Εισήγηση της Αρετής Σπαχή στο Συνέδριο της ΠΕΦ – ΕΦΝΗ για το Βάρναλη στο Ηράκλειο
«ΥΦΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΡΝΑΛΗ»
Το πολυεπίπεδο και πρωτοποριακό έργο του Βάρναλη γεννά το «δέος», όπως δηλώνει εμφαντικά ο Παλαμάς στην επιστολή του προς τον ποιητή. Αποτελεί μια πραγματική «τομή» στη Νεοελληνική Ποίηση, η οποία αποτυπώνεται τόσο στα πρώτα στάδια της ποιητικής γραφής του («Χρυσή Πατρίδα», «Κηρήθρες», «Προσκυνητής» κλπ), όσο και στο ώριμο στάδιό της («Το Φως που Καίει», «Μοιραίοι», «Ελεύθερος Κόσμος», «Οδηγητής», «Η Αληθινή Απολογία του Σωκράτη», «Αι –Στράτης, «Το 1821 στην Ελληνική Ποίηση», «Τι είδα εις την Ρωσίαν των Σοβιέτ» κλπ).
Ως προς το υφολογικό σκέλος του, αλλά και ως προς το περιεχόμενό του, το έργο του Βάρναλη είναι πολυκύμαντο: εξελίσσεται διαρκώς, αναβαθμίζεται και εμπλουτίζεται από την κοινωνική πείρα, τις πλούσιες πνευματικές ανησυχίες και τις αναζητήσεις του, αλλά και τις σπουδές του στη Γαλλία. Ιδιαίτερα, ως προς νοηματικό σκέλος του, καθορίζεται, κυρίως κατά τη ώριμη φάση του, από τη μεγαλειώδη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία, την ένταξη του ποιητή στη συλλογική πάλη και την σταθερή ιδεολογική τοποθέτησή του στο χώρο του ιστορικού και διαλεκτικού υλισμού, δηλ του Μαρξισμού. Το πολυφασματικό αυτό έργο αναδεικνύει το Βάρναλη ως ένα από τους κορυφαίους της επαναστατικής λογοτεχνίας, όπως τονίζει ο Δ. Γληνός.
Το Ύφος του πολυτάλαντου δημιουργού αντανακλά μια παλλόμενη ψυχή, μια αφυπνισμένη και ανυπότακτη συνείδηση, με υψηλές αισθητικές αξιώσεις και ικανότητες και είναι μαστορικά δεμένο με το περιεχόμενο, είτε εμπνέεται από την αρχαιογνωσία και τον αγνό πατριωτισμό (πρώτα του έργα), είτε αντλεί από την πικρή αλήθεια της κοινωνικής αδικίας και της ιδεολογικής διαπάλης (έργα της ώριμης περιόδου).
Ο μαχητικός στίχος του Βάρναλη, σταθερά λυρικός σε όλο του το έργο, ανοίγει το δικό του δρόμο και δημιουργεί νέα εκφραστικά δεδομένα στην ποίηση: Συνδέει σμιλευτά τη μαγεία της μουσικής με την εικονοπλαστική δεινότητα, με την αυθεντικότητα, την απλότητα, τη γλαφυρότητα της περιγραφής και με τη ρεαλιστική αποτύπωση της σκληρής κοινωνικής πραγματικότητας. Κρατεί αδιάλειπτα πολύ υψηλά τον τόνο της καυστικότητας, του πικρού σχολίου και της ειρωνείας που σέβεται το μέτρο και τηρεί τον συγκινησιακό κώδικα, όπως επιτάσσουν οι Μούσες του, διασφαλίζοντας αρμονικά την ισορροπία ανάμεσα στο μουσικό παιχνίδισμα των λέξεων και την αυστηρή κριτική, ανάμεσα στον κοροϊδευτικό τόνο και το βάθος των νοημάτων του.
Σε ένα τέτοιο καινοτόμο εκφραστικό τοπίο, η γλώσσα του Βάρναλη –λαϊκή και ζωντανή- ξεδιπλώνεται με την απόλυτη αλήθεια της και ξεγυμνώνεται από τις επιφάσεις και το περίτεχνο στόλισμά της. Γίνεται λυρικός αγωγός μετάγγισης συναισθημάτων, ιδεών, παραστάσεων, μέσα από την αυθεντικότητα και την στιλπνότητά της, ενώ αποφεύγει τη χρήση των επιθέτων, δίδοντας έμφαση στα συγκεκριμένα και αφηρημένα ουσιαστικά που υπηρετούν δεξιοτεχνικά τη λειτουργική αντίστιξη των νοημάτων και των πολλαπλών αντιθέσεων που διαπερνούν τα νοήματα και παράλληλα προβάλλουν τις ποθητές ιδεολογικές αρχές, σε ένα τοπίο σταθερής αμφισβήτησης της καθιερωμένης ποιητικής νόρμας.
Αυτό το πολυσχιδές, λυρικό, καυστικό, απόλυτο, απλό, φυσικό, ειρωνικό, συγκινησιακό εκφραστικό μοτίβο συνδέεται άρρηκτα και λειτουργικά με ένα νοηματικά πλούσιο περιεχόμενο που αντανακλά πιστά τα στάδια της εξέλιξης της προσωπικότητας του Βάρναλη. Στο πρώτο στάδιο της ποιητικής γραφής του (πχ «Κηρήθρες», «Χρυσή Πατρίδα», «Ορέστης» κλπ) κυριαρχεί ο αγνός ιδεαλισμός, ο υποκειμενισμός, το προσωπικό βίωμα, ο διονυσιακός ερωτισμός και ο επικούρειος ηδονισμός, η φυσιολατρία, ο φλογερός πατριωτισμός και ο θαυμασμός στις ιστορικές πνευματικές κατακτήσεις του πολιτισμού μας, αλλά και ο τόνος της αισιοδοξίας για την ποθητή κοινωνική αναγέννηση που θα αναδείξει -στην ολότητά της- την τριάδα «της Ομορφιάς, της Αρετής και της Αλήθειας».
Στα έργα της ώριμης ποιητικής γραφής («Το Φως που Καίει», «Οδηγητής», «Εθνική Παιδεία», «Σκλάβοι Πολιορκημένοι», «Ανάσταση», «Αρχή Σοφίας», «Πρωτομαγιά 1944», «ΣτουςΜπελογιάννηδες», «Στον ήρωα Λαμπράκη», «Δούλος τρίδουλος», «Παράδεισος», «Μοιραίοι», «Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου» κλπ) ο ποιητής θα κινηθεί στο τοπίο που δηλώνει ο ίδιος «Δεν κατεβαίνω από τα νέφη, / γιατί δε μ’ έστειλε κανείς / Πατέρας, τάχα παρηγόρια / για σένα, σκλάβε, που πονείς»,εστιάζοντας στη λαϊκή αφύπνιση και απελευθέρωση από το ζυγό της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης, άλλα και από τη λύτρωση από το σκοτάδι της αμάθειας («Πώς γίνεται ο ραγιάς αφεντικό, δεν το ’μαθε»).
Συγχρόνως, «μαστιγώνει» τη δουλοφροσύνη του χειμαζόμενου και παραδομένου στη δυναστεία των δεινών και των στερήσεων λαού «Μα γέρασε και σώμα και ψυχή / κι έμεινε δούλος, όπως στην αρχή». Αλλού, λειτουργώντας ως αδιάψευστος καθρέπτης της συνειδησιακής υποδούλωσης του λαού -υποδούλωση την οποία αισθητοποιεί με τη χρήση του β΄ ενικού προσώπου- δίδει αυστηρά και ρεαλιστικά την εικόνα της υποταγής του, με ύφος αμείλικτου κριτή: «λεύτερος να μιλάς / όταν κοιμάσαι». Στο ίδιο επίπεδο, σαρκάζει και καυτηριάζειτην αλλοτρίωση και τη μοιρολατρική παραίτησή του, μεταβαίνοντας πια από το β΄ ενικό πρόσωπο της αυστηρής κριτικής στο α΄ πληθυντικό πρόσωπο της συλλογικής ύπνωσης: «Φταίει το κακό το ριζικό μας! / Φταίει ο Θεός που μας μισεί! / φταίει το κεφάλι το κακό μας!»…
Ωστόσο, η αντιρρόπηση των αντιθέτων αποτελεί μια μοναδική και αξιοθαύμαστη τεχνική του πρωτοπόρου ποιητή – μάστορα της συγκίνησης. Έτσι,τον τόνο του θυμού, της αγανάκτησης και της καταγγελίας θα αντιρροπήσει ο επικός παλμός της περιγραφής της παλικαριάς του ατρόμητου αγωνιστή και η αριστοτεχνική απεικόνιση του απαράμιλλου θάρρους του με το λαμπρό στεφάνι του ήλιου: «Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου, / το ηλιοστεφάνι τ’ ουρανού να φτάσει». Και η λάμψη αυτής της εικόνας αποκτά αίγλη με τη μελωδία της Μούσας, δαφνοστεφανωμένη με την ιστορική σύνδεση με το Μακρυγιάννη: «… ολόρθον / η Μούσα σε φιλεί κι ο Μακρυγιάννης».
Η ποίηση του Βάρναλη έχει τη δύναμη να δοξάζει το ηρωικό, να αναδεικνύει το ανθρώπινο και πεισματικά να αρνείται τους δραματικούς τόνους, ώστε να βιώνεται ως ένας λόγος στέρεος, αυθεντικός, βγαλμένος από ένα ψυχικό εργαστήρι που έμαθε να ζυγίζει σωστά τη συγκίνηση, στα μέτρα που επιτάσσει ο λογισμός, η σύνεση, η αλήθεια της ζωής και η πραγματική τέχνη. Μέσα σε αυτό το πολυκύμαντο εργαστήρι, η αισιοδοξία του οράματος της κοινωνικής αναγέννησης έχει κεντρική θέση και διαπερνά όλο το έργο του Βάρναλη, όπως διατρανώνουν ενδεικτικά οι στίχοι του: «Μα κι όσοι αγέννητοι χιλιάδες / άπλαστοι ακόμη με βλογούν». Είναι η ποίηση που δίδει έμφαση στη συλλογική πάλη και τονίζει την αγωνιστική ετοιμότητα και αντοχή του λαού, όπως επιβεβαιώνουν οι στίχοι: «κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους / απάνω μου και τα λυγούν». Καυτηριάζει την κοινωνική βαρβαρότητα και αδικία με γλώσσα απλή και καθημερινή και με ύψος που, ενώ είναι πεζολογικό, ωστόσο έχει το σφρίγος της ισχυρής καταγγελίας: «εδώ σε θάβουν ζωντανό, αν θέλεις να ’σαι τίμιος».
Ο Βάρναλης ως επιστήμονας του λόγου, ως αφυπνισμένος και ταλαντούχος δημιουργός καθρεπτίζει μαστορικά- με το γνωστό ειρωνικό τόνο του- τον αγώνα του απεγκλωβισμού του πνευματικού εργάτη από το «φάσκιωμα» των ματιών του: «Ξαφνικά μου φασκιώσανε τα μάτια / για να βλέπω το φως το αληθινό». Ως εκπρόσωπος της κοινωνικής κατηγορίας των διανοουμένων -που στραγγίζονται πνευματικά και βαλτώνουν ψυχικά στο μεγαλοϊδεατισμό της εθνικιστικής ιδεολογίας και των ελιτίστικων, ρατσιστικών ιδεολογημάτων, διαμαρτύρεται για το σκοτάδι που περνιέται για φως, με ύφος αμείλικτο, κατηγορηματικό και γλώσσα στιλπνή, λαϊκή, καθάρια: «Με μπουκώσαν μωρό «Μεγάλη ιδέα» / κρύβοντάς μου τον πιο αιμοβόρο εχτρό μου / να ’μαι του ξένου ο πάτος να μισώ / και να καταφρονώ το ανόσιον πλήθος». Εδώ η χρήση του α΄ ενικού του αυτομαστιγώματος και της αγανάκτησης είναι εμφανής. Ο ποιητής περιγράφει – με ύφος που διακυμαίνεται μεταξύ θυμού, ενοχής, σαρκασμού, σοφίας και ρεαλισμού- το δύσκολο αγώνα κάθε ανθρώπου που ανήκει στο χώρο της πνευματικής δημιουργίας και συνολικά του εποικοδομήματος για τον ταξικό προσδιορισμό του, για ένταξή του στη συλλογική πάλη. Πάλη που τον καθιστά πράγματι «ώριμο τέκνο της ανάγκης» και τον οδηγεί στη λύτρωση και την πραγματική ελευθερία, αυτή την πολυπόθητη αξία που «με χαλκάδες δε μπορεί» και δεν είναι άλλο από τη συνείδηση της αναγκαιότητας.
Στη βάση αυτή, γνωρίζοντας καλά ως δάσκαλος της καθημερινής εκπαιδευτικής πράξης το ασφυκτικά καταπιεστικό, επιβαλλόμενο μοτίβο της διδασκαλίας, κουβαλώντας στην ψυχή του το ωραίο και δύσκολο φορτίο της πρωτοπόρου διδακτικής και παιδαγωγικής του, ιδιαίτερα στο Γ΄ Παρθεναγωγείο του Βόλου, αλλά έχοντας και στην φαρέτρα του την εμπειρία των διώξεών του για αυτό το διαφωτιστικό έργο, αφήνει το στίχο του ελεύθερο να εκφράσει το θυμό του για την εύκολη και βολική προσαρμογή ενός μεγάλου ποσοστού των δασκάλων στα ανελεύθερα, αντιπαιδαγωγικά και αντιδημοκρατικά μοντέλα, με τη μαχητικότητα και το νεύρο της νεανικής διαμαρτυρίας: «Γανιάσατε, δάσκαλοι, να ξεμάθω / να ’μαι εγώ, να στοχάζομαι, να θέλω».
Δεν στέκεται όμως μόνο στην καταγγελία. Προχωρεί στη θετική αντιπρόταση. Θαρρετά, σταθερά, με αφηγηματικό τόνο που αποπνέει μια ζηλευτή εσωτερική αίσθηση ισχυρής αυτοπεποίθησης και με ύφος σίγουρης και αισιόδοξης πρόβλεψης, θα κάμψει την ανησυχία του αμφιταλαντευόμενου διανοούμενου. Θα εξαφανίσει την πιθανότητα της ήττας, αναδεικνύοντας τη φωτεινή προοπτική της αναγέννησής του μέσω της ένταξής του στο συλλογικό αγώνα: «Αν έκανες το χρέος σου στο λαό / σαν ξεχυθεί με πάθος παλαιό / την πάσαν ατιμία να συνεπάρει / μ’ άλλους πολλούς θα ’χει και σε μπροστάρη».
Ως αντιπροσωπευτικά δείγματα αυτών των χαρακτηριστικών της πρωτοποριακής πέννας του ατίθασου ποιητή, παραθέτω ενδεικτικά μια μικρή υφολογική και νοηματική ανάλυση κάποιων στίχων από πολύπλευρο έργο του, σε μια προσπάθεια τεκμηρίωσης των παραπάνω γενικών θέσεων, με απόλυτη την αίσθηση του ρίσκου μιας τέτοιας αποσπασματικής προσέγγισης ενός τιτάνα της ποίησης.
«Ο Λόγος είναι τριαδικός, καθώς η Θεότη / Ομορφιά κι Αρετή κι Αλήθεια αντάμα. / Καρδιά και Νους και Θέληση· μια Ολότη / της Ζωής…» (ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ-ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ-ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΙΧ).
Με αυτούς τους στίχους, ο ποιητής, στοχαστής και πρωτοπόρος αγωνιστής Βάρναλης μας καθοδηγεί, με μαστοριά και σοφία, να ανακαλύψουμε τη χάρη, τη δύναμη, το ιδεολογικό βάθος, την κοινωνική, ιστορική και ταξική αλήθεια του δικού του λόγου. Της δικής του ποιητικής δημιουργίας που είναι γέννημα στοχασμού, αγώνα, αγωνίας, πάλης, διεκδίκησης, αντίστασης, αλλά και αισθητικής απαίτησης.
Ο λόγος εδώ είναι στέρεος, σαφής, ευκρινής, κυριολεκτικός και συνάμα μαγικός και μεταφορικός. Έχει τη δύναμη να κινείται ανάμεσα στην απλότητα και το ρεαλισμό της κατηγορηματικής διατύπωσης -όπως δείχνει το δισύλλαβο ρήμα-θεμέλιο της γλώσσας μας, το «είναι», στην οριστική μάλιστα έγκλιση του απόλυτου και καθοριστικού περιεχομένου. Η εμφαντική τοποθέτηση του ουσιαστικού «Λόγος» στην αρχή του στίχου, αλλά και το κεφαλαίο αρκτικό «Λ» μας προϊδεάζουν εξ αρχής για ένα μήνυμα βαρυσήμαντο. Για τη μεγαλύτερη πολιτισμική κατάκτηση της ανθρωπότητας, για το Λόγο, που είναι μεγαλειώδης, γιατί έχει τρεις διαστάσεις ( Ο Λόγος είναι τριαδικός) και συνενώνει σε μια οντότητα -ενιαία, ακατάλυτη και άφθαρτη– τις τρεις υψηλότερες ιδιότητες του ανθρώπου: α) η μαγική δύναμη της συγκίνησης που χαρίζει η τέχνη, με την αναζήτηση και την κατάκτηση του «ωραίου», του ώριμου και του αρμονικού, αισθητικές αξιώσεις που δηλώνει η «Ομορφιά», β) το συναισθηματικό εξευγενισμό του ανθρώπου, μέσω του αδιάλειπτου αγώνα του για ηθικο-πνευματική ανύψωση και για απεγκλωβισμό από τη σκοταδιστική δυναστεία των ενστίκτων, αγαθά που ενσαρκώνονται με την «Αρετή», γ) τη Γνώση της Αλήθειας που είναι καλά κρυμμένη πίσω από τα φαινόμενα του φυσικού και κοινωνικού κόσμου, βγαίνει όμως στο φως με τη σκαπάνη του επιστημονικού και φιλοσοφικού λογισμού και ακτινοβολεί το πνευματικό, κοινωνικό και ιδεολογικό μεγαλείο της, μόνο όταν περιφρουρείται και ανασταίνεται από το αναζωογονημένο συλλογικό πνεύμα και την ακούραστη κοινωνική πάλη για την περιφρούρησή της.
Η αξιολογική κλίμακα της διάταξης των εννοιών: «Ομορφιά κι Αρετή κι Αλήθεια αντάμα» αποτυπώνει την ευφυή απόδοση της ανοδικής πορείας του ανθρώπου από το «πρώτο σκαλί» της τέχνης των σπηλαίων στο επόμενο της πνευματικής ενεργοποίησής του που, με τη σειρά της, δίνει ώθηση για το ανώτερο στάδιο της διεκδίκησης, της πίστης και της προάσπισης της αλήθειας. Η αριστοτεχνική αυτή διάταξη των τριών ουσιαστικών (Ομορφιά κι Αρετή κι Αλήθεια), με την με την εμφαντική διπλή χρήση του περικεκομμένου «και» («κι…κι) συμβολικοποιεί άριστα τον ασθματικό, δύσκολο, αλλά και επίμονο αγώνα της ανθρωπότητας για τη μετάβαση από την πρώτη ηδονική αίσθηση της παρατήρησης του κόσμου στο επόμενο ανώτερο στάδιο, όπου η χαρά της ζωής έχει ανάγκη από τον ηθικό εμπλουτισμό της «Αρετής». Έχει ανάγκη από το γερό κώδικα των αξιών του Δίκιου και της Ανθρωπιάς, οι οποίες θα γίνουν, στη συνέχεια η αστείρευτη πηγή άντλησης για την αναζήτηση, τη βίωση και την υπεράσπιση της Αλήθειας. Λόγος κάθετος, απόλυτος, σίγουρος, στιλπνός και σταράτος που εκπέμπει τη λάμψη του πολύ μαστορικά με τις παρηχήσεις του ανοιχτού φωνήεντος (α): ΟμορφιΑ-Αρετή – ΑλήθειΑ ΑντΑμΑ: Το Άνοιγμα της ψυχής στο όμορφο, το Άνοιγμα του εσώτερου κόσμου στο μεγαλείο της Αρετής και το Άνοιγμα του μυαλού στο φως της Αλήθειας βροντοφωνάζει ο καλοχτισμένος στίχος του ποιητή, καλώντας μας σε αυτό τον ωραίο ανηφορικό δρόμο της λύτρωσης από όλα τα καταναγκαστικά δεσμά που μπορεί να φτάσει μόνο η «Θεότη», η οποία εδώ -με το γνωστό βαρναλικό τόνο της λεπτής ειρωνείας- απογυμνώνεται εντελώς από το μεταφυσικό της περιεχόμενο. Η λειτουργική μάλιστα αντιστοίχηση των νοημάτων του πρώτου και τρίτου στίχου, της Ομορφιάς με την Καρδιά, της Αρετής με το Νου και της Αλήθειας με τη Θέληση δείχνει τη μαεστρία του Βάρναλη να επαναφέρει το άσβεστο μήνυμα του Κάλβου («θέλει αρετήν και τόλμην η Ελευθερία») σε μια άλλη, εξίσου δύσκολη εποχή που η ομορφιά του λόγου μπορεί να αντλήσει μόνο από τη δύναμη της πίστης στα ιδανικά μας και να αποκτήσει περιεχόμενο από την αταλάντευτη θέλησή μας να τα προασπιστούμε.
Η ποίηση του Βάρναλη είναι ο καθρέπτης μιας γόνιμης και εποικοδομητικής σκέψης που έμαθε να ξεδιπλώνει δεξιοτεχνία το προσωπικό βίωμα στον πολύχρωμο καμβά των συλλογικών εμπειριών και των κοινωνικών αγώνων. Είναι η αντανάκλαση μιας πληθωρικής ψυχής που πάλλεται, συλλαμβάνει, με τις ευαίσθητες κεραίες της, όλες τις πτυχές -κρυφές και φανερές- του άδικου, ανελεύθερου, καταπιεστικού κοινωνικού κόσμου που ζούμε και ορθώνει με σθένος τη σημαία του αντί-λογου, της αντίστασης, της αντιπρότασης, της αμφισβήτησης, της Λύτρωσης και της Λευτεριάς τόσο στην ποιητική αφήγηση, όσο και στη θεατρική πράξη, αλλά και τον πεζό λόγο.
Ο μαχητικός παλμός της ποίησης του Βάρναλη συναντιέται σμιλευτά με τη μαγεία της μουσικής των στίχων του, με την εικονοπλαστική δεινότητα και τη δεξιοτεχνική ικανότητα να συνδέει αρμονικά τον αισιόδοξο αγωνιστικό τόνο με τη γλαφυρή περιγραφή της κοινωνικής καταχνιάς, το φωτεινό πεδίο των αγώνων και της συλλογικής πάλης με την ψυχική υποδούλωση και την αλλοτρίωση, το σκωπτικό και το παιχνιδιάρικο με το πένθιμο και το οδυνηρό, το ειρωνικό και το καυστικό με το εμψυχωτικό και το ανυψωτικό.
Αυτός ο πολυεπίπεδος καμβάς των αντιθέσεων (νοηματικών, ιδεολογικών, κοινωνικών) όχι μόνο δεν… στεγνώνει το λόγο του πολυτάλαντου ποιητή, αλλά αντιθέτως τροφοδοτεί το συναίσθημα και ενεργοποιεί την ψυχή του, ώστε αυτή να αφουγκραστεί τη μαγεία των Μουσών και να αποτυπώσει τη χάρη τους, όπως ο ίδιος ομολογεί στο ποίημα «Χρυσή Πατρίδα»: «Τράβ’ ανοιχτά στον Παρνασσό. Φαντάσου / τη Μούσα να πορεύεται κοντά σου», αλλά και στο ποίημα «Προσκυνητής»: «όλες τις Μούσες / να αγκαλιάσεις στο στίχο σου αρματώσου».
Η μαγική επίδραση όμως των Μουσών δεν θα εμποδίσει τον ποιητή να βυθιστεί «στα νερά της Αρνησιάς» («και στα νερά της Αρνησιάς βυθίσου / το μέγα Ναι να βγάλεις της ζωής!»). Δεν θα του στερήσει τη δυνατότητα να αμφισβητήσει καθιερωμένες νόρμες, γλωσσικά και ποιητικά μοτίβα, για να αναβλύσει, μέσα από αυτή την ανατροπή, η μεγάλη Κατάφαση στη ζωή. Η κατάφαση στον αγώνα για το κοινωνικό ξέφωτο και την Αλήθεια.
Πρόκειται για μια κατάφαση που δεν παρασύρεται από το μαγικό λυρισμό των Μουσών, γιατί οι Μούσες του ποιητή παρακολουθούν και αντανακλούν την Πράξη: «Μήτρα όλων των Μουσών ήταν η Πράξη» μας τονίζει και παράλληλα μας αποκαλύπτει το βαθύτερο επίμονο και επίπονο αγώνα του να ξεριζώσει τις βαθιά ριζωμένες ιδεολογικές, γλωσσικές και συνολικά μορφικές επιδράσεις του από όλο το παλιό ποιητικό και εν γένει πολιτισμικό στερέωμα («Πριχού ν’ αγγίσω του Αγαθού τη ρίζα / πριχού η καρδιά δεχτεί τ’ άγιο σου χώμα / πάθη παλιά, παλαιά που την ορίζα’ / βαθιά τα ξεβοτάνισα»).
Με λόγο στέρεο, ρεαλιστικό, μεστό, λαϊκό, γεμάτο ομορφιά και αλήθεια, δηλώνει την εσώτερη και πολύχρονη πάλη του για το «ξεβοτάνισμα» της ψυχής, για την απελευθέρωσή της από το ιδεολογικό φορτίο και την ποιητική παράδοση που θέλει την ποίηση αρωγό και στυλοβάτη της ανέμελης άφεσης, της κενής λυρικότητας, της επιφανειακής συγκίνησης, της ασύνδετης με τα κοινωνικά δρώμενα προσωπικής τραγωδίας ή ευδαιμονίας.
Ο στίχος του Βάρναλη είναι ζωντανός, παλμικός, μουσικός, απόλυτος, αριστοτεχνικά υμνητικός της μεγαλοσύνης και της παλικαριάς του λαού: «Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία. / Θα τονε βρείτε δουλευτή κι αγωνιστή σε κάμπο, / σε θάλασσα, σε φάμπρικα, σε κάτεργα, σε τάφους. / Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά, το σήμερα και τ’ αύριο / και το μεγάλο χτες» (ποίημα: «Ο λαός δεν πεθαίνει»).
Λόγος κάθετος, σαφής, κατηγορηματικός που τονίζεται με τον απόλυτο χαρακτήρα της οριστικής έγκλισης και τον ενεστώτα διαρκείας («δεν είναι», «βλέπετε», «είναι»), χαρακτηριστικά που προσδίδουν τη διάσταση …της ασπίδας προστασίας των ξωμάχων, των θαλασσοδαρμένων, των εργατών, των κατατρεγμένων και των πολλαπλώς αδικημένων. Επιπλέον, η αριστοτεχνική χρήση και διάταξη των ουσιαστικών που δηλώνουν συγκεκριμένο περιεχόμενο («κάμπο», «θάλασσα», «φάμπρικα», «κάτεργα»), αλλά και η αντίστιξή τους με τα αφηρημένα ουσιαστικά («πατρίδα κι ανθρωπιά») δείχνουν την ποιητική μαεστρία της νοηματικής σύνδεσης των υψηλών ιδανικών του πατριωτισμού και του ανθρωπισμού με τους ανθρώπους της βιοπάλης, της φτώχειας και των στερήσεων που έχουν αγέρωχη ψυχή.
Με την ίδια κατηγορηματικότητα, βεβαιότητα, ακρίβεια, αλλά και… πολεμική ετοιμότητα έναντι κάθε κακόβουλης και μικρόψυχης υποτίμησης του λαϊκού ηρωισμού, έρχεται ο ποιητής-μαχητής και καθοδηγητής να προασπιστεί την απαράμιλλη παλικαριά των 200 ηρώων κομμουνιστών της Καισαριανής το Μάη του ’44: «Δεν ήρθαν μελλοθάνατοι με κλάμα και λαχτάρα, / μον’ ήρθανε μελλόγαμπροι με χορό και τραγούδι. / Και πρώτος άρχος του χορού, δυο μπόγια πάνου απ’ όλους / κι από το Χάρο τρεις φορές πιο πάνου ο Ναπολέος» (ποίημα «Πρωτομαγιά 1944»).
Η εμφαντική τοποθέτηση του αρνητικού μορίου «Δεν» (δεν ήρθαν), η δεξιοτεχνική χρήση της αντίθεσης (μον’ ήρθανε) και η εμφαντική επανάληψη του ρήματος «ήρθαν» -που δηλώνει την κατάφαση στη θυσία- οι ευρηματικές παρηχήσεις -ιδιαίτερα του (χ) (χορό, άρχος, Χάρος)- που αισθητοποιούν πολύ συγκινησιακά την αγέρωχη στάση αυτών των αδούλωτων ψυχών -δεν φωτίζουν απλώς το μεγαλείο των ηρώων. («Κι είναι από τότες Μάης εδώ, φως όλα μέσα κι έξω»). Το αναδεικνύουν, το καθιστούν άτρωτο έναντι οποιασδήποτε υποβάθμισης και λήθης. Εξάλλου, ο ίδιος ο ποιητής νιώθει αυτό το χρέος του έναντι του λαού έντονο και το ομολογεί: «Ποια να ’ναι, Λαέ μου, η πιο μεγάλη τώρα / η χρεία σου, να βαλτώ να τη βοηθήσω» (ΠΡΟΣΚΥΝΗΤΗΣ – ΑΣΜΑ ΠΡΩΤΟ – ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΙV).
Αν για τους διακόσιους ήρωες της Καισαριανής χρησιμοποιεί το γ΄ ενικό πρόσωπο της συναισθηματικής αποστασιοποίησης, στο ποίημα «Στον ήρωα Λαμπράκη» η απεύθυνση είναι άμεση: «Εσύ ’σουνα, Λαμπράκ’, η αιώνια Ελλάδα, / φως, αρετή, παλικαριά και πρώτος!».Λόγος κοφτός, απόλυτος, ακριβής. Λόγος βεβαιότητας, πίστης, υπερηφάνειας και θαυμασμού .Και πάλι κυριαρχούν τα ουσιαστικά της σαφήνειας και της ακρίβειας: «φως, αρετή, παλικαριά» που, σε μια ευφυή νοηματική διάταξη και κλιμάκωση των νοημάτων του στίχου, έρχονται να αναδείξουν το ιδεολογικό φως της κοσμοθεωρίας του ήρωα, οποία γίνεται αστείρευτη πηγή θάρρους και παλικαριάς.
Αυτό το ήρεμο και σοβαρό ύφος στους δυο τελευταίους στίχους της στροφής -ύφος που αποκτά και τη διάσταση της οικειότητας με τη χρήση του β΄ ενικού προσώπου- βρίσκεται σε πλήρη αντίστιξη με τον οργισμένο λόγο και με το ύφος του θυμού που διαπερνά τους δυο πρώτους στίχους της ίδιας στροφής: «Σε φάγαν οι φασίστες σκύλοι, Ελλάδα, / με μάσκα ή χωρίς μάσκα, ξένοι, ντόπιοι». Αυτή η ευφάνταστη εναλλαγή στον υφολογικό τόνο στην ίδια στροφή καταγράφει ένα εκφραστικό τάλαντο που πηγάζει από μια πληθωρική συναισθηματική πηγή και ένα πνεύμα ανήσυχο, ευρηματικό και οξυδερκές.
Στο ποίημα «Στους Μπελογιάννηδες» και στους στίχους «Χαραυγή κατεπάνω του θανάτου / βάδιζεν η καρδιά σου, Παλικάρι» το β΄ ενικό της συντροφικότητας διασφαλίζει το ζεστό κλίμα ενός νοερού διαλόγου με το νεκρό ήρωα, ενώ ο απόλυτος χαρακτήρας της οριστικής έγκλισης («βάδιζεν») κάνει πιο αισθητή και πιο βίαιη την επίθεση του θανάτου.
Η οργή όμως που κινεί την πέννα πειθαρχεί στο Λόγο κι έτσι το ύφος αποκτά το χαρακτήρα της ψύχραιμης αποτύπωσης του άδικου που συμπορεύεται, με ένα βαθύ αίσθημα πόνου, το οποίο αισθητοποιείται εικονικά και μουσικά με τα ομόρριζα: «βάδιζεν-βήμα» στους στίχους: «βάδιζεν η καρδιά σου, / Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου / το ηλιοστεφάνι τ’ ουρανού να φτάσει». Η φωτεινή εικόνα της χαραυγής και του λαμπρού στεφανιού του ήλιου -που έρχεται σε ευθεία αντίστιξη με τη μαύρη εικόνα του θανάτου- συμβολικοποιούν πιο έντονα και αρκετά δεξιοτεχνικά το απαράμιλλο θάρρος του Μπελογιάννη, αλλά και την ακτινοβολία των ιδεών που υπερασπίστηκε, με τη θυσία του, αλλά και όλων των συντρόφων του. Γι’ αυτό το ποίημα έχει ως τίτλο του «Μπελογιάννηδες».
Ο υμνητικός της δυναμικής του λαού ποιητικός λόγος του Βάρναλη είναι διάφανος, στέρεος, δοξαστικός, χωρίς περισσά στολίδια, αλλά και πολύ συγκινησιακός, μέσω των οπτικο-ακουστικών εικόνων, μέσω μιας σμιλευτής μουσικότητας που άλλοτε κρατεί τους τύπους της Μετρικής και άλλοτε αδιαφορεί εντέχνως για αυτούς, χωρίς καθόλου να χάνει τον παλμό του. Με τη γλωσσοπλαστική δεινότητά του, αλλά και με την αξιοθαύμαστη χρήση και συναισθηματική φόρτιση των ουσιαστικών, ο ποιητής έχει τη δύναμη να διασφαλίζει μια ζηλευτή ισορροπία ανάμεσα στα αισθήματα της οργής και της υπερηφάνειας, του πόνου και της λύτρωσης, δοξάζοντας το ηρωικό, χωρίς να καταργεί το ανθρώπινο και τονίζοντας το τραγικό, χωρίς να φορτώνει με δραματικούς τόνους το στίχο.
Με ύφος απλό, λιτό και απέριττο που ευέλικτα εναλλάσσεται με το επιθετικό, το οργισμένο, το απόλυτο, το κατηγορηματικό, το καυστικό και το ειρωνικό, ο Βάρναλης μετουσιώνει τη σκληρή και πικρή -κοινωνική και ταξική- αλήθεια του χειμαζόμενου λαού σε ποιητική αφήγηση. Σε ποίηση που, ενώ γεννά το αίσθημα της αδικίας και σκιαγραφεί -με τα πιο μελανά χρώματα- την καταπίεση και τη στέρηση του λαού, ωστόσο, σε καμία περίπτωση, δεν προκαλεί τον οίκτο προς τους αδικημένους, τους κατατρεγμένους, τους απόκληρους. Αντιθέτως, γεννά το σεβασμό και τη συμπάθεια για τους ανθρώπους που, αν και παράγουν τον πλούτο με τα χέρια τους, είναι πάντα στερημένοι και αδικημένοι.
Ωστόσο, σε ένα αντίθετο υφολογικό και νοηματικό πεδίο στέκεται η ποιητική αφήγηση που αφορά στη δουλόφρονη και την υποταγμένη συνείδηση των λαϊκών ανθρώπων, η ποίηση δηλ. του Βάρναλη που επικεντρώνει στον ιδεολογικό εγκλωβισμό και στις αυταπάτες των λαϊκών ανθρώπων της βιοπάλης για ένα …δυνατό παράδεισο στην εκμεταλλευτική κοινωνία. Το ύφος εδώ του ποιητή είναι ανελέητα καυστικό, ειρωνικό, σαρκαστικό, επιθετικό και η γλώσσα του απλή, μεστή, λιτή, η οποία όμως, με τις πολλές συνυποδηλώσεις της, κυριολεκτικά «μαστιγώνει».
Χαρακτηριστικό δείγμα της παραπάνω θέσης αποτελεί το ποίημα «Δούλος τρίδουλος»:
«Λαφρί στομάχι, ξάπλα στο σανό / (δυο φαγιά την ημέρα είναι πολύ!) / Ξυπνούσε τα χαράματα πουλί / με τα φτερά των είκοσι χρονώ» και παρακάτω: «Δούλευε δωδεκάωρο με χαρά του, / για να γίνει κι αυτός με τη σειρά του συνάρχοντας, μεγάλη κεφαλή, / και γι’ αυτόν να δουλεύουνε πολλοί».
Ήδη ο τίτλος «Δούλος τρίδουλος» φορτώνει με πολλούς τόνους θυμού την αφήγηση που, σε όλη την εξέλιξή της, κρατεί τον ίδιο θυμικό παλμό, κορυφώνοντας την ειρωνεία, μέσω της εικόνας του σανού, και μέσω της επεξήγησης που θέτει σε παρένθεση (δυο φαγιά την ημέρα είναι πολύ!) και βεβαίως με τα κατηγορούμενα «συνάρχοντας, μεγάλη κεφαλή». Στη συνέχεια, το θυμικό θα δώσει ευέλικτα τη θέση του στο αίσθημα της ματαίωσης που δηλώνεται με ψύχραιμο διαπιστωτικό τόνο: «Μα γέρασε και σώμα και ψυχή / κι έμεινε δούλος, όπως στην αρχή». Η δουλεία -που νοείται ως ιδεολογική, εργασιακή και κοινωνική- αισθητοποιείται με τη ρίμα, ενώ η ειρωνεία αντιρροπείται από το στοχασμό που συνοδεύεται από το αίσθημα της πίκρας, ώστε η εναλλαγή των υφολογικών επιπέδων να επιβεβαιώνει ξανά μια γερή τέχνη του λόγου.
«Πώς γίνεται ο ραγιάς αφεντικό / δεν το ’μαθε. Κι αν του το λέγαν άλλοι, / θα μπορούσε να κάνει φονικό / για μιαν Ελλάδα θρήσκα και Μεγάλη!».Και σε αυτούς τους στίχους ξανά η ειρωνεία που δεν ταπεινώνει, αλλά στοχεύει στην αφύπνιση του λαού, οποίος πρέπει να λειτουργεί ως «τέκνο της ανάγκης» και οφείλει να στέκεται όρθιος, αξιοπρεπής, γενναίος και περήφανος, όπως ταιριάζει στη ζωή και την ιστορία του. Για αυτό σε άλλο ποίημα («Χρυσή Πατρίδα») τον διδάσκει, τον συμβουλεύει, τον προτρέπει να Αντισταθεί: «Με τα φτερά κατάκορφα σηκώσου, / το κάθε ψήλος τ’ ουρανού δικό σου. / Στην πιο ’μορφη πατρίδα όμορφα ζήσε, / της Ομορφιάς ο πλαστουργός εσύ ’σαι»!. Λόγος ενθάρρυνσης, εμψύχωσης, τόνωσης. Λόγος αισιόδοξος που, με την εμφαντική επανάληψη της έννοιας της «ομορφιάς» (όμορφη, όμορφα, ομορφιάς) -επανάληψη που δε γεννά καθόλου το αίσθημα του πλεονασμού- αλλά και με την οπτική εικόνα των φτερών, ανοίγει προοπτικές χρυσές στη χρυσή πατρίδα.
Βέβαια τον πιο αισιόδοξο, μαχητικό τόνο και αγωνιστικό παλμό θα αποτυπώσουν οι στίχοι του Ποιητή στον «Οδηγητή»: «Ένας δεν είμαι μα χιλιάδες / Όχι μονάχα οι ζωντανοί- / κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθούνε / σε μιαν αράδα σκοτεινή».
Η κατηγορηματική άρνηση της μοναδικότητας του αγωνιστή («Ένας δεν είμαι»), η ισχυρή αντίθεση μέσα στο στίχο («μα χιλιάδες!»), η χρήση της παύλας ως διακριτικού σήματος απόστασης ζωντανών και πεθαμένων (ζωντανοί-κι οι πεθαμένοι) δείχνουν το τάλαντο του ποιητή να προβάλλει και να τονίζει την αναγκαιότητα του αγώνα.
Την Αναγκαιότητα αυτή θα κάνει πιο αισθητή, καθαρή και σαφή σε άλλη στροφή: «Δε δίνω λέξες παρηγόρια, / δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς / καθώς το μπήγω μες στο χώμα / γίνεται φως, γίνεται νους». Εδώ κλιμακώνει τον αγωνιστικό παλμό και τη συγκίνηση, με την κατηγορηματικότητα και την απολυτότητα του ύφους που εκφράζεται, κυρίως, με την πρόταξη του αρνητικού μορίου «Δε» και με την οριστική έγκλιση, αλλά και με την ευρεία χρήση συγκεκριμένων ουσιαστικών που αξιοποιούνται, όπως τα διαμορφώνει η λαϊκή γλώσσα: «λέξες, παρηγόρια». Πρόκειται για ουσιαστικά που δεν έχουν καμία ανάγκη συνοδείας επιθέτων, μιας και η στιλπνότητα και η λάμψη του περιεχομένου τους καθιστά περιττή την παρουσία των επιθέτων, ενώ η αριστοτεχνική διάταξή τους κρατεί γερά το μουσικό τόνο, ώστε να στέκεται στο ύψος του περιεχομένου.
Βέβαια στις δυο τελευταίες στροφές του «Οδηγητή» αποτυπώνεται πιο παραστατικά η μαστοριά του ταλαντούχου ποιητή, του πρωτοπόρου αγωνιστή, του ιδεολόγου μαρξιστή, του ανυπότακτου κομμουνιστή που γνωρίζει τη δυναμική του λαϊκού αγώνα. Του αγώνα που μπορεί να γκρεμίσει «όλα τα φονικά ρηγάτα / θεμελιωμένα στην ψευτιά» και να αναδείξει τη σημασία της πιο φωτεινής και πιο ποθητής Αξίας, δηλ της Ειρήνης: «Κι ένα στυλώνει κι ανασταίνει / το ’να βασίλειο της Δουλειάς / (Ειρήνη!Ειρήνη!) το βασίλειο / της Πανανθρώπινης Φιλιάς».
Μήνυμα διαχρονικό και επίκαιρο σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, λόγος που συγκινεί, διδάσκει, ενθαρρύνει, εμπνέει και φωτίζει το δρόμο των λαών στον αγώνα τους ενάντια στα «φονικά ρηγάτα του καιρού μας», όπως αποτυπώνονται στη μαρτυρική Παλαιστίνη, αλλά και σε όλη τη φλεγόμενη Μέση Ανατολή και τη χειμαζόμενη Ουκρανία.
Λόγος ποιητικός, λυρικός, στοχαστικός, ιδεολογικός και πολιτικός ενάντια στην «ψευτιά» των εμπρηστών του πολέμου και των υποστηρικτών τους, ενάντια στην καταχνιά που συσκοτίζει το διεθνή ορίζοντα και καταδικάζει τους λαούς στην ανέχεια, τη δυστυχία, τις στερήσεις και το σκοτάδι.
Απέναντι σε αυτούς τους πολύχρωμους δυνάστες -που καταδικάζουν τους λαούς στη φτώχεια και την εξαθλίωση- «Το Φως που Καίει» του Βάρναλη μας δείχνει το δρόμο της «Πανανθρώπινης Φιλιάς», το δρόμο της Λύτρωσης, της Λευτεριάς, του Δίκιου και της Ανθρωπιάς.
e-prologos.gr