Οι διαδηλωτές ξεκίνησαν στις 12 Δεκεμβρίου τις κινητοποιήσεις τους όταν το κοινοβούλιο ψήφισε τον νόμο αυτόν. Αυτός -στο πλαίσιο της «μεταρρύθμισης» του Εργατικού Δικαίου- επιτρέπει στους εργοδότες να απαιτήσουν μέχρι και 400 ώρες υπερωριακής απασχόλησης ετησίως από τους εργαζόμενούς τους, για τις οποίες θα μπορούν να καθυστερήσουν να τους πληρώσουν έως και τρία χρόνια.
Οι εργαζόμενοι θα υποχρεώνονται να δουλεύουν σχεδόν δύο έξτρα ώρες την ημέρα ή αλλιώς μία επιπλέον μέρα τη βδομάδα. Η κυβέρνηση, που είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς να αυξήσει τις υπερωρίες και το 2017, υποστηρίζει ότι το κανονικό ωράριο θα παραμείνει στις 40 ώρες την εβδομάδα και ότι οι εργαζόμενοι θα πληρώνονται για τις υπερωρίες τους, παρουσιάζοντας το νομοσχέδιο ως «ευκαιρία για όποιον θέλει να δουλέψει και να κερδίσει περισσότερα».
Οι χθεσινές εκδηλώσεις διαμαρτυρίας είχαν τον τίτλο «Καλά Χριστούγεννα, κ. Πρωθυπουργέ» από τους οργανωτές και ήταν η τέταρτη διαδήλωση σε διάστημα μίας εβδομάδας με τη συμμετοχή κομμάτων της αντιπολίτευσης, φοιτητικών οργανώσεων και πολιτών που εναντιώνονται στην κυβέρνηση Ορμπάν.
Ο πρωθυπουργός Βίκτορ Όρμπαν υπερασπίστηκε χθες την μεταρρύθμισή του αυτή στον τομέα της απασχόλησης δηλώνοντας στον δημόσιο ραδιοσταθμό ότι σκοπός της είναι “απλά να καταργήσει τους άχρηστους κανόνες, ώστε αυτοί που θέλουν να κερδίσουν περισσότερα να μπορούν να δουλέψουν περισσότερο” και χαρακτήρισε “υστερικούς” τους διαδηλωτές.
“Αυτοί που φωνάζουν σαν να ήρθε το τέλος του κόσμου είναι αυτοί που κατέστρεψαν τη χώρα και τα ψέματα τους δεν έχουν όρια”, σχολίασε επίσης ο Όρμπαν αναφερόμενος και πάλι στους διαδηλωτές, οι οποίοι προέρχονταν για πρώτη φορά από όλο το φάσμα της αντιπολίτευσης.
Εργατικά συνδικάτα που αντιτίθενται στην μεταρρύθμιση αυτή και μετείχαν στη διαδήλωση έχουν απειλήσει με γενική απεργία, ενώ δημοσκόπηση, που έγινε από το ινστιτούτο Publicus και τα αποτελέσματά της δόθηκαν χθες στη δημοσιότητα, δείχνει ότι τα δύο τρίτα των Ούγγρων κρίνουν ότι οι διαδηλώσεις αυτές είναι αιτιολογημένες.