Δύο μέρες πριν καταληφθεί από τους Γερμανούς ο Άη Στράτης, οι εξόριστοι κομμουνιστές επιχειρούν να δραπετεύσουν.
Η φρουρά του στρατοπέδου ανοίγει πυρ, με αποτέλεσμα το θάνατο τριών πολιτικών εξόριστων.
Η απόδραση ματαιώθηκε και οι εξόριστοι παραδόθηκαν στις δυνάμεις Κατοχής.
Αφηγείται ο Γιάννης Λίππας:
26 Απρίλη 1941. Δυο μέρες πριν οι Γερμανοί φασίστες αποβιβαστούν στο νησί, οι «Έλληνες» δεσμοφύλακές μας αρνήθηκαν να μας αφήσουν να φύγουμε για να μην πέσουμε στα χέρια των καταχτητών. Αντίθετα, πήραν όλα τα μέτρα για να μας παραδώσουν όλους στα καινούργια αφεντικά τους, διαπράττοντας ένα στυγερό έγκλημα που ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσει ο ελληνικός λαός.
Για να δείξουν την πίστη και την αφοσίωσή τους στους χιτλεροφασίστες καταχτητές, οι «Έλληνες» φρουροί του στρατοπέδου πυροβόλησαν αναίτια στο ψαχνό κατά των εξόριστων κομμουνιστών και σκότωσαν τους αξέχαστους συντρόφους μας Παπαδάτο, Πέππα και Σκυτούδη. Ύστερα από το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα οι χωροφύλακες, με επικεφαλής τον ματοβαμμένο φασίστα Βουδικλάρη, που ήταν διοικητής χωροφυλακής του Αη Στράτη, μας έκλεισαν όλους τους εξόριστους σ’ ένα μεγάλο θάλαμο και απαγόρευσαν την έξοδό μας.
Μας είπαν ρητά ότι όποιος τολμήσει να βγει έξω θα τουφεκιστεί χωρίς καμιά άλλη διαδικασία!
Ο εγκλεισμός μας έγινε για να μη δραπετεύσουμε και να μας παραδώσουν στους Γερμανούς καταχτητές! Πραγματικά, ο φασίστας Βουδικλάρης μας παράδωσε όμηρους στους χιτλεροφασίστες. Για το έγκλημα αυτό, αντί να λογοδοτήσει, το μεταβαρκιζιανό καθεστώς της Δεξιάς τον τίμησε, τον έκανε ανώτατο αξιωματικό, τον θεωρεί «ήρωα» και μέγα εθνικόφρονα!
Οι χιτλεροφασίστες καταχτητές και οι ελληνόφωνοι συνεργάτες τους έβαλαν σε εφαρμογή ένα σατανικό σχέδιο για τη φυσική εξόντωση των κρατουμένων. Μας στέρησαν κάθε μέσο διαβίωσης για να πεθάνουμε από την πείνα. Πραγματικά, η πείνα άρχισε να θερίζει σε λίγο τον έναν μετά τον άλλο τους συντρόφους μας. Η κατάσταση ήταν φοβερή. Όλοι είμασταν κατάκοιτοι από την εξάντληση και την απερίγραπτη δοκιμασία. Ήταν μια φοβερή κόλαση που δεν τη συναντάς ούτε στις περιγραφές του Δάντη.
Ο χειμώνας του 1941-42 λες και ήθελε να ολοκληρώσει το κακό. Παγωνιά και ατέλειωτες χιονοθύελλες σάρωναν τα πάντα. Η θάλασσα αγκομαχούσε δαρμένη απ’ τους άγριους αγέρες και τις τρικυμίες. Όλοι οι κομμουνιστές κρατούμενοι είμασταν αποφασισμένοι να μην υποκύψουμε μέχρι την τελευταία μας πνοή.
Όσοι από τους συντρόφους μας στέκονταν ακόμα στα πόδια, φρόντιζαν για ολόκληρη την ομάδα. Μάζευαν χόρτα, που ήταν το μοναδικό μας φαγητό, έφερναν λίγα ξύλα για τη φωτιά, περιποιούνταν τους κατάκοιτους, θάβανε τους νεκρούς.
Θα μου μείνει αξέχαστο, ανάμεσα στα άλλα, κι ένα περιστατικό που συνέβηκε τον Γενάρη του 1942. Ήταν πρωί. Χιόνιζε και έκανε φοβερό κρύο. Δυο μικρές ομάδες, η μια αποτελούμενη από τους συντρόφους Παπαδομιχελάκη, Λίπα και Δροσόπουλο και η άλλη από τους συντρόφους Πουρναρά και Παπαδόπουλο, πήγαμε να μάσουμε χόρτα σε διαφορετικά μέρη. Δεν κάναμε διάκριση, χόρτο να ήταν και αμέσως το μαζεύαμε για φαγητό!
Ενώ ψάχναμε να βρούμε κάτω απ’ το παγερό χιόνι τα πολυπόθητα χόρτα, τη μόνη τροφή που μας κρατούσε στη ζωή, πέρασε από κοντά μας ο αγροφύλακας Γαρυφάλλου. Πήγε και ειδοποίησε αμέσως τη χωροφυλακή. Σε λίγο βλέπουμε να έρχονται δυο χωροφύλακες με τα πιστόλια στα χέρια. όρμησαν σαν αφηνιασμένοι απάνω μας, πέταξαν τα χόρτα και τα πάτησαν με μανία και μας οδήγησαν με σπρωξιές και ακατονόμαστες βρισιές στη χωροφυλακή. Εκεί μας περίμενε ο εγκληματίας Βουδικλάρης, ο οποίος μόλις με είδε μου είπε σαρκαστικά:
– Ώστε ζεις ακόμη!
– Ναι ζω! του απάντησα. Είμαι κομμουνιστής και οι κομμουνιστές έχουν ακλόνητη πίστη στις ιδέες τους γι’ αυτό και δεν πεθαίνουν εύκολα!
Έκανε έναν απειλητικό μορφασμό και διέταξε να μας κλείσουν σ’ ένα σκοτεινό μπουντρούμι. Εκεί έφεραν αργότερα και τους συντρόφους Πουρναρά και Παπαδόπουλο.
Οι προκλήσεις των «Ελλήνων» χωροφυλάκων εναντίον μας ήταν ατέλειωτες.
Είχαν περάσει στη δούλεψη του καταχτητή και αμείβονταν γενναιόδωρα για τις υπηρεσίες τους. Έτσι, όταν μια μέρα ο χωροφύλακας Ρεγκούτας συνάντησε τον κρατούμενο Σκορδούλη, χωρίς καν να ανταλλάξουν κουβέντα, ο χωροφύλακας του λέει:
– Γιατί μ’ έβρισες ρε;
Ήταν καθαρή προβοκάτσια. Αμέσως τον πήρε και τον πήγε στη χωροφυλακή, μπροστά στον Βουδικλάρη, ο οποίος αφού τον χαστούκισε τον ρώτησε:
– Γιατί ρε έβρισες τη χωροφυλακή και τους Γερμανούς; Θα σε λιώσουμε ρε κάθαρμα, πάρ’ το χαμπάρι!
Χωρίς ντροπή έριξαν κάτω τον σκελετωμένο σύντροφό μας και άρχισαν και οι δυο τους, Βουδικλάρης και Ρεγκούτας, να τον χτυπούν με τους υποκόπανους. Δεν άντεξε ο εξουθενωμένος απ’ την πείνα και τις κακουχίες σ. Σκορδούλης. Λιποθύμησε. Άρχισαν να τον καταβρέχουν με νερό κι όταν άνοιξε τα μάτια του πρότειναν να κάνει δήλωση υποταγής στους Γερμανούς καταχτητές. Ο σύντροφός μας αρνήθηκε περήφανα…
…Πέθανε και ο σ. Ζώνος. Αγέρωχος και πιστός μέχρι την ύστατη στιγμή. Μας άφησε για πάντα και ο αξέχαστος σ. Γρίβας. Και πόσοι άλλοι ακριβοί και αξέχαστοι σύντροφοι δεν έσβησαν εδώ σ’ αυτό το ξερονήσι, όπου τους παράδωσε σιδηροδέσμιους στους Γερμανοφασίστες καταχτητές το καθεστώς του δικτάτορα Μεταξά, προς αιώνια δόξα της εθνικοφροσύνης και των πατριδοκάπηλων.
Πηγή: atexnos.gr
e-prologos.gr