Λαμπιόνια, φάτνες και κουραμπιέδες πλαστικοί.
Ένας σκύλος νεκρός από φόλα μέσα στη φάτνη.
Όσο και να ντυθείς τη μούρη του επετειακού κεφιού, η χολέρα θα είναι εκεί.
Καμιά αυταπάτη. Ο έρωτας ούτε στον τίτλο.
Ο Μαρκές είναι νεκρός και η χολέρα κάνει επέλαση.
Η μυρωδιά από πικραμύγδαλα δε θυμίζει περασμένες αγάπες, που έλεγε ο μεγάλος Κολομβιάνος, μόνο πίκρα και υδροκυάνιο.
Τα περιστέρια πυροβολούνται στη μέση του δρόμου, κουβαλώντας τα ραβασάκια του Φλορεντίνο κι έτσι η Φερμίνα διαβάζει μόνο μαύρες ειδήσεις.
Έχουν το σκούρο χρώμα του Εμντί Ουντίλ, με το τσακισμένο χέρι από το σιδερολοστό του φασίστα. “Τι γυρεύεις εδώ, ρε;
Αυτή είναι δική μου πατρίδα”.
Και παρτίδα. Το πήρε το οικόπεδο αντιπαροχή και οικοδομεί πάνω του αυθαίρετο, με πρόσοψη νοικοκυραίου πατριώτη και φωταγωγό βαθύ ως τα έγκατα του υπόνομου που αναδύουν τη σκατίλα των καιρών.
Η χολέρα έχει το χρώμα και τη βρώμα της ιστορικής σαπίλας και βγάζει εξανθήματα, σε σχήμα αγκυλωτού σταυρού.
Στην Κύπρο ξεριζώνει τα δόντια του Πακιστανού, με πένσα στο πεζοδρόμιο, φορώντας τις κουκούλες της Κου Κλαξ Κλάνας. Μπροστά σε πέντε ξεριζωμένα δόντια, χιλιάδες λέξεις στέκουν ανήμπορες. Οι νεοπλουτήδες της Λάρνακας ακούνε τις κραυγές αλλά δεν αντιδρούν. Είναι οι πεθαμένοι της Μεσανατολικής Ελβετίας.
Η Ελένη είναι βιασμένη, παγωμένη και νεκρή. Ο βιαστής μεταμελήθηκε, κρατά μια εντελώς κενή διαθήκη και κάνει το σταυρό του. Βοήθειά μας.
Και η Αργυρώ, η φώκια της Σάμου, νεκρή με πολλά σκάγια, ξεβρασμένη από τα κύματα στο Μαραθόκαμπο και καταξεσχισμένη με μαχαίρι σ’ όλη την αριστερή πλευρά. Ο φονιάς κομπάζει σε όλη τη Σάμο.
Πρώτα ξεσκίζεις μια Αργυρώ και μετά μια Ελένη.
Και οι δυο ιαγουάροι της Αττικής φυλακής είναι νεκροί.
Τα Χριστουγέννα στα χρόνια της χολέρας, ή θα είσαι μπροστά από μια οθόνη ή πίσω απ’ τα κάγκελα ή θα είσαι νεκρός. Πρώτα πυροβολείς δυο ιαγουάρους και μετά…Εξάλλου οι τζάγκουαρ αξίζουν μόνο αν έχουν τέσσερεις ρόδες. Όχι τέσσερα πόδια.
Δεν έχουν κανένα νόημα πια τα ήδη παλιωμένα και γνωστά, μνημόνια, ξεπουλήματα, άστεγοι, άνεργοι, στρατόπεδα συγκέντρωσης και πνιγμένοι. Τα συνηθίσαμε.
Όχι, δεν με κατέχει καμιά μαύρη απαισιοδοξία, που έλεγε κι ο Μίσσιος, ούτε όμως και καμιά αυταπάτη.
Σκέφτομαι πως δεν μπορεί, Φερμίνα, και σήμερα ζεις, μπορεί και να σε λένε Λόλα Γκουτιέρεζ. Θα ‘χεις επιχειρήσει να περάσεις, όχι με ποταμόπλοιο, με αεροπλάνο πάνω απ’ τη χολέρα, μεταφέροντας έναν άνθρωπο, χωρίς πατρίδα και νομιμοποιητικά έγγραφα, γράφοντας, στα έτσι κι αλλιώς, παλιά σου παπούτσια και τα νομιμοποιητικά και τις συνέπειές τους.
Εσένα γιατρέ, Χουβενάλ Ουρμπίνο, μπορεί να σε λένε απλώς Θανάση, να συγκεντρώνεις φάρμακα σ΄ενα μακρινό νησί του αρχιπέλαγους και να σε εγκαλούν για “παράκαμψη της υπηρεσίας”. Αυτό το αναγκαίο by pass δηλαδή στις βουλωμένες αρτηρίες πριν το γενικό έμφραγμα.
Ίσως εσένα, Φλορεντίνο, να σε λένε Λοβέρδο, που αγάπησε τα σιωπηλά, φυλακισμένα ψάρια, πάνω απ’ όσο επέτρεπε η εταιρεία και η βόλεψη.
Και κάποια περιστέρια που μεταφέρουν μηνύματα μπορεί να γλίτωσαν, φορώντας κίτρινα γιλέκα
Πάντα υπάρχουν λίγα πικραμύγδαλα που μυρίζουν σαν τους παλιούς έρωτες στα χρόνια της χολέρας κι έχουν όσο υδροκυάνιο χρειάζεται για να φοβίζουν τον καρκίνο, μακάρι και την πανούκλα των καιρών.
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr