…Ακόμα κι εδώ, όπως πάντοτε, ο Sancho* είναι άτυχος στα πρακτικά του παραδείγματα. Σκέφτεται ότι κανένας δε θα μπορούσε «να κάνει στη θέση σου τις μουσικές σου συνθέσεις, να φτιάξει τους πίνακες που σχεδίασες. Κανείς δεν μπορεί ν’ αντικαταστήσει τα έργα του Ραφαήλ». Αλλά ο Sancho θα ’πρεπε να ξέρει ότι κάποιος άλλος, κι όχι ο Μότσαρτ, έγραψε και σύνθεσε το μεγαλύτερο μέρος του Requiem του Μότσαρτ, ότι ο Ραφαήλ «εκτέλεσε» προσωπικά το μικρότερο μέρος των τοιχογραφιών του.
Αυτός φαντάζεται ότι οι αποκαλούμενοι οργανωτές της εργασίας θέλουν να οργανώσουν την ολική δραστηριότητα του κάθε ατόμου, ενώ ακριβώς αντίθετα αυτοί κάνουν διάκριση μεταξύ της άμεσα παραγωγικής εργασίας, που οργανώνεται, και της μη άμεσα παραγωγικής εργασίας. Αλλά σε τούτα τα έργα αυτοί δε σκέφτονται, όπως φαντάζεται ο Sancho, ότι ο οποιοσδήποτε θα ’πρεπε να εργάζεται στη θέση του Ραφαήλ, αλλά ότι οποιοσδήποτε έχει τα προσόντα του Ραφαήλ πρέπει να μπορέσει ν’ αναπτυχθεί ανεμπόδιστα.
Ο Sancho φαντάζεται ότι ο Ραφαήλ ζωγράφισε τους πίνακές του ανεξάρτητα από τον καταμερισμό της εργασίας που υπήρχε στη Ρώμη στον καιρό του. Αν συγκρίνει τον Ραφαήλ με τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και τον Τιτσιάνο θα δει ότι τα έργα του πρώτου επηρεάστηκαν από την άνθιση της Ρώμης εκείνης της εποχής, που γνώρισε μια πλήρη ανάπτυξη χάρη στη φλωρεντινή επιδράση, ότι τα έργα του Λεονάρντο επηρεάστηκαν από την κατάσταση στη Φλωρεντία κι εκείνα του Τιτσιάνο, αργότερα, από την καθόλου διαφορετική ανάπτυξη της Βενετίας. Ο Ραφαήλ, όπως κάθε άλλος καλλιτέχνης, επηρεαζόταν από τις τεχνικές προόδους της τέχνης, που επιτεύχθηκαν πριν απ’ αυτόν, από την οργάνωση της κοινωνίας και τον καταμερισμό της εργασίας στην πόλη του και τέλος από τον καταμερισμό της εργασίας σ’ όλες τις χώρες με τις οποίες σχετίζονταν η πόλη του. Τα αν ένα άτομο όπως ο Ραφαήλ μπορεί ν’ αναπτύξει το ταλέντο του εξαρτάται από τον καταμερισμό της εργασίας κι από τις πολιτιστικές συνθήκες των ανθρώπων που προκύπτουν από αυτόν (τον καταμερισμό).
Διακηρύσσοντας τη μοναδικότητα της επιστημονικής και καλλιτεχνικής εργασίας ο Stirner τοποθετείται εδώ σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο από την αστική τάξη. Έχει θεωρηθεί ήδη αναγκαίο να οργανωθεί αυτή η «μοναδική» δραστηριότητα. Ο Horace Vernet δε θα είχε τον καιρό να ζωγραφίσει ούτε το δέκατο μέρος των κάδρων του αν τα είχε θεωρήσει εργασίες «που μόνο αυτός ο μοναδικός μπορεί να εκπληρώσει». Στο Παρίσι η μεγάλη ζήτηση vaudevilles και μυθιστορημάτων δημιούργησε μια οργάνωση για την παραγωγή αυτών των ειδών που δίνει πάντα καλύτερα αποτελέσματα από τους «μοναδικούς» ανταγωνιστές της στη Γερμανία. Στο χώρο της αστρονομίας άνθρωποι σαν τον Arago, τον Herschel, τον Encke και τον Bessel θεώρησαν αναγκαίο να οργανωθούν για από κοινού παρατηρήσεις, και μοναχά αφού το έκαναν μπόρεσαν να πραγματοποιήσουν ένα κάποιο ικανοποιητικό αποτέλεσμα. Στην ιστοριογραφία είναι εντελώς αδύνατο να κάνει κανείς κάτι για το «μοναδικό» κι εδώ επίσης οι γάλλοι, χάρη στην οργάνωση της εργασίας, έχουν ξεπεράσει εδώ και πολύ καιρό τα άλλα έθνη. Από την άλλη πλευρά, εννοείται ότι όλες αυτές οι οργανώσεις που είναι θεμελιωμένες στο σύγχρονο καταμερισμό της εργασίας δεν οδηγούν ακόμα παρά σε εξαιρετικά περιορισμένα αποτελέσματα κι αντιπροσωπεύουν μια πρόοδο μονάχα σε σχέση με τη στενόχωρη απομόνωση του παρελθόντος.
Πρέπει ακόμα να υπογραμμιστεί ειδικότερα ότι ο Sancho συγχέει την οργάνωση της εργασίας με τον κομμουνισμό κι έτσι φτάνει να εκπλήσσεται επειδή «ο κομμουνισμός» δεν ανταποκρίνεται στις αμφιβολίες του σχετικά μ’ αυτή την οργάνωση. Με τον ίδιο τρόπο ένα χωρικός από τη Γασκώνη εκπλήσσεται επειδή ο Arago δεν ξέρει να του πει πάνω σε πιο αστέρι έχει στήσει την αυλή του ο καλός Θεός.
Η αποκλειστική συγκέντρωση του καλλιτεχνικού ταλέντου σε μερικά άτομα κι η κατάπνιξή του στη μεγάλη μάζα, με την οποία είναι συνυφασμένο, είναι συνέπεια του καταμερισμού της εργασίας. Ακόμη κι αν σε ορισμένες κοινωνικές συνθήκες ο καθένας μπορούσε να είναι εξαιρετικός ζωγράφος, αυτό δε θά απέκλειε το να είναι ο καθένας ένας πρωτότυπος ζωγράφος, έτσι που ακόμα κι εδώ η διάκριση μεταξύ «ανθρώπινης» εργασίας και «μοναδικής» εργασίας καταλήγει σε καθαρό παραλογισμό. Σε μια κομμουνιστική οργάνωση της κοινωνίας παύει σε κάθε περίπτωση η ταξινόμηση του καλλιτέχνη σε στενά τοπικά κι εθνικά όρια, που απορρέει αποκλειστικά από τον καταμερισμό της εργασίας, και η ταξινόμηση του ατόμου μέσα σε μιά καθορισμένη τέχνη, εξ αιτίας της οποίας αυτός είναι αποκλειστικά ένας ζωγράφος, ένας γλύπτης, κ.λπ.: ονόματα που εκφράζουν βέβαια επαρκώς την περιοριστικότητα της επαγγελματικής του ανάπτυξης και την εξάρτησή του από τον καταμερισμό της εργασίας. Σε μια κομμουνιστική κοινωνία δεν υπάρχουν ζωγράφοι, αλλά άνθρωποι που, κοντά στ’ άλλα, ζωγραφίζουν.
*Με αυτό το ειρωνευτικό όνομα αναφέρονταν, οι Μαρξ-Ενγκελς στην ”Γερμανική Ιδεολογία”, στον Μαξ Στίρνερ
Πηγή: Κείμενα για τη λογοτεχνία και την τέχνη, Μαρξ-΄Ενγκελς, εκδ. Εξάντας
e-prologos.gr