Μια ψυχρή χειμωνιάτικη ημέρα στο Σικάγο – στις 30 Δεκεμβρίου 1903 – το περίτεχνο, πέντε εβδομάδων Iroquois Theatre ήταν γεμάτο με δασκάλους, μητέρες και παιδιά που απολάμβαναν το διάλειμμα των διακοπών τους. Είχαν συγκεντρωθεί για να δουν τον κ. Bluebeard, μια κορυφαία μουσική κωμωδία με πρωταγωνιστή τον Έντι Φόι. Περιέλαβε σκηνές από όλο τον κόσμο, ηθοποιούς που μεταμφιέστηκαν σε ζώα και μια ‘δεμένη σε ξάρτια’ μπαλαρίνα.

Ήταν μια θεαματική παραγωγή κατάλληλη για μια ταχέως αναπτυσσόμενη και ολοένα και πιο πλούσια πόλη, που είχε δοκιμαστεί τις τελευταίες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα από μια αναπτυσσόμενη βιομηχανία, μια αστική τάξη που ήλεγχε όποτε χρειάστηκε ακόμη και την εθνοφρουρά, αδιανόητα φριχτές συνθήκες για τα ευρεία στρώματα εργαζομένων όπως η παραγκούπολη «Πούλμαν» και ένα πολυσχιδές, ακατέργαστο, ηρωικό εργατικό κίνημα που θα σημάδευε τον πλανήτη, «σηματοδοτώντας» την Παγκόσμια Ημέρα του.

Το ανυπόμονο πλήθος περισσότερων από 1700 θεατών δεν θα μπορούσε να υποψιαστεί ότι σχεδόν το ένα τρίτο από αυτούς θα χανόταν εκείνο το απόγευμα σε «μια καταστροφή που… θα οδηγούσε σε μεταρρυθμίσεις στον τρόπο με τον οποίο οι δημόσιοι χώροι αναλάμβαναν την ευθύνη για την ασφάλεια των πελατών τους.»

Καθώς η παράσταση ξεκίνησε τη δεύτερη της πράξη στις 3:15 εκείνο το απόγευμα, μια σπίθα από ένα φως της σκηνής ανάφλεξε την κοντινή κουρτίνα. Οι προσπάθειες να σβήσει η φωτιά με ένα πρωτόγονο επιβραδυντικό δεν σταματήσει η εξάπλωσή της σε εύφλεκτα διακοσμητικά σκηνικά. Ο πρωταγωνιστής προσπάθησε να ηρεμήσει το όλο και πιο ταραγμένο κοινό. Διέταξε την ορχήστρα να συνεχίσει να παίζει, όμοια με τον Τιτανικό, αλλά ήταν προφανές ότι η φωτιά δεν μπορούσε να περιοριστεί. Το κοινό προσπάθησε να διαφύγει προς τις λίγες πόρτες εξόδου που μπορούσαν να βρουν, αλλά οι περισσότερες ήταν κρυμμένες από βαριές κουρτίνες. Επιπλέον έπρεπε να περάσουν από μεταλλικές πύλες ακορντεόν, κλειδωμένες σταθερά για να κρατήσουν εκείνους που βρίσκονται σε ανώτερα επίπεδα από το να γλιστρήσουν στα ακριβότερα καθίσματα (ταξική διαστρωμάτωση). Οι τρομοκρατημένοι θεατές  -περίπου 1.700 με πολλούς ακόμη κατόχους εισιτηρίων διαρκείας- παγιδεύτηκαν και γρήγορα η σκηνή άλλαξε «από μίμηση σε τραγωδία», όπως είπε ένας επιζών. Παρατηρώντας από τη σκηνή, ο Φόι έγραψε στα απομνημονεύματα του πως έβλεπε στα ανώτερα επίπεδα μια «τρελή, ζωική μομφή – τις κραυγές τους, τα βογκητά και τις βροντές, την τριβή χιλιάδων ποδιών και τα σώματα που αλέθονται ενάντια σε σώματα που συγχωνεύονται, φωνές μισό- κλάμα, μισό βρυχηθμό.»

Τα μέλη του θιάσου, συνειδητοποιώντας τον κίνδυνο που υπήρχε, άνοιξαν μια πίσω πόρτα για να ξεφύγουν (η μπαλαρίνα, παγιδευμένη από τα ξάρτια της, δεν θα έβγαινε από το θέατρο ζωντανή). Ενώ η άνωση της φλόγας από την ανοιχτή πόρτα προκάλεσε μια ξαφνική μπάλα φωτιάς που εξερράγη μέσα από το θέατρο, σκοτώνοντας πολλούς αστραπιαία. Μερικοί ήταν αρκετά τυχεροί για να βρουν μια οδό διαφυγής στα ανώτερα επίπεδα, μόνο για να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπήρχε εξωτερική σκάλα για το έδαφος. Εργάτες σε ένα κτίριο απέναντι προσπάθησαν με τις σανίδες της πρόσοψης να δημιουργήσουν μια αυτοσχέδια γέφυρα, σώζοντας μια χούφτα ανθρώπων ενώ αρκετοί γλίστρησαν και σκοτώθηκαν.

Μέσα σε λίγα λεπτά, εκατοντάδες πτώματα, που δεν κατάφεραν να βρουν μια έξοδο άρχισαν να συσσωρεύονται μέσα στο θέατρο. Είχαν πεθάνει πριν φτάσουν οι πυροσβέστες στη σκηνή. Η μεγάλη καταστροφή πυρκαγιάς του Σικάγο ήταν σαν «να απεικονίζεται στο μυαλό του Δάντη στο όραμά του για την κόλαση».
Το διπλανό ρεστοράν μετατράπηκε σε νεκροτομείο και νοσοκομείο καθώς οι γιατροί προσπάθησαν να βρουν ζωντανά θύματα σε μια θάλασσα από καμένα κορμιά κι ερείπια. Πανικοβλημένες οικογένειες και φίλοι της άρχισαν σύντομα να μαζεύονται για να δουν αν κάποιοι είχαν ξεφύγει. Καθώς τα νέα για τον συγκλονιστικό θάνατο διαδόθηκαν, η πόλη σκεπάστηκε από μια κατάσταση συλλογικού πένθους.

Η ασύλληπτη καταστροφή χτύπησε στην καρδιά της κοινωνίας της ανώτερης και μεσαίας τάξης του Σικάγο, δίπλα τους φτωχότερους θεατές που εγκλωβίστηκαν στους εξώστες. Ήταν, όπως το περιέγραψε το The Great Chicago Theatre Disaster “οι εκλεκτοί του Σικάγο, οι σύζυγοι και τα παιδιά των πιο ευημερούντων επιχειρηματιών του.” Μερικοί είχαν ακόμη ταξιδέψει με τρένο από κοντινές πόλεις για να απολαύσουν την ατμόσφαιρα των Χριστουγεννιάτικων διακοπών στην καρδιά της πόλης.

Αλλά το σοκ και η θλίψη προκάλεσαν γρήγορα οργή. Το πολυτελές θέατρο είχε διαφημιστεί ως «απολύτως πυρίμαχο». Πώς θα μπορούσαν να χάσουν εκατοντάδες ψυχές – κυρίως γυναίκες και παιδιά – τόσο γρήγορα την ζωή τους; Ποιος ήταν υπεύθυνος;

Ημέρες αργότερα, το Chicago Tribune έθεσε μια λίστα κανονισμών που είχαν παραβιαστεί από τους θεατρώνες σε συνεργασία με τις τοπικές αρχές ώστε να αδειοδοτηθούν ενόψει των Χριστουγέννων. Η έλλειψη επαρκούς συναγερμού πυρκαγιάς, αυτόματων ψεκαστήρων, σηματοδοτημένων εξόδων ή κατάλληλων συσκευών πυρόσβεσης τέθηκαν στο τραπέζι. Ακόμα και οι δύο μεγάλες καμινάδες στον τελευταίο όροφο όπου ο καπνός και η φλόγα θα μπορούσαν να διαφύγουν κλείστηκαν. Η εφημερίδα κάλεσε για δράση: «Η μόνη εξιλέωση που μπορεί να γίνει σε αυτά τα αδικοχαμένα θύματα  είναι να γίνουν τα θέατρα του Σικάγο απολύτως ασφαλή, έτσι ώστε κανένας άλλος να μην μπορεί να συναντήσει τη μοίρα τους».

Σε μια πολύχρονη, ψυχικά σωματικά και οικονομικά διαδικασία στην οποία η διαπλοκή παρακώλυε το έργο των δικαστικών αρχών, δεν καταδικάστηκε ποτέ κανείς. Οι ιδιοκτήτες, οι Will J. Davis και Harry J. Powers, κατηγόρησαν ακόμη και τους νεκρούς για έλλειψη ψυχραιμίας όταν ακόμη οι ίδιοι είχαν κλείσει τις δυο καμινάδες εξόδου καπνού για αύξηση της χωρητικότητας.

Το σύστημα του γρήγορου κέρδους που δολοφόνησε τελικά και δικά τους παιδιά, μα και το τελικό νούμερο των θυμάτων, έκανε τους ισχυρούς να αποφεύγουν να συνδεθούν με οποιονδήποτε τρόπο με αυτήν την ασύλληπτη τραγωδία και όλοι ένιπταν τας χείρας τους. Η δημοσιογράφος Nat Brandt, συγγραφέας του Chicago Death Trap, επεσήμανε πως ο δήμαρχος Κάρτερ Χάρισον διέταξε την επανεξέταση όλων των θεάτρων μόλις μήνες νωρίτερα, αλλά η «έλλειψη ενθουσιασμού» από αξιωματούχους της πόλης σήμαινε ότι οι έρευνες περιέργως δεν ολοκληρώνονταν.

Αλλά παρά την μη δικαίωση όσων είχαν γνωρίσει έναν τόσο φριχτό θάνατο, η πυρκαγιά στο θέατρο Iroquois, η οποία ήταν μια από μια σειρά από σημαντικές πυρκαγιές στις αρχές του 1900, ήταν καταλύτης για συστημικές αλλαγές που στοχεύουν σήμερα στην πρόληψη κάθε άλλης πυρκαγιάς παρόμοιου μεγέθους, που μπορεί να προκαλέσει 400 και 500 νεκρούς μέσα σε λίγα λεπτά.

Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το δημοτικό συμβούλιο του Σικάγο πέρασε ένα νέο διάταγμα για τα κτίρια με συντριπτική πλειοψηφία που επέβαλε δομικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένων νέων προτύπων για διαδρόμους και εξόδους, τη χρήση πυρίμαχης πόρτας, συναγερμούς πυρκαγιάς, όρια πληρότητας, την εξάλειψη των «μόνιμων» εισιτηρίων, κανόνες για καπνοδόχους στον τελευταίο όροφο, κατάλληλο φωτισμό και σε περίπτωση διακοπής ρεύματος, συμπεριλαμβανομένης της απαίτησης «ένα κόκκινο φως να συνεχίζει να καίει πάνω από τις εξόδους» κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, από την πρόταση ενός ηλεκτρολόγου μηχανικού που είχε συνειδητοποιήσει στην «μεγάλη πυρκαγιά» πως έπρεπε να φωτίζονται ειδικές πινακίδες από «μια πηγή ανεξάρτητη από το σύστημα φωτισμού του θεάτρου». Η φωτιά στο Iroquois ενέπνευσε επίσης την γενίκευση των εξόδων κινδύνου κατάλληλων τελικά και για άτομα με κινητικά προβλήματα και παιδιά, και την δημιουργία των πυρίμαχων θυρών. Ο Carl Prinzler, ένας πωλητής υλικού που είχε αρχικά προγραμματίσει να παρακολουθήσει την παράσταση του κ. Bluebeard την ημέρα της πυρκαγιάς αλλά το ανέβαλε τελευταία στιγμή, άρχισε να εργάζεται με συναδέλφους του για να εφεύρει το μηχανισμό της ‘μπάρας’ σε πόρτες που εμπόδισαν την είσοδο από το εξωτερικό – η μεγάλη ανησυχία πωλητών εισιτηρίων – αλλά θα μπορούσε εύκολα να ανοίξει από μέσα υπό πίεση.

Σήμερα, σε κάθε δημόσιο κτήριο, συναντάμε (ή θα έπρεπε να συναντάμε) αυτά τα μέτρα που προστατεύουν τις ζωές μας, τα φωτάκια πάνω από τις εξόδους, τις πόρτες ασφαλείας, τα βέλη που δείχνουν τις εξόδους διαφυγής, κρύβοντας από πίσω μια ανυπόφορη τραγωδία.

Στην μνήμη των 600 τελικά θυμάτων ο εθνογράφος ποιητής D. McKenna θα έγραφε το κλασσικό του ποίημα Η φωτιά Iroquis: “Κιβωτέ! Άκου! Το χτύπημα αυτών των κουδουνιών. Ακούγεται σαν να μετρούμε γόνατα. Το Iroquois είναι όλα φωτιά. Ναί! Ναί! Είναι αλήθεια ότι η ανθρώπινη ζωή αγωνίζεται σε μια σύγκρουση φοβερή. Γεμάτη αγωνία η ώρα στέκεται μέσα σε αυτήν την φοβερή, θανάσιμη πυρά./…/Ποιος είναι αυτός ο θόρυβος που φαίνεται τόσο σκοτεινός, τόσο παράξενος, τόσο σκληρός, τόσο γεμάτος αρρώστια; Από το σπίτι του τραγουδιού, και το κέφι και τη χαρά, έρχεται ξανά με εκκωφαντική κραυγή. Έγινε κλίβανος το Iroquois! Εξακόσιες ανθρώπινες καρδιές βρίσκονται εκεί ακόμα.”

*Χρησιμοποιήθηκε υλικό από το Smithsonian Magazine

Ελένη Καρασαββίδου

πηγή: tvxs

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το