Γιώργης-Βύρων Δάβος

Είναι μία ημερομηνία που λίγοι θυμούνται και σχεδόν οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν. Κι όμως κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελεί μία επέτειο και ιδίως στους σημερινούς καιρούς, με την ουκρανική κρίση στο απόγειό της, θα μπορούσε να λειτουργήσει κι ως ένα επίζηλο παράδειγμα για το πώς ο πολιτικός ρεαλισμός μπορεί να συνδυασθεί με τον ορθολογισμό, προκειμένου να επιλυθούν αναίμακτα εθνικοί, εδαφικοί και διεθνο-γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί.

Η 10η Μαρτίου 1952 καταγράφεται στην (όχι και τόσο προβεβλημένη σκηνή της) ιστορία ως η ημερομηνία δημοσίευσης του «Σημειώματος του Μαρτίου», στο οποίο προτεινόταν η επανένωση των δύο, υπό δυτική και σοβιετική κατοχή τότε, Γερμανιών. Συντάκτης του περίφημου αυτού σημειώματος δεν είναι όμως κάποιος Γερμανός πολιτικός, που η εικόνα της διαιρεμένης Γερμανίας και θύμα του ανελέητου ανταγωνισμού ανάμεσα στα δύο πολιτικο-στρατιωτικά μπλοκ επιρροής, τον πλήγωνε. Όσο και εάν ηχεί παράδοξο σε όποιον το ακούει για πρώτη φορά, επηρεασμένος από την ηγεμονική προπαγάνδα και τον μύθο της «ελεύθερης» Δύσης, συντάκτης της πρότασης για επανένωση των δύο Γερμανιών ήταν ο τότε ηγέτης της ΕΣΣΔ Γιόζεφ Στάλιν. Μία πρόταση ρηξικέλευθη, που αφορούσε τη δημιουργία μίας ενιαίας κι ελεύθερης Γερμανίας, με μόνη προϋπόθεση ότι η νέα χώρα θα παρέμενε ουδέτερη και θα σταματούσε η ένθεν κι ένθεν στρατιωτικοποίησή της, που είχε αρχίσει να κορυφώνεται μετά τα γεγονότα που οδήγησαν σχεδόν στη σύγκρουση και τον αποκλεισμό του Βερολίνου.

Βάσει του σημειώματος που εστάλη από τον Σοβιετικό ΥΠΕΞ Αντρέι Γκρομίκο, στους ομολόγους του Ηνωμένου Βασιλείου, της Γαλλίας και των ΗΠΑ, η Γερμανία -που ήδη είχε χωρισθεί στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (Δυτική) και την κομμουνιστική Λαϊκή Δημοκρατία (ΛΓΔ) – θα ήταν πλέον ένα κράτος, στο οποίο «θα διασφαλίζονταν τα δικαιώματα του ανθρώπου κι όλες οι υπόλοιπες βασικές ελευθερίες, συμπεριλαμβανομένων εκείνων της έκφρασης του Τύπου, του θρησκεύματος, των πολιτικών ιδεών και το δικαίωμα του συγκεντρώνεσθαι. Τα κόμματα, οι οργανώσεις πολιτών και η συγκρότηση του νέου στρατεύματος στη χώρα αυτή επίσης θα είχαν πλήρη ελευθερία και λειτουργία.

Μάλιστα, το αξιοσημείωτο στο μήνυμα αυτό ήταν πως η ΕΣΣΔ προσέφερε στη Δυτική Συμμαχία την εν λόγω δυνατότητα σχεδόν χωρίς άλλους όρους. Βέβαια, ο στόχος της συγκαταβατικής, σχεδόν ειρηνόφιλης πρότασης ήταν προφανής: την  εποχή εκείνη βρισκόταν εν σπέρματι η προετοιμασία από τις δυτικές δυνάμεις εκείνου του στρατιωτικού οργανισμού, που λίγο αργότερα θα επονομαζόταν ΝΑΤΟ. Οι Δυτικοί «διαπραγματεύονταν» (βλέπε επέβαλαν με έμμεσο τρόπο) με την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας -η οποία είχε ιδρυθεί τον Μάιο του 1949, τέσσερις μήνες πριν από τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας-  την είσοδό της σε αυτή τη στρατιωτική συμμαχία. Για να προκαταλάβει τις διαφαινόμενες εξελίξεις, τον δαπανηρό κι αδιέξοδο στρατιωτικό και διπλωματικό ανταγωνισμό, ο Στάλιν «πρόσφερε» στους Δυτικούς μία νέα κι ελεύθερη Γερμανία, αλλά συνάμα ουδέτερη και αποστρατιωτικοποιημένη. Ή, τουλάχιστον, μη ανήκουσα σε κάποια από τις δύο συμμαχίες, είτε του ΝΑΤΟ, είτε του Ανατολικού Μπλοκ.

Μολαταύτα, η υποδοχή της πρότασης αυτής έγινε δεκτή με πολλή δυσπιστία. Πρώτον, γιατί οι Δυτικοί θεώρησαν πως το Σημείωμα ήταν μία από τις γνωστές, παρελκυστικές, παγίδες του Στάλιν και απλή προπαγάνδα. Οι Δυτικοί πίστευαν ότι ακόμη κι αν είχε μία ειλικρίνεια, η πρόταση αυτή υπέκρυπτε μία υστεροβουλία. Τότε βρισκόμασταν σε μία περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας έπνεε ακόμη ένας άνεμος ελπίδας σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης ιδίως προς τα ανατολικά, τροφοδοτούμενος από τη νωπή νίκη των σοβιετικών δυνάμεων ενάντια στον Ναζισμό και από την πεποίθηση ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός της κοινωνίας ήταν εφικτός. Στις χώρες που έμελλαν να απαρτίσουν το Ανατολικό Μπλοκ, τα κομμουνιστικά κόμματα είχαν παγιωθεί στην εξουσία. Έπειτα από τη διαίρεση της Γερμανίας και με βάση το ότι και στο δυτικό τμήμα υπήρχε σημαντικό προοδευτικό κίνημα, οι Σοβιετικοί ενδεχομένως -κατά την άποψη των Δυτικών- θεωρούσαν πως θα ήταν εφικτή η μεταστροφή της επανενωμένης χώρας σε ένα κομμουνιστικό μοντέλο και στην οικεία βουλήσει ένταξή της στη χορεία των δορυφόρων της ΕΣΣΔ. Η Δύση απέρριψε ασυζητητί την προσφορά, αντιτείνοντας τη δική της εκδοχή. Σύμφωνα με τους Δυτικούς, η Γερμανία θα έπρεπε να αφεθεί να επιλέξει ελεύθερα εάν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και να της επιτραπεί να έχει δικό της στρατό, εάν αυτή ήταν η επιθυμία του λαού της.

Μία εναλλακτική πρόταση, που όπως ήταν φυσικό η ΕΣΣΔ απέρριψε. Η χώρα ακόμη αιμορραγούσε οικονομικά και πληθυσμιακά από την εισβολή των γερμανικών δυνάμεων στο έδαφός της κατά τον πρόσφατο πόλεμο. Έκτοτε άρχισε μια μακρά σειρά από αλληλοδιαδοχικές προσφορές και αντιπροσφορές, που στην ιστοριογραφία πέρασε ως «η Μάχη των Σημειωμάτων».  Αυτή η ανταλλαγή σημειωμάτων συνιστά ένα τρανό παράδειγμα της εκατέρωθεν δυσπιστίας και καχυποψίας των πρώην συμμάχων, που ήδη είχε φθάσει στο αποκορύφωμά της με αποτέλεσμα η κλιμάκωση αυτή να ονομαστεί Ψυχρός Πόλεμος.

Ο πρώτος και πλέον αποφασισμένος να απορρίψει την πρόταση του Στάλιν ήταν ο Γερμανός καγκελάριος Κόνραντ Αντενάουερ, ο οποίος δεν ικανοποιήθηκε με τις σοβιετικές υποσχέσεις. Υποσχέσεις, όπως την απόσυρση των στρατευμάτων κατοχής από τη Μόσχα, την επιστροφή στα σύνορα που είχαν συμφωνηθεί στη Διάσκεψη του Πότσδαμ και επανένταξη της ηττημένης χώρας στις παγκόσμιες αγορές. Ίσως το πιο ενδιαφέρον σημείο της πρότασης να ήταν αυτό που αφορούσε την αναστολή της επείγουσας κι αδυσώπητης διαδικασίας αποναζιστοποίησης για πρώην στρατιωτικούς και μέλη του Ναζιστικού Κόμματος, με εξαίρεση αυτούς που θεωρήθηκαν εγκληματίες πολέμου.

Η αρνητική στάση του Χριστιανοδημοκράτη  Αντενάουερ επικρίθηκε από πολλούς. Πολλοί του επέρριψαν προσωπικά πολιτικά κίνητρα κι υστεροβουλίες -ότι δηλαδή θέλησε να κρατήσει σε απόσταση τη φιλική του καθολική πλειοψηφία στη Δύση από την προτεσταντική πλειονότητα στην Ανατολή (η οποία άλλωστε ήταν και προπολεμικά το προπύργιο της Σοσιαλδημοκρατίας). Ο Αντενάουερ ήταν πλήρως ευθυγραμμισμένος με την προοπτική της σύνδεσης της Γερμανίας στο Δυτικό Μπλοκ. Αργότερα, ακόμη και στελέχη του δικού του κόμματος, τον κατηγόρησαν ότι απώλεσε μία μοναδική ευκαιρία να επιτύχει την επανένωση της χώρας. Βέβαια ο ίδιος διαρκώς πίστευε στην επανένωση των δύο τμημάτων, θεωρώντας όμως ότι αυτό θα γινόταν εφικτό έπειτα από μία περίοδο συνύπαρξης μεταξύ των δύο δημοκρατιών από την οποία θα προέκυπτε τελικά μία προσαρμογή της ΛΔΓ στο καπιταλιστικό σύστημα, και όχι το αντίθετο.

Άλλοι Γερμανοί πολιτικοί, όπως ο ΥΠΕΞ Γιάκομπ Κάιζερ και μέλη του κυβερνώντος FDP (Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα) ήταν της άποψης πως  δεν θα έχανε τίποτε η Γερμανία να το προσπαθήσει και να έλθει σε συνεννόηση με τον Στάλιν. Όπως υποστήριζαν, με το σημείωμα ως σημείο εκκίνησης η χώρα θα μπορούσε να διαδραματίσει έναν σημαντικό μεσολαβητικό ρόλο ανάμεσα σε Ανατολή και Δύση. Αρκεί να εξασφαλίζονταν οι ελεύθερες εκλογές και η ισχύς των συνόρων της διάσκεψης του Πότσδαμ. Κι εάν στο τέλος η καλή θέληση του Στάλιν  αποδεικνυόταν παγίδα, όπως διατείνονταν οι Σύμμαχοι, τότε οι ίδιοι οι Σοβιετικοί θα βρίσκονταν εκτεθειμένοι και θα είχαν περισσότερα να χάσουν στη διπλωματική σκακιέρα.

Αλλά ο Αντενάουερ επέβαλε τη στάση και την απόφασή του, φοβούμενος ότι ο Στάλιν θα απαιτούσε παρουσία της ΛΓΔ στις διαπραγματεύσεις– και με τον τρόπο αυτό θα αναγνωριζόταν de facto η κρατική οντότητά της, που ακόμη δεν είχε οριστικοποιηθεί. Επίσης υποστήριξε πως μία ουδέτερη Γερμανία δεν θα είχε επαρκείς αμυντικούς μηχανισμούς να αποτρέψει μία απορρόφησή της από το Ανατολικό Μπλοκ. Η πλειοψηφία του ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου τον υποστήριξε, συμπεριλαμβανομένων των Σοσιαλδημοκρατών που ήταν στην αντιπολίτευση.

Απεναντίας, στη ΛΓΔ η πρόταση της ΕΣΣΔ έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Μολονότι στη νέα κρατική οντότητα που τότε ακόμη ήταν στα σπάργανα είχε ήδη οργανωθεί μια παραστρατιωτική δύναμη, που ονομαζόταν Kasernierte Volkspolizei, η διοίκησή της τον Σεπτέμβριο του 1951 είχε κάνει επίσης προσφορά στην ΟΔΓ να οργανώσουν από κοινού εκλογές, αρκεί να υπεγράφετο πρώτα μία συνθήκη ειρήνης. Ο ενθουσιασμός των κατοίκων της ΛΓΔ κράτησε πολύ λίγο και δεν άργησαν να επιστρέψουν στην πραγματικότητα όταν στις 25 Μαρτίου, δεκαπέντε ημέρες μετά το σημείωμα του Στάλιν, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες απάντησαν. Με τα δικά τους σημειώματα που έστειλαν στη Μόσχα, οι άλλες τρεις Προστάτιδες Δυνάμεις συνάρτησαν την υπογραφή αυτής της συνθήκης με τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών, που θα διεξάγονταν υπό την αιγίδα και επιτήρηση του ΟΗΕ, την αναγνώριση του δικαιώματος της Γερμανίας να συμμαχήσει με όποιον ήθελε και να απορρίψει τα σύνορα που είχαν συζητηθεί στο Πότσδαμ (δεδομένου ότι αυτά θα ίσχυαν μόνο μέχρι να υπογραφεί κάποια συνθήκη).

Στις 9 Απριλίου, ο Στάλιν απάντησε με ένα δεύτερο σημείωμα, επικυρώνοντας την εκδοχή των Δυτικών, προτείνοντας όμως μια αλλαγή: οι εκλογές αυτές να εποπτεύονται όχι από τον ΟΗΕ , αλλά από τις τέσσερις δυνάμεις κατοχής, οι οποίες θα παρέμεναν ενεργές για όσο διάστημα θα διαρκούσε η διαπραγμάτευση για την προαναφερθείσα συνθήκη ειρήνης.

Η δυτική απάντηση ήρθε στις 13 του ιδίου μηνός. Οι τρεις δυτικές δυνάμεις αποδέχονταν εν μέρει την ιδέα του Στάλιν, υπό τον μοναδικό όρο ότι οι παρατηρητές στις εκλογές δεν θα ήταν κυβερνητικοί αξιωματούχοι αλλά αμερόληπτοι παρατηρητές. Ο Σοβιετικός ηγέτης έστειλε τότε ένα τρίτο σημείωμα στις 24 Μαΐου, όταν μόλις είχε δημοσιοποιηθεί η ίδρυση της EDC (Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα, προάγγελος του ΝΑΤΟ), επικρίνοντας αυτόν τον νέο στρατιωτικό οργανισμό, καθώς το καταστατικό του και οι συνθήκες της λειτουργίας του, έθεταν εξαρχής μία αξεπέραστη τροχοπέδη στη διαδικασία για την πολυαναμενόμενη συνθήκη.

Στις 23 Αυγούστου, ένα τέταρτο και τελευταίο Σημείωμα θα δινόταν στη δημοσιότητα, αλλά η κατάληξή του θα παρέμενε εξίσου άκαρπη. Η Δύση είχε κάνει την επιλογή της: θα έκλεινε τα αυτιά της σε κάθε διάλογο με την άλλη πλευρά. Η ΕΣΣΔ θα απαντούσε στη στρατιωτική συμμαχία της Δύσης με τη σύσταση το 1954 του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό και επιστεγάστηκε εννέα χρόνια αργότερα με την κατασκευή ενός Τείχους, που για πολλές δεκαετίες αποτέλεσε το σύμβολο του διαχωρισμού του Κόσμου σε δύο στρατόπεδα. Μία κατάληξη, στην οποία κινδυνεύουμε να ξανακυλήσουμε εάν η γεωστρατηγική πολιτική παραμείνει για άλλη μια φορά άκαμπτη και στενόμυαλη διπλωματικά, όπως βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα στο μέτωπο της Ουκρανίας.

πηγή: kosmodromio.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το