Έσμιξες τα φρύδια για να μπορέσεις να κοιτάξεις
πέρα εκεί, μακριά, στις θολές γραμμές των οριζόντων.
Έβαλες και το χέρι, αντήλιο, όπως κάνουνε σ’ αυτές τις περιπτώσεις
Η θάλασσα ενωμένη
με τα ψηλά βουνά…
το γαλανό και τ’ άσπρο αντάμα,
χρώμα
αξεδιάλυτο
Και κάπου εκεί
Στη μέση της θαλάσσης,
με τα σμιγμένα φρύδια, τα σφιγμένα μάτια
μπόρεσες να διακρίνεις…
τρία κομμάτια, σαπισμένου ξύλου.
Μαύρο φαινότανε και πολυκαιρισμένο.
“Σαπιοκάραβο” σκέφτηκες..
έτσι το άκουσες να το λένε!
Αν ήσουν λίγο πιο κοντά
να ‘σκιζες τη θολούρα του καλοκαιριού,
με τα γυμνά σου χέρια
να ‘κοβαν σα μαχαίρια, φέτες
το θαλασσινό ορίζοντα
θα ‘βλεπες και κορμιά
να επιπλέουν…
Φύσα αέρα στις γειτονιές,
να ξεθολώσει η ματιά του κόσμου.
Γιάννης Μελιόπουλος
e-prologos.gr