ΟΙ ΦΩΣΦΟΡΙΖΟΝΤΕΣ ΓΛΑΡΟΙ
Δεν ξέρω πότε μου έκαναν μάγια οι γλάροι.
Ίσως την έπαθα με το Γλάρο Ιωνάθαν Λίβινγκστον. Η γοητεία της αποκοτιάς του για τα ψηλά πετάγματα, η απόφασή του να αναζητά την περιπέτεια, πέρα απ’ το ‘ανιαρό τριγύρισμα στις ψαρόβαρκες’, το ρίσκο που έπαιρνε όταν πετούσε κοντά στους βράχους που έσκαγαν τα κύματα για να ακούσει τον παφλασμό τους και να παίξει με το πιτσίλισμα, όλα αυτά έκαναν τον Γλάρο Ιωνάθαν, ένα σοφό και παιχνιδιάρη ταξιδευτή.
Ίσως πάλι ήταν εκείνη τη μέρα που κατέβηκα αφρόντιστα στην παραλία, να μαζέψω θαλασσόξυλα κι ένας γλάρος σε χαμηλή πτήση, μπλέχτηκε στα αχτένιστα σαν μέδουσας μαλλιά μου. Φοβήθηκε αυτός, φοβήθηκα κι εγώ μα πιο πολύ μαγεύτηκα. Στο τέλος μου τράβηξε μια τούφα κι έφυγε. Αν όπως λένε οι μάγισσες της Σμύρνης, τ’ αποχτενίδια είναι αλλόκοτα, ίσως τον μάγεψα κάπως κι εγώ γιατί μέχρι να φύγει το καλοκαίρι, πετούσε πάντα χαμηλά και με γυρόφερνε.
Κι εκείνος ο γλάρος όμως που βρήκε το θάρρος να πλησιάσει την Αφροδίτη, κοτζάμ θεά, και να της πει πως ο γιος της δε χάθηκε, να μη θλίβεται, να μην τον ψάχνει και πως ο Έρωτας τρυπήθηκε κατά λάθος μ’ ένα από τα βέλη που προόριζε γι αλλού, παθιάστηκε με την Ψυχή και κάπου κρύφτηκαν. Κι εκείνος ο ανώνυμος γλάρος, αγγελιοφόρος του έρωτα με γοήτεψε.
Από τότε αγάπησα όλους τους γλάρους, το μεγάλο άνοιγμα των φτερών τους, τους γκρίζους κροτάφους στις άκρες τους, την ασπράδα της ράχης τους, το μαλακό πούπουλο της κοιλιάς τους και το κεχριμπάρι στο κυρτό τους ράμφος. Αγάπησα τις περήφανες πτήσεις, τις κομψές προσγειώσεις στις δέστρες των καραβιών και τις αιφνίδιες βουτιές της πείνας τους.
Ακούω πάντα με προσοχή το κρώξιμο τους για να αφουγκραστώ τον ερχομό της καταιγίδας κι όταν τους δω να έρχονται σφαιράτοι από τη μεριά της θάλασσας και να χώνονται στη στεριανή ασφάλεια, ξέρω, με σιγουριά, ότι θα σηκωθούν αέρηδες.
Πριν μερικά χρόνια ταξίδεψα στη Ρώμη. Απ’ την ταράτσα του φιλόξενου σπιτιού, κοντά στο Termini, χαζεύαμε τους γλάρους. Ξέροντας πως είναι ταξιδιάρηδες κι αλήτες, δεν απορούσαμε που πετούσαν πενήντα χιλιόμετρα από τη θάλασσα στην ενδοχώρα, για να κάνουν ιπτάμενο σουλάτσο πάνω από την Τιβερίνα και βουτιές από τη γέφυρα των Αγγέλων. Μα όταν έπαιρνε να σκοτεινιάζει, σαστίζαμε πώς γίνεται οι γλάροι να φωσφορίζουν. Κράτησα την εξήγηση του θαλασσοπλανταγμένου φίλου πως το πλαγκτόν κουβαλά μεγάλο φορτίο λαμπυριδόνας, κολλάει στα αδιάβροχα φτερά και τα κάνει να λαμπυρίζουν.στο σκοτάδι.
Μετά τους φωσφορίζοντες γλάρους, τίποτα πια δε μου φαίνεται παράξενο, ούτε καν η βόλτα που έκαναν προχτές περιπατώντας κι όχι πετώντας, σ’ ένα πεζοδρόμιο της πόλης.
Έτσι, είδα σαν το πιο φυσικό πράγμα την απόφαση της Μερόπης, να χαράξει ένα γλάρο στο πίσω μέρος του λαιμού της όταν πήρε την απόφαση να δραπετεύσει απ’ τη μιζέρια και ν’ ακολουθήσει τους δυνατούς αέρηδες.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr