Στην πυρά, ως αντεθνικό, το αναγνωστικό του Ζ. Παπαντωνίου «Τα ψηλά βουνά»
“Χωρίς διάβασμα, το πνεύμα χάνει βάρος. Όπως ακριβώς το σώμα που δεν τρώει. Το βιβλίο είναι τροφή και νερό” Β. Ουγκώ
Θα μπορούσε να είναι μία «απλή» λογοκρισία. Περικοπή «επιλήψιμων» φράσεων ή έστω απόσυρση των βιβλίων που «προσβάλλουν» ή «θίγουν» συνειδήσεις, «χρηστά ήθη», «αισθητικές».
Η λογοκρισία, άλλωστε, είναι υπόθεση οικεία σχεδόν στο σύνολο των «πολιτισμένων» λαών, όπου κατά καιρούς έχει επιχειρηθεί φίμωση «παραφωνιών». Θα μπορούσε να είναι μία «απλή» λογοκρισία, λοιπόν…
Αλλά δεν είναι. Ακόμα και ως διαδικασία λογοκρισίας, η αποτέφρωση βιβλίων αποτελεί την πλέον αποτρόπαιη -κυρίως ως προς τον τελετουργικό συμβολισμό της- απόπειρα χειραγώγησης ενός λαού.
Η γνώση που ρίχνεται στην πυρά αντιστοιχεί σε επιδεικτική καταδίκη ενός μυαλού σε ατροφία. Η στοίβα βιβλίων που καίγονται σε κοινή θέα αντιστοιχεί σε επιδεικτική καταδίκη ενός λαού σε στασιμότητα.
Η καύση βιβλίων είναι, δυστυχώς, πολύ παλιά ιστορία στην πορεία της ανθρωπότητας.
Τόσο παλιά όσο και η συντονισμένη ανάγκη των ανθρώπων να επιβάλλονται και να ελέγχουν νόες και ζωές. Κατά περιόδους, η ιστορία ανακάλυπτε τη «συνταγή» της καύσης των βιβλίων κρυμμένη στη φαρέτρα των ολοκληρωτικών καθεστώτων, που επιχειρούσαν να ομογενοποιήσουν τους λαούς τους.
Από τα «άσεμνα» του Σαβοναρόλα στη Φλωρεντία του 15ου αι. ως τα «αιρετικά» του Λούθηρου στη Σαξονία του 16ου και από τα «αντεθνικά» της ναζιστικής Γερμανίας του 20ού αι. και του καθεστώτος στην Κίνα ως εκείνα τα «έντυπα θύματα» του ISIS που έπρεπε να εξαφανιστούν επειδή αποδείκνυαν την πολιτιστική πολυμορφία του ιρακινού λαού του 21ου, το βιβλίο, ο κύριος κομιστής της γνώσης και της πληροφορίας, έχει μετατραπεί σε στωικό μάρτυρα θρησκευτικού, πολιτικού ή πολιτιστικού δογματισμού.
Σκοταδιστικές τελετές καύσης βιβλίων στην Ελλάδα
Καύση βιβλίων καταγράφει, δυστυχώς, και η ελληνική ιστορία. Η πρώτη ζοφερή σελίδα ανάγεται στην εποχή της δικτατορίας του Μεταξά και η δεύτερη στη χούντα των Συνταγματαρχών.
Αύγουστος του 1936. Τέτοιες μέρες.
Ο Γεώργιος Β΄, μετά τον ξαφνικό θάνατο του Κωνσταντίνου Δεμερτζή και χωρίς την έγκριση των υπολοίπων ηγετών του Κοινοβουλίου, επιλέγει να διορίσει πρωθυπουργό τον στρατηγό Ιωάννη Μεταξά. Ο Μεταξάς λαμβάνει διευρυμένη ψήφο εμπιστοσύνης (υπερψηφίζουν τα μεγάλα κόμματα των Σοφούλη, Τσαλδάρη και Θεοτόκη, καταψηφίζουν τα μικρά των Καφαντάρη, Σκλάβαινα και Παπανδρέου, απέχει το κόμμα του Παπαναστασίου), παρότι στις τελευταίες εκλογές το κόμμα του δεν έχει λάβει ούτε το 4% των ψήφων.
Στις 4 Αυγούστου, με τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου Β΄ και με αφορμή την εξαγγελία -για την επομένη- απεργίας από τα εργατικά συνδικάτα, αναστέλλει την ισχύ σειράς άρθρων του Συντάγματος περί ατομικών ελευθεριών και διαλύει τη Βουλή, χωρίς την προκήρυξη νέων εκλογών.
Έχει προηγηθεί ο ματωμένος Μάης, όταν κατά τη διάρκεια καταστολής μεγάλης διαδήλωσης καπνεργατών στη Θεσσαλονίκη, βρίσκουν τον θάνατο 12 διαδηλωτές και περισσότεροι από 200 τραυματίζονται.
Είναι εποχή διεκδικητικής έξαρσης του εργατικού κινήματος στην Ελλάδα (και γενικότερα στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, όπου εμφανίζονται «απειλητικοί» θύλακοι προοδευτισμού), που εκπορεύεται και ενθαρρύνεται κυρίως από το ΚΚΕ και ο Μεταξάς δεν προτίθεται να επιτρέψει στους κομμουνιστές να του χαλάσουν τη συνταγή της συμπαγούς και αταλάντευτης εθνικοφροσύνης…
Στο αιτιολογικό έγγραφο, που συνοδεύει τα διατάγματα με τα οποία καταργούνται τα σημαντικά άρθρα του Συντάγματος, σημειώνεται: «…Η χώρα ευρίσκεται εις έκρυθμον κατάστασιν και εις τας παραμονάς ανατρεπτικής στασιαστικής κινήσεως… Αρχήν εκδηλώσεως της στασιαστικής ταύτης ενεργείας θα αποτελέσει η οργανωθείσα δι’ αύριον πανεργατική απεργία ήτις πρόκειται εξελισσόμενη αμέσως εις μακράς διαρκείας ταύτην, να προσλάβει την μορφήν καθαρώς εμφυλίου πολέμου…».
Έτσι, καταλύει το δημοκρατικό πολίτευμα και τον κοινοβουλευτισμό, για τον οποίο ουδέποτε έκρυψε την αντιπάθειά του και εγκαθιστά την πιο ολοκληρωτική δικτατορία, που γνώρισε ο τόπος.
Ο Μεταξάς αξιοποιεί κατά το μέγιστο τη θερινή ραστώνη και πιάνει τη χώρα στον ύπνο…
Είναι ένας Αύγουστος με ασυνήθιστο καύσωνα και το ενδιαφέρον του κοινού μοιράζεται ανάμεσα στον ισπανικό εμφύλιο και τους Ολυμπιακούς του Βερολίνου, όπου θριαμβεύει ο Έλληνας παλαιστής Τζιμ Λόντος.
Καθώς η κυβέρνηση απαγορεύει την κυκλοφορία των εφημερίδων την επομένη (5 Αυγούστου), οι Έλληνες πληροφορούνται αρκετά αργότερα την κατάλυση του πολιτεύματος.
Ποτέ ξανά στη σύγχρονη ιστορία της, η χώρα δεν γνώρισε ηγέτη τόσο απερίσπαστα ταμένο στη θεωρία «ενός ανδρός αρχή». Ο Μεταξάς διευθύνει μία κυβέρνηση, στην οποία ο ίδιος κατέχει το χαρτοφυλάκιο έξι υπουργείων!
Το «Νέο Κράτος» έχει την ιδιομορφία της δικτατορίας που δεν επιβλήθηκε διά πραξικοπήματος. Στηρίζεται στον βασιλιά και την παθητική αδράνεια των υπολοίπων κομμάτων.
«Πρόκειται για γνήσιο τέκνο της ελληνικής συντηρητικής παράταξης, φιλοβασιλικό, ικανό στρατηγικό νου, λιτό, αυστηρό στοχοπροσηλωμένο στην ελληνικότητα. Δεν κατατρύχεται από φυλετικές εμμονές (δεν ασχολείται με τους Εβραίους), αλλά επιμένει στο θέμα της γλωσσικής ομοφωνίας, επιβάλλοντας τα Ελληνικά στους σλαβόφωνους της χώρας. Επιδιώκει να ομογενοποιήσει τον πληθυσμό» θα περιγράψει τον Μεταξά ο ιστορικός Τάσος Σακελλαρόπουλος.
Πράγματι, λοιπόν, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα φασιστικά καθεστώτα, που ανθούν αυτήν την εποχή στην Ευρώπη, ο Μεταξάς δεν διαθέτει ισχυρή λαϊκή βάση, ούτε θα καταφέρει ποτέ να την αποκτήσει. Θα αποκτήσει, όμως, μία ισχυρή και εξαιρετικά δραστήρια νεολαία, που διαθέτει μάλιστα και το δικό της περιοδικό («Νεολαία»). Η ΕΟΝ (Εθνική Οργάνωση Νεολαίας) ιδρύεται το 1936-37. Στην αρχή, η ένταξη των νέων είναι προαιρετική. Μετά τον δεύτερο χρόνο επιβάλλεται. Τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια, στρατολογούνται στα σχολεία από 8 χρόνων. Τα μέλη της ΕΟΝ χωρίζονται σε δύο ηλικιακές ομάδες: Από 8 έως 14 και από 15 έως 24 χρόνων και χαρακτηρίζονται «σκαπανείς» και «φαλαγγίτες». Στόχος της Οργάνωσης είναι η ομογενοποίηση της νεολαίας στο δόγμα της «ανασχέσεως παντός προοδευτικού στοιχείου». Το 1940, η ΕΟΝ μετράει περισσότερα από ένα εκατομμύριο μέλη και όλα ορκίζονται στο όνομα του Μεταξά.
Οι νέοι κάθε καινούργιας φουρνιάς της Οργάνωσης παρουσιάζονται και ορκίζονται στο προαύλιο της Βουλής. Ο πρωθυπουργός καλωσορίζει τα νέα μέλη σε μία ομιλία κλισέ:«… από τη στιγμή που θα ορκιστείτε τον κατεξοχήν ελληνικό αυτόν όρκο, είστε στρατιώται και αγωνισταί της ιδέας της Ελλάδος και της ιδέας της 4ης Αυγούστου. Εν τη πραγματικότητι, δεν πρόκειται περί μίας και μόνης ιδέας, της αιώνιας ελληνικής ιδέας. Η 4η Αυγούστου είναι η ιδία η Ελλάς. Φαλαγγίτες, πιστεύσατε, αγωνιστείτε, νικήσατε…» .
Οι ΕΟΝίτες φορούν στολή σκούρου μπλε χρώματος, λευκή γραβάτα και δίκοχο. Χαιρετούν με προτεταμένο το δεξί χέρι (εν είδει αρχαιοελληνικού χαιρετισμού, που όμως παραπέμπει στο ναζιστικό καθεστώς) και μυούνται κυρίως στην εξόντωση των ξενιστών της κομμουνιστικής ιδέας. Πληροφορίες αναφέρουν ότι, κατά περίπτωση, μέλη της ΕΟΝ καταγγέλλουν ακόμα και τους γονείς τους για κομμουνιστική δράση. Δεν επιβεβαιώνονται ποτέ.
Ο σπόρος της ΕΟΝ μπαίνει στα μικράτα και στην εφηβεία ανθίζει. Στην τριτοβάθμια πια εκπαίδευση, οι φοιτητές αναλαμβάνουν δράση… Είναι αυτό το δραματικά οξύμωρο. Οι διδασκόμενοι και κομιστές της γνώσης να αξιολογούν την ίδια τη γνώση ως επικίνδυνη και να την εκτελούν! Είναι οι φοιτητικοί σύλλογοι που αναλαμβάνουν την αποτέφρωση βιβλίων, ως προϊόντων «επαναστατικής σκέψης»! Καίνε επιδεικτικά βιβλία! Και τι βιβλία! Θουκυδίδη, Πλάτωνα, Σοφοκλή, Αριστοφάνη…
Σε κοινή πλεύση με τα υπόλοιπα ολοκληρωτικά καθεστώτα της εποχής, ο Μεταξάς εξαπολύει πόλεμο στον κομμουνισμό, θεσμοθετώντας για αρχή το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων» και επιβάλλοντας σειρά απαγορεύσεων, που… εγκυμονούν κινδύνους για το «θεάρεστο έργο» του. Εγκαινιάζει πρωτόγνωρα βασανιστήρια (ξυλοδαρμούς, ρετσινόλαδο, κολώνες πάγου…), οι υπηρέτες του καθεστώτος, με επικεφαλής στο υφυπουργείο Δημοσίας Ασφαλείας τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, δολοφονούν και παρουσιάζουν τις δολοφονίες ως αυτοκτονίες. Οι… ευφάνταστοι νόες συλλαμβάνουν διαρκώς νέες ιδέες βασανισμού.
Η επεξεργασία των ιδεών, ωστόσο, δεν περιορίζεται μόνον στους τρόπους βασανισμού, αλλά και στον εκτοπισμό πλειάδας συγγραφέων «εις το πυρ το εξώτερον».
Ύποπτοι για «άλωση» του περήφανου εθνικού πνεύματος δεν είναι μόνον «επαναστάτες» κλασικοί και οι θεωρητικοί του κομμουνισμού (Μαρξ, Έγγελς, Λένιν, Πλεχάνοφ κλπ). Η σύγχρονη ελληνική πεζογραφία περιέχει αρκετό «αντιδραστικό» υλικό. Κι αν δεν είναι ευθέως αντιδραστικό, είναι διά της πλαγίας… Για «καύσιμη ύλη» προορίζεται κάθε τι που προάγει το πνεύμα και την ατομική ελευθερία, κάθε τι που αντίκειται στο δόγμα, κάθε τι που ενθαρρύνει την αναζήτηση, κάθε τι που υπαινίσσεται το φρέσκο, κάθε τι που παρουσιάζει έναν νέο κόσμο, μη υποταγμένο, μη ομογενοποιημένο…
«Η γελοιοποίηση των απαγορεύσεων κορυφώνεται με τις “πυρές” και τις απαγορεύσεις των βιβλίων, που περιλαμβάνουν ακόμα και την Αντιγόνη του Σοφοκλή και τον Επιτάφιο του Θουκυδίδη “εξαιτίας των δημοκρατικών ιδεών τους”!» αναφέρει ο Νίκος Σβορώνος στην «Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας».
Εις το πυρ το εξώτερον η «σατανική προπαγάνδα μιας μαφίας»
Η αρχή γίνεται στις 8 Αυγούστου του 1936, μόλις τέσσερις ημέρες από την κατάλυση της Δημοκρατίας. Το καθεστώς δείχνει τα δόντια του, με ομάδες «εθνικοφρόνων φοιτητών», οι οποίοι προχωρούν σε μία γενική πρόβα καύσης «μιαρών βιβλίων» στα προπύλαια του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Μέλη των φασιστικών οργανώσεων και διάφοροι τραμπούκοι ή πληρωμένοι αλήτες, με άγριους αλαλαγμούς χαράς, άναψαν σε δημόσιους χώρους μεγάλες φωτιές και έκαψαν εκατοντάδες τόμους βιβλίων Ελλήνων και ξένων συγγραφέων» περιγράφει στο βιβλίο του «4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ» ο Σπύρος Λιναρδάτος.
Η «μεγάλη πρεμιέρα» είναι για τις 16 Αυγούστου, οπότε θα λάβει χώρα «διά παραδειγματισμόν» η ταυτόχρονη στις μεγάλες πόλεις της χώρας φιέστα καύσης των «αντεθνικών εντύπων»! Τα δε βιβλία που θα «πρωταγωνιστήσουν» αποτελούν θηράματα ενός ιδιότυπου κυνηγιού, που έχει εξαπολυθεί όλες τις προηγούμενες μέρες σε βιβλιοπωλεία, δημόσιες βιβλιοθήκες και ιδιωτικές βιβλιοθήκες, ακόμη και σπίτια! Η καύση του κατασχεθέντος υλικού θα γίνει στην Αθήνα, στα Προπύλαια και τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, στον Πειραιά στο Πασαλιμάνι και στη Θεσσαλονίκη υπό την σκιά του Λευκού Πύργου.
«Η Εθνική Φοιτητική Νεολαία Πειραιώς, προβαίνουσα εις την εξαφάνισιν δια πυράς ολοκλήρου σειράς κομμουνιστικών εντύπων την προσεχή Κυριακήν και ώραν 8 μ.μ. και εν τη πλατεία Πασαλιμανίου Πειραιώς προσκαλεί άπαντας τους εθνικόφρονας νέους, όπως προσέλθουν εν τη πλατεία Τερψιθέας 7 μ.μ. ίνα εν σώματι μεταβούν και συμμετάσχουν εις την τελετήν» «διαφημίζουν» την εβδομάδα πριν τη φιέστα οι εφημερίδες.
«… Κατόπιν διαταγής του Γ’ Σώματος Στρατού, την 16ην τρέχοντος, ημέραν Κυριακήν και ώραν 19ην, θα λάβει χώραν καταστροφή δια πυρός κατασχεθέντων κομμουνιστικών βιβλίων και εντύπων εις την πλατείαν του Λευκού Πύργου, εις ην εκλήθησαν να παραβρεθώσι αι εθνικιστικαί οργανώσεις […]» σημειώνεται στη σχετική ανακοίνωση της Αστυνομικής Διεύθυνσης Θεσσαλονίκης.
Εκτενή -διθυραμβικά της «σωτήριας παρέμβασης»- ρεπορτάζ φιλοξενεί την επομένη ο ελεγχόμενος Τύπος, κάτω από δραματικές φωτογραφίες με τη γνώση που έχει μετατραπεί σε βουνά στάχτης! Περί «σατανικής προπαγάνδας μίας μαφίας», η οποία «με τα διάφορα “μπροσούρ” της και τας ποικιλωνύμους “μορφωτικάς” εκδόσεις της, παρεδόθη χθες εις το πυρ της εθνικής αποδοκιμασίας» (!)κάνει λόγο το ρεπορτάζ της εφημερίδας «Ταχυδρόμος Βορ. Ελλάδος» της 17ης Αυγούστου του 1936, σύμφωνα με το οποίο εκείνη τη σκοτεινή μέρα «θανατώνονται» περισσότερα από 10.000 βιβλία!
Στη Αθήνα, τη φωτιά στα Προπύλαια ανάβει ο φοιτητής Σαρρής, μέλος της ακροδεξιάς παρακρατικής οργάνωσης ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάς) και ο σύντροφός του Παναγιωτόπουλος κραυγάζει με έπαρση: «ρίχνομεν εις τας φλόγας το μίασμα αυτό της σκέψεως και της ψυχής του έθνους από την ηθική σκλαβιά εις την οποία συνέτειναν και τα βιβλία αυτά»!
Εν τω μεταξύ, ο Μανιαδάκης απογειώνει τον διωγμό. Καταρτίζει καταλόγους «μολυσματικού» υλικού, τους οποίους εμπλουτίζει διαρκώς με νέα βιβλία. Η έννοια του «κομμουνιστικού εντύπου» για το καθεστώς είναι κάπως… ελαστική. Για τη φωτιά ετοιμάζονται ο Δαρβίνος, ο Φρόιντ, ο Σο, ο Φρανς, ο Χάινε, ο Γκόργκι, ο Γκαίτε, ο Ντοστογιέφσκι, ο Μολιέρος, ενώ από εσωτερική… εσοδεία, ο Μυριβήλης, ο Καρκαβίτσας, ο Παπαδιαμάντης, ο Καζαντζάκης, ακόμη και ο Παπαντωνίου με «τα ψηλά βουνά» του. Ό,τι κρύβει ακόμα και υπαινιγμό απελευθέρωσης του πνεύματος βρίσκει τη θέση του στον κατάλογο του Μανιαδάκη. Η μαύρη λίστα φτάνει κάποτε να αριθμεί περί τους 500 τίτλους!
Είναι ο «Γ΄ Ελληνικός Πολιτισμός» (Α΄ είναι ο αρχαίος και Β΄ ο βυζαντινός), που ευαγγελίζεται για την Ελλάδα η κυβέρνηση του Μεταξά και σε αυτόν δεν έχουν θέση ούτε η δημοκρατία ούτε ο προαγωγή του πνεύματος. Κάποτε, μάλιστα, αποπειράται να «βάλει χέρι» και στο θέατρο.
Είναι μία παράσταση της Αντιγόνης του Σοφοκλή, που ετοιμάζει το Εθνικό. Ο Μεταξάς προσπαθεί να ανακόψει το ανέβασμά της, αλλά η κατακραυγή των συντελεστών αλλάζει τα σχέδιά του. Εντέλει, αρκείται στο να «ψαλιδίσει» ορισμένους «επιλήψιμους» στίχους… Χρόνια πολλά μετά, σε συνέντευξή του, ο μεγάλος του θεάτρου, Κάρολος Κουν, εξομολογείται:
«Με είχαν καλέσει στην Ασφάλεια του Μεταξά. Να απολογηθώ, λέει, επειδή παρουσίαζα κομμουνιστικά έργα. Τους ρώτησα κι εγώ ποια είναι αυτά τα κομμουνιστικά έργα που ανεβάζω. Ο “Πλούτος” του Αριστοφάνη και ο “Κατά φαντασίαν ασθενής” του Μολιέρου, μου απάντησαν…».
Ο Μεταξάς αποδήμησε δίχως προοπτικές διαδοχής ή αντικατάστασής του, για την οποία, άλλωστε, ο ίδιος ουδόλως είχε μεριμνήσει, τερματίζοντας στα τέλη του Ιανουαρίου του ’41 την πενταετή δικτατορία του.
e-prologos.gr