ΚοινΣΕπ (Κοινωνικές Συναιτεριστικές Επιχειρήσεις) – ΣΔΙΤ (Συμπράξεις Δημοσίου Ιδιωτικού Τομέα) και ιδιωτικοποίηση στην εκπαίδευση

ΚοινΣΕπ, ΣΔΙΤ και εκπαίδευση

Γράφει ο Γιάννης Μελιόπουλος

Εδώ και χρόνια, για να ακριβολογούμε από τα πρώτα χρόνια των υποδουλωτικών Μνημονίων που κατέστρεψαν και συνεχίζουν να καταστρέφουν τον λαό και τη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, οι λεγόμενες ΚοινΣΕπ και η κοινωνική επιχειρηματικότητα αποτέλεσαν όχημα και μέθοδο στα χέρια των αστικών πολιτικών δυνάμεων, για να χρυσώσουν το χάπι των προβλημάτων που η καπιταλιστική κρίση φόρτωσε στις πλάτες του λαού μας.

Οι ΚοινΣΕπ εμφανίστηκαν στη χώρα με τον ν. 4019/2011. Ο συγκεκριμένος νόμος, δίνει «λύσεις σε ένα σοβαρό πρόβλημα εδώ στην Ελλάδα» και ο μεταγενέστερος, της εποχής ΣΥΡΙΖΑ, ν. 4430/2016, σχετικός με την «κοινωνική οικονομία», παρέχει στις ΚοινΣΕπ τη δυνατότητα δραστηριοποίησης σε μια σειρά τομείς, όπως η παραγωγή προϊόντων, η παροχή υπηρεσιών για την «ικανοποίηση της συλλογικότητας».

Στο πεδίο δράσης των ΚοινΣΕπ μπαίνουν νευραλγικοί κοινωνικοί τομείς, συγκεκριμένα ο πολιτισμός, το περιβάλλον, η οικολογία, οι παροχές κοινής ωφέλειας, η αξιοποίηση τοπικών και παραδοσιακών προϊόντων, η διατήρηση δραστηριοτήτων και επαγγελμάτων του παρελθόντος, αλλά και η υγεία και η εκπαίδευση.

Το εγχείρημα των ΚοινΣΕπ βαφτίζεται, δόξη και τιμή, με τον υβριδικό και αποπροσανατολιστικό τίτλο «Κοινωνική Επιχειρηματικότητα», κι όπως αναφέρεται στον, λεπτομερή είναι η αλήθεια, «Οδηγό Ίδρυσης ΚοινΣΕπ» «η κοινωνική επιχειρηματικότητα αναφέρεται στη διαδικασία δημιουργίας καινοτόμων λύσεων σε κοινωνικά προβλήματα, συνδυάζοντας τις επιχειρηματικές αρχές με τους κοινωνικούς στόχους». Η κοινωνική επιχειρηματικότητα θεωρείται «ένα αποτελεσματικό μέσο για την αντιμετώπιση πιεστικών κοινωνικών και οικονομικών προκλήσεων της χώρας, όπως τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και φτώχειας».

Με τη μορφή της «Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας- Κ.Αλ.Ο» παρέχεται από το 2011 ήδη η δυνατότητα στις επιχειρήσεις αυτής της μορφής για χρηματοδότηση και υποστήριξη από την κυβέρνηση. Ο οδηγός δημιουργίας ΚοινΣΕπ δεν παραλείπει να αναφερθεί στην προσοχή που πρέπει να δοθεί σε ευάλωτες ομάδες πολιτών, που μπορεί να βρουν επαγγελματικές διεξόδους μέσα από αυτές.

Αυτά σε αδρές γραμμές σε σχέση με το θεσμικό πλαίσιο των Επιχειρήσεων αυτού του είδους, που εγκαθιδρύθηκε στα χρόνια των Μνημονίων, για να αντιμετωπιστούν, όπως διακηρύσσεται, τα υψηλότατα ποσοστά ανεργίας και φτώχειας. Την ίδια, ωστόσο, περίοδο όλες ανεξαιρέτως οι μνημονιακές κυβερνήσεις, ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ, εφάρμοσαν σε κάθε τομέα την πιο αντιλαϊκή πολιτική των τελευταίων δεκαετιών και οδήγησαν τους εργαζόμενους και τον λαό της χώρας σε εξαθλίωση και αφάνταστη φτώχεια, φροντίζοντας να του κλέψουν δικαιώματα και κατακτήσεις δεκαετιών. Προχώρησαν με μένος σε κάθε είδους περικοπές, μειώσεις, καταργήσεις, αφαιρέσεις δικαιωμάτων και επέβαλαν στις πλάτες των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων κάθε είδους δεινό, δημιούργησαν τραγικές συνθήκες, εξυπηρετώντας ντόπια και ξένα αφεντικά και εκμεταλλευτές. Τις συνθήκες καταστροφής και «ερημοποίησης»αυτών των μνημονιακών χρόνων της καπιταλιστικής κρίσης και της βαθιάς υποτέλειας και εξάρτησης, για να αυγαταίνουν τα κέρδη λίγων στη χώρα και στο εξωτερικό, ο λαός μας κι ο τόπος τις κουβαλά και σήμερα, παρόλο που η οικονομική ολιγαρχία και το προσωπικό της επιχειρούν, μάταια, να πείσουν τους εξαθλιωμένους εργαζόμενους πως έχουν ξεπεραστεί τα προβλήματα, πως ζούμε ήδη «θαύμα χρώματος γαλάζιου», κι αν δεν το ζούμε πρόκειται να το ζήσουμε στο άμεσο μέλλον.

Βαριά υπήρξε η παρακαταθήκη της περιόδου αυτής στη δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, στην οποία το διαρκές επιθετικό κύμα δημιούργησε «βομβαρδισμένο» τοπίο, τοπίο διάλυσης και καταστροφής. Οι αντιλαϊκοί και αντιεκπαιδευτικοί νόμοι της πρόσφατης περιόδου οδήγησαν, ανάμεσα στα άλλα δεινά που επέφεραν, και στην εξαφάνιση χιλιάδων σχολικών μονάδων. Αναστολές λειτουργίας, καταργήσεις και συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων δε σεβάστηκαν και δε σέβονται τη λαϊκή ανάγκη για μόρφωση, από κυβερνήσεις και «υπουργούς» Παιδείας, όπως η Διαμαντοπούλου του ΠΑΣΟΚ και ο Αρβανιτόπουλος της ΝΔ, που είχαν ως μόνιμη σκέψη πώς να πείσουν για «το ευάρεστο» καθήκον του χτυπήματος της εκπαίδευσης, πώς να υπηρετήσουν ΕΕ, ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, που εξαφάνισε από τον εκπαιδευτικό χάρτη περίπου 2.500 σχολικές μονάδες, την περίοδο 2010-2015. Άξιος βέβαια ο μισθός τους, γι’ αυτό τους όμως το «φιλεκπαιδευτικό» έργο τούς έλαχε περίλαμπρη θέση στο χρονοντούλαπο της ιστορίας και στη συνείδηση λαού και εκπαιδευτικών.

Με την ίδια ακριβώς πολιτική να συνεχίζεται και στις μέρες μας, καθώς για το σχολικό έτος 2023-2024 ανακοινώθηκε λουκέτο, με τη μορφή της (προσωρινής) «αναστολής λειτουργίας», για 167 Νηπιαγωγεία και Δημοτικά σχολεία, η καθημερινότητα τής εξαφάνισης σχολείων συνεχίζεται. Τα στοιχεία που προαναφέρονται είναι ενδεικτικά πως η αντιλαϊκή και αντιεκπαιδευτική πολιτική που αφορά στο δικαίωμα της πρόσβασης στη μόρφωση και της ύπαρξης και δημιουργίας νέων σχολείων έχει μπει στην άκρη. Το θεσμικό και νομικό πλαίσιο των μνημονιακών χρόνων παραμένει και είναι θέμα του εκπαιδευτικού κινήματος να το αντιπαλέψει. Και στο καίριο ζήτημα της λειτουργίας των σχολείων εξακολουθούν να ισχύουν ρυθμίσεις που προωθούν το σβήσιμο σχολείων με γομολάστιχα, την ακύρωση της δυνατότητας των μαθητών-τριών σε κάθε γωνιά της να μορφωθούν ανεμπόδιστα.

Οι νεοφιλελεύθεροι νόες όμως επιχειρούν να εγκαθιδρύσουν διαφορετικούς τρόπους δημιουργίας σχολικών μονάδων, οι οποίες σαφώς θα λειτουργούν υπό διαφορετική φιλοσοφία από αυτήν που γνωρίζουμε. Σε κάθε περίπτωση η νεοφιλελεύθερη αντίληψη θέλει να αποτινάξει το βαρίδι τής δημόσιας δωρεάν εκπαίδευσης από τη συλλογική, κρατική υποχρέωση και να την μεταλλάξει, να την μετατρέψει σε εμπόρευμα και ιδιωτική. Χρησιμοποιεί γι’ αυτό κάθε νομικό πλαίσιο που υπάρχει ή εφευρίσκει ιδέες για να προωθεί την εμπορευματοποίηση, φανερά ή με πλάγιο τρόπο.

Το παράδειγμα της «Κοινωνικής Επιχειρηματικότητας» στην εκπαίδευση:

«Ataxia School», «Δημοκρατικό σχολείο του Βουνού»

Με όχημα τις ΚοινΣΕπ και τις ΣΔΙΤ στις μέρες μας ένα πρώην δημόσιο σχολείο, εγγεγραμμένο μέχρι πρότινος στο σχολικό χάρτη της χώρας, μεταμορφώνεται με νεοφιλελεύθερο τρόπο σε ιδιωτικό. Οι τίτλοι γέννησης που το συνοδεύουν παραπλανητικοί, δημιουργούν σύγχυση και δεν αποκαλύπτουν την ουσία του θέματος. Παραπλανητικά λειτουργεί και η «ελευθεριακή διαχείριση» για την οποία γίνεται λόγος σε άλλα σημεία. Οι ισχυρισμοί πως πρόκειται για σχολείο χωρίς τάξεις και για το πρώτο «Δημοκρατικό σχολείο του Βουνού» δημιουργούν κοινωνικούς αλλά και ιστορικούς συνειρμούς, εσφαλμένους και ανυπόστατους. Το συγκεκριμένο εγχείρημα, μάλιστα, λειτουργώντας σε μία ιδιαίτερα φορτισμένη ιστορικά περιοχή της χώρας (Στείρι Βοιωτίας, πολύ κοντά στο μαρτυρικό Δίστομο), επιτείνει τον αποπροσανατολισμό και συσκοτίζει ακόμη περισσότερο την αλήθεια.

Διαβάζοντας κανείς την ιστοσελίδα του σχολείου είναι βέβαιο πως εντυπωσιάζεται από τον εισαγωγικό τίτλο «Για μια παιδική ηλικία με ζωντανό παρόν και ανοιχτό μέλλον» στο πανέμορφο φόντο των βουνών της Βοιωτίας. Σύμφωνα με τους δημιουργούς του ιστότοπου «Το Δημοκρατικό σχολείο του Βουνού, “Ataxia School”, φέρει την κουλτούρα και τον φρέσκο αέρα των βουνών μας και των τόπων μας. Φέρνει ένα μήνυμα αποκέντρωσης, βασισμένης στις αξίες της κοινότητας, με τις κατά πρόσωπο σχέσεις, της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, της ισότητας και της Δημοκρατίας των Κοινών, προσαρμοσμένης όμως στις ανάγκες του σήμερα. Όπως αποκαλύπτει και το ίδιο του το όνομα θα είναι ένα σχολείο χωρίς τάξεις και διαχωρισμούς, όπου τα παιδιά θα μπορούν να αλληλεπιδρούν αβίαστα με το φυσικό περιβάλλον, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό της περιοχής. Όπου το παιχνίδι και η ελεύθερη εξερεύνηση θα προωθείται. Όπου θα συμμετέχουν ως ισότιμα μέλη στις διεργασίες του. Με δασκάλους σε ρόλο εμψυχωτή και διευκολυντή μάθησης και όχι παντογνώστη, το οποίο θα περιλαμβάνει τις βαθμίδες Πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δηλαδή Νηπιαγωγείο και όλες τις τάξεις του Δημοτικού. Οι μαθητές-τριες, ανάλογα με τις ικανότητες και τις προτιμήσεις τους, θα κατευθύνουν οι ίδιοι την πορεία τους προς τη γνώση, στο πλαίσιο μιας υγιούς υποστηρικτικής σχέσης με τους ενήλικες και σύμφωνα με τις οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας σχετικά με τους επιδιωκόμενους στόχους της κάθε τάξης, αλλά και πέρα από αυτούς. Με βασικά εργαλεία την αμοιβαία διδασκαλία, τη μαθητεία δίπλα σε επαγγελματίες της κοινότητας, αλλά και την επαφή με τη φύση και τον πολιτισμό, στοχεύουμε να δημιουργήσουμε μια νέα κουλτούρα και φιλοσοφία μάθησης».

Διαβάζοντας κάποιος το εκτενές αυτό προλογικό σημείωμα δεν μπορεί παρά να θεωρήσει πως συντελείται «εκπαιδευτική κοσμογονία» κι ότι κάτι πράγματι πάει να αλλάξει στα εκπαιδευτικά ζητήματα αυτού του τόπου προς το καλύτερο. Ο πρόλογος είναι φροντισμένος, καλά μελετημένος, ώστε να ακουμπά ευαίσθητες χορδές και να υπόσχεται μέσω μιας «νέας κουλτούρας και φιλοσοφίας» κάτι νέο, σύγχρονο και προοδευτικό. Ερευνώντας όμως καλύτερα, ψάχνοντας και εμβαθύνοντας στα λεγόμενα και πέρα από τις εντυπώσεις, διαπιστώνει πως τα πράγματα δεν είναι όπως ακριβώς παρουσιάζονται. Ο τίτλος του προλογικού σημειώματος «Για μια παιδική ηλικία με ζωντανό παρόν και ανοιχτό μέλλον» είναι βέβαια ελκυστικός, όσα όμως περιλαμβάνονται σε αυτό με μία δεύτερη ανάγνωση δημιουργούν ερωτήματα και βέβαια ενστάσεις.

Η πρώτη αναφορά για ένα «μήνυμα αποκέντρωσης» δεν είναι κάτι που ακούγεται για πρώτη φορά στα εκπαιδευτικά μας πράγματα. Να θυμίσουμε μονάχα πως η «αποκέντρωση» αποτελεί μόνιμη επανάληψη των τελευταίων τουλάχιστον τριών δεκαετιών, ως έννοια δεν είναι ουδέτερη αλλά φορτισμένη με πολιτικές επιδιώξεις, για τις οποίες η αριστερή πτέρυγα του εκπαιδευτικού κινήματος έχει μιλήσει πολλές φορές. Πίσω από αυτήν την επιδίωξη -που ακούγεται σε πολλούς εύλογη, λογική και ενδιαφέρουσα- έχει κρυφτεί η διαχρονική προσπάθεια των αστικών κυβερνήσεων να ελαχιστοποιήσουν το «κόστος» της εκπαίδευσης, να μειώσουν ακόμη περισσότερο κονδύλια και επιδοτήσεις. Η αποκέντρωση, στενά συνδεδεμένη με την αυτονομία των σχολικών μονάδων, δε σημαίνει παρά τη σαφή επιδίωξη των νεοφιλελεύθερων αστικών κυβερνήσεων, υπουργείων και διεθνών οργανισμών για ελαχιστοποίηση της εκπαιδευτικής δαπάνης στη δημόσια εκπαίδευση, ανεύρεση των απαραίτητων πόρων από τους αποδέκτες της εκπαίδευσης και παραπέρα εμπορευματοποίηση και διάλυσή της. Αυτό αποδεικνύει η διεθνής εμπειρία, αλλά και η πείρα τέτοιων προωθούμενων αλλαγών και στη χώρα μας, όπου, παρότι οι αλλαγές αυτές δεν έχουν εφαρμοστεί στην ολότητά τους, αφήνουν ήδη σαφές αρνητικό αποτύπωμα.

Και οι επόμενες αναφορές για σχολείο «χωρίς τάξεις και διαχωρισμούς» δεν μπορεί να αντέξει σε σοβαρή κριτική και αντίλογο, καθώς οι εμπνευστές του εγχειρήματος της «Ataxiaς» θα πρέπει να εξηγήσουν πώς ακριβώς, με πραγματικούς όρους, μπορεί να συμβεί αυτό που υπόσχονται. Να εξηγήσουν πώς, μέσα στο πλαίσιο μιας ταξικής κοινωνίας στην οποία οι αντιθέσεις, ιδιαίτερα στα χρόνια της κρίσης, μεγεθύνθηκαν και βάθυναν, θα εξαφανιστούν, πώς οι αντικειμενικοί ταξικοί διαχωρισμοί θα χαθούν. Κάθε γνώστης της κοινωνίας που ζούμε και της λειτουργίας του σχολείου σε μία κοινωνία όπως η δική μας, γνωρίζει άριστα πως κάτι τέτοιο δε γίνεται να πραγματοποιηθεί, για να το πούμε με απλά λόγια, ακριβώς διότι το σχολείο της καπιταλιστικής ταξικής κοινωνίας είναι σχολείο αυτής της κοινωνίας και χρωματίζεται έντονα από τις αντιθέσεις και τους διαχωρισμούς. Οποιαδήποτε άλλη συζήτηση που επαναλαμβάνει θεωρίες αταξικών, «ελευθεριακών», ουδέτερων σχολείων και τάξεων αποτελεί καθαρή φαντασιοκοπία, αν δεν είναι εσκεμμένος αποπροσανατολισμός και προπαγάνδα.

Το εγχείρημα του σχολείου αυτού επιδιώκει να αποδείξει πως είναι γειωμένο καλά στην εκπαιδευτική πραγματικότητα, εξ ου και η αναφορά πως πρόκειται να ακολουθηθούν οι οδηγίες του Υπουργείου Παιδείας -άλλωστε δε γίνεται διαφορετικά- σύμφωνα με τους στόχους των αναλυτικών προγραμμάτων σπουδών, αλλά και πέρα από αυτές. Υπάρχουν και οι αναφορές για «αμοιβαία» διδασκαλία και μαθητεία δίπλα σε ειδικευμένους επαγγελματίες.

Τα στοιχεία αυτά αλλά και άλλα που περιλαμβάνονται στο εισαγωγικό σημείωμα δημιουργούν και το θεμελιώδες ερώτημα: γιατί όλα όσα ευαγγελίζονται οι εμπνευστές του δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν σε ένα από τα χιλιάδες υπόλοιπα σχολεία της χώρας; Δεν είναι στ’ αλήθεια ο σύγχρονος εκπαιδευτικός «εμψυχωτής», «διευκολυντής της μάθησης» των μαθητών-τριών και όχι «παντογνώστης»; Σύμφωνα με το παιδαγωγικό κεκτημένο και τις επαγγελματικές απαιτήσεις, τουλάχιστον των τελευταίων τριών δεκαετιών, ο σύγχρονος εκπαιδευτικός αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας το εκπαιδευτικό του έργο ακριβώς έτσι· διευκολύνοντας και εμψυχώνοντας μαθητές, καθοδηγώντας τους κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας και της συνολικής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Οι στόχοι της περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης και της αβίαστης επαφής και αλληλεπίδρασης με τη φύση, τους ανθρώπους και τον πολιτισμό στο σύνολό του ή και τοπικά αποτελούν επίσης διακηρυγμένους στόχους του εκπαιδευτικού μας συστήματος. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς: τι το νέο κομίζει το εγχείρημα αυτό και γιατί όλα αυτά δεν μπορεί να τα προσφέρει κάποιο άλλο σχολείο;

Η απάντηση είναι απλή. Η δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, μία πραγματική, σύγχρονη εκπαίδευση μπορεί να τα προσφέρει όλα αυτά, αρκεί οι κοινωνικές συνθήκες στην οποία λειτουργεί να ευνοούν κάτι τέτοιο. Και η κοινωνική και εκπαιδευτική πραγματικότητα που οι αντιλαϊκές- αντιεκπαιδευτικές πολιτικές έχουν δημιουργήσει είναι ξεκάθαρο πως δεν το ευνοούν. Καταλήγουμε λοιπόν στο συμπέρασμα πως το προλογικό σημείωμα που αναφέρει τους σκοπούς και τους στόχους του συγκεκριμένου σχολείου, μοιάζουν και είναι ένα καλοφτιαγμένο -με όρους διαφήμισης μιας επιχείρησης και ενός προϊόντος προς πώληση- σημείωμα. Πίσω από αυτό κρύβεται η αντικειμενική πραγματικότητα για την οποία έχουν δει το φως της δημοσιότητας διάφορα αντικειμενικά γεγονότα.

Για πρώτη φορά στα εκπαιδευτικά χρονικά αδειοδοτείται από το ΥΠΑΙΘΑ και την κυβέρνηση ΝΔ ένα ιδιωτικό σχολείο, με όχημα τις ΚοινΣΕπ και τις ΣΔΙΤ (τα δημοσιεύματα αναφέρουν 250 ευρώ κόστος φοίτησης ενός μαθητή/μήνα συν το κόστος μετακίνησης για όσους μαθητές δε διαμένουν στο Στείρι).

Η νεοϊδρυθείσα «κοινωνική επιχείρηση» χρησιμοποίησε, εν γνώσει του αστικού νεοφιλελεύθερου ΥΠΑΙΘΑ, κτιριακές εγκαταστάσεις έτοιμες εκ των προτέρων, που της παραχωρήθηκαν από το δήμο με χαμηλό αντίτιμο. Το νέο αυτό σχολείο δημιουργείται πάνω στα «αποκαΐδια» του σχολείου που οδηγήθηκε, με όχημα τις μνημονιακές περικοπές και ρυθμίσεις, σε εξαφάνιση. Το μίσθωμα των 500 ευρώ τον χρόνο και η 15ετής σύμβαση που υπογράφηκε με το δήμο Διστόμου αναδεικνύουν ακόμη σοβαρότερα ζητήματα, αποκαλύπτοντας πως πρόκειται στην ουσία για δωρεά εκ μέρους των νόμιμων ιδιοκτητών σε ιδιώτες. Δίνεται παράλληλα η δυνατότητα μελλοντικά της χρήσης του χώρου και για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, αλλά και για παρεμφερείς δραστηριότητες (διαδραστικά προγράμματα, κέντρο δημιουργικής απασχόλησης, παιδότοπος, κέντρο επαγγελματικού προσανατολισμού κλπ).

Αυτά είναι ελάχιστα από όσα είδαν το φως της δημοσιότητας και εξόχως ενδεικτικά για το τι σημαίνει εμπορευματοποίηση και ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, όσον αφορά στους τρόπους και τις μεθόδους δημιουργίας και ίδρυσης σχολείων. Το εγχείρημα του «Ataxia School» διαφημίστηκε σε ιστοσελίδες, τηλεοπτικά κανάλια και μέσα δικτύωσης ως μια πρωτοποριακή «εναλλακτική» πρωτοβουλία νέων επιστημόνων που γυρίζουν στον τόπο τους και στη φύση και καταφέρνουν να ανοίξουν ένα κλειστό σχολείο. Προπαγανδίζεται ως εναλλακτική μορφή και κάτι το προοδευτικό. Οι πραγματικοί, ωστόσο, όροι της δημιουργίας του επιβεβαιώνουν το αντίθετο. Καταδεικνύουν τους τρόπους και τα πολλαπλά μέσα, που το κεφάλαιο εισέρχεται στο πεδίο της εκπαίδευσης, χώρος ιδανικός για να αποκομίσει κάποιος κέρδη πουλώντας το εμπόρευμα της εκπαίδευσης σε πελάτες-αγοραστές.

Το εκπαιδευτικό κίνημα πρέπει να μελετήσει σε βάθος τους τρόπους και τις μεθόδους αυτές, ώστε κατανοώντας τη συγκεκριμένη πραγματικότητα να αγωνιστεί για να την ανατρέψει.

πηγή: αντιτετράδια της εκπαίδευσης, τ.137

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το