“1976”, της Μανουέλα Μαρτέλι
Χιλή – Αργεντινή (2022)
Χιλή, τρία χρόνια μετά το πραξικόπημα του Αουγούστο Πινοσέτ.
Στην εξοχική έπαυλη μιας εύπορης οικογένειας που συντηρεί κυρίως ο μεγαλογιατρός πάτερ-φαμίλιας, η 50χρονη Κάρμεν ξεγελάει τη μοναξιά της με σποραδικές ανακαινίσεις κι ανώδυνες αγαθοεργίες, υπό την καθοδήγηση του ιερέα της ενορίας.
Η συνθήκη αλλάζει άρδην όταν ο καλοκάγαθος παπάς προτρέπει την Κάρμεν να περιθάλψει κρυφά έναν νεαρό – άσχημα τραυματισμένο στο μηρό. Η γυναίκα θορυβείται από την επιβαλλόμενη μυστικότητα, συναινεί παρόλα αυτά. Στην πορεία, κι ενώ ο νεαρός αναλαμβάνει σταδιακά δυνάμεις, συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για θύμα της φασιστικής χούντας.
Τα πράγματα περιπλέκονται επικίνδυνα όταν ο νεαρός αντικαθεστωτικός της ζητάει να λειτουργήσει σαν σύνδεσμος ανάμεσα στον ίδιο και στους συντρόφους του.
Είναι τουλάχιστον παρήγορο τ’ ότι οι Λατινοαμερικάνοι δημιουργοί επανέρχονται κάθε τόσο στη σχετικά πρόσφατη, αιματοβαμμένη ιστορία των χωρών τους, σε μια περίοδο όπου τα γνωστά και μη εξαιρετέα κέντρα εξουσίας της Δύσης επιχειρούν να επιβάλουν τη διαστρέβλωση και τη λήθη.
Στο “1976”, την πρώτη σκηνοθετική απόπειρά της, η Μανουέλα Μαρτέλι τοποθετεί στο επίκεντρο της κινηματογραφικής αφήγησης ένα ιδιαίτερα φορτισμένο ζήτημα: Την εμπλοκή της αστικής τάξης της χώρας της στην εγκληματική δράση της χιλιάνικης χούντας.
Η προστατευμένη, άνετη όσο και μονοσήμαντη καθημερινότητα της Κάρμεν, μεταμορφώνεται από τη μια στιγμή στην άλλη. Από παθητικός δέκτης των πολιτικών δρώμενων, γίνεται ενεργός δίαυλος της αντικαθεστωτικής δράσης, υποχρεούμενη απ’ την εξέλιξη των πραγμάτων να κρίνει τη στάση του μεγαλοαστού συζύγου της και των ομοίων του, που όταν δεν κάνουν τα στραβά μάτια, συμπαρατάσσονται με τον Πινοσέτ και τα ενεργούμενά του.
Τα πτώματα που ξεβράζει η θάλασσα αποκτούν άξαφνα ταυτότητα, το ίδιο κι οι καταδιωγμένοι σύντροφοι του πληγωμένου Ελίας, παιδιά ενός “κατώτερου Θεού” που η Κάρμεν προσπερνούσε συγκαταβατικά μέχρι πρότινος. Ο σκοπός τους διαπερνάει το κέλυφος της 50χρονης γυναίκας• η ζωή της αποκτάει επιτέλους ενδιαφέρον, και – κυρίως, νόημα. Όχι όμως χωρίς αντίτιμο.
Η Μαρτέλι χτίζει το πολιτικό θρίλερ της λεπτό το λεπτό, φωτίζοντας εξαντλητικά τις λεπτομέρειες. Τις λεπτές αποχρώσεις των βλεμμάτων και των χειρονομιών, την απόσταση ανάμεσα στη θέαση και την αναγνώριση, τις παρατεταμένες σιωπές, την ανησυχητική διάρκεια των παράνομων διαδρομών. Σκιαγραφεί με λεπτές πινελιές την αδιόρατη απειλή που πυκνώνει ολοένα γύρω απ’ την Κάρμεν• η αργοπορημένη συνειδητοποίησή της θα τη φέρει μπροστά στο ανυπέρβλητο δίλημμα: θα μπορέσει να βγει απ’ τα προδιαγεγραμμένα όρια της τάξης της, προκειμένου να είναι συνεπής με την ηθική της;
Στην ανείπωτη βαρβαρότητα της χούντας του Πινοσέτ έχουν αναφερθεί ξανά και ξανά οι Χιλιανοί κινηματογραφιστές Πάμπλο Λαραΐν και Πατρίσιο Γκουσμάν, όπως άλλωστε και ο Κώστας Γαβράς με τον συγκλονιστικό του “Αγνοούμενο”• η Μαρτέλι δεν ενδιαφέρεται τόσο γι’ αυτή την πλευρά, όσο για το έλλειμμα ηθικής μιας επαίσχυντα συνθηκολόγας τάξης, και τις γυναίκες που προσπάθησαν να χαράξουν μιαν άλλη διαδρομή• γυναίκες που αφυπνίστηκαν μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, και είτε απέδρασαν οριστικά, είτε βυθίστηκαν στη ντροπή και τη θλίψη.
Σε συνεντεύξεις της με αφορμή την κυκλοφορία της ταινίας, η Μαρτέλι καταθέτει: «Το 1976 ήταν η χρονιά που πέθανε η γιαγιά μου. εννήθηκα τη 10ετία του ’80, εν μέσω δικτατορίας. Αργότερα άρχισα ν’ αναρωτιέμαι και ν’ αναζητώ στοιχεία για τη ζωή της. […] Ο χαρακτήρας της Κάρμεν είναι εμπνευσμένος από τη γιαγιά μου και όλα τα ερωτήματα που προέκυπταν σχετικά μ’ αυτήν, είχα την αίσθηση ζωών απόλυτα ελεγχόμενων, σε βαθμό που δεν μπορούσαν να δραπετεύσουν. […] Μου φάνηκε ενδιαφέρον να δημιουργήσω ένα χαρακτήρα με όλες τις αντιφάσεις μιας αστής και όλες τις ανέσεις: μια μεγάλη οικογένεια, μια ζωή σχετικά χαρούμενη, αλλά όλες τις βαθύτερες επιθυμίες της καταπνιγμένες. Εκτελεί τα καθήκοντά της σύμφωνα με τις νόρμες που θεωρητικά θα έπρεπε να την κάνουν ευτυχισμένη, δεν είναι όμως. Όταν η δημοκρατία απειλείται, στο τέλος θυματοποιούμαστε όλοι. […] Μιλάμε για τα γνωστά θύματα της δικτατορίας, τα φανερά, ολοκάθαρα θύματα, στα οποία η Χιλή θα πρέπει ν’ αποδώσει δικαιοσύνη. Εκτιμώ, παρόλα αυτά, ότι υπήρξαν και άλλα θύματα για τα οποία επιβάλλεται να μιλήσουμε, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε ποιοι είμαστε, εν τέλει. Ο ταξικός διαχωρισμός στη Χιλή παραμένει σκληρός. Πρόκειται πάντα για μια πατριαρχική κοινωνία, πιο συντηρητική απ’ ό,τι σε άλλες νοτιοαμερικάνικες χώρες. Το ζήτημα της τάξης είναι πολύ ισχυρό. Συνδέεται αυστηρά με το επώνυμό σου, το χρώμα του δέρματός σου, τον τρόπο που μιλάς, την περιοχή όπου κατοικείς. Δεν υπάρχει ισοπολιτεία στη Χιλή. […] Είναι κανείς δεμένος με μια τάξη εξ αίματος, από τις οικογενειακές ρίζες, τον τόπο προέλευσής του, που φτάνει μέχρι την αποικιοκρατία. Ο αποδιωγμός των ιθαγενών εξακολουθεί να είναι πολύ σκληρός. […]».
Μια διεισδυτική ματιά στην αστική τάξη της Χιλής και τους δεσμούς της με τη χούντα του Πινοσέτ.
Βραβείο σκηνοθεσίας στις Νύχτες Πρεμιέρας, αξιοθαύμαστη ερμηνεία από την Αλίνε Κιουπενχάιμ.
Θέμις Αμάλλου
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr