Πάψε με ευχές να ελπίζεις
οι θεοί πως θα λυγίσουν
Δύο εικόνες. Δύο τόποι. Χειμώνας. Άφωνος προσπαθείς να επεξεργαστείς τις εικόνες. Να τις ταξινομήσεις.
Πρωτεύουσα πόλη. Πολυσύχναστος, εμπορικός δρόμος. Ένας γεροντάκος, πλάτη ακουμπισμένη στον ένα τοίχο της γωνίας. Πόδια μισολυγισμένα που, μαζί με την ομπρέλα στη θέση του μπαστουνιού, προσφέρουν το επιθυμητό τρίγωνο στήριξης. Φωνή μισοραγισμένη τραγουδάει «…όλη μας η αγάπη την κάμαρα γεμίζει…». Οι περαστικοί βιαστικοί, -όσοι τον παίρνουν χαμπάρι- ρίχνουν στο κυπελάκι του κάποιο μεταλίκι. Ανεπαίσθητη κίνηση ευχαριστίας. Κάμαρα άραγες να υπάρχει; Φαΐ; Στρωσίδια; Γιατί κράτος και πρόνοια δεν υπάρχουν.
Χωριό. Στην άκρη. Καμαρούλα, μια πόρτα, ένα παράθυρο. Στη μέση μια φουντωμένη ξυλόσομπα. Η γριούλα συρρικνωμένη από τα χρόνια, ένα κουβάρι, κοιτάει με απλανές βλέμμα τον τοίχο. Ο γέροντας αμίλητος το παράθυρο. Τίποτα δεν έχουν να πουν μεταξύ τους. Απόλυτη σιωπή. Η κοινή τους ζωή για σχεδόν ενενήντα χρόνια εξάντλησε κάθε κουβέντα συμφωνίας ή διαφωνίας. Το παιδί τους έφυγε, πέθανε νωρίς. Η μοναξιά αβάσταχτη. Τι να σου κάνουν και οι γείτονες. Τα κατοικημένα σπίτια αραιά και οι ανηφοριές σου κόβουν την ανάσα τώρα που κάνει κρύο. Η γαμήλια ευχή «να ζήσουν, να γεράσουν» μάλλον με κατάρα μοιάζει στην Ελλάδα της εγκατάλειψης και της γραφειοκρατούμενης ψηφιοποίησης του 2024.
Οι νέοι στο χωριό μετρημένοι στα δάχτυλα. Πού δουλειά της προκοπής και όχι του ποδαριού το χειμώνα. Αφημένοι στην τύχη τους, από τη μητριά Πατρίδα, θυμίζουν τον καπετάν Αναγνώστη, του Βάρναλη γράφοντος «Εις ύφος Παπαδιαμάντη»: «Απογοητευμένος από την άπιστον θάλασσα, εγένετο στεριανός και φαρμακευμένος από την ζωήν, εγένετο πότης». Και μήπως το πιοτό τους δίνει λύση; Αρχικά μελαγχολικοί και αμίλητοι και σύντομα ευεπίφοροι στο πείσμα και γοργοί στην οργή, με απέναντί τους, τον συγχωριανό.
Η πρώτη σκέψη, μετά το πάγωμα και την αβάσταχτη θλίψη στη θέα των ανήμπορων γερόντων είναι να ουρλιάξεις. Προς τα πάνω; Προς τα πού…
Γρήγορα το μυαλό κυλάει προς τις «οικογένειες», τα «τζάκια» που διαφεντεύουνε και κυβερνάνε χρόνια τώρα την έρημη πατρίδα. Πάπποι, γονείς, εγγόνια, δισέγγονα, με διπλά και τρίδιπλα σπίτια, υπηρέτες, προσωπικούς γιατρούς και νοσοκόμες, ψυχολόγους και νταμ ντε κομπανί, για να ζήσουν μια ζωή, ίδια σε χρόνια μα σε απόσταση ποιότητας τόση, όση η γη από το φεγγάρι. Ζωή που χτίστηκε πάνω στη μιζέρια, το μεροδούλι μεροφάι, την εγκατάλειψη, την ξενιτειά, το θάνατο, την απόγνωση των πολλών. Σε όλη τη χώρα. Από τις βουβές πολυκατοικίες της πρωτεύουσας, μέχρι το πιο δύσβατο ερημωμένο χωριό.
Οικογένειες-τζάκια. Μάλιστα. Πώς τα κατάφεραν όμως, όλα αυτά τα παραδεισένια; Δούλεψαν μήπως; Ένσημα και ρόζους στα χέρια δεν απόκτησαν. Πείσανε τους πολλούς με το καλό και πολύ συχνά το επιβάλανε με το άγριο πως, στη μία και μόνη ζωή που θα ζήσουν, θα συναντήσουν δυστυχία και θλίψη και γι’ αυτό πρέπει να είναι «ταπεινοί». Και αν έτσι γίνει, θα χαρούν στον παράδεισο, όταν πεθάνουν. Τι παράλογο σχήμα. Για να χαρείς, πρέπει να πεθάνεις!
Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο αναποφάσιστος είναι. Όσο πιο κουρασμένος, από το χωράφι, τη βάρδια στο εργοστάσιο, το δεκάωρο στο υπαλληλίκι, τις δυο δουλειές, την καμία δουλειά, τόσο λιγότερο ανασαίνει, σκέφτεται και θυμώνει. Μαθημένος να φοβάται, φοβάται να φοβηθεί περισσότερο. Γίνεται άβουλος. Και τότε όχι μόνο αφήνεται να του παίρνουν τα λίγα που έχει, μα μειώνει το φαΐ, τα ρούχα και τα παπούτσια τα δικά του και των παιδιών του. Συνηθίζει στο κλάμα, τη δυστυχία.
Ο άνθρωπος χρειάζεται κουράγιο και εμπιστοσύνη στον εαυτό του για να αντισταθεί. Κάποιον να του δείξει πως αυτό μπορεί να γίνει. Να του μάθει το πώς.
Και εμείς τι κάνουμε;
Τάνια Ζωγράφου
πηγή: Λαϊκός Δρόμος
e-prologos.gr