Με τον Β’ παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό πόλεμο να έχει ήδη ξεκινήσει (1 Σεπτεμβρίου 1939) και τη φασιστική στρατιωτική μηχανή να προελαύνει συνεχώς ανατολικά, η Σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε τον Οκτώβρη του ίδιου χρόνου στην Φινλανδία τη σύναψη Συμφώνου Αμοιβαίας Βοήθειας.
Η φινλανδική κυβέρνηση (ένας συνασπισμός μεταξύ του Σοσιαλδημοκρατικού και του Εθνικού Προοδευτικού Κόμματος) απέρριψε την πρόταση αυτή. Κατόπιν η σοβιετική κυβέρνηση πρότεινε στη Φινλανδία να μετατοπιστούν βορειότερα τα σοβιετοφινλανδικά σύνορα στον ισθμό της Καρελίας, επειδή απείχαν μόλις 32 χιλιόμετρα από το Λένινγκραντ, αφήνοντάς το έτσι εκτεθειμένο σε περίπτωση επίθεσης. Σε αντάλλαγμα η Σοβιετική Ένωση ήταν διατεθειμένη να παραχωρήσει στη Φινλανδία έκταση διπλάσιου μεγέθους στην περιοχή της Καρέλιας. Ταυτόχρονα ζητούσε με μίσθωση μια μικρή έκταση στην είσοδο του Φιννικού Κόλπου, για να οργανώσει εκεί ναυτική βάση. Ωστόσο, η κατά βάση σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Φινλανδίας, που υπολόγιζε στην στήριξη τόσο των «δημοκρατιών» (Βρετανίας, Γαλλίας και ΗΠΑ) όσο και των δυνάμεων του Άξονα, οδήγησε τις διαπραγματεύσεις σε ναυάγιο. Οι προθέσεις της ήταν φανερές.
Όταν στις 30 Νοέμβρη 1939 άρχισαν οι πολεμικές συγκρούσεις, στο πλευρό της Φινλανδίας έσπευσαν όλοι: Βρετανία, Γαλλία, ΗΠΑ και φασιστική Ιταλία συνέδραμαν τους Φινλανδούς με στρατιωτικό υλικό, ενώ παράλληλα προετοιμαζόταν και η αποστολή εκστρατευτικού σώματος δύναμης 150.000 ανδρών, το οποίο όμως δεν έφτασε ποτέ, εφόσον επήλθε η γρήγορη νίκη του Κόκκινου Στρατού.
Ένα γκολικό δημοσίευμα του 1943 θα σχολιάσει σχετικά με την υπόθεση: «Στα τέλη του 1939-1940 αποτυγχάνει η πολιτική και στρατιωτική συνωμοσία των Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ που σκοπό είχε να προκαλέσει μια ανατροπή της κατάστασης σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης και να μπει τέλος στην αντιπαράθεση ανάμεσα στην αγγλογαλλική συμμαχία και τη Γερμανία μέσω ενός συμβιβασμού και μιας αντι-Κομιντέρν συμμαχίας. Η συνωμοσία αυτή συνίστατο στην αποστολή ενός αγγλογαλλικού εκστρατευτικού σώματος για να βοηθήσει τους Φινλανδούς και η επέμβασή του θα προκαλούσε μια εμπόλεμη κατάσταση με τη Σοβιετική Ένωση».
Η Συνθήκη Ειρήνης με τη Φινλανδία υπογράφτηκε στις 12 Μάρτη 1940, ικανοποιώντας όλα τα αιτήματα της ΕΣΣΔ.
Όσον αφορά δε τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση συνασπισμού της Φινλανδίας, αυτή παρέμεινε στην εξουσία, ενώ διευρύνθηκε με τη συμμετοχή του Β. Ανάλα, στελέχους του φασιστικού κόμματος «Πατριωτικό Λαϊκό Κίνημα». Παράλληλα ενέτεινε τις αντικομμουνιστικές διώξεις (το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν παράνομο από το 1930), συλλαμβάνοντας δεκάδες μέλη και στελέχη του φινλανδικού Συνδέσμου Φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση, απαγορεύοντας την κυκλοφορία της εφημερίδας του «Πυρσός» κι εν τέλει θέτοντας εκτός νόμου και τον ίδιο το Σύνδεσμο (Δεκέμβρης 1940).
Το Δεκέμβρη του 1940 ο πρωθυπουργός Ρ. Ριούτι έγινε πρόεδρος της Φινλανδίας, δίνοντας τη θέση του στον Τζ. Β. Ράνγκελ (επίσης τραπεζίτης, ανήκων κι αυτός στο ίδιο σύμμαχο Εθνικό Προοδευτικό Κόμμα της συγκυβέρνησης). Το αμέσως επόμενο διάστημα η φινλανδική κυβέρνηση πύκνωσε τις επαφές της με τη ναζιστική Γερμανία, ενώ άρχισαν και μυστικές συνομιλίες για την από κοινού διεξαγωγή πολέμου κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Σύντομα, πάνω από οι μισές εξαγωγές της Φινλανδίας (σε νίκελ, χαλκό κ.ά.) κατευθύνονταν προς τη Γερμανία. Οι τελευταίοι σταδιακά συγκέντρωναν όλο και περισσότερα στρατεύματα στο φινλανδικό έδαφος, στρατολογούσαν στα SS, έφτιαχναν υποδομές στρατιωτικής σημασίας κ.ο.κ. Στις 25 Ιούνη 1941, τρεις μέρες μετά από την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα», η Φινλανδία κήρυξε κι αυτή τον πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση, ενώνοντας τις δυνάμεις της με τις υπόλοιπες χώρες του Άξονα.
e-prologos.gr