Κυριακή, 21 Νοεμβρίου 1954. Δέκα χρόνια μετά την Απελευθέρωση, ο πρώτος γύρος των δημοτικών εκλογών της Θεσσαλονίκης έκρυβε μια πελώρια έκπληξη: με πρώτο τον κεντροαριστερό Μηνά Πατρίκιο, που υποστηρίχθηκε από την ΕΔΑ κι απέσπασε το 36,7% των ψήφων, δεύτερος σε σειρά επιτυχίας (με 17.682 ψήφους και 24,3%) ήρθε ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης, πολιτικός προϊστάμενος όλων των οικονομικών υπουργείων κατά την πρώτη φάση της Κατοχής, όταν χιλιάδες Ελληνες πέθαναν από την πείνα κι άλλα τόσα σπίτια άλλαξαν χέρια για έναν τενεκέ λάδι.

Η έκπληξη επιβεβαιώθηκε και στον δεύτερο γύρο (28/11), καθώς ο Γκοτζαμάνης απέτυχε μεν να εκλεγεί, τιμήθηκε όμως από 31.652 Θεσσαλονικείς μ’ ένα διόλου ευκαταφρόνητο 43,4%. Ο μόνος υπουργός της Κατοχής που τόλμησε μεταπολεμικά να εκτεθεί στη λαϊκή ετυμηγορία δικαιούνταν να θεωρεί τον εαυτό του εκλεκτό της μισής σχεδόν συμπρωτεύουσας και σύμπασας της εθνικοφροσύνης της!

«Kαθήκον παντός εθνικόφρονος πολίτου της Θεσσαλονίκης είναι να ψηφίση τον ανεξάρτητον κ. Γκοτζαμάνην»
Στρατάρχης Παπάγος (σύμφωνα με «Το Φως», 26/11/1954, σ.1)

Από τον Ντούτσε στον Μεγαλέξανδρο

Κυριακή, 30 Νοεμβρίου 1958. Δύο μέρες μετά τον θάνατό του από ουραιμία σε ηλικία 74 ετών, ο Γκοτζαμάνης κηδεύεται στη συμπρωτεύουσα «μετά τιμών», σε τάφο που δώρισε ο δήμος, δαπάνη της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών (που μέχρι σήμερα τον κατατάσσει στους «μεγάλους ευεργέτες» της) και με συμμετοχή των αρχών και όλης της «καλής κοινωνίας» της πόλης.

Οπως διαβάζουμε στο ομόφρον «Φως» της επομένης, τη νεκρώσιμη ακολουθία έψαλαν ο μητροπολίτης Ιωακείμ κι ο επίσκοπος Ταλαντίου Στέφανος· παρέστησαν δε ο υπουργός Βορείου Ελλάδος Αύγουστος Θεολογίτης, ο αντιπρόεδρος της Βουλής Βασίλειος Βασιλικός, τέσσερις βουλευτές της Μακεδονίας, δήμαρχοι της περιοχής, πολιτευτές, «εκπρόσωποι του επιστημονικού, εμπορικού, βιομηχανικού και βιοτεχνικού κόσμου, διευθυνταί Τραπεζών και λοιπών οργανισμών, εκπρόσωποι όλων των λαϊκών τάξεων, ανώτεροι δημόσιοι υπάλληλοι, τα προεδρεία διαφόρων συλλόγων, οργανώσεων και σωματείων της πόλεως και πλήθος κόσμου». Τον επικήδειο εκφώνησε ο γενικός γραμματέας της ΕΜΣ, Αλέξανδρος Λέτσας, «αναφερθείς εις το εθνικόν έργον και την δράσιν του εκλιπόντος πολιτικού ανδρός».

Ανάμεσα στις επώνυμες συμμετοχές που καταγράφηκαν στον Τύπο, ξεχωρίζουμε τον πανεπιστημιακό καθηγητή Βασίλειο Εξαρχο − γνωστό στους αναγνώστες της στήλης από τον σκληρό δικαστικό αγώνα που έδωσε επί Κατοχής για τη νομή του οροφοδιαμερίσματος και των επίπλων ενός από τους Εβραίους συμπολίτες του που κατέληξαν στο Αουσβιτς («Εφ.Συν.», 23/1/2016).

Λεπτομέρεια φαινομενικά ασήμαντη, αποκαλυπτική όμως για το αθέατο υπόστρωμα που καθιστούσε δυνατή μια τόσο πανηγυρική αποκατάσταση του υψηλόβαθμου δωσιλογισμού στην πόλη που έχασε το ένα πέμπτο του προπολεμικού πληθυσμού της κατά το χιτλερικό Ολοκαύτωμα.

Τετάρτη, 13 Μαρτίου 1957. Μεταξύ δημοτικών εκλογών και επίσημης κηδείας, η δημόσια πολιτικοϊδεολογική αποκατάσταση του Γκοτζαμάνη πραγματοποιείται εξίσου πανηγυρικά στην αίθουσα τελετών της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών.

Ο κατοχικός υπερυπουργός -μαιευτήρας το επάγγελμα- έχει κληθεί να μιλήσει στην ελίτ της συμπρωτεύουσας, όχι φυσικά για τα πεπραγμένα του, αλλά για το θέμα που συνέχει την ντόπια εθνικοφροσύνη: την «παρά των Ελλήνων κατάκτησιν της Ασίας υπό την ηγεσίαν του Μεγάλου Αλεξάνδρου».

Χάρη στην κοινωνική εμβέλεια των οικοδεσποτών, η προαναγγελία της εκδήλωσης φιλοξενούνταν επί μέρες ακόμη και στις τοπικές εφημερίδες που, τρία χρόνια νωρίτερα, θεωρούσαν αδιανόητη την εκπροσώπηση των Θεσσαλονικέων απ’ τον ομιλητή. Διόλου πρωτότυπη αλλά πολιτικά λειτουργικότατη, η διάλεξη του τελευταίου θα συμπυκνώσει άλλωστε όλες εκείνες τις συντεταγμένες του ελληνομακεδονικού εθνικισμού που μεσουρανούν μέχρι τις μέρες μας.

Προλογίζοντάς τον, ο γενικός γραμματέας της Εταιρείας θα υπενθυμίσει απ’ την πλευρά του το υλικό υπόβαθρο αυτής της αναγνώρισης: ως υπουργός Οικονομικών του Τσολάκογλου, ο Γκοτζαμάνης είχε χαρίσει στην ΕΜΣ το «φιλέτο» των 2 στρεμμάτων μπροστά στον Λευκό Πύργο, που φιλοξενεί τα σημερινά γραφεία της και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (Ν.Δ. 2099/1943).

«Ανευ της δωρεάς ταύτης, η οποία εγένετο υπέρ του μεγάλου σκοπού της Εταιρείας, σε πείσμα μερικών στενοκεφάλων υπαλλήλων», διαβάζουμε στο επίσημο κείμενο της προσφώνησης, «δεν θα ήτο δυνατόν να έχωμεν ούτε την Εταιρείαν ούτε τα κτίριά της, ούτε επιστημονικόν μορφωτικόν και εκπολιτιστικόν έργον».

Ποιος ήταν, όμως, ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης, που παρά την κατοχική θητεία του (ή, μάλλον, εξαιτίας της) τιμούνταν τόσο απροκάλυπτα ως ο κατεξοχήν εκφραστής του πατριωτικού φρονήματος των Ελλήνων Μακεδόνων;

Η προσωπική διαδρομή του, αντιπροσωπευτική μιας ολόκληρης γενιάς Βορειοελλαδιτών εθνικιστών, αποδεικνύεται εξαιρετικά διαφωτιστική για τα συστατικά στοιχεία που συγκρότησαν (και συγκροτούν ώς τις μέρες μας) την ιδιάζουσα εθνικοφροσύνη της συμπρωτεύουσας και της ενδοχώρας της.

Για την αποκρυπτογράφησή της, εκτός από δημοσιεύματα του Τύπου και τα έξι φυλλάδια που εξέδωσε ο ίδιος, διαθέτουμε επίσης δύο διαμετρικά αντίθετες επεξεργασίες από πανεπιστημιακούς του ΑΠΘ: την εξωραϊστική βιογραφία του που δημοσίευσε το 2001 ο Ιάκωβος Μιχαηλίδης, με δεδηλωμένο σκοπό την ιστοριογραφική αποκατάστασή του, και μια διεισδυτική κριτική εισήγηση του Σπύρου Μαρκέτου σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο το 2006.

Από τις συντεχνίες στον φασισμό

Γεννημένος το 1884 στα Γιαννιτσά, γόνος επιφανούς οικογένειας σλαβόφωνων προεστών με ηγετικό ρόλο στο τοπικό «ελληνικό κόμμα», ο Σωτήριος Γκοτζαμάνης έβγαλε το ελληνικό σχολείο της γενέτειράς του, το Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης και το 1904 συνέχισε τις σπουδές του σε Ιατρική Σχολή της Ιταλίας, ως υπότροφος του ελληνικού κράτους. Στη Μακεδονία επέστρεψε το 1913, ως εθελοντής κατά των Βουλγάρων στον Β’ Βαλκανικό Πόλεμο.

Τα πρώτα βήματά του στην πολιτική δεν προδίκαζαν αναπόδραστα τη συνέχεια. Το 1914 τον συναντάμε «προϊστάμενο της γραμματείας» του νεοσύστατου «Λαϊκού Κόμματος» που συγκρότησαν 22 συντεχνίες της συμπρωτεύουσας με σκοπό την πολιτική έκφραση «όλων των εργαζομένων λαϊκών τάξεων» και προγραμματική διεκδίκηση, μεταξύ άλλων, την αντικατάσταση της δεκάτης «δι’ άλλης φορολογίας ελαφράς διά τους κολίγους και μικροϊδιοκτήτας, βαρυνούσης δε την τάξιν των ιδιοκτητών και μεγάλων παραγωγέων» (Γκοτζαμάνης 1923, σ. 137-43). Η αντίληψη μιας κοινωνίας χωρισμένης από αντιτιθέμενα ταξικά συμφέροντα, τα οποία (πρέπει να) εκπροσωπούνται ως τέτοια στην πολιτική σκηνή, θα παραμείνει σπονδυλική στήλη της πολιτικής σκέψης του μέχρι τέλους. Αυτό που θα αλλάξει σταδιακά είναι η δική του θέση σ’ αυτό το πεδίο.

Τον Μάιο του 1915 κατεβαίνει για πρώτη φορά στις βουλευτικές εκλογές, δίχως επιτυχία· θα τα καταφέρει όμως τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, με την αποχή των βενιζελικών.

Στη διάρκεια του Διχασμού εξορίζεται στην Κρήτη, απ’ όπου επιστρέφει στην Αθήνα στις αρχές του 1919. Η ταξική πόλωση που επέφεραν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ρωσική Επανάσταση έχουν ήδη προσδώσει στην πολιτική στοχοθεσία του καθαρά αντεπαναστατική χροιά.

Οπως ο ίδιος εκμυστηρεύεται στους αριστοκράτες συνοδοιπόρους του, μελετά «τον σχηματισμό Εργατικού Κόμματος» με σκοπό τη χειραγώγηση και απόσπαση του προλεταριάτου από το σοσιαλιστικό κίνημα: «Η εργατική κίνηση είναι μεγάλη και πρέπει να γίνει μια μυστικότατη οργάνωση στρατιωτική που να συγκρατεί τους εργάτες χωρίς να το νιώθουν, ώστε να μην ξεσπάσουν σ’ ακατάλληλη στιγμή. Η εργατική δύναμη πρέπει να γίνει πιστό όργανο, χωρίς να το νιώσουν οι εργάτες, στα χέρια μας» (Φίλιππος Δραγούμης, «Ημερολόγιο. Διχασμός 1916-1919», Αθήνα 1995, σ. 321 & 334).

Με το απαραίτητο φυσικά στρογγύλεμα, οι θέσεις αυτές θα εκφραστούν στο βιβλίο «Κοινωνικαί τάξεις και πολιτικά κόμματα» που εξέδωσε το 1923, μετά τη θητεία του ως αντιβενιζελικός βουλευτής Πέλλας (1920-22).

Βασικό μέλημά του, παραδέχεται εκεί, ήταν η ανάσχεση της κοινωνικής επανάστασης μέσω ενός προληπτικού μετασχηματισμού: «Μετά τον πρωτοφανή αυτόν πόλεμον, μετά τα τόσα δεινοπαθήματα των λαών, δεν είναι δυνατόν να εξακολουθήση η παλαιά κατάστασις. Δέον να επέλθωσι μεγάλαι μεταβολαί διά να μη ευρεθώμεν προ απροόπτων και ανυπολογίστων εξεγέρσεων και καταστροφών» (σ. 69-70).

Σπονδυλική στήλη του έργου αποτελεί η μετωπική επίθεση στον κοινοβουλευτισμό, «οργανισμόν νοσούντα και εν χρεωκοπία και εις αυτάς ακόμη τας πλέον προηγμένας χώρας» (σ. 13), «σύστημα εν χρεωκοπία, μη διερμηνεύον ειλικρινώς την βούλησιν του έθνους […] αλλά όργανον εις χείρας της ισχυράς κεφαλαιοκρατικής ολιγαρχίας προς εξυπηρέτησιν του συμφέροντός της» (σ. 18).

Σαν τυπικός αστός πολιτευτής, φροντίζει βέβαια να κρατήσει πισινή, ομολογώντας εν παρόδω ότι, «παρ’ όλας τας γενομένας μελέτας επί του θέματος, δεν ευρέθη μέχρι σήμερον άλλος τρόπος διακυβερνήσεως ενός λαού με ολιγώτερα δι’ αυτόν βάρη από το αντιπροσωπευτικόν» (σ. 30-1).

Ρευστό κι απροσδιόριστο παραμένει επίσης το διά ταύτα: «κατάργησις των προσωπικών Κομμάτων» κι αντικατάστασή τους από ταξικά (σ. 32)· «κοινωνία οργανωμένη κατά Συνδικάτα», όπου «το άτομον θα είναι πλέον στρατιώτης ενός συντεταγμένου στρατού» (σ. 78)· φιλοδοξία εκπροσώπησης της πολυπληθούς μικροαστικής τάξης (σ. 83-4).

Η ακριβής συνάρθρωσή τους στο μελλοντικό καθεστώς παρακάμπτεται σαν «ζήτημα λεπτομερειών, εις τας οποίας δεν δυνάμεθα να εισέλθομεν» (σ. 80), ορατή είναι όμως μια άκρως αυταρχική πρόσληψη των πραγμάτων: «ο λαός μας είναι όχι μόνον αναλφάβητος, αλλά και πολιτειακώς αμόρφωτος», αποφαίνεται ο συγγραφέας (σ. 26), καταγγέλλοντας ακόμη και την ελευθερία του Τύπου που «χύνει καθημερινώς δηλητήριον εις τας ψυχάς των εκλογέων» (σ. 17).

Κατεξοχήν ξεσπαθώνει, πάντως, ενάντια στον βασικό εχθρό: «Εξεταστέον αν εν Ελλάδι, ως έχει οικονομικώς και κοινωνικώς, δύναται να γίνη λόγος περί δικτατορίας του προλεταριάτου. Και ο αισιοδοξώτερος σοσιαλιστής οφείλει να το αρνηθή» (σ. 86).

Μιάμιση δεκαετία μετά, το αυταρχικό σχέδιό του ξεδιπλώνεται απερίφραστα πλέον, όπως πιστοποιεί η κεντρική προεκλογική ομιλία του ως αρχηγού του Μεταρρυθμιστικού Εθνικού Κόμματος (Θεσσαλονίκη 24/1/1936): «Εχω απόλυτον πεποίθησιν ότι τότε μόνον θα ευημερήση ο τόπος, όταν αι μικροαστικαί τάξεις θα δύνανται να προασπίσουν τα συμφέροντά των, οργανούμεναι και καταλαμβάνουσαι την εξουσίαν διά να ασκήσουν κυριαρχικώς, αν θέλετε την λέξιν της μόδας δικτατορικώς, διά να επιβάλουν τας απόψεις των»(Μιχαηλίδης 2001, σ. 131-2).

Από τον τοπικισμό στον Αξονα

Οταν επαγγελλόταν τη μικροαστική δικτατορία του, ο Γκοτζαμάνης είχε ήδη διανύσει ολόκληρη διαδρομή: βουλευτής των Λαϊκών (1932-35), βραχύβιος υπουργός Υγείας και Πρόνοιας (1932-33), επίδοξος γενικός διοικητής Μακεδονίας (1934) και ιδρυτής της τοπικιστικής «Μακεδονικής Ενώσεως» μετά τον εσωκομματικό παραγκωνισμό του (1935).

Η σχετική επιτυχία της τελευταίας, που χάρη στην αποχή των βενιζελικών απέσπασε διόλου ευκαταφρόνητα ποσοστά στις εκλογές της 9/6/1935 (45,18% στον Ν. Πέλλης, 26,79% στον Ν. Θεσσαλονίκης και 21,03% στον Ν. Κιλκίς), επέφερε ωστόσο τη δημόσια στοχοποίησή του από τους πρώην ομοϊδεάτες του σαν «φιλοβούλγαρου αυτονομιστή». Κατηγορία παντελώς συκοφαντική, προϊόν της σύζευξης μιας τυπικά προεκλογικής εθνικής κινδυνολογίας με την αποικιακή αντιμετώπιση της Βόρειας Ελλάδας από τις τότε πολιτικές ηγεσίες.

Τελικά, η δικτατορία δεν επιβλήθηκε από τον επίδοξο Ελληνομακεδόνα Μουσολίνι αλλά από τον Ιωάννη Μεταξά − με τις πλάτες όχι κάποιου μικροαστικού κινήματος, αλλά του βασιλιά Γεωργίου και του στρατάρχη Παπάγου.

Στη διάρκειά της, ο Γκοτζαμάνης δεν έμεινε πάντως άπραγος. Από τον Φλεβάρη του 1937 ώς τον Ιούλιο του 1940 απευθύνει στον μονάρχη και τον δικτάτορα επτά τουλάχιστον υπομνήματα με υποδείξεις για την εσωτερική κι εξωτερική πολιτική, έξι από τα οποία θα εκδώσει σε φυλλάδιο επί Κατοχής (1942)· ανέκδοτη παρέμεινε μόνο η εισήγησή του «περί οργανώσεως του κράτους υπό ολοκληρωτικήν μορφήν»(1/7/1939), το περιεχόμενο της οποίας δεν δυσκολευόμαστε πάντως να εικάσουμε. Οφθαλμοφανή δε στόχευσή τους αποτελούσε η διασφάλιση μιας θέσης για τον ίδιο στους κόλπους του καθεστώτος, ως εφαρμοστή των προτεινόμενων μέτρων.

Στα υπομνήματά του προς τον βασιλιά, ο Γκοτζαμάνης εγκρίνει έτσι ρητά την εκτροπή της 4ης Αυγούστου, με το σκεπτικό πως «ο Κοινοβουλευτισμός είχεν εκτροχιασθή εις μίαν αντικειμενικήν δημαγωγίαν, συνεπαγομένην Αντικρατικήν και Αντεθνικήν οχλοκρατίαν, παρασκευάζουσα τον θρίαμβον των αντικοινωνικών και ανατρεπτικών ιδεών» (σ. 32).

Ταυτόχρονα όμως, εισηγείται την αντικατάσταση του «προσωποπαγούς» μεταξικού καθεστώτος από μια πιο ευέλικτη δομή, με ανάθεση της διακυβέρνησης «εις άνδρας πιστεύοντας εις αυτούς, δεδοκιμασμένης σταθερότητος και ειλικρινείας, ισχυράς βουλήσεως και αποφασιστικότητος, οι οποίοι θα φθείρωσι και θα θυσιάζωσιν εαυτούς διά να κρατώσι μακράν των ευθυνών και κλονισμών τον θρόνον» (σ. 34-7). «Η ανεύρεσις, χρησιμοποίησις και εναλλαγή» τους θα ήταν «έργον της Υμετέρας Μεγαλειότητος», με το ζητούμενο μάλλον προφανές.

Στον Μεταξά, πάλι, εισηγείται δραστική μεταβολή των εξωτερικών συμμαχιών της χώρας υπέρ του Αξονα. Κινδυνολογώντας ασύστολα περί επικείμενης γιουγκοσλαβικής ηγεμονίας στα Βαλκάνια, υποστηρίζει τα χιτλερικά σχέδια διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας. Προεξοφλεί ότι σε περίπτωση γερμανικής νίκης «αποκλείεται κάθε κίνδυνος εκ μέρους του Αξονος εις βάρος της εδαφικής μας ακεραιότητος» (26/5/1940) και ζητά «ολόκληρον επιτελείον από κατάλληλα πρόσωπα» για την προετοιμασία της κοινής γνώμης, «με κατεύθυνσιν συμπτώσεως των Ελληνο-Γερμανικών αντιλήψεων και συμφερόντων» (σ. 66).

Εναν μήνα πριν από τον τορπιλισμό της «Ελλης» προτείνει μάλιστα (20/7/1940) την αποχώρηση της Ελλάδας από την Κοινωνία των Εθνών, να σταλεί ο διάδοχος Παύλος στη Γερμανία, «ένθα τόσοι λόγοι ιδιωτικής φύσεως [βλ. Φρειδερίκη] δύνανται κάλλιστα να δικαιολογήσουν την παρουσίαν του», και να δοθεί στον Τύπο «κατεύθυνσις δημιουργίας μείζονος Αξονοφιλίας» (σ. 73-4). Εισηγήσεις που, σε συνδυασμό με κάποιες φήμες για «μικροκίνησιν Γκοτζαμάνη εις Μακεδονίαν» (Ημερολόγιο Μεταξά 13/7/1940), πληρώθηκαν τελικά με εκτόπισή του στην Ανδρο.

Πριν εκτοπιστεί, ο Γκοτζαμάνης πρόλαβε να αναπτύξει, με ομιλία του στο Λύκειον Ελληνίδων Θεσσαλονίκης (27/3/1940) που εκδόθηκε σε φυλλάδιο, ένα σχήμα σύνδεσης του αρχαιομακεδονικού παρελθόντος με το νεοελληνικό παρόν, προσαρμοσμένο πλήρως στις πολιτικές ανάγκες της συγκυρίας.

Η επιβολή του Φιλίππου στις ελληνικές πόλεις-κράτη σκιαγραφείται εκεί σαν σωτήρια επικράτηση ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος, φορέα του «ελληνικού ιμπεριαλισμού» (σ. 30) που επέτρεψε στη χώρα «να λύση το δημογραφικόν της πρόβλημα» αποσπώντας τον αναγκαίο ζωτικό χώρο από τους βάρβαρους γείτονές της (σ. 8-9) και ταυτόχρονα τσάκισε τον εσωτερικό κοινωνικό εχθρό.

Η αναλογία με τα καθεστώτα του Αξονα και τους εγχώριους μιμητές τους ήταν κάτι παραπάνω από εξόφθαλμη:

«Γνωστόν το ψυχικόν φαινόμενον να θαυμάζη κάθε άνθρωπος πολιτεύματα και πολιτικούς άνδρας ξένων χωρών, αναλόγως των πολιτικών του πεποιθήσεων. Εν Ελλάδι και εις την εποχήν της ακμής της Σπάρτης, οι αντιπαθούντες τας δημοκρατίας και τας ασχημίας των δημαγωγών εθαύμαζον την Σπάρτην δι’ αυτό και ωνομάζοντο λακωνίζοντες. Την εποχήν της ακμής της Μακεδονίας όλοι οι διανοούμενοι οι αντιπαθούντες τους αριστερισμούς, όλοι οι ευγενείς, οι πλούσιοι και γαιοκτήμονες, οι οποίοι επληροφορούντο ότι εν Πέλλη δεν υπήρχον ρήτορες και δημαγωγοί, ούτε οχλοβοή, ούτε στάσεις, ούτε φυγαδεύσεις, ούτε δημεύσεις περιουσιών, αλλά μία συγκεντρωμένη Διοίκησις, μία Αυλή με εν επιτελείον στρατηγών, οι οποίοι εγνώριζον ότι με το αίμα των θα επλήρωνον κάθε εσφαλμένην απόφασιν, ασφαλώς θα εθαύμαζον, θα συνεπάθουν το έργον του Φιλίππου, θα ήσαν ασφαλώς Μακεδονίζοντες» (σ. 23).

Ο πιο μισητός δωσίλογος

Εναν μήνα μετά την είσοδο της Βέρμαχτ στην Αθήνα, ο Γκοτζαμάνης διορίστηκε υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Τσολάκογλου (26/5/1941). Δέκα μήνες αργότερα, ενώ η Αθήνα γεμίζει πτώματα πεινασμένων, του παραδίδονται και όλα τα παραγωγικά υπουργεία (Εθνικής Οικονομίας, Επισιτισμού, Εργασίας και Γεωργίας), με αρμοδιότητα «πάσης φύσεως επιτάξεις, ακόμη και διενέργεια εκτοπισμών»(Μιχαηλίδης 2001, σ. 62-3).

Από Γερμανούς και Σκανδιναβούς διπλωμάτες περιγράφεται σαν «κόκκινο πανί για τους Ελληνες» και κατεξοχήν «αντικείμενο μίσους και απέχθειας», καθώς «εξουσιάζεται τελείως από τους Ιταλούς, τους οποίους προσπαθεί να προωθήσει προς κάθε κατεύθυνση»· ακόμη κι ο Τσολάκογλου τον θεωρεί «κακόφημο, ρουσφετολόγο και πιθανώς καταχραστή» (Χάγκεν Φλάισερ, «Στέμμα και σβάστικα», τ. Α’, σ. 358 & 361-3). Αν πιστέψουμε δε τον αγγλόφιλο παράνομο Τύπο των ημερών, τα σκάνδαλα του «Αρχικομιτατζή Γκοτζαμανώφ, ο οποίος υποδύεται τον ρόλον του Υπουργού Οικονομικών» συζητήθηκαν ακόμη και στο κατοχικό υπουργικό συμβούλιο («Ελληνικόν Αίμα», 20/7 & 17/9/1942).

Για την πλήρη ταύτισή του με τους κατακτητές, αποκαλυπτικές είναι οι δημόσιες δηλώσεις του περί ελληνικής αποκλειστικά ευθύνης για την πολύνεκρη πείνα: «Αι δυνάμεις του Αξονος, εκ του υστερήματός των στέλλουν τρόφιμα εις την Ελλάδα. Καθ’ ον χρόνον εν Ιταλία μειούται η ατομική μερίς άρτου και γίνεται μόνο 150 γραμμάρια, Ιταλικά σιτοφορτία καταπλέουν εις τους λιμένας μας. Ενώ Γερμανοί στρατιώται μάχονται εις τας χιονοσκεπείς πεδιάδας της Ρωσίας και έχουν ανάγκην υπερσιτισμού, το γερμανικόν κράτος περικόπτει το σιτηρέσιον αυτών και αποστέλλει εις Θεσσαλονίκην βαγόνια σίτου. […] Είναι κατώτερον της εθνικής μας φιλοτιμίας όταν ξένοι λαοί, εχθροί της χθες, νικηταί της σήμερον και άλλοι φιλάνθρωποι διαφόρων χωρών, με θαυμαστήν εν μέσω παγκοσμίου πολέμου αλληλεγγύην μας στέλνουν τρόφιμα, ημείς να κάμωμεν μαύρην αγοράν και απόκρυψιν αυτών» (Μιχαηλίδης 2001, σ. 63-5).

Εξίσου εύγλωττο και το πρωτοσέλιδο άρθρο του σε αθηναϊκές εφημερίδες (25/9/1941), με τίτλο «Σιώπα Γεώργιε» − απάντηση σε ραδιοφωνικό μήνυμα του εξόριστου βασιλιά: «Γεώργιε, δεν μας ήκουσες όταν εσκηνοθέτεις και ετοίμαζες ένα πόλεμον τον οποίον ουδέν ελληνικόν συμφέρον υπαγόρευε. Δεν μας ήκουσες όταν ανοήτως, ασυνειδήτως και γελοιωδώς αγερώχως εκστόμιζες τα διάφορά σου “Όχι” και οδήγεις ασφαλώς την Ελλάδα εις το σημερινόν κατάντημα. […] Αφησε τουλάχιστον ήσυχον τον τόπον αυτόν να κατορθώση εν πνεύματι υπομονής, αγάπης και αλληλεγγύης να αναλάβη ψυχικώς εκ της συντριβής». Για πιο προωθημένα γούστα, άρθρο του στη «Νέα Ευρώπη» (10/11/1941) καυτηρίασε πάλι ως υπεύθυνους για την εμπλοκή της Ελλάδας στον Β’ Παγκόσμιο «τον διεθνή καπιταλισμό και την αγγλοεβραϊκή προπαγάνδα, ομού μετά της ελληνικής πλουτοκρατίας και του ελληνικού σνομπισμού».

Απώτερος -αλλά τελικά απραγματοποίητος- στόχος του Γκοτζαμάνη, όπως πιστοποιούν τα γερμανικά αρχεία, υπήρξε η ανάρρησή του στην κατοχική πρωθυπουργία με τη στήριξη του Ντούτσε. Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Ράλλη, τον Απρίλιο του 1943, σήμανε ωστόσο τον παραγκωνισμό του από τον νέο οικονομικό αστέρα του δωσιλογισμού, Εκτορα Τσιρονίκο. Με την άδεια των Γερμανών, ο Μακεδόνας πολιτικός κατέφυγε έτσι τον ίδιο μήνα στην ουδέτερη Ελβετία «για λόγους προσωπικής ασφάλειας» (Μark Mazower, «Στην Ελλάδα του Χίτλερ», Αθήνα 1994, σ. 106).

Μεταπολεμικά, θα ισχυριστεί ανενδοίαστα πως «απεχώρησε της Κυβερνήσεως λόγω της γνωστής αντιθέσεώς του προς τους κατακτητάς»(!), ο δε βιογράφος του αναπαράγει ισχυρισμούς συγγενών του πως «τον φυγάδευσαν στην Ελβετία κάποιοι φίλοι του για να μην πέσει στα χέρια των Γερμανών, οι οποίοι τον αναζητούσαν» (Μιχαηλίδης 2001, σ. 71 & 263).

Ως ύστατη πράξη θα απευθύνει στους Χίτλερ και Μουσολίνι μια έκθεση στα ιταλικά, με τίτλο «Η Νέα Ευρώπη», σκιαγραφώντας το όραμα μιας μελλοντικής Ε.Ε. με ενιαίο νόμισμα, υπέρβαση των ενδοευρωπαϊκών εθνικισμών και αναζήτηση «ζωτικού χώρου» πέραν της γηραιάς ηπείρου. Συμπίλημα παραπόνων για τη δομική ανισότητα της υπαρκτής Νέας Τάξης και εμετικής κολακείας των παραληπτών, το γραπτό του δεν είχε φυσικά το παραμικρό αποτέλεσμα (Mazower, όπ. π., σ. 105-8).

Καταδίκη και αποκατάσταση

Με το τέλος του πολέμου, ο Γκοτζαμάνης μετακινήθηκε το 1945 στην Ιταλία. Την ίδια χρονιά καταδικάστηκε ερήμην από το Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων της Αθήνας σε θάνατο και δήμευση της περιουσίας του για «διευκόλυνση του εχθρού και της προπαγάνδας του», δίχως να ακολουθήσει διάβημα για την έκδοσή του. Οπως άλλωστε μας διαβεβαιώνει ο βιογράφος του, «κατά τη διάρκεια της αναγκαστικής εξορίας του ο Γκοτζαμάνης δεν έπαψε ούτε στιγμή να ενδιαφέρεται και να ασχολείται με τα εθνικά ζητήματα» (σ. 77).

Εξι χρόνια μετά την καταδίκη του, ο κατοχικός υπερυπουργός αμνηστεύθηκε με ειδική διάταξη που η Βουλή πρόσθεσε στα «μέτρα ειρηνεύσεως» του Πλαστήρα (Ν. 1829/1951), για παραγραφή των καταδικαστικών αποφάσεων σε βάρος δωσιλόγων εντός πενταετίας (αντί της συνήθους εικοσαετίας).

Πριν επαναπατριστεί, ο αμνηστευθείς θα απευθυνθεί από τη Ρώμη στον τέως τότε υφυπουργό Οικονομικών Κωνσταντίνο Μητσοτάκη (1/7/1952), διεκδικώντας όχι μόνο την απόδοση της περιουσίας του αλλά και την απαλλαγή του από την έκτακτη φορολογία των πλουτισάντων επί Κατοχής.

Ακολούθησε η εκλογική κάθοδος του 1954, η μετωπική αναμέτρηση με όσους εξακολουθούσαν να μη συγχωρούν τη συνεργασία του με τον κατακτητή και η πανηγυρική «δικαίωσή» του από τους εθνικόφρονες Θεσσαλονικείς. Την πιο χαρακτηριστική ίσως απόδειξη αυτής της αμφιθυμίας παρέχει η στάση του ανθρώπου που θα αναλάμβανε την επόμενη χρονιά τα ηνία της χώρας.

«Εάν υπάρχει ένας Ελλην, ο οποίος δεν δικαιούται να ζητεί την ψήφον του ελληνικού λαού, αυτός είναι ο Γκοτζαμάνης», φέρεται να δήλωσε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στον «Ελληνικό Βορρά» του υπουργού Γεωργίας Πέτρου Λεβαντή (17/11/1954). Την επομένη, μια αμήχανη διάψευση του μέλλοντος εθνάρχη στο «Φως» ξεκαθάριζε ωστόσο πως ο ίδιος «ουδεμίαν ανάμιξιν δύναται να έχη εις την επικειμένην εκλογήν».

Σε κάθε περίπτωση, το 43,4% του 1954 αποτέλεσε το κύκνειο άσμα του Γκοτζαμάνη. Οταν στις 11/5/1958 δοκίμασε την τύχη του για τη Βουλή με την «Ενωσιν Λαϊκών», απέσπασε όλους κι όλους 790 σταυρούς.

«Μην παραμορφώνετε την Ιστορία»

Διαφορετικές ήταν οι προοπτικές της ομιλίας του το 1957 στην ΕΜΣ − με την οποία, όπως εύστοχα επισημαίνει ο Σπύρος Μαρκέτος, τέθηκαν οι βάσεις της ελληνομακεδονικής εθνικοφροσύνης (και) των ημερών μας.

Από μια άποψη δεν ήταν παρά επανάληψη της αντίστοιχης διάλεξης του 1940, προσαρμοσμένη στα μεταπολεμικά δεδομένα. Η μάχη της Χαιρώνειας παραλληλίζεται λ.χ. με τον Πόλεμο της Κορέας (σ. 18), η απαγόρευση του πολιτικού ασύλου από τον Φίλιππο παραπέμπει ευθέως στους «συμμορίτες» του ΔΣΕ (σ. 20), εξειδικεύονται δε τα συμφραζόμενα της πάταξης της αρχαιοελληνικής «Αριστεράς» από την εθνικά ορθή μακεδονική μοναρχία, μετά την επικράτηση της οποίας «απηγορεύετο η εφαρμογή δημοκοπικών μέτρων, όπως αναδασμός γης, απελευθέρωσις δούλων, εξάλειψις χρεών» κ.ο.κ. (σ. 19-20).

Με τον Φίλιππο προπομπό της Ενωμένης Ευρώπης, η σύγκριση των αντιμακεδονιστών της αρχαιότητας με τους σημερινούς «οπαδούς του απολύτως κυριάρχου Κράτους» επέτρεψε, επίσης, τη σχετικοποίηση των διαχωριστικών γραμμών του πρόσφατου παρελθόντος: «Ερωτώ, ποίοι είναι οι προδόται και ποίοι πατριώται, οι Πανευρωπαϊσταί, οι Πανελληνισταί ή οι οπαδοί του παλαιού κρατικού σχήματος, οι οπαδοί του κατά πόλεις Κράτους, εν μία λέξει οι τοπικισταί;» (σ. 26).

Στο πλαίσιο αυτό, νομιμοποιούνταν έμμεσα ακόμη και το χιτλερικό Blietzkrieg: «Ο πόλεμος διά να είναι νικηφόρος πρέπει να είναι αιφνιδιαστικός και προληπτικός», διαβεβαιώνει ο πάλαι ποτέ εκλεκτός του Αξονα (σ. 30), ιδίως όταν αποβλέπει -όπως επί Μεγαλέξανδρου- στην απόσπαση «του απαραιτήτου ζωτικού χώρου διά να μη αποθάνη η φυλή εκ πείνης» (σ. 31).

Ο διακηρυκτικός αυτός πανευρωπαϊσμός συμβάδιζε πάντως με την πιο συμπλεγματική επίδειξη ανω/κατωτερότητας έναντι της Δύσης: «Το έργον των προγόνων μας, κύριοι, είναι μοναδικόν εις την ιστορίαν. Ουδείς άλλος λαός δύναται να παρουσιάση όχι παρόμοιον αλλ’ ουδέ καν ανάλογον. […] Ο πολιτισμός ο ιδικός μας είναι Πλάτων και Αριστοτέλης, Ευριπίδης και Αισχύλος, Φειδίας και Πραξιτέλης, ενώ ο ιδικός σας είναι πετρέλαια, άνθρακες και δολάρια. […] Μη παραμορφώνετε και μη παραποιήτε την ιστορίαν. Πλην του Λεωνίδα και των Μαραθωνομάχων οι Ελληνες έχομεν και τον Γρανικόν, την Ισσόν και τα Γαυγάμηλα και μίαν μεγάλην αυτοκρατορίαν, διά τα οποία, κατά περίεργον τρόπον, ουδέποτε μας ομιλείτε, διότι ίσως φοβείσθε μήπως σας υπενθυμίσωμεν ότι διά της αυτοκρατορίας εκείνης και εκ της αυτοκρατορίας εκείνης προέκυψεν ο Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, χάρις εις τον οποίον εξήλθατε από τας τρώγλας και τα σπήλαια» (σ. 38-9).

Σε τελική ανάλυση, το πραγματικό διακύβευμα ήταν βέβαια -όπως και το 1941- μάλλον πεζό: «Αφήσατε την ιστορίαν μας και πέστε μας τι θέλετε από ημάς και ποίον θα είναι το αντάλλαγμα του αίματος που μας ζητείτε, διότι δεν θέλομεν να κλαύσωμεν και πάλιν ως μωραί παρθέναι εξαπατηθείσαι και αποπλανηθείσαι»(σ. 40).

Η «δικαίωση»

Αυτά, τη μακρινή δεκαετία του ’50. Η ύστατη όμως δικαίωση του Σωτηρίου Γκοτζαμάνη δεν ήρθε εν ζωή, αλλά την επαύριο των συλλαλητηρίων του 1992. Αναφερόμαστε στη σύνταξη και κυκλοφορία της βιογραφίας του που, όπως ο ίδιος ο συγγραφέας της εξηγεί (σ. 7-10), υλοποιήθηκε με παρότρυνση και συνδρομή του περιβάλλοντος του εκλιπόντος: του Ιωάννη Παλαμήδη, στενού συνεργάτη και χρηματοδότη του Γκοτζαμάνη, και του εθνικόφρονος τοπικού πολιτιστικού συλλόγου «Ο Φίλιππος», με πρόεδρο τον ανιψιό Γκοτζαμάνη.

Ενας άλλος ενισχυτής του εγχειρήματος, ο (πρώην) νομάρχης Πέλλας Γεώργιος Τάνος, ξεκαθαρίζει στον πρόλογο πως ο βιογραφούμενος ήταν «παρεξηγημένη προσωπικότητα και ήρθε η ώρα να αποκατασταθεί όπως του αξίζει» (σ. 3).

Ο ίδιος ο βιογράφος δεν θα μπορούσε, τέλος, να γίνει σαφέστερος: «Είναι αλήθεια», αποφαίνεται στον επίλογο (σ. 108-10), «πως οι κατοχικές κυβερνήσεις δεν μπορούν να καυχηθούν για την αποτελεσματικότητά τους. Το αντίθετο μάλλον θα ήταν παράδοξο. Δεν είναι δίκαιο όμως να φέρουν στις πλάτες τους συνολικά τη ρετσινιά του δοσιλογισμού και της προδοσίας. Τέτοιου είδους κατηγορίες σχηματοποιήθηκαν και εν πολλοίς επικράτησαν, δικαιολογημένα σε ένα βαθμό, μέσα στο συγκινησιακά φορτισμένο κλίμα που ακολούθησε την περίοδο μετά την απελευθέρωση. Σήμερα όμως, μισόν αιώνα αργότερα, είναι ανάγκη να γίνει μια πιο ψύχραιμη αποτίμηση της περιόδου, απαλλαγμένη από τα εμφυλιοπολεμικά σύνδρομα που ταλάνισαν επί μακρόν την ελληνική κοινωνία. Είναι ανάγκη να παραδεχτούμε πως αρκετοί από τους Ελληνες που συνεργάστηκαν πολιτικά με τις δυνάμεις του Αξονα τη δεκαετία του 1940 δεν ήταν ριψάσπιδες και δοσίλογοι, αλλά υπήρξαν συνειδητοί οπαδοί ιδεολογικών ρευμάτων, φασιστικών κυρίως αποκλίσεων, που είχαν εκπορευτεί από τη Γερμανία και την Ιταλία την περίοδο του Μεσοπολέμου. Ενας από αυτούς ήταν και ο Γκοτζαμάνης. […] Δεν ήταν άμοιρος ευθυνών, αλλά δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως υπηρέτησε πιστά την ιδεολογία του, η οποία, παρά τις κατά καιρούς διαφοροποιήσεις της, παρέμεινε σε κάθε περίπτωση αταλάντευτη στη γραμμή της προώθησης των συμφερόντων του μακεδονικού ελληνισμού. Κι αυτό αποτελεί για τον ίδιο μια έστω και μετά θάνατον δικαίωση».


? Διαβάστε
▶ Ιάκωβος Μιχαηλίδης, Σωτήριος Γκοτζαμάνης. Ο άνθρωπος, ο πολιτικός, ο μύθος (Θεσσαλονίκη 2001, εκδ. Βάνιας). Ακρως εξιδανικευτική βιογραφία του δωσίλογου υπερυπουργού από έναν Βορειοελλαδίτη πανεπιστημιακό, συνταγμένη με παρότρυνση και στήριξη συνεργατών και συγγενών του βιογραφούμενου.
▶ Spyros Marchetos, «A Slav Macedonian Greek Fascist? Deciphering the Ethnicophrosyne of Sotirios Gotzamanis», σε Alexandra Ioannidou & Christian Voss (eds), Spotlights on Russian and Balkan Slavic Cultural History (Μόναχο-Βερολίνο 2009, εκδ. Verlag Ottop Sagner), σ. 67-96. Ο Γκοτζαμάνης ως πρωτεργάτης του ελληνομακεδονικού φασισμού και της βορειοελλαδικής εθνικοφροσύνης των μεταπολεμικών δεκαετιών.
▶ Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Κοινωνικαί τάξεις και πολιτικά κόμματα (Θεσσαλονίκη 1923, Τύποις Μ. Τριανταφύλλου & Σίας). Η πολιτικοκοινωνική κοσμοθεωρία του νεαρού τότε πολιτικού, επαρκώς στρογγυλεμένη για τα target groups στα οποία απευθυνόταν.
▶ Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Η Πανελλήνιος Ιδέα ως δυναμικόν στοιχείον εν τη ιστορία του 4ου αιώνος π.Χ. (Θεσσαλονίκη 1940, εκδ. Λύκειον Ελληνίδων Θεσσαλονίκης). Ο Φίλιππος κι οι οπαδοί του ως υπόδειγμα αποτελεσματικής αντιμετώπισης της εθνοφθόρας αρχαιοελληνικής «Αριστεράς».
▶ Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Υπομνήματα επί της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής, περί μειονοτήτων και αφομοιώσεως πληθυσμών (Αθήνα χ.χ. [1942]). Εξι από τα επτά -τουλάχιστον- γραπτά του Γκοτζαμάνη προς την ηγεσία της 4ης Αυγούστου, δημοσιευμένα ως τεκμήρια της προπολεμικής αξονοφιλίας του.
▶ Σωτήριος Γκοτζαμάνης, Η παρά των Ελλήνων κατάκτησις της Ασίας υπό την ηγεσίαν του Μεγάλου Αλεξάνδρου (Θεσσαλονίκη 1957). Πανηγυρική ομιλία στην Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, που εξέδωσε το φυλλάδιο αποφεύγοντας να το εντάξει στις επίσημες σειρές της. Επανάληψη της «Πανελληνίου Ιδέας» του 1940, με κατάλληλη προσαρμογή στο ιδιότυπα αντιδυτικό (λόγω Κυπριακού) κλίμα των ημερών.

Πηγή: Τάσος Κωστόπουλος – efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το