Μέσα στα γάντια της κρύβει τα ματωμένα χέρια, να μη φαίνονται
η χοντρή γκαστρωμένη Ιστορία
τα μούσκουλα των δούλων βάζει στο τσεπάκι της
να μη διακρίνονται αίματα και δάκρυα,
την ώρα που τα σοκάκια γίνονται τεράστια χέρια
να πνίξουνε το Λίμπρο ντ’ Όρο
κι η θλίψη πλαταίνει σαν την αλογίσια βουή έξω από τα υπουργεία
τη μέρα που σιδερένια πέλματα φρακάρουν των ποταμών τα οδοστρώματα
ενώ ράβουν τα στόματα των λύκων
να μην ακούν που αλυχτάνε
τις ατέλειωτες Αυγουστιάτικες νύχτες, που μεγαλώνουν οι σκιές…

Εσείς που ράβετε ποδόγυρους
κι οι άλλοι που σαν λαγωνικά οσμίζονται τη γυναικεία σάρκα,
οι ποιητές που ξέχασαν τις γκρίζες μανάδες
κι οι ζωγράφοι που βρήκαν τα χρώματα για να θάψουν
τους όρκους των Σφαιριστηρίων,
οι ρομαντικοί καλλιτέχνες που σβήνουν τις ζάρες
και τα κομμένα δάχτυλα,
ζωγραφίζοντας τώρα σφιχτοδεμένα λαγόνια
εσείς γεωγράφοι που διώξατε από το χάρτη το Ρίο ντε λα Πλάτα, το Αγιακούτσο και την Πνομ – Πενχ
οι διανοούμενοι που ξεδοντιάζουν τον Ροβεσπιέρο, τον Μύντσερ, τον Τσε
πουλώντας πόστερ των αστών, μαλακό φαΐ για το τραπέζι…
«Δεν βλέπετε πως ίδρωσε ο ουρανός απ’ την προσπάθεια»
όλοι οι εργάτες έχουν τα ίδια αποτυπώματα
στη γη, στις μηχανές, στα εργαλεία
(μόνο η ασφάλεια αλλάζει τ’ αποτυπώματα)
οι μάζες θέλουν γη κι ελευθερία
να μασουλήσουν ιδέες και αύριο·
ένα σημειωματάριο να μην ξεχνάνε…
Αυτό το σώμα που ακουμπάει δεμένο
στο σαπισμένο κορμί, γρήγορα κι αυτό θα σαπίσει…

Aντίνοος

Αντιτετράδια, τ. 8, Καλοκαίρι 1989

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το