- ΣΤΟΥΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΔΕΣ
Χαραβγή κατεπάνω του θανάτου
βάδιζεν η καρδιά σου, Παληκάρι,
λες κ΄ είταν άλλος: άγουρος που ορθρίζει
ν΄ ανταμώσει κρυφά την πρώτη αγάπη.
Σε κάθε βήμα ψήλωνε η κορφή σου
το ηλιοστεφάνι τ΄ ουρανού να φτάσει.
Κι αν χάραζε για σένα αιώνια Νύχτα
η προδοσιά χορέβοντας σε φτυούσε.
Με χέρια αλυσωμένα, που αγαπούσαν
να κρατάνε για τον οχτρό ντουφέκι
και γαρούφαλο για το μάβρο νόμο
σε βάλανε σημάδι οι πλερωμένοι
οι αρματολόγοι το χεροδεμένο
τον Έναν οι πολλοί, τον άντρα οι φούστες
οι τρίδουλοι το λέφτερο
κι η λάσπη τον πρωτανθό της Αρετής, Εσένα!
Δεν έχεις τάφο, αλλ΄ όπου ηλιοβολιέται
γαρούφαλλο στητό κι όπου βροντάει
καριοφίλι της λεφτεριάς,
ολόρθον η Μούσα σε φιλεί κι ο Μακρυγιάννης.
Δεν έχεις κι όνομα. Οι μάβροι το μαβρίσαν.
Μα το λένε στη ρεματιά τ΄ αηδόνια
οι ανέμοι στα πλατάνια και στα ελάτια
και τα νερά σε θάλασσα και βρύσες.
Μην κλαίτε, μάνες μαβρομαντηλούσες
και συ, Μεγάλη Μάνα των μανάδων!
Όπου να ναι, θα τον νεκραναστήσει
μέγας λαός κι αφτός αναστημένος.
Κώστας Βάρναλης
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ
΄Έχω απάνω στο τραπέζι μου
τη φωτογραφία του ανθρώπου
με το άσπρο γαρούφαλο-
που τον ντουφέκισαν στο μισοσκόταδο
πριν απ΄ την αυγή
κάτω απ΄ το φως των προβολέων.
Στο δεξί του χέρι κρατάει ένα γαρούφαλο
πούναι σα μια φούχτα φως
απ΄ την ελληνική θάλασσα.
Τα μάτια του τα τολμηρά, τα παιδικά
κοιτάζουν άδολα
κάτω από τα βαριά μαύρα τους φρύδια.
Έτσι άδολα, όπως ανεβαίνει το τραγούδι
σα δίνουν τον όρκο τους οι κομμουνιστές.
Τα δόντια του είναι κάτασπρα-
ο Μπελογιάννης γελά.
Και το γαρύφαλλο στο χέρι του
είναι σαν το λόγο πούπε στους ανθρώπους
τη μέρα της λεβεντιάς, τη μέρα της ντροπής.
Ναζίμ Χικμέτ
O ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΜΕ ΤΟ ΓΑΡΥΦΑΛΛΟ
Σήμερα το στρατόπεδο σωπαίνει.
Σήμερα ο ήλιος τρέμει αγκιστρωμένος στη σιωπή
όπως τρέμει το σακάκι του σκοτωμένου στο συρματόπλεγμα
Σήμερα ο κόσμος είναι λυπημένος
Ξεκρέμασαν μια μεγάλη καμπάνα και την ακούμπησαν στη γη.
Μες στο χαλκό της καρδιοχτυπά η ειρήνη.
Σιωπή. Ακούστε τούτη την καμπάνα
Σιωπή. Οι λαοί περνούν σηκώνοντας στους ώμους τους
το μέγα φέρετρο του Μπελογιάννη.
Οι δολοφόνοι κρύβονται πίσω από τα μαχαίρια τους.
Τραβηχτείτε πέρα δολοφόνοι. Τραβηχτείτε πέρα.
Τους σκότωσαν. Τους σκότωσαν.
Ένας άνεμος που πέρασε μες απ΄ το σκοτεινό τούνελ της σιωπής
μας έφερε το μαντάτο. Τους σκότωσαν.
Δυο ξεχασμένοι γλόμποι ξεθωριάζουνε στην ξώπορτα της μέρας.
Ο Πέτρος που ξυρίζονταν στην αυλή μπρος σ΄ ένα καθρεφτάκι της τσέπης
απόμεινε με το χέρι στον αέρα κρατώντας την ξυριστική του μηχανή
σα να κρατούσε με τα δυο του δάχτυλα το χέρι του κόσμου
και να μετρούσε το σφυγμό του.
Ο Βαγγέλης που ΄πινε το πρωινό του τσάι
απόμεινε με την μπουκιά στο στόμα
σα να κρατούσε ανάμεσα στα δόντια του μια πέτρα.
Ήταν πικρό το τσάι σήμερα.
Αφουγκραζόταν ένα μεγάλο αμάξι που σταμάτησε στο δρόμο
ένας τροχός του χτύπησε στο βράχο.
Μπορεί να ΄ταν ο τροχός της ιστορίας.
Γιατί η γριούλα που βούρτσιζε στην μπαλκονόπορτα
το μαύρο κυριακάτικο φουστάνι της πέτρωσε εκεί
σα να κατάλαβε τί μαύρο που ναι το μαύρο χρώμα
σα να ΄δε ανεβασμένη μια μαύρη σημαία στο κατάρτι του χρόνου.
Μπορεί και να ταν ο τροχός της ιστορίας. Τους σκότωσαν.
Σάλεψε η γη. Σάλεψαν τ΄ αγκωνάρια του ουρανού.
Σάλεψε το δοκάρι του σπιτιού Σάλεψε η κρεμασμένη λάμπα
όπως σαλεύει το καρύδι στο λαιμό του ανθρώπου, που καταπίνει το λυγμό του.
Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Κι ήταν παράξενο να βλέπεις που δε σαλέψανε καθόλου οι αγελάδες
και τ΄ αρνάκια στην ταμπέλα του χασάπικου
μόνο σα να σκυψαν λιγάκι τα κεφάλια τους
και ν΄ αφουγκράζονταν κάτου απ΄ της γης ένα βαθύ ποτάμι.
Σιωπή. Σιωπή. Τους σκότωσαν.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα: μεθαύριο, μεθαύριο, ναι, μπαίνει ο Απρίλης.
Λέγαμε: θα βρούμε στο πανέρι της Άνοιξης πολλές χρυσές βελόνες
πολλές χρωματιστές κουβαρίστρες να μπαλώσουμε το γέλιο του παιδιού
να μπαλώσουμε τις ρυτίδες της μάνας, να ράψουμε ακόμα κι ένα κομμένο πόδι
ένα σπασμένο κρανίο, λέγαμε.
Μια καρδιά χωρισμένη στα δύο, απ΄ τη μια το ψωμί και το φιλί
απ΄ την άλλη το χρέος – θα σμίξει λέγαμε μεθαύριο Απρίλης.
Κάτου απ΄ τα δέντρα η Ειρήνη , θα χαιρετιούνται οι άνθρωποι
μες απ΄ τα δίχτυα των ακτίνων
το φως θα κλείσει με τη φούχτα του την υψωμένη κάννη
θα χαμηλώσει η κάννη και θα γράψει στο χώμα
ένα μικρό κύκλο σαν το μηδέν
κι ύστερα γύρω στο μηδέν γραμμές- γραμμές σαν τις αχτίδες του ήλιου
που χαράζουν τα παιδιά στην άμμο.
Λογαριάζαμε στα δάχτυλα: μεθαύριο Απρίλης και το Πάσχα
θα φιληθούνε οι άνθρωποι. Τους σκότωσαν.
Τούτα τα πρόσωπα είναι σαν τα σταματημένα ρολόγια.
Τί ώρα να ναι; Τί ώρα να ναι σήμερα;
Ποιος σταμάτησε τούτα τα ρολόγια; Ποιος σταμάτησε στη μέση τον Απρίλη;
Ποιος έγραψε με κάρβουνο σταυρούς πάνω στις πόρτες;
Ποιος σταμάτησε το χαμόγελο στα μάτια της μάνας; Τί ώρα να ναι;
Ποιος έκοψε στα δύο την ελπίδα;Τί ώρα να ναι, πέστε μου λοιπόν.
Η κυρα-Λένη γύρισε απ’ την αγορά μ΄ άδειο το καλάθι της.
Δε θυμάμαι, είπε, γιατί πήγα.
Όπου πηγαίνω βρίσκομαι μπροστά στους σκοτωμένους.
Αν έχεις κάτι να μου πεις θα το ξεχάσω. Δεν ξεχνάω τους σκοτωμένους.
Το φουστάνι μου αγγριώνει τους σταυρούς. Οι νεκροί με κρατάνε.
Ό,τι μου πουν θα κάνω. Παιδί μου, παιδί μου αυτοί πεθαίνουν για να ζήσεις.
Μην το ξεχνάς. Αν το θυμάσαι αυτοί δε θα πεθάνουν.
Ο Αλέκος δε μιλάει. Μες απ΄ την τρύπια κάλτσα του τα δάχτυλά του παίζουν νευρικά.
Τίποτ΄ άλλο δε φαίνεται. Σιωπή.
Οι άνθρωποι στέκουνται βουβοί μες στον αγέρα
με δυο χοντρές γροθιές σφιγμένες μες στις τσέπες τους.
Δεν ακούς τίποτα. Μόνο που τρίζουνε οι αρμοί στα δάχτυλά τους
καθώς σφίγγουν στη φούχτα τους τον πόνο.
…………………………………………………………………………
Νίκο, είχες μια καρδιά γεμάτη απ΄ το αίμα του ήλιου
Όταν περπατούσες στα ερείπια του Φθινοπώρου
είχες πάντα στη μέσα τσέπη του σακακιού σου
το σχέδιο της καινούργιας πολιτείας μας
γι αυτό χαμογελούσε ο λαός μέσα στα μάτια σου.
Έφυγες τώρα Νίκο
ανάβοντας μ΄ ένα γαρύφαλλο από φλόγα το κουράγιο του κόσμου
ανάβοντας την ελπίδα στην καρδιά των λαών
ανάβοντας τους αστερισμούς της ειρήνης στο στερέωμα του κόσμου
πάνω απ΄ τις πεδιάδες τις σπαρμένες με κόκαλα.
Έπεσες Νίκο, με τ΄ αφτί σου κολλημένο στην καρδιά του κόσμου
ν΄ ακούς τα βήματα της λευτεριάς να βαδίζουν στο μέλλον
ν΄ ακούς το μέλλον να ξεδιπλώνει εκατομμύρια κόκκινες σημαίες
πάνω απ το γέλιο των παιδιών και των κήπων
Να κιόλας βλέπουμε τη νύχτα ετούτη
ανάμεσα στο άνοιγμα της σιωπής
να κρέμεται απ΄ τους κρίκους δυο μεγάλων άστρων
το λουκέτο της οικουμένης ξεκλείδωτο.
Η νύχτα κόβει με το σουγιά της μικρά κομμάτια τ΄ όνειρο.
Ένα δέντρο κάνει φτερά. Ένα παιδί μεγαλώνει.
Ορκιστείτε να ΄χει το παιδί το ψωμί του και το βιβλίο του
να μάθει να γράφει σ΄ αγαπώ
να κρατάει μπράτσο τον ήλιο σ΄ ένα ανθισμένο περιβόλι.
Ο κομμουνισμός είναι η νιότη του κόσμου, η λευτεριά και η ομορφιά του κόσμου.
Ορκιστείτε.
Ο Μπελογιάννης κλαίει όπου σκοντάφτουμε.
Ορκιστείτε, να ναι γερές οι ρόδες που κυλάνε τη μέρα
να ναι η φωνή του κουλουρτζή μπροστά στις πρωινές πόρτες
σαν τη σιγουριά: Θα πάρουμε καινούργια παπούτσια
θα φτιάξουμε ένα σπίτι με τρία κάτασπρα δωμάτια
με ηλεκτρική κουζίνα, ηλεκτρικό σίδερο
να σιδερώνουμε τ΄ αλατζαδένια πουκάμισα τ΄ Απρίλη
να διαβάζουμε ποιήματα κάτου απ΄ την πασχαλιά.
Θα ξεπεράσουμε το πλάνο μας, κάθε ώρα, κάθε στιγμή
λίγο πιότερη λευτεριά, λίγο πιότερη αγάπη
το καινούργιο εργοστάσιο, η καινούργια εργατική συνοικία
παράξενη πού ναι η χαρά μας
κι όταν πεθαίνουμε – παράξενη πού ναι η χαρά μας
να κοιτάζουμε τις μέρες που ΄ρχονται χαρούμενες στην καμπύλη του ορίζοντα
όπως κοιτάζουμε τα βαγόνια της εναέριας σιδηροδρομικής γραμμής
στην καινούργια σοσιαλιστική πολιτεία μας
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΙΓΚΡΑΝΤ
Ορκιστείτε.
ΑΥΡΙΟ ΜΕΘΑΥΡΙΟ θα επιστρέψουμε απ΄ το μεγάλο πόνο μας
στις καθημερινές δουλειές μας
θα φάμε το ψωμί μας. Το ψωμί είναι νόστιμο
όσο πικρές κι αν είναι οι μέρες μας. Πρέπει να φάμε το ψωμί μας.
Πρέπει να ζήσουμε, να διεκδικήσουμε τη ζωή μας και το δίκιο σας.
Μα και την ώρα που α τρώμε θα ΄μαστε έτοιμοι.
Το ξέρουμε, είναι βαριά η κληρονομιά σου Μπελογιάννη
θα τη σηκώσουμε στους ώμους μας.
Συχνά δυσκολευόμαστε, θα δυσκολευτούμε πιότερο
θα την κρατήσουμε στους ώμους μας.
Η πληγή μας μεγαλώνει μέρα με τη μέρα, το ίδιο και η πίστη μας.
Θα φέρουμε την κληρονομιά σου στους ώμους μας
ως την πόρτα του ήλιου, Μπελογιάννη.
Καλημέρα αδέρφια μου.
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα κόσμε.
Ο Μπελογιάννης μας έμαθε άλλη μια φορά
πώς να ζούμε και πώς να πεθαίνουμε.
Μ΄ ένα γαρύφαλλο ξεκλείδωσε όλη την αθανασία.
Μ΄ ένα χαμόγελο έλαμψε τον κόσμο για να μη νυχτώνει.
Καλημέρα σύντροφοι
καλημέρα ήλιε
καλημέρα Μπελογιάννη
ΑΚΟΜΗ μια φορά. Ακόμη μια φορά
εσύ Νίκο πολέμησες για όλους μας
εσύ νίκησες για όλους μας
εσύ απόδειξες
πόσο μικρά είναι αυτή την ώρα τα μικρά όνειρα
η ψάθινη πολυθρόνα του περιβολιού, το πράσινο τραπεζάκι
η σιγουριά απ΄ τα κάγκελα του κρεββατιού τις νύχτες
πόσο μικρά, μπροστά στο μπόι της χαράς
να πεθαίνεις για τη χαρά του κόσμου.
Εσύ απόδειξες πόσο μικρή είναι η λευτεριά να φιλάς ένα στόμα
να κάθεσαι βουβός στο πεζούλι της βραδιάς
δίχως να δίνεις λόγο πού κοιτάζουν τα μάτια σου
να βάζεις κάτου απ την καρδιά σου δυο ζεστά αστρουλάκια
όπως βάζεις πριν κοιμηθείς κάτου απ΄ το προσκέφαλό σου
το κλειδί του σπιτιού σου και το ρολόι σου.
Πόσο μικρή είναι τούτη η λευτεριά μπροστά στην άγρια λευτεριά
να βγάζεις την καρδιά σου σα γαρύφαλλο απ΄ τον κόρφο σου
για να μοσκοβολάν τα σύμπαντα θυσία και ειρήνη.
Α, ναι, πονάμε απ΄ τη χαρά να ‘μαστε οι άνθρωποι,
κρατώντας τη βάρδια μας μερόνυχτα σε μια κορφή του κόσμου
βρίσκοντας το κοπάδι των άστρων πάνω απ΄ τα ερείπια
βράζοντας στο μεγάλο καζάνι της νύχτας το πηχτό γάλα της χαράς
για τα παιδιά που αύριο θα γεννηθούνε.
Νίκο, πονάμε καθώς πόνεσες και συ, απ΄ τη χαρά να ΄μαστε άνθρωποι.
Καλημέρα ανθρώποι μου
Καλημέρα ήλιε
Καλημέρα Μπελογιάννη.
(Το ποίημα ο Γιάννης Ρίτσος το έγραψε στον Αι-Στράτη το 1952)
ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ Ο ΗΡΩΣ
Έτσι ανάμεσα
στους κίονες,
ο Μπελογιάννης.
Δωρική είναι η άλως
όλη φως γύρω
στους κροτάφους του
το έγκλημα
δεν το φωτίζουν αυτοκίνητα.
Είναι ολόκληρος
πλανήτης, είναι αστέρι
πορφυρό,
είναι η πύρινη λάμψη
της αρχαίας και της νέας
φλόγας
της γης…
Πέφτει, τον πυροβόλησαν
από το Πεντάγωνο,
σφαίρες που
διαπερνάνε
τη θάλασσα
για να καρφωθούνε στο
υπέρλαμπρο στήθος του,
σφαίρες μαζεμένες
από υπάνθρωπα αγκάθια
για να τις μπάσουν στο
λευκοπράσινο
σπήλαιο
της Ελλάδας,
πιτσιλίζοντας με αίμα
τα φύλλα της ακάνθου.
Πάμπλο Νερούδα
e-prologos.gr