαρχος ανέθεσε την κατάρτιση του καταλόγου των “κακών” εκπαιδευτικών στο Συνήγορο των Δικαιωμάτων των Παιδιών και Εφήβων, που μετά από αξιολόγηση θα κρίνει τη διαβίβασή τους στο διευθυντή του σχολείου, την τοπική διεύθυνση εκπαίδευσης ή και το ίδιο το υπουργείο παιδείας.
Αντιστρέφοντας την πραγματικότητα, η δήμαρχος ισχυρίζεται πως «Το μοναδικό πρόβλημα είναι το κλίμα μίσους και τρομοκρατίας που διαμέσου των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έχει ξεσπάσει στην πόλη μας (που ήταν προπύργιο της Αριστεράς) αφότου οι πολίτες της αποφάσισαν να ακολουθήσουν μία πορεία διαφορετική από ένα παρελθόν που οι κάτοικοι αποστρέφονται. Αυτή η απονομιμοποίηση δεν είναι ανεκτή όταν γίνεται στα μέσα ή στις συζητήσεις στα μπαρ. Εάν, δε, μεταφέρεται στο εσωτερικό των σχολείων γίνεται απαράδεκτη. Δεν αποτελεί, πλέον, ελευθερία έκφρασης και διδασκαλίας, αλλά διασπορά του μίσους μέσω της εργαλειοποίησης των νέων». Εδώ η δήμαρχος ακολουθεί τη συνήθη πρακτική της ακροδεξιάς ανά τον κόσμο, που αυτοπαρουσιάζεται ως “θύμα” διακρίσεων και “φίμωσης της ελευθερίας του λόγου”, εννοώντας τις αντιδράσεις στην ανενόχλητη καλλιέργεια τμήματος ρατσισμού και μισαλλοδοξίας ενάντια σε μετανάστες και ιδεολογικούς αντιπάλους.
Δείτε και αυτό:
e-prologos.gr