«Όταν στην πορεία της εξέλιξης θα έχουν εξαφανιστεί οι ταξικές διαφορές, κι όταν θα έχει συγκεντρωθεί όλη η παραγωγή στα χέρια των οργανωμένων ατόμων, τότε η δημόσια εξουσία θα χάσει τον πολιτικό της χαρακτήρα. Η πολιτική εξουσία στην ουσία της είναι η οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση μιας άλλης. Όταν το προλεταριάτο στην πάλη του ενάντια στην αστική τάξη συγκροτείται αναγκαστικά σε τάξη, όταν γίνεται με μια επανάσταση κυρίαρχη τάξη και σαν κυρίαρχη τάξη καταργεί βίαια τις παλιές σχέσεις παραγωγής, τότε μαζί μ’ αυτές τις σχέσεις παραγωγής καταργεί τους όρους ύπαρξης της ταξικής αντίθεσης, τις τάξεις γενικά και έτσι και την ίδια τη δικιά του κυριαρχία σαν τάξη. Στη θέση της παλιάς αστικής κοινωνίας με τις τάξεις και τις ταξικές της αντιθέσεις έρχεται μια ένωση, όπου η ελεύθερη ανάπτυξη του καθενός είναι η προϋπόθεση για την ελεύθερη ανάπτυξη όλων».
(Απόσπασμα από το Μανιφέστο)

Το Γενάρη του 1848, ολοκληρώνεται η συγγραφή του Κομμουνιστικού Μανιφέστου. Εδώ οι Μαρξ και Ένγκελς αποτυπώνουν με τον πιο σαφή τρόπο για την εποχή τους τις βασικές αρχές του Κομμουνιστικού κόμματος. Η σύνταξη και η δημοσίευση του Μανιφέστου είναι μια επίπονη διαδικασία και βρίσκει τις ρίζες της στην προσπάθεια του προλεταριάτου να ανασυντάξει τις σκόρπιες δυνάμεις, να οργανωθεί και να νικήσει οραματιζόμενο τη νέα κοινωνία, την κομμουνιστική. Η συγγραφή του Μανιφέστου πραγματοποιήθηκε το δίμηνο Δεκέμβρη 1847 – Γενάρη του 1848. Λίγες εβδομάδες πριν την επανάσταση του Φλεβάρη στάλθηκε στο Λονδίνο για εκτύπωση. Η δημιουργία της «Ένωσης κομμουνιστών», αποτέλεσε την αφετηρία βάσει της απόφασης της οποίας έγινε η συγγραφή του Μανιφέστου.

Η Δημιουργία της «Ένωσης»

Από τη μυστική Δημοκρατική Ένωση των «Προγραμμένων», που το 1834 είχαν ιδρύσει στο Παρίσι Γερμανοί φυγάδες, αποσπάστηκαν το 1836 τα προλεταριακά στοιχεία και σχημάτισαν μια νέα μυστική οργάνωση, την «Ένωση των δικαίων». Η οργάνωση αυτή μετέφερε τη δράση της στο Λονδίνο και σιγά-σιγά από γερμανική έγινε διεθνής με την έννοια ότι συμμετείχαν και εργάτες άλλων εθνοτήτων. Η κοινωνική διδασκαλία της Ένωσης, ήταν ακαθόριστη. Διαμορφωνόταν μια κομμουνιστική αντίληψη στα πλαίσια της «αδερφότητας», της «ισότητας» και της «δικαιοσύνης». Μόνο όταν άρχισαν να αναπτύσσονται οι σχέσεις της Ένωσης με τους Μαρξ και Ένγκελς μέσα από διαρκή αλληλογραφία στην αρχή υπήρξε θετική επίδραση και σε επίπεδο θέσεων αλλά και στην πρακτική. Είναι γνωστό ότι οι δύο επαναστάτες χρησιμοποιούσαν διάφο­ρες λιθογραφημένες εγκυκλίους που τις έστελναν παντού στον κόσμο αναφορικά με τις υποθέσεις του σχηματιζόμενου κομμουνιστικού κόμμα­τος αλλά και με την « Ένωση των δικαίων». Αυτή ακριβώς η διαδικασία διαμόρφωσε μια αθόρυβη ανατροπή στην καθοδήγηση της Ένωσης. Οι καθοδηγητές της καταλάβαιναν όλο και πιο ξεκάθαρα την ανεπάρκεια των κομμουνιστικών αντιλήψεων που επικρατούσαν έως τότε, τόσο του γαλλικού πρωτόγονου κομμουνισμού της ισότητας, όσο και του κομμουνισμού του Βάιτλινγκ (αναγωγή του κομμουνισμού στο χριστιανισμό). Παράλληλα, την άνοιξη του 1847 πήγε στις Βρυξέλλες στον Μαρξ και κατόπιν στο Παρίσι στον Ένγκελς ο Γιόσεφ Μολ, μεταφέροντας κάλεσμα των συντρόφων του για την είσοδο και των δύο στην Ένωση. Διατύπωσαν την άποψη ότι είχαν πεισθεί για την ορθότητα των αντιλήψεων των Μαρξ και Ένγκελς, έχοντας ακόμη σαν σκοπό να απαλλάξουν την «’Ένωση των δικαίων» από τις παλιές συνωμοτικές παραδόσεις και μορφές. Υπήρξε μία σαφής δέσμευση απέναντι στους δυο επαναστάτες για διεξαγωγή συνεδρίου, όπου θα τους δίνονταν η δυνατότητα να αναπτύξουν τις απόψεις τους για τον κομμουνισμό με ένα μανιφέστο, συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην αντι­κατάσταση της απαρχαιωμένης οργάνωσης της Ένωσης με μια καινούργια σύγχρονη και εναρμονισμένη στο βασικό σκοπό οργάνωση. Υπό αυτές τις προϋποθέσεις έγινε η προσχώρηση στην «Ένωση» και ο μεν Μαρξ σχημάτισε στις Βρυξέλλες μια ομάδα της Ένωσης, ο δε Ένγκελς συμμετείχε σε τρεις παρισινές ομάδες. Το καλοκαίρι του 1847 έγινε το πρώτο συνέδριο της Ένωσης στο Λονδίνο στο οποίο προέκυψε νέο οργανωτικό σχήμα. Αυτό αποτελούνταν από κοινότητες, περιφέρειες, καθοδηγητικές περιφέ­ρειες, κεντρικά όργανα και συνέδριο, στο εξής δε θα ονομάζονταν «Ένωση Κομμουνιστών». Το δεύτερο συνέδριο έγινε τον ίδιο χρόνο στα τέλη Νοέμβρη, αρχές Δεκέμβρη. Σ’ αυτό το συνέδριο παραβρέθηκε και ο Μαρξ, όπου υποστήριξε σε διεξοδικές συζητήσεις (το συνέδριο κράτησε τουλάχιστον 10 ημέρες) τη θεωρία του.

Η έκδοση του Μανιφέστου

Στο δεύτερο συνέδριο της « Ένωσης των Κομμουνιστών» υποστηρίζεται τελικά η πλατφόρμα των Μαρξ και Ένγκελς. Οι όποιες αντιρρήσεις και αμφιβολίες παραμερίστηκαν τελικά και οι καινούργιες αρχές έγιναν ομόφωνα δεκτές, γι’ αυτό ανατέθηκε τελικά στους δυο επαναστάτες να καταπιαστούν με τη δημοσίευση ενός πλήρους θεωρητικού και πρακτικού προγράμματος του «κόμματος». Αποτελεί την πρώτη έκθεση της κοσμοθεωρίας της εργατικής τάξης. Στο Μανιφέστο διατυπώνεται με «αριστοτεχνική διαύγεια και ακρίβεια η νέα κοσμοθεωρία του συνεπούς υλισμού που περιλαμβάνει στα πλαίσιά της και τη διαλεκτική, δηλ. την πιο πλατιά και βαθιά διδασκαλία για την εξέλιξη, τη θεωρία της ταξικής πάλης και του μεγάλου επαναστατικού ρόλου μέσα στην ιστορία που παίζει το προλεταριάτο σαν ο δημιουργός της νέας κοινωνίας, της κομμουνιστικής κοινωνίας» (Λένιν: Καρλ Μαρξ και Φρ. Ενγκελς).
Το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος περιλαμβάνει τέσσερα κεφάλαια: Α΄. Αστοί και προλετάριοι. Σ’ αυτό διατυπώνεται ο βασικός νόμος της ανάπτυξης κάθε ανταγωνιστικής κοινωνίας, ο νόμος της πάλης των τάξεων. Προσδιορίζεται με σαφήνεια πώς αντικαταστάθηκε η δουλοκτητική κοινωνία από την φεουδαρχική κοινωνία και αυτή πάλι με τη σειρά της από την καπιταλιστική κοινωνία καταλήγοντας στο συμπέρασμα: «Πριν απ’ όλα η αστική τάξη παράγει τους νεκροθάφτες της. Η ήττα της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτες». Β΄. Προλετάριοι και κομμουνιστές. Αυτό το κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στο ρόλο του κομμουνιστικού κόμματος το οποίο και αποτελεί το πρωτοπόρο απόσπασμα της εργατικής τάξης, όπου στο πρόγραμμά του προσδιορίζεται η κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής και η εγκαθίδρυση της συλλογικής ιδιοκτησίας. Μόνο η κομμουνιστική επανάσταση θα επιφέρει αλλαγές στις οικονομικές σχέσεις, αλλαγές στη συνείδηση των ανθρώπων. «Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για να αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, για να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους δηλ. του προλεταριάτου που είναι οργανωμένο σαν κυρίαρχη τάξη … ». (Μανιφέστο). Σ’ αυτό ακριβώς το σημείο διατυπώνεται μια πρώτη άποψη για τη διχτατορία του προλεταριάτου και το πρόβλημα του κράτους. Γ΄. Σοσιαλιστική και Κομμουνιστική φιλολογία. Εδώ επιχειρείται με σαφήνεια μια βαθιά κριτική των διαφόρων μικροαστικών σοσιαλιστικών ρευμάτων. (Φεουδαρχικός σοσιαλισμός, μικροαστικός σοσιαλισμός, γερμανικός ή ο «αληθινός σοσιαλισμός», ουτοπικός σοσιαλισμός κλπ). Στο Δ΄ κεφάλαιο προσδιορίζεται «η θέση των κομμουνιστών απέναντι στα διάφορα αντίθετα κόμματα» (της αντιπολίτευσης). Οι Μαρξ και Ένγκελς σ’ αυτό το κεφάλαιο εκθέτουν τις βάσεις της ταχτικής και στρατηγικής του κόμματος «υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα ενάντια στην υπάρχουσα κοινωνική και πολιτική κατάσταση … Ας τρέμουν οι κυρίαρχες τάξεις μπρος σε μια κομμουνιστική επανάσταση. Οι προλετάριοι δεν έχουν να χάσουν τίποτε άλλο εκτός από τις αλυσίδες τους. Έχουν να κερδίσουν έναν κόσμο ολόκληρο» και κλείνουν με την επίκληση «ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΟΙ ΟΛΩΝ ΤΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΩΘΕΙΤΕ» (Μανιφέστο) διερμηνεύοντας το διεθνιστικό χαρακτήρα του εργατικού κινήματος.
Τρεις μήνες μετά τον θάνατο του Μαρξ, τον Ιούνιο του 1883, ο Ενγκελς συνόψιζε με μια μικρή δήλωση το περιεχόμενο του Μανιφέστου και απέδιδε εξ ολοκλήρου στον Μαρξ την πατρότητα της κεντρικής ιδέας. «Η βασική ιδέα που κυριαρχεί στο Μανιφέστο είναι η ιδέα ότι η οικονομική παραγωγή και η κοινωνική διάρθρωση κάθε ιστορικής εποχής που προέρχεται απ’ αυτήν, αναγκαστικά αποτελούν τη βάση για την πολιτική και πνευματική ιστορία αυτής της εποχής, ότι σύμφωνα μ’ αυτά (από τον καιρό της διάλυσης της παμπάλαιας κοινής ιδιοκτησίας της γης) όλη η ιστορία ήταν ιστορία ταξικών αγώνων ανάμεσα σε τάξεις εκμεταλλευόμενες και τάξεις εκμεταλλεύτριες, ανάμεσα σε τάξεις υποτελείς και τάξεις κυρίαρχες, στις διάφορες βαθμίδες της κοινωνικής εξέλιξης, ότι όμως ο αγώνας αυτός έχει φτάσει τώρα μια βαθμίδα όπου η εκμεταλλευόμενη και καταπιεζόμενη τάξη (το προλεταριάτο) δε μπορεί πια ν’ απελευθερωθεί από την τάξη που την εκμεταλλεύεται και την καταπιέζει (από την αστική τάξη), χωρίς να απελευθερώσει σύγχρονα και για πάντα ολόκληρη την κοινωνία από την εκμετάλλευση, την καταπίεση και τους ταξικούς αγώνες. Αυτή η βασική ιδέα ανήκει αποκλειστικά και μόνο στον Μαρξ».

Πάντα επίκαιρο

Το Μανιφέστο παραμένει αγέραστο στις ιδέες του, διαλεκτικό στην επιχειρηματολογία του για την υπεροχή των σοσιαλιστικών ιδεών. Αποτελεί φλογερό προσκλητήριο μάχης ειδικά σήμερα, που οι πολεμοκάπηλοι ιμπεριαλιστές απειλούν την ανθρωπότητα με την καταστροφή. Στη μαύρη διεθνή των εμπρηστών του πολέμου το Μανιφέστο υψώνει την κοσμοσωτήρια σημαία της αλληλεγγύης «Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε».

Το Μανιφέστο έκανε το γύρο του κόσμου, μεταφράστηκε σε όλες τις γλώσσες και σήμερα ακόμη χρησιμεύει σαν οδηγός του εργατικού και αριστερού κινήματος. Παρά τις προσπάθειες της αντίδρασης να εξαφανίσει το κομμουνιστικό υλικό «εν ονόματι του νόμου», το Μανιφέστο διατήρησε και μέχρι τις μέρες μας την επικαιρότητά του.
Ένας αιώνας έχει περάσει από την πρώτη μετάφρασή του στα ελληνικά στα οποία έγιναν δεκάδες εκδόσεις. Ο πρώτος μεταφραστής του Κομμουνιστικού Μανιφέστου ήταν ο Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Έλληνας διανοούμενος πρωτοπόρος δημοτικιστής που είχε ασπαστεί τον Μαρξισμό κατά την διάρκεια των σπουδών του στην Γερμανία. Η μετάφρασή του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Εργάτης” του Βόλου το 1908 υπό τον τίτλο “Προκήρυξη του Κοινωνιστικού Κόμματος” και με το ψευδώνυμο Π. Βασιλικός. Αργότερα (1913) η ίδια μετάφραση εκδόθηκε σε μπροσούρα από το Σοσιαλιστικό Κέντρο Αθηνών με τον τίτλο “Το Κοινωνιστικό Μανιφέστο” με ένα μικρό πρόλογο του μεταφραστή με το πραγματικό του όνομα αυτή τη φορά. Το 1919 μετά την ίδρυση του ΣΕΚΕ (Νοέμβριος 1918) και της ΓΣΕΕ το εκδοτικό τμήμα των νεολαιών του ΣΕΚΕ εκδίδει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο σε νέα μετάφραση (Αντώνης Δούμας) με πρόλογο του στελέχους του, Αριστ. Δ. Σίδερη, βουλευτή Θεσσαλονίκης και τους προλόγους των συγγραφέων στις γερμανικές εκδόσεις των ετών 1872, 1883 και 1890. Το 1921 η ίδια μετάφραση ξανακοιταγμένη από τον Α. Δούμα και ξανά προλογισμένη από τον Α. Σίδερη εκδίδεται ξανά από το Εκδοτικό του Κομμουνιστικού Κόμματος (όπως έχει μετονομαστεί το ΣΕΚΕ).

Το 1927 ο Γ. Κορδάτος ετοιμάζει νέα μετάφραση και την εκδίδει με εισαγωγή και σχόλια του ίδιου (Ακαδημαϊκόν Βιβλιοπωλείον). Η μετάφραση αυτή ξαναδουλεμένη από τον ίδιο εκδίδεται το 1945 (Αργύρης Παπαζήσης) και επανεκδίδεται το 1963 (άγνωστος εκδότης) και το 1998 (Αλφειός). Το 1933 με απόφαση του ΠΓ του ΚΚΕ τιμώντας τα 50 χρόνια του θανάτου του Μαρξ εκδίδεται εκ νέου σε μετάφραση του Ιορδάνη Ιορδανόπουλου και σε επανέκδοση το 1945 (Καινούργια Εποχή). Το 1948, στα 100 χρόνια από την συγγραφή του Μανιφέστου το ΚΚΕ το επανεκδίδει σε νέα μετάφραση του Μιλτιάδη Πορφυρογένη. Το 1952 πάλι το ΚΚΕ στην συλλογική έκδοση “Διαλεχτά Έργα” των Μαρξ και Ένγκελς περιλαμβάνει και το “Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος” σε μετάφραση επιτελείου μεταφραστών του εξωτερικού.
Τη διετία 1963-1965, που υπάρχουν κάποιες καλύτερες πολιτικές προϋποθέσεις, βλέπουν το φως της δημοσιότητας πολλές νέες εκδόσεις και δημοσιεύσεις του. Το 1963 μια πολυτελής του Αλέκου Παπακώστα με όλους τους προλόγους των συγγραφέων και πολλά συμπληρωματικά κείμενα, μια ανώνυμη επανέκδοση της έκδοσης του Παπαζήση του 1945 και μια επίσης ανώνυμη ελλιπής έκδοση σε μετάφραση και μικρή εισαγωγή των Βασίλη Ρώτα και Βούλας Δαμιανάκου. Το 1964 σε νέα έκδοση των Διαλεχτών Έργων από τον Αναγνωστίδη και το 1965 ο Αλέκος Παπακώστας, με αφορμή τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Διεθνούς, ξαναβγάζει σε δεύτερη λαϊκή έκδοση την έκδοση του 1963.
Από τη μεταπολίτευση και μετά στα πλαίσια της ανάκαμψης του πολιτικού βιβλίου και της νομιμοποίησής του έγιναν πολλές αξιόλογες εκδόσεις του.

Γιάννης Μακρίδης

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το