Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922 και πέθανε 30 Οκτωβρίου 1988
«Γράφω για εκείνους που δεν ξέρουν να διαβάσουν/ για τους εργάτες που γυρίζουνε το βράδυ με τα μάτια κόκκινα από τον άμμο./ Γράφω να διαβάζουν αυτοί που μαζεύουνε τα χαρτιά απ’ τους δρόμους»
Νύχτα. Περπατάς κάτω από τα κίτρινα φώτα της πόλης. Ελαφρύς θόρυβος, σαν κάποιος να περπατάει πίσω σου. Γυρνάς. Κανείς. Και όμως. Ηταν ένας ποιητής, εκείνος που στέκεται εμπρός σου τώρα, στη γωνιά και ανάβει το τσιγάρο του και που, πριν προλάβεις να πλησιάσεις, θα χαθεί πάλι μέσα στη νύχτα. Ενας ποιητής. Ο Τάσος Λειβαδίτης.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1922. Μεγάλωσε στην καρδιά της πολιτείας, στο Μεταξουργείο. Από πολύ νεαρή ηλικία, από το Γυμνάσιο της οδού Αγησιλάου κιόλας, είναι και δηλώνει ποιητής. Η νύχτα της Κατοχής τον βρίσκει στο Πανεπιστήμιο Αθήνας. Στη Νομική Σχολή, που δεν την τέλειωσε. Μαζί με άλλους της γενιάς του, θα αφήσει τα πρώτα του γραπτά ίχνη, πάνω στους τοίχους της αδούλωτης πολιτείας, γράφοντας συνθήματα, παλεύοντας μέσα από τις γραμμές της ΕΑΜικής Εθνικής Αντίστασης. Ενας περήφανος λαός, πεινασμένος, ξυπόλυτος, ρακένδυτος, αλλά πάντα όρθιος, προσπαθεί, με το όπλο στο χέρι, με την καθημερινή του πάλη, με τη δημιουργία του, να ορίζει αυτός τα πεπρωμένα του. Κάποιοι δεν το ήθελαν αυτό. Μα, ο ποιητής επιμένει να τραγουδά:
«Τραγουδάω εσάς, αδέρφια μου/
εσάς που χτίζετε τις μεγαλουπόλεις/
τραγουδάω εσάς, μικρά μου αγόρια/
που ξεπαγιάζετε πουλώντας σπίρτα στους δρόμους του χειμώνα/
εσάς που φοράτε εφημερίδες κάτω απ’ τα τριμμένα σας σακάκια/
τραγουδάω εσάς που ξεκινάτε κάθε αυγή/
κουβαλώντας κάτω απ’ το τρύπιο πουκάμισό σας ένα κομμάτι ψωμί/
κι ολάκερη την ισότητα του κόσμου».
Ο πηγεμός στην «κόλαση»
1947 «Οποιος διαβαίνει τούτη την πύλη ας αφήσει απ’ έξω κάθε ελπίδα» (Δάντε Αλλιγκιέρι: «Κόλαση»)
ΣΤΓ 902. Αυτά τα αρχικά και αυτός ο αριθμός ήταν ο επίσημος κωδικός της «κόλασης», που τη λέγανε Μακρόνησο. Ο Τάσος Λειβαδίτης εξορίστηκε εκεί το 1947. Ακολούθησαν η Λήμνος και ο Αϊ – Στράτης, μέχρι το 1952. Στην ποίησή του αποτυπώνεται καθαρά, γυμνή, η Υβρις προς τον Ανθρωπο.
«Πέντε δίκοχα γύρω/
Ο λοχαγός δίχως όνομα/
ένα παιδί γυμνό/
κρεμασμένο από τα χέρια/
αυλακωμένο το σώμα του/
κουρελιασμένο απ’ τις βουρδουλιές/
μόλις πατάν’ τα νύχια του στο πάτωμα/
όπως σηκώνεται κανείς να δει/
ένα κορίτσι που γελάει πίσ’ απ’ το φράχτη./
Ο λοχαγός τον ρωτάει./
Ο βούρδουλας καίει το πετσί/
ο πόνος γίνεται ένα με το σώμα/
ο πόνος γίνεται ο ίδιος σώμα/
ύστερα θυμάται/
ένα μισοχτισμένο σπίτι στη γωνιά/
το παιδί στη σκαλωσιά ανεβάζει πέτρες/
μα γιατί ένα τόσο μικρό παιδί/
για τόσο μεγάλες πέτρες/
τα ποδαράκια του λυγίσαν ξαφνικά/
δεν πρόφτασε να πιαστεί/
το παιδικό κρανίο κάτω στις πλάκες/
άνοιξε/
μια γυναίκα αλαλιασμένη/
φώναζε μονάχα: μη/
Τώρα πρέπει να μιλήσει/
για να σωθεί/
πρέπει να πάψει να θυμάται/
και να ζήσει./
Θέλει να ζήσει/
όπως θέλετε κι εσείς./
Τώρα πρέπει να μιλήσει/
για να σωθεί/
πρέπει να πάψει ν’ αγαπάει/
και να ζήσει./
Ο λοχαγός λέει: μίλησε/
Ο βούρδουλας λέει: μίλησε/
η νύχτα του λέει: μίλησε/
μα η νύχτα είναι λίγη/
οι συντρόφοι πολλοί/
κι έκοψε με τα δόντια του τη γλώσσα/
όπως θα κάνατε κι εσείς.»
(από το ποίημα «Μάχη στην άκρη της νύχτας»).
Μέσα στη «μεγάλη νύχτα» της Μακρονήσου, ο ποιητής, ανάμεσα στα χτυπήματα του βούρδουλα, θα μιλήσει για τους συντρόφους του:
«Σφίξαμε το χέρι τόσων συντρόφων!
Οταν καμιά φορά λιποψυχάμε/
νιώθουμε σαν ένα μαχαίρι να τρυπάει την παλάμη μας/
η ανάμνηση του χεριού τους./
Κι όταν κάνουμε το καθήκον μας/
νιώθουμε κάτω απ’ την παλάμη μας κάτι σίγουρο κι ακέριο/
σα να κρατάμε μες στα χέρια μας/
ολάκερο τον κόσμο».
(«Κάτω απ’ την παλάμη μας»).
Και καθώς χτυπά ο βούρδουλας, ο ποιητής βρίσκει και τον τρόπο για να φτιάξει ένα κόκκινο γαρίφαλο από στίχους και να το προσφέρει στον βασανιστή του. Ενα γαρίφαλο φτιαγμένο από περηφάνια, από περπατησιά λαϊκής γειτονιάς, από μόχθο ανθρώπων.
«Γέρασε η μάνα σου σφουγγαρίζοντας τις σκάλες των/ υπουργείων/
το βράδυ σταματάει στη γωνιά/
κι αγοράζει λίγα κάρβουνα απ’ το καρότσι του πατέρα μου/
κοιτάζονται μια στιγμή και χαμογελάνε/
την ώρα που εσύ γεμίζεις τ’ όπλο σου/
κι’ ετοιμάζεσαι να με σκοτώσεις./
Κι όταν σου πουν να με πυροβολήσεις/
χτύπα με αλλού/
μη σημαδέψεις την καρδιά μου./
Κάπου βαθιά της ζει το παιδικό σου πρόσωπο./
Δε θα ‘θελα να το λαβώσεις.»
(«Μη σημαδέψεις την καρδιά μου. Τρία Ποιήματα»).
Ο πόνος και το αίμα των συντρόφων του γεννούν και την «Κριτική της ποίησης»:
«Ε! τι κάθεστε, λοιπόν, ποιητές/
βγείτε στους δρόμους, καβαλήστε στα λεωφορεία, ανεβείτε/
στις αμαξοστοιχίες
θα δείτε καθώς θ’ απαγγέλλετε τα τραγούδια σας/
ν’ ανθίζει μες στην καρβουνόσκονη, σαν έν’ άσπρο τριαντάφυλλο/
το γέλιο των μηχανοδηγών».
(Η «επιστροφή» στη ζωή).
1951. Επιστροφή στην πολιτεία που προσπαθεί να δέσει τις πληγές της. Ορθιες οι γειτονιές, δένουν κρυφά τις πληγές τους και σφίγγουν τα δόντια για να μην δείξουν ότι πονάνε, στον δεσμοφύλακα, που στηριγμένος στο ξένο δεκανίκι του… κρακ… κρακ… τριζοβολώντας απαίσια τις περιδιαβαίνει.
«Ο δεσμοφύλακας κοιμήθηκε/
στην πόρτα/
η νύχτα προχωράει στη νύχτα/
αδέρφια/
βασανισμένα μου αδέρφια/
χαμηλώστε/
Βάλτε τ’ αυτί σας στον τοίχο/
σ’ όλους τους τοίχους του κόσμου/
ν’ ακούσετε αυτά τα χτυπήματα/
ν’ ακούσετε την ίδια σας φωνή./
Ο ήλιος για όλους τους ανθρώπους/
η μέρα είναι κοντά./
Θα βαδίσουμε.»
(«Μάχη στην άκρη της νύχτας»).
Κρακ. κρακ. Το δεκανίκι και το ξυλοπόδαρο του δεσμοφύλακα, της πόλης και της ζωής μας. Η ανάσα του φόβου. Και όταν φύγει, με το αυτί ακουμπισμένο στο χώμα, προσπαθούμε να ακούσουμε από πού περνάει το ρυάκι της ζωής, πού χτυπάνε οι μυστικές φλέβες του νερού. Ενα αστέρι από πάνω μας γλυκαίνει την αγωνία της αναζήτησης. Τακ – τακ η φλέβα του νερού χτυπάει ρυθμικά. Ηχος ευγενικός, όπως η ελπίδα, η αξιοπρέπεια και ο έρωτας.
«Ναι, αγαπημένη μου. Πολύ πριν να σε συναντήσω/
εγώ σε περίμενα. Πάντοτε σε περίμενα./
Σαν ήμουνα παιδί και μ’ έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου/
έσκυβε και με ρωτούσε. Τι έχεις αγόρι;/
Δε μίλαγα. Μονάχα κοίταζα πίσω απ’ τον ώμο της/
έναν κόσμο άδειο από σένα./
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι/
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.»
(«Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας»).
Τραγούδια των ονείρων
«Για να μάθω να γράφω τραγούδια», λέει στο παραπάνω ποίημα ο Τάσος Λειβαδίτης . Κι έγραψε μέγιστα, αθάνατα τραγούδια: «Σαββατόβραδο», «Βρέχει στη φτωχογειτονιά», «Δραπετσώνα», «Μάνα μου και Παναγιά», «Εχω μια αγάπη», «Λυρικά».
Βρέχει στη φτωχογειτονιά, και είναι παγωμένη τούτη η βροχή. Πάντα παγωμένη ήταν η βροχή στις φτωχογειτονιές. Δεν πειράζει. Οι άνθρωποι ζεσταίνονταν από τα όνειρα.
«Θυμάμαι το ’36/
κάθε βράδυ μόλις κατάφερνε ο πατέρας να φέρνει ένα καρβέλι/
ψωμί./
Αχνίζαν στο τραπέζι λίγες βραστές πατάτες./
Μα καθώς άρχιζε να μας μιλάει για την Ισπανία που πολεμούσε/
τ’ άδειο τραπέζι γέμιζε μονομιάς σημαίες, οδοφράγματα,/
τραγούδια/
νιώθαμε να χορταίνουμε.»
(«Ο Ανθρωπος με το Ταμπούρλο»).
Και ξανά «ανοίξαμε την πόρτα το βράδυ, τη λάμπα κρατήσαμε ψηλά», πορευόμενοι. Και ύστερα πάλι η νύχτα. Στη διάρκεια της δικτατορίας, ο Τάσος Λειβαδίτης , χρησιμοποιώντας ψευδώνυμο, δουλεύει σε λαϊκό περιοδικό, μεταφράζοντας σε συνέχειες τους «Αδελφούς Καραμαζώφ» του Ντοστογιέφσκι. Κρακ, κρακ, το κουτσό πόδι του δεσμοφύλακα με το δεκανίκι, η ανάσα του φόβου και πάλι στις γειτονιές.
«Είχαν αλλάξει οι καιροί, τώρα δε σκότωναν, σ’ έδειχναν μόνο με το δάχτυλο, και αυτό αρκούσε. Υστερα, κάνοντας ένα κύκλο που όλο στένευε, σε πλησιάζανε σιγά σιγά, εσύ υποχωρούσες, στριμωχνόσουνα στον τοίχο, ώσπου, απελπισμένος, άνοιγες μόνος σου μια τρύπα να χωθείς.
Κι όταν ο κύκλος διαλυόταν, στη θέση σου στεκόταν ένας άλλος, καθ’ όλα αξιαγάπητος κύριος».
(Από τον «Νυχτερινό Επισκέπτη»).
Η πόλη, η φτωχογειτονιά, τα ξεκοιλιασμένα από τις σφαίρες κτίρια, τα πρησμένα πόδια αυτών «που τους έλεγαν αλήτες», τα κουρελιασμένα ντρίλινα παντελόνια των εργατών, η μνήμη του αίματος, η εξευτελιστική για τον Ανθρωπο μυρωδιά του φόβου, άμμος στα γρανάζια του «συστήματος» στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια. Μέρες και άλλης «κόλασης»
Μια μικρή «ανάσα» κι ύστερα, πάλι σκοτάδι, αίμα, φόβος. Χούντα και Πολυτεχνείο. Ετος 1973.
«Στον δρόμο περπατούνε αγκαλιασμένοι/
σιγομιλούνε σε κάποιο καφενείο/
κι όλοι οι νεκροί είναι πάλι αναστημένοι/
σαν γονατίζουν στο Πολυτεχνείο».
Στην οθόνη της πόλης, η ταινία της Ελλάδας – πάντα ασπρόμαυρη – εξακολουθεί να προβάλλεται. Χωρίς ήχο. «Θα πρέπει να συνηθίσετε να βλέπετε ξανά εφημερίδες με σφυροδρέπανα αναρτημένες στα περίπτερα», γράφει η Ελένη Βλάχου, προετοιμάζοντας τους αναγνώστες της «Καθημερινής» για την κυκλοφορία, προσεχώς, του νόμιμου, πλέον, «Ριζοσπάστη». Σιωπή, επικρατεί ακόμα. Σιωπή στα σταυροδρόμια, σιωπή στην πόλη, και το μόνο που ακούγεται είναι η ανεπαίσθητη, σαν θρόισμα φύλλου, μουσική, που βγάζει ένα χέρι, καθώς χαϊδεύει τα σημάδια που άφησαν οι χειροπέδες πάνω στο άλλο και αντίστροφα.
«Αιώνια κυνηγημένοι, διωγμένοι από παντού, και μόνο το τραγούδι/
μας, καμιά φορά, θλιμμένο/
μαρτυρούσε το δρόμο, ή άλλοτε για να ξεφύγουμε, σε θρύλους, όπως/
σε σιωπηλή γυναίκα./
Γέρναμε, ή γινόμαστε απλοί, τόσο που μας έχαναν./
Κι αλήθεια, κατά πού πέφτει η βασιλεία,/
και μόνος ο καθένας μας θ’ ακούσει το ράγισμα ενός άστρου,/
αργά, τη νύχτα.»
(«Σκοτεινή Πράξη»)
Αχός μέγας ακούγεται στην πόλη. Εχει φθάσει ο πολιτικός …«μάγος». Χρόνια περιπλανιόταν ψάχνοντας τις μαγικές συνταγές για πάσα νόσο. Και ιδού, λοιπόν, έρχεται φορτωμένος «δώρα». Σαλπιγκτές πολιορκούν τα τραγούδια. Βαρβαρισμοί πολιορκούν τη γλώσσα. Ημίγυμνες οδαλίσκες μοιράζουν λωτούς και με λάγνα βλέμματα υπόσχονται τη λήθη. Αερόστατα, ουράνια υπερωκεάνια και ολόφωτα διαστημόπλοια κάνουν τη μέρα νύχτα για να διευκολύνεται και πάλι το τσάκισμα των «ιστών» της κοινωνίας.
«Οραμα μεγάλο πάνω απ’ τους δρόμους, σα φύλλα του φθινοπώρου/
σκόρπιζαν οι ζητωκραυγές./
Η πόλη είχε χαθεί κάτω απ’ τα φώτα, τις σημαίες, τη βουή./
Γιορτάζαμε τη νίκη./
Ομως, την ίδια ώρα, κάποιος σηκώνεται μες στο σιωπηλό σπίτι, δεν/
ανάβει φως, ντύνεται και κάθεται στο σκοτάδι./
Κανείς δεν μπορεί να τον βοηθήσει.»
(«Μικρό Βιβλίο για Μεγάλα Ονειρα»)
Ο ποιητής δεν μπορεί να μεθύσει με ψεύτικο κρασί. Και στρέφεται να πιαστεί από τον εαυτό του, να αποκαταστήσει τα νοήματα εντός του. Θα ψάξει να βρει ένα συνομιλητή, ή μάλλον κάποιον που να τον εμπιστεύεται για να ανοίξει την καρδιά του. Να καταθέσει την πίκρα του, να αφήσει τα δάκρυά του να κυλήσουν ελεύθερα, να λυτρωθεί.
«Κάποτε θα πάρουμε ένα γράμμα, θα ‘ναι από μια άλλη εποχή, θα το ακουμπήσουμε στο τραπέζι αμήχανοι, θα σκεφτούμε πόσο είμαστε ακόμα ξένοι, οι λέξεις θα ‘χουν γίνει φαντάσματα, στο δρόμο θα βρίσκεις καμιά φορά ένα επισκεπτήριο, αλλά δε θα ‘χουμε μνήμη, τα καφενεία άδεια σαν τοπία του υπερπέραν – και μόνο εγώ, τότε, ο τρελός θα σηκωθώ και θα φωνάξω: “σύντροφοι” σαν ν’ απαντάω στην ατέλειωτη αυτή σιωπή.
Το ημερολόγιο θα δείχνει Οκτώβριο – με τα μαραμένα φύλλα και τις εξεγέρσεις.»
(«Ο τυφλός με το λύχνο»)
Πίκρα. Ωρες – ώρες αβάσταχτη. Δεν μπορείς να μένεις κλεισμένος μέσα. Πλένεις το πρόσωπό σου και βγαίνεις στον δρόμο.
«Υστερα έρχονται και σου λένε “τα χρόνια έφυγαν”, αλλά εγώ θέλω να μου απαριθμήσετε κι εκείνα που έφυγαν μαζί με τα χρόνια – αυτό ποιος θα τ’ αντέξει; Ετσι εκείνο το βράδυ έστριβα σε μια πάροδο, όταν είδα έναν άνθρωπο να τον τραβολογάνε οι αστυφύλακες, ήταν μεσόκοπος, με γενάκι “πως λέγεσαι;” τον ρωτούσαν, τσιμουδιά αυτός “αφήστε τον”, είπα, “πλήρωσα εγώ με την ψυχή μου γι’ αυτόν. Λέγεται Λένιν”. (Παλιές ιστορίες – για να περάσει κι αυτό το βράδυ)».
(«Τα Χειρόγραφα του Φθινοπώρου»).
Ο Τάσος Λειβαδίτης έφυγε από την πόλη φθινόπωρο, Οκτώβρη. Στις 30 του Οκτώβρη 1988. «Επιστρέφει», όμως, κάθε βράδυ στις λαϊκές γειτονιές που τραγούδησε. Ανάβει το τσιγάρο του από τα πυρακτωμένα όνειρά τους. Φτιάχνει ποιήματα από πεσμένα στο δρόμο όνειρα. Ονειρα, που τα πατούν ακόμα και ανύποπτοι περαστικοί.
«Κάποτε, καθώς φεύγεις/
πηγαίνοντας σε μια μεγάλη μάχη/
θα σου ‘τυχε ν’ ακούσεις ξαφνικά από ‘να παράθυρο/
ένα πιάνο να παίζει./
Ισως ένα κορίτσι με άσπρα δάχτυλα/
ή ένας άντρας με δυνατά χέρια/
να παίζουν αυτόν τον λυπημένο σκοπό/
που σου θυμίζει τα παιδικά σου χρόνια, τους χαμένους έρωτες/
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις/
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε/
την καρδιά σου που την ποδοπατήσαν./
Εσύ στέκεσαι με το στόμα ανοιγμένο/
ακούγοντας κάτω απ’ τη βροχή-/
μα πρέπει να βιαστείς, προχωράνε οι άλλοι/
χάθηκαν κιόλας στη στροφή του δρόμου./
Κι όπως ξεκινάς με πλατύ βήμα/
τα παιδικά σου χρόνια/
οι χαμένοι έρωτες/
όλα όσα ονειρεύτηκες χωρίς να τα ζήσεις/
τα γιασεμιά που σου γυρίσανε/
η καρδιά σου που την ποδοπατήσαν/
ξεκινάνε κι αυτά πλάι σου -/
να πολεμήσουν/
μαζί σου.»
Βιβλιογραφία:
Τάσος Λειβαδίτης : Ποίηση, 1, 2, 3 (εκδόσεις «Κέδρος»)
Σόνια Ιλίνσκαγια: «Η Μοίρα Μιας Γενιάς» (εκδόσεις «Κέδρος»)
«Η Ελληνική Ποίηση: Η Πρώτη Μεταπολεμική Γενιά» (εκδόσεις «Σοκόλη»).
Γιώργος ΜΗΛΙΩΝΗΣ
Βρέχει στη φτωχογειτονιά-Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Μάνα μου και Παναγιά-Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Δραπετσώνα -Γρηγόρης Μπιθικώτσης
Αλλά τα βράδια-Βασίλης Παπακωνσταντίνου
Για να σε συναντήσω-Μανώλης Λιδάκης
Την πόρτα ανοίγω το βράδυ-Μίκης Θεοδωράκης
Έχω μια αγάπη-Στέλιος Καζαντζίδης & Μαρινέλλα
Δρόμοι που χάθηκα-Μίκης Θεοδωράκης
Σαββατόβραδο-Στέλιος Καζαντζίδης & Μαρινέλλα
e-prologos.gr