● Προσέξτε να μη βρεθεί κανένας σας μόνος μέσα σε ομάδες διαδηλωτών. Για τη δική σας προστασία, να κινείστε σε μικρές ομάδες με τους συναδέλφους σας.
● Αποφεύγετε να καλύπτετε από πολύ κοντά στιγμιότυπα επεισοδίων.
● Αν είναι δυνατόν, προτιμήστε ελαφρύ εξοπλισμό.
Αυτές είναι οι οδηγίες που την περασμένη Τετάρτη η Ενωση Φωτορεπόρτερ έδωσε στα μέλη της εν όψει του συλλαλητηρίου της Πέμπτης για το «Μακεδονικό».
Με δύο τουλάχιστον σοβαρά χτυπημένους (και με λεηλατημένο όλο τους τον εξοπλισμό) συναδέλφους μας κι άλλους πέντε πιο ελαφρά τραυματισμένους, το σωματείο έκρινε πως αυτός είναι ένας τρόπος να προστατεύσει τα μέλη του.
Ο κλάδος μας μετράει ήδη αρκετά θύματα, αλλά την Κυριακή έζησε ένα κρεσέντο βίας: τα χτυπήματα ήταν δολοφονικά, στοχευμένα και οργανωμένα, ενώ επιβεβαιώνεται πως οι φασίστες τούς είχαν προγραμμένους, αφού κυκλοφορούσαν στους δρόμους με φωτογραφίες αναζητώντας συγκεκριμένους συναδέλφους μας.
Διαχρονική στοχοποίηση
Οι φωτορεπόρτερ και οι δημοσιογράφοι είναι εδώ και χρόνια στοχοποιημένοι από τους φασίστες κι όχι μόνο γιατί με τη δουλειά τους αποκαλύπτουν τη δράση τους, αλλά και γιατί αρκετοί δεν δίστασαν να καταθέσουν στο δικαστήριο τεκμηριώνοντας τη δράση της Χρυσής Αυγής.
Καταθέτοντας ως αυτόπτες μάρτυρες οργανωμένων επιθέσεων κατονόμασαν στελέχη της οργάνωσης που είδαν και άκουσαν να καθοδηγούν έκνομες πράξεις και εγκληματικές ενέργειες – με νεύματα, παραγγέλματα, χειρονομίες ή ακόμα και με την ανοιχτή παραδοχή ότι «θα κάνουμε πογκρόμ».
Τα σωματεία του Τύπου στην κοινή τους ανακοίνωση κάνουν λόγο για «βίαιες επιθέσεις από ομάδες ακραίων στοιχείων», αλλά η Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Δημοσιογράφων στην ανακοίνωσή της αναφέρει ευθαρσώς: «Οι δημοσιογράφοι δέχτηκαν επίθεση από μέλη του ελληνικού νεοναζιστικού κόμματος της Χρυσής Αυγής». Τι ακριβώς έγινε λοιπόν στο Σύνταγμα;
«Βλέπαμε μαυροντυμένους από νωρίς και σε ομαδούλες πάνω και γύρω από την πλατεία Συντάγματος και το μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη.
»Ενας από εμάς τους είδε να κρατάνε τις φωτογραφίες και ενημέρωσε όποιον μπορούσε στην αρχή του συλλαλητηρίου. Ξέραμε ότι ψάχνουν κάποιους συγκεκριμένους από εμάς».
Ο φωτορεπόρτερ που μας μιλάει είναι από καιρό στο στόχαστρο των φασιστών: οι εικόνες του είναι ενοχλητικές, η μαρτυρία του ενοχλητικότερη.
Γύρω στις 14.30 την Κυριακή οι φασίστες ξεκινούν την επίθεση. Με κοντάρια, μεταλλικές ράβδους, πέτρες, μάρμαρα, όπλα εκτόξευσης φωτοβολίδων ευθείας βολής, μολότοφ με φελιζόλ και λοστούς επιχειρούν να εισβάλουν από πέντε σημεία στο Κοινοβούλιο.
Λίγα λεπτά αργότερα κι άλλος φωτορεπόρτερ μας επιβεβαιώνει: «κυκλοφορούσαν με φωτογραφίες στα χέρια, το είδα να συμβαίνει κι ενημέρωσα όσους μπορούσα».
Ο Χρήστος Μπόνης είναι ο πρόεδρος της Ενωσης Φωτορεπόρτερ Ελλάδας και έχει ιδία πείρα από τα παλικάρια που… «αγαπάνε την πατρίδα κάπως εριστικά»: το 2017 του επιτέθηκαν και του έσπασαν τον φακό. «Τότε ήταν χρυσαυγίτες κανονικά, φορούσαν τις μπλούζες τους.
»Τώρα δεν ξέρουμε ποιοι είναι ακριβώς, αλλά ξέρουμε πολύ καλά πώς έδρασαν, ήταν οργανωμένοι και συντονισμένοι» ξεκινάει την αφήγησή του και σχολιάζει σκωπτικά: «Κατεβαίνω στο Σύνταγμα φορώντας ίδιο κράνος μ’ αυτό που φόραγα στο Ιράκ».
Ο Μπόνης μιλάει για κλιμακούμενη βία κατά των συναδέλφων: «Στη ΔΕΘ τρεις διαδηλωτές πήγαν να πάρουν την κάμερα από καμεραμάν. Οταν δύο φωτορεπόρτερ πήγαν να παρέμβουν, ο ένας άρχισε να φωνάζει: “Ρε Νίκο, βγάλε το όπλο και καθάρισέ τους”. Τελικά ήρθαν τα ΜΑΤ κι οι τρεις εξαφανίστηκαν. Τώρα χτύπησαν με ρόπαλα και πήγαν να μαχαιρώσουν με κατσαβίδια. Ζητάμε εδώ και καιρό συνάντηση με την υπουργό Προστασίας του Πολίτη και δεν μας έχει απαντήσει ακόμα!».
Την Κυριακή που οι φασίστες βγήκαν παγανιά, έψαχναν κάποιον ή κάποιους κι άλλους τους χτύπησαν απλώς και μόνο γιατί ήταν εκεί και φωτογράφιζαν.
«Τους ορμούσαν για να τους τραβήξουν τις αντιασφυξιογόνες μάσκες και να δουν τα πρόσωπά τους» λέει ο Μπόνης.
Μέσα από το νοσοκομείο την ίδια νύχτα ο Κώστας Νταντάμης μάς είπε:
«Μου ζήταγαν τη φωτογραφική μηχανή. Αρχισαν να μου τραβάνε το λουρί της κάμερας, πήγα να πνιγώ. Αφού άρπαξαν τη φωτογραφική, προσπαθώ να φύγω. Με ακολουθούν και με κλοτσάνε -κάποια στιγμή δεν άντεξα κι έπεσα κάτω. Εκεί γίνεται δεύτερο ντου. Ερχονται κι άλλοι. Δεν μπορώ να πω πόσοι ήταν, έβλεπα μόνο πόδια. Μου τράβαγαν την αντιασφυξιογόνο μάσκα και το κράνος, τράβαγαν το σακίδιο και το τσαντάκι μου. Κάποια στιγμή τα έβγαλαν. Με βούτηξαν από την κοτσίδα κι άρχισαν να με σέρνουν -έφευγαν τούφες από τα μαλλιά μου. Ούρλιαζαν “απόψε θα πεθάνετε, αναρχομαλάκες”. Ερχεται ένας και με χτυπάει δύο φορές στο κεφάλι. Κάποια στιγμή κάποιος φώναξε “εντάξει, τέλος τώρα” και όλο αυτό σταμάτησε».
Τέσσερις μέρες μετά το περιστατικό και κάνοντας έναν ψύχραιμο απολογισμό θα μας πει:
«Γνωρίζοντας πώς λειτουργούν αυτές οι ομάδες, είμαι βέβαιος πως εκτελούσαν εντολές, κάποιος έδωσε το σήμα να μας χτυπήσουν. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ήταν προσχεδιασμένο και δεν αποφασίστηκε εκείνη τη στιγμή. Η μια ομάδα με έσπρωξε προς την άλλη που περίμενε στην Αμαλίας. Με χτυπούσαν και κάποια στιγμή άνοιξε ο κύκλος γύρω μου, για να έρθει αυτός με το ρόπαλο».
Συντροφευμένος από τη συνεργάτιδά του και συνδημιουργό τού ντοκιμαντέρ που του κόστισε τον άγριο ξυλοδαρμό του, ο Τομά Ζακομπί έρχεται στο γραφείο μας.
Η Ανζελίκ Κουρούνη και ο Τομά είναι παλιοί μας φίλοι: χάρη σε εκείνους η εφημερίδα μας μετέφρασε και εξέδωσε το πρώτο τεύχος του Charlie Hebdo μετά τη δολοφονική επίθεση που δέχτηκαν οι άνθρωποι του περιοδικού.
Με μπλαβιασμένα και τα δύο του μάτια κι έχοντας μόλις καταθέσει στην αστυνομία, ο Τομά ξεδιπλώνει το χρονικό της επίθεσης.
Το δημοσιογραφικό δίδυμο έχει βρεθεί στο στόχαστρο των φασιστών μετά την προβολή τού «Χρυσή Αυγή, προσωπική υπόθεση»: το βραβευμένο ντοκιμαντέρ, που κρύβει από πίσω ένα ερευνητικό υλικό 100 ωρών, έχει υποτιτλιστεί σε οκτώ γλώσσες και μέσα σε μόλις ένα χρόνο συμμετείχε σε 20 φεστιβάλ ανά τον κόσμο, ενώ προβάλλεται τακτικά σε δημόσιες εκδηλώσεις. Αυτό ακριβώς πυροδότησε την οργή των τραμπούκων.
Η στιγμή της αναγνώρισης
«Εσύ δεν είσαι που έκανες το ντοκιμαντέρ;» ήταν η φράση που έδωσε το σήμα για να εξαπολύσουν την επίθεση οι φασίστες στον Τομά.
«Είχα σχεδόν τελειώσει τη δουλειά, τους είδα και σκέφτηκα, μήπως να κάνω μερικές συνεντεύξεις ακόμα; Νομίζω ότι ξαφνιάστηκε ο τύπος μόλις με είδε, αλλά με αναγνώρισε με την πρώτη ματιά. Δεν ξέρω αν είχαν εντολή να χτυπήσουν εμένα ειδικά, αλλά σίγουρα είχαν εντολή να χτυπήσουν δημοσιογράφους -λειτουργούν στρατιωτικοποιημένα, εκτελούν εντολές».
Η δημοσιογραφική ομάδα δεχόταν απειλές επί ένα χρόνο λέει η Κουρούνη:
«Μου υποσχέθηκαν μια σφαίρα στο κεφάλι, μου έγραφαν να πνίξω τον γιο μου, μου εύχονταν να με βιάσει κάποιος. Μας έχουν ανοίξει το αμάξι πέντε φορές και πέρσι τον Δεκέμβριο ένας ακροδεξιός χτύπησε τον γιο μας. Υπήρξαν κάποιοι συνάδελφοι που μας έλεγαν μετά “γιατί βγήκατε, αφού το ξέρετε ότι είστε στοχοποιημένοι;” Βγήκαμε γιατί η δική μας δουλειά δεν γίνεται από τον καναπέ, πρέπει να είμαστε παρόντες στα γεγονότα. Αλλά βγήκαμε και για ακόμα ένα λόγο: δεν θα αφήσουμε τους δρόμους στη Χρυσή Αυγή. Η Ακροδεξιά ανεβαίνει παντού, δείτε τις ΗΠΑ, τη Βραζιλία -δεν μπορούμε να το βάλουμε κάτω. Το ξύλο είναι το πολιτικό τους όπλο. Αν πιστεύουν ότι θα κάνουμε πίσω, είναι πολύ γελασμένοι: ετοιμάζουμε ήδη τη δεύτερη ταινία μας. Είμαστε δημοσιογράφοι και θα εξακολουθήσουμε να κάνουμε τη δουλειά μας».
«“Είσαι ημίαιμος”, με έβριζαν»
Η επίθεσητης Κυριακής στους ανθρώπους του Τύπου είχε δοκιμαστεί σε μικροκλίμακα στο συλλαλητήριο των «μακεδονομάχων» τον Ιούνιο του 2018. Τότε το θύμα τους ήταν ο Nικόλας Κοκοβλής, 25 χρόνων, free lancer φωτορεπόρτερ και συνεργάτης της εφημερίδας μας.
Ενώ γίνονταν επεισόδια μικρής έντασης στα σκαλιά της Βουλής και μπροστά στον Αγνωστο Στρατιώτη, δέχτηκε την επίθεση από τους φασίστες.
«Ενας άνθρωπος με κράνος πιάνει το λουρί της μηχανής μου και με τραβάει προς τη μεριά του. Τότε βλέπω ότι έχει άλλους δέκα κρανοφόρους πίσω του», μας αφηγήθηκε ο Νικόλας. «Φορούσαν μαύρες μπλούζες με ελληνικές σημαίες και ορισμένοι και στρατιωτικά παντελόνια. Ενας από αυτούς με χτύπησε με καδρόνι στον γοφό. Μου ούρλιαζαν: είσαι ημίαιμος, με έβριζαν. Μου ζήταγαν την κάρτα μνήμης της μηχανής και στο τέλος τη βούτηξαν. Η επίθεση κράτησε αρκετή ώρα και μάλιστα μπροστά σε άντρες των ΜΑΤ που παρακολουθούσαν άπρακτοι!»
Πηγή: Ντίνα Δασκαλοπούλου- efsyn.gr
e-prologos.gr