“Γράφοντας για το γυναικείο κίνημα κατά τη διάρκεια του πολέμου για τη νεοδημοκρατική κοινωνία στην Κίνα, ο Τζακ Μπέλντον, αμερικανός συγγραφέας και δημοσιογράφος, είχε γράψει: “Το Κομμουνιστικό Κόμμα Κίνας έχει βρει το κλειδί για τη νίκη της επανάστασης. Έχει κατακτήσει το πιο καταπιεσμένο κομμάτι της κινεζικής κοινωνίας”. Αυτά τα λόγια του Μπέλντον μού ήρθαν στο νου, όταν είδα το γυναικείο κίνημα στη Νταντακαράνια. Πράγματι, μετά την κινεζική επανάσταση, ήταν το επαναστατικό κίνημα στη Νταντακαράνια που απέδειξε ότι, όπου υπάρχει ένας λαϊκός πόλεμος, όπου υπάρχει ένοπλος αγώνας ενάντια στο φεουδαρχικό, κομπραδόρικο, ιμπεριαλιστικό σύστημα, για τη νίκη της Νεοδημοκρατικής Επανάστασης, οι γυναίκες της εργατικής τάξης ενεργά και σε μεγάλη κλίμακα συμμετέχουν για τη χειραφέτηση όλης της κοινωνίας καθώς και τη δική τους χειραφέτηση. Ο Λαϊκός Πόλεμος διέλυσε τους δισταγμούς των γυναικών. Διπλασίασε τη δύναμή τους. Έδειξε το δρόμο για την απελευθέρωση των γυναικών” (Ανουράντα Γκάντι)

***

Οι γυναίκες της Νταντακαράνια βρίσκονται στην πρωτοπορία της αντίστασης ενάντια στην καταστολή του σημερινού παρατεταμένου Λαϊκού Πολέμου. Οι γυναίκες της Νταντακαράνια, που αρχικά ήταν οργανωμένες στην Επαναστατική Οργάνωση Αντιβάσι Γυναικών (Kranthikari Adivasi Mahila Sangathan) της Νταντακαράνια, είναι τώρα παρούσες σε κάθε μετερίζι του Λαϊκού Πολέμου. Και καθώς αυτός ισχυροποιείται, η αντίσταση των γυναικών καθίσταται όλο και πιο μαχητική. Υπάρχουν όλο και περισσότερα περιστατικά που επαληθεύουν αυτό το γεγονός, που έχει καταστεί σημαντικό στοιχείο του Λαϊκού Πολέμου. Νέες γυναίκες όλο και περισσότερο προσχωρούν στον Λαϊκό Απελευθερωτικό Αντάρτικο Στρατό (ΛΑΑΣ), ενώ γηραιότερες στρατολογούν τα παιδιά τους. Ο αριθμός των γυναικών μελών του ΛΑΑΣ έχει φτάσει λίγο πάνω από το μισό της συνολικής δύναμής του. Δίνουμε παρακάτω μια λεπτομερή έκθεση. Το άρθρο επικεντρώνεται στις δραστηριότητες μαζικής διαμαρτυρίας των γυναικών.

Το αστικό καθεστώς ανέκαθεν επιδιδόταν σε σεξουαλικές θηριωδίες σε βάρος των γυναικών. Αυτό αποτελούσε ένα δυναμικό, πολιτισμικό όπλο του για να αντιμετωπίζει το λαϊκό κίνημα. Ωστόσο, τώρα έχει υιοθετήσει πολλές νέες βάρβαρες μορφές. Σε αντιστοιχία με αυτό, οι γυναίκες, που έχουν επιδοθεί στον αγώνα για επίτευξη του δικαιώματός τους στη ζωή, υπό την καθοδήγηση του ΚΚΙ (Μαοϊκού) και την υποστήριξη του ΛΑΑΣ, αναπτύσσουν ανάλογες μορφές αντίστασης. Ας ρίξουμε μια ματιά σε αυτές.

Οι μαζικές θηριωδίες και σφαγές άρχισαν με το επεισόδιο στη Σαρκινγκούντα (σ.parapoda: όπου στις 28 Ιούνη 2012, 17 Αντιβάσι σφαγιάστηκαν και 13 γυναίκες βιάστηκαν ομαδικά από δυνάμεις ασφαλείας του ινδικού καθεστώτος) και συνεχίστηκαν στην Κούνα, τη Ντάμπα, τη Γκέλουρ, τη Νέντρα, τη Γκότουμ και την Ιθαουάρα της περιφέρειας Μπάσταρ. Σε όλα αυτά τα μέρη, υπήρχαν μαζικοί βιασμοί γυναικών. Ο βιασμός και η δολοφονία της Μάντκαμ Χίντμε από τη Γκόμπαντ της περιοχής του νότιου Μπάσταρ τον Ιούνη του 2016 έγινε αφορμή για μια μεγάλη διαμαρτυρία από διάφορα στρώματα της κοινωνίας. Υπάρχουν άλλα τόσα περιστατικά που δεν είδαν το φως της δημοσιότητας.

Κατά τη διάρκεια της διαβόητης βάρβαρης στρατιωτικής επίθεσης Σάλβα Τζουντούμ (σ.parapoda: ονομασία της εκστρατείας και των δυνάμεων που την υλοποίησαν, σημαίνει “Πορεία Ειρήνευσης/Εξαγνισμού”), μεταξύ 2005-2008, πάνω από 1.000 απλοί άνθρωποι σκοτώθηκαν και πάνω από 50.000 κλείστηκαν σε αστυνομικά στρατόπεδα “ανακούφισης”, όπως ονομάζονταν. Σχεδόν 640 χωριά καταστράφηκαν. Οι μορφές καταπίεσης δεν διέφεραν από αυτές των βρετανών ιμπεριαλιστών. Δημοκρατικές οργανώσεις και οργανώσεις προστασίας πολιτικών δικαιωμάτων κατέγραψαν 500 δολοφονίες και 99 θηριωδίες εναντίων γυναικών εκείνη την περίοδο και προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο. Όλοι γνωρίζουν ότι στους καταπιεσμένους και καταπιεσμένες, ακόμα και μετά από μια δεκαετία, δεν έχει αποδοθεί δικαιοσύνη. Το Κόμμα του Κογκρέσου και το Ινδικό Λαϊκό Κόμμα (BJP) από κοινού εξαπέλυσαν τις Σάλβα Τζουντούμ που καθοδηγούνταν από τον σκληροπυρηνικό κομπραδόρο του Μπάσταρ, Μαχέντρα Κάρμα. Ο λαός και οι γυναίκες του Μπάσταρ δοκίμασαν μεγάλο πόνο από αυτή την επίθεση. Επομένως, οι γυναίκες ένιωσαν ανακουφισμένες όταν ο ΛΑΑΣ τον εκτέλεσε στην επίθεση στο Τζιραμγκάτι το Μάη του 2013. Τις Σάλβα Τζουντούμ διαδέχτηκαν η Επιχείρηση Πράσινο Κυνήγι και τώρα έχουμε το SAMADHAN (σ.parapoda: είναι αρκτικόλεξο ενός συνόλου στρατηγικών και σημαίνει S: Έξυπνη Ηγεσία, Α: Επιθετική Στρατηγική, Μ: Κινητροδότηση και Εκπαίδευση, Α: Πρακτική Πληροφόρηση, D: Δράση στη βάση πινάκων μέτρησης δραστηριότητας και μέτρησης αποτελεσμάτων ανά περιοχή, Η: Τεχνολογία δημιουργίας Ζωνών Ασφαλείας, Α: Πλάνο Δράσης για κάθε περιοχή και Ν: Μη πρόσβαση σε χρηματοδότηση), μια πιο στρατηγική επίθεση, που άρχισε με στόχο εντός πέντε ετών να έχει “εξαλείψει το Ναξαλισμό”.

Από τις διαμαρτυρίες για τη Μάντκαμ Χίντμε

Ο λαός της Νταντακαράνια έχει πλούσια παράδοση αγώνων, που ανάγεται στην εποχή του αντιβρετανικού κινήματος. Υπήρχαν αγώνες σε όλη τη σημερινή περιοχή της Ειδικής Αντάρτικης Ζώνης της Νταντακαράνια. Τώρα, οι άντρες και οι γυναίκες γνωρίζουν καλά ότι με τον αγώνα αυτόν δεν έχουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους να χάσουν. Η οργάνωση των γυναικών πέτυχε σημαντικές αλλαγές στα προαιώνια πατριαρχικά έθιμα αναφορικά με τις γυναίκες, το ρόλο τους στην παραγωγή, την ιδιοκτησία και το γάμο. Οι γυναίκες έσπασαν το έθιμο που δεν επέτρεπε στις γυναίκες να σπείρουν και να θερίζουν, πέτυχαν ίσα δικαιώματα στη γη, ίσους μισθούς και γάμο με βάση την επιθυμία τους. Συμμετέχουν όχι μόνο στην οργάνωση των γυναικών, αλλά και στην αγροτική οργάνωση, τη λαϊκή κυβέρνηση, την πολιτοφυλακή και σε όλα τα είδη λαϊκών οργανώσεων και αγώνων. Καθοδηγούν και συμμετέχουν στις μέρες των επαναστατικών μαχών, σε αγώνες για τα προβλήματα, σε αγώνες ενάντια στην εκτόπιση, στο πρόγραμμα της Λαϊκής Κυβέρνησης για ισοπέδωση εδαφών και στην εφαρμογή των καλεσμάτων του Κόμματος, όπως μποϊκοτάζ στις εκλογές. Σε αντίθεση με την αστική “ενδυνάμωση”, αυτές είναι πραγματικά ενδυναμωμένες στη λαϊκή κυβέρνηση. Όταν άρχισαν οι κατασταλτικές επιθέσεις, οι γυναίκες όλο και πιο πολύ διαφωτίζονταν, και τώρα βλέπουμε μια άνοδο στην πολιτική συνείδησή τους και τη μαχητική οπτική τους. Οι γυναίκες επιδόθηκαν σε αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεσή τους, καθώς και ενάντια στην κρατική βία, που ασκείται και γενικά και ειδικά εναντίον τους.

Τα “άγρυπνα μάτια” του χωριού

Διάφορες επιχειρήσεις και μέτρα καταστολής κατέστησαν τους άντρες ευάλωτους. Επομένως, οι γυναίκες ανέλαβαν την ευθύνη να φέρνουν από την αγορά τα ελάχιστα απαραίτητα για την καθημερινή ζωή. Δεν είναι υπερβολή να πει κανείς ότι αυτό έχει καταστεί μια κατάσταση ζωής ή θανάτου για αυτές. Οι γυναίκες γίνονται φύλακες, πάνε σε περιπολίες. Σκάβουν τρύπες στους δρόμους με βέλη μέσα για να παγιδεύσουν τις ένοπλες δυνάμεις που έρχονται στην περιοχή τους. Βάζουν παγίδες με βόμβες.

Μια ενδιαφέρουσα πτυχή είναι ότι όταν ακούσουν πυρά, καταλαβαίνουν ότι ο ΛΑΑΣ είχε στήσει ενέδρα και σπεύδουν άμεσα στο σημείο της σύγκρουσης με νερό και τροφή για τους μαχητές συντρόφους. Αυτό δείχνει στις δυνάμεις του ΛΑΑΣ τη λαϊκή υποστήριξη. Τώρα οι γυναίκες ανάβουν πυροτεχνήματα για να δώσουν στο ΛΑΑΣ να καταλάβει την άφιξη αστυνομίας. Περισσότερο από κάθε τι άλλο, είναι οι γυναίκες που κάνουν την αναγνώριση της αστυνομίας ενώ συλλέγουν καυσόξυλα, μάχουα (σ.parapoda: To Madhucalongifolia είναι ένα δέντρο που βρίσκεται σε τροπικά και υποτροπικά δάση κυρίως στην κεντρική και βόρεια Ινδία, και έχει μεγάλη κοινωνικο-οικονομικο-πολιτιστική και διατροφική σημασία) και επιδίδονται σε διάφορες άλλες καθημερινές ασχολίες.

Θρυλική αντίσταση

Καθώς οι μορφές καταπίεσης αλλάζουν, αντίστοιχα, εξελίσσονται και οι μορφές αντίστασης. Βλέπουμε ότι, στην πρόσφατη περίοδο, οι γυναίκες έχουν αναπτύξει υποδειγματικό πνεύμα στη δυναμική απάντηση στην αστυνομία, αλλά και τους προδότες της επανάστασης. Υπάρχουν αμέτρητα περιστατικά στα οποία οι γυναίκες βγαίνουν μπροστά για να αντισταθούν στην αστυνομία όταν αυτή έρχεται στα χωριά τους. Αποτρέπουν την αστυνομία να συλλάβει συγχωριανούς τους. Οι γυναίκες πάνε ακόμα και στο αστυνομικό τμήμα ή το στρατόπεδο, και αν δεν επιτύχουν, προχωρούν στον αποκλεισμό της περιφερειακής έδρας της αστυνομίας ή άλλων κρατικών θεσμών. Η μη γνώση της γλώσσας Χίντι δεν τις αποτρέπει. Σε περιστατικά συγκρούσεων τολμούν να πάνε να πάρουν τα πτώματα των αγαπημένων τους. Η αστυνομία τις δέρνει και προσπαθεί να τις τρομοκρατήσει. Μάταια. Μια ξεκάθαρη εικόνα έχουμε από τα παρακάτω περιστατικά σε ολόκληρη τη ζώνη του αντάρτικου αγώνα.

Τον Οκτώβρη του 2015, η αστυνομία προέβη σε ταυτόχρονες επιθέσεις, ανοίγοντας αδιακρίτως πυρ εναντίον αγροτών στο Πεγκανταπέλι, το Τσίνα Γκέλουρ, το Πέντα Γκέλουρ, το Γκούνταμ και το Μπούντγκιν, αρμόδιος για τα οποία είναι ο αστυνομικός σταθμός του Μπασαγκούντα στην περιφέρεια Μπιτζαπούρ. Έδειραν ανηλεώς 30 γυναίκες που αντιστάθηκαν στη λεηλασία των σπιτιών τους από την αστυνομία. Αστυνομικοί άρπαξαν μια έγκυο, την βίασαν επανειλημμένα και μετά την έσφαξαν. Μια 14χρονη βιάστηκε. Στην ίδια περιοχή, η αστυνομία επιτέθηκε στα χωριά Νέντρα και Γκόντουμ μεταξύ 11 και 14 Γενάρη 2016. Οι αστυνομικοί έμειναν στα σπίτια των χωρικών, έφαγαν, ήπιαν και τα λεηλάτησαν, κάνοντας ό,τι θέλουν. Επιτέθηκαν σεξουαλικά σε 16 γυναίκες. Οι γυναίκες προέβησαν σε συγκέντρωση διαμαρτυρίας έξω από το γραφείο του Περιφεριάρχη στη Μπιτζαπούρ για αυτά τα περιστατικά. Σε κάποια φάση, μια γυναίκα πήρε μια πέτρα και από τα νεύρα της την πέταξε στους αστυνομικούς. Αυτό αναφέρθηκε στα ΜΜΕ, όπως και η αντίστοιχη φωτογραφία.

Σε άλλο περιστατικό, στην περιφέρεια Σούκμα, ως μέρος της “Αποστολής 2016”, η αστυνομία επιτέθηκε στα χωριά Κούνα και Ντάμπα και έδειρε ανθρώπους, λεηλατώντας τα σπίτια τους. Οι αστυνομικοί συγκέντρωσαν τις γυναίκες του χωριού στο σχολείο και προέβησαν σε σεξουαλικές επιθέσεις. Γυναίκες έλεγαν ότι είναι θηλάζουσες μητέρες, όμως οι αστυνομικοί δεν τις άκουσαν. Έλεγαν ότι ψεύδονταν και πίεζαν τα στήθη των γυναικών για να δουν αν λένε αλήθεια. Επιτέθηκαν σεξουαλικά σε 8 γυναίκες. Μετά από αυτά, από θυμό και αγανάκτηση, οι ίδιες πίεζαν τα στήθη τους, για να δείξουν ότι ήταν μητέρες και σχετίζονταν με τους συλληφθέντες, και για να απελευθερώσουν τους οικείους τους από τις περιπολούσες αστυνομικές δυνάμεις που τους κρατούσαν.

Το Γενάρη του 2017, οι Μπίρτζου Θίμα και η Σουμίθρα Γκότα κατευθύνονταν στο χωριό Τζοναβάρα για να επισκεφτούν συγγενείς τους στην περιφέρεια Γκατσιρόλι. Οι Κομάντο C-60 τις έπιασαν και τις κακομεταχειρίστηκαν σεξουαλικά. Οι γυναίκες των γυρω χωριών διαμαρτυρήθηκαν για το περιστατικό μπροστά από τον αστυνομικό σταθμό της Γκάττα. Απαίτησαν τιμωρία των υπευθύνων αστυνομικών. Η περιοχή είναι μέρος της εξορυκτικής περιφέρειας της Σούρτζαγκαρχ.

Στο τέλος του ίδιου μήνα, η Εμούλα Σούκματι και η Καντθι Μπιμάλι από το χωριό Γκαμπούρ της περιφέρειας Μπιτζαπούρ, κάτω στο λόφο κοντά στα ορυχεία της Εθνικής Εταιρείας Εξορυκτικής Ανάπτυξης (σ.parapoda: ΝΜDC, κρατικά ελεγχόμενη), συνελήφθησαν ενώ πήγαιναν προς την εβδομαδιαία αγορά, και υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια. Τις βίασαν στο Σουκμάτι και σκότωσαν και τις δύο. Οι αρχές διέδωσαν μια ψεύτικη ιστορία περί ένοπλης σύγκρουσης πέρα από τον ποταμό Μάλινγκερ. Οι γυναίκες της περιοχής κινητοποιήθηκαν μαζικά και διαδήλωσαν μπροστά από το αστυνομικό τμήμα της Κιρούντελ, απαιτώντας δικαστική διερεύνηση για τη σεξουαλική επίθεση και τη δολοφονία. Δήλωσαν ότι δεν θα πάρουν τα πτώματα, μέχρις ότου παυθούν οι υπεύθυνοι αστυνομικοί.

Από τις διαμαρτυρίες των κατοίκων για τη δολοφονία των δύο γυναικών

Το περιστατικό στο κυβερνητικό οικοτροφείο στην Πάλναρ της περιφέρειας Νταντεβάντα στις 31 Ιούλη 2017 καταδικάστηκε σφοδρά από τις οργανώσεις των Αντιβάσι, τους δημοκράτες και τις οργανώσεις γυναικών. Μέλη των Κεντρικών Εφεδρικών Αστυνομικών Δυνάμεων (CRPF) εισήλθαν στον κοιτώνα την ημέρα του φεστιβάλ “Ραάκι”. Το ινδουιστικό φεστιβάλ Ραάκι συμβολίζει την έγνοια των αδερφών προς τις αδερφές τους, και κατά τη διάρκειά του οι γυναίκες δένουν μια κορδέλα στα χέρια των αδερφών τους. Τα μέλη των CRPF έδωσαν νέο νόημα στο Ραάκι. Προσπάθησαν να επιτεθούν σεξουαλικά στις μαθήτριες. Το Νοέμβρη του 2017, η αστυνομία επιτέθηκε στα χωριά Άβναρ, Τόντκα και Κόρσολι κοντά στον αστυνομικό σταθμό του Γκανγκαλούρου στην περιφέρεια Μπιτζαπούρ και έβαλαν πυρά αδιακρίτως κατά του λαού. Ένας νέος, ο Πούνεμ Ράτζου σκοτώθηκε από τα πυρά και μερικοί ακόμα νέοι και νέες υπέστησαν βασανιστήρια, ενώ οι αστυνομικοί προσπάθησαν να βιάσουν τις κοπέλες. Έπειτα, 200 γυναίκες του χωριού βγήκαν μπροστά και αντιστάθηκαν στην αστυνομία. Η αστυνομία χτύπησε σοβαρά τις γυναίκες με ρόπαλα και με την λαβή των όπλων. Πάρα πολλές γυναίκες τραυματίστηκαν σοβαρά. Ωστόσο, οι γυναίκες πέτυχαν να αποσπάσουν τους άντρες και τις γυναίκες που είχαν συλληφθεί από την αστυνομία. Αργότερα, χίλιες γυναίκες βγήκαν με ρόπαλα με τα οποία η αστυνομία χτυπούσε τις γυναίκες και διαδήλωσαν μπροστά από το γραφείο του περιφερειάρχη στο Μπιτζαμπούρ. Απαίτησαν να σταματήσουν οι περιπολίες της αστυνομίας στα χωριά, τα πυρά κατά ανθρώπων αδιακρίτως, οι δολοφονίες απλών αγροτών στο όνομα ψεύτικων συγκρούσεων, και να τιμωρηθούν οι υπαίτιοι για τα βασανιστήρια γυναικών αστυνομικοί. Επέδειξαν τα τραύματά τους και τα ρόπαλα στους δημοσιογράφους. Η αστυνομία, η Περιφερειακή Εφεδρική Φρουρά (DRG), οι Ειδικοί Αστυνομικοί (SPO) και άλλες μισθοφορικές συμμορίες αλητών απειλούσαν τις γυναίκες να μη διαδηλώσουν, όμως οι γυναίκες δεν πτοήθηκαν.

Τον Ιούλη του 2017, η αστυνομία άνοιξε πυρ σε γυναίκες που βρίσκονταν σε αγροτική γη και συνέλεγαν καυσόξυλα στο χωριό Γκόμπαντ στην περιφέρεια Σούκμα. Η Σόγιαμ Ράμε καθώς και άλλες δυο γυναίκες, τραυματίστηκαν σοβαρά. Όταν η Σόγια νοσηλευόταν στο νοσοκομείο Μπαντρατσαλάμ στην Τελανγκάνα, η αστυνομία προσπάθησε να απαγάγει αυτή και τον σύζυγό της, Σόγιαμ Κάνα. Γυναίκες διαμαρτυρήθηκαν για αυτή την απόπειρα και διαδήλωσαν στη Σούκμα.

Το Δεκέμβρη του 2018, η Ποντιγιάμ Γιόγκι δολοφονήθηκε σε σκηνοθετημένη σύγκρουση στο χωριό Τζαραπάλι, αρμόδιος για το οποίο είναι ο αστυνομικός σταθμός της Πάμεντ στην περιφέρεια Μπιτζαπούρ. Σχεδόν 100 γυναίκες πήγαν στο Μπιτζαπούρ και διαδήλωσαν, καταδικάζοντας το περιστατικό. Απαίτησαν να σταματήσουν οι δολοφονίες με πρόσχημα συγκρούσεις που είναι σκηνοθετημένες. Έφεραν το πτώμα της Γικόγκι και έκαναν εκεί την αποχαιρετιστήρια τελετή.

Στις 6 Γενάρη 2018, μέλη της αστυνομίας από τον αστυνομικό σταθμό της Μπατσέλι επιτέθηκαν στα χωριά Κάρμα, Ντούμρι και Παραλνάρ στα ριζά των λόφων Μπαϊλαντίλα. Ένα 12χρονο αγόρι, ο Μάντκαμ Σομπάρου, που αναζητούσε ένα ζώο του που είχε χάσει σκοτώθηκε κατά την επίθεση, ενώ ο Μάντκαμ Μπότι τραυματίστηκε. Η μητέρα του Σομπάρου, Μάντκαμ Σομίντι, ήταν επικεφαλής της διαδήλωσης που κατευθύνθηκε στον αστυνομικό σταθμό της Μπατσέλι διαμαρτυρόμενη για το περιστατικό. Απαίτησαν την αποθεραπεία του τραυματισμένου αγοριού. Αποκάλυψαν στα ΜΜΕ το περιστατικό. Επίσης προσέφυγαν στο Ανώτατο Δικαστήριο με τη βοήθεια οργανώσεων υπεράσπισης πολιτικών δικαιωμάτων.

Στις 3 Ιούνη 2018, γυναίκες διαδήλωσαν απαιτώντας την τιμωρία των αξιωματικών της αστυνομίας που ήταν υπεύθυνοι για το χτύπημα κατά πάντων στα χωριά Άβναρ,Τόντκι και Παραλνάρ. Η αστυνομία έφτασε εκεί κρυμμένη και προέβη στην επίθεση κατά την οποία τραυματίστηκαν σοβαρά 15 άτομα, συμπεριλαμβανομένων παιδιών 8 ως 14 ετών που πήγαιναν σχολείο.

Στις 6 Αυγούστου η αστυνομία άνοιξε πυρ αδιακρίτως στο χωριό Νούλκατονγκ της περιφέρειας Σούκμα, με αποτέλεσμα 15 χωρικοί να χάσουν τη ζωή τους. Ο Υπουργός Εσωτερικών της Ινδίας συνεχάρη την αστυνομία για το ότι σκότωσε… 15 Ναξαλίτες! Γυναίκες και άντρες από τα χωριά Γκόμπαντ, Νούλκατονγκ και Κίντρεμ διαδήλωσαν μπροστά από τον αστυνομικό σταθμό της Ντόρναπάλ καταδικάζοντας τους πυροβολισμούς. Δήλωσαν ότι δεν θα παραλάβουν τα πτώματα. Αποκάλυψαν το σκηνοθετημένο χαρακτήρα της σύγκρουσης στα ΜΜΕ που επικαλούταν η αστυνομία. Το περιστατικό τράβηξε την προσοχή διαφόρων οργανώσεων υπεράσπισης πολιτικών δικαιωμάτων και των ΜΜΕ. Υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία που ανέδειξαν την αλήθεια στο λαό.

Σε ένα ακόμα περιστατικό, η Συνοριακή Δύναμη Ασφαλείας (BSF) και η αστυνομία βιαιοπράγησαν εναντίον γυναικών στα χωριά Γκατακάλ, Κουβεκόντι και Μπαντπάρα της περιφέρειας Κάνκερ στις 24 Σεπτέμβρη 2018. Έδειραν κόσμο καθώς και έναν γέρο του χωριού για να τους πουν πού βρίσκονται Ναξαλίτες. Ο λαός, με επικεφαλής γυναίκες, προέβη καθιστική διαμαρτυρία έξω από τον αστυνομικό σταθμό της Κογιλιμπέντα. Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να υποχωρήσει και να παύσει τον υπαίτιο βοηθό υποεπιθεωρητή της αστυνομίας.

Στην περιφέρεια Ναραγιαναπούρ, ο λαός, με επικεφαλής γυναίκες, αντιστάθηκε στην αστυνομία που προσπάθησε να σταματήσει την εβδομαδιαία αγορά στο Κούτουλ. Υπέβαλε υπόμνημα στον περιφερειάρχη και τον Εισαγγελέα, ως αποτέλεσμα του οποίου η αγορά επιτράπηκε να ξαναλειτουργήσει.

Πρόσφατα περιστατικά

Το Γενάρη του 2019, η Αάσο, ακτιβίστρια του κόμματος, πήγε στο χωριό Αντάμ, αρμόδιο για το οποίο είναι ο αστυνομικός σταθμός της Ντάρμπα της περιφέρειας Μπάσταρ. Μέλη των CRPF και DRG τη συνέλαβαν. Αφού τη βίασαν, τη δολοφόνησαν και αργότερα δήλωσαν ότι σκοτώθηκε πάνω σε ένοπλη σύγκρουση. Στις 4 Φλεβάρη, οι γυναίκες του χωριού Γκονταλιγκούντα κοντά στον αστυνομικό σταθμό της Τσινταγκούπα πήγαν στο δάσος για να μαζέψουν ξύλα. Μέλη των CRPF, του Τάγματος Κομάντο για Αποφασιστική Δράση (CoBRA) και της DRG, που βρίσκονταν ήδη εκεί, ξαφνικά άνοιξαν πυρ εναντίον τους. Μια θηλάζουσα μητέρα 4 παιδιών, η Ποντιγιάμ Σούκι σκοτώθηκε ακαριαία. Μια άλλη γυναίκα, η Ποντιγιάμ Ντέβε, τραυματίστηκε σοβαρά. Οι χωρικοί εξοργίστηκαν με το περιστατικό και προέβησαν σε διαδήλωση. Στις 7 του ίδιου μήνα, άνθρωποι από 5-6 χωριά συγκεντρώθηκαν για το παραδοσιακό πρόγραμμα κοντά στα χωριά Τανταμπάλα και Μποντάγκα, σε μικρή απόσταση από τον ποταμό Ιντραβάτι που βρίσκεται κοντά στους λόφους Μάαντ. Μαθαίνοντας το γεγονός, μέλη της DRG και των Δυνάμεων Ειδικών Αποστολών (STF) διέσχισαν τον ποταμό μυστικά τη νύχτα και επιτέθηκαν στον κόσμο κατά τις 9 το πρωί. Πέντε νεαροί και πέντε νεαρές σκοτώθηκαν. Πολλοί άλλοι συνελήφθησαν, υπέστησαν φρικτά βασανιστήρια και φυλακίστηκαν. Τα πτώματα των νεαρών γυναικών έφεραν ξεκάθαρα σημάδια ωσάν να τους είχαν επιτεθεί άγρια ζώα. Το περιστατικό παρουσιάστηκε διαστρεβλωμένα από την αστυνομία, ως μια σφοδρή σύγκρουση με Μαοϊστές, κατά την οποία είχαν σκοτωθεί μέλη του ΛΑΑΣ. Οργανώσεις υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων επισκέφτηκαν τα χωριά και ανέδειξαν τα γεγονότα.

Σε ένα άλλο περιστατικό, γυναίκες ακτιβίστριες πήγαιναν στο χωριό Τζιντιμέτα, αρμόδιο για το οποίο είναι ο αστυνομικός σταθμός της Τογενάρ της περιφέρειας Μπιτζαπούρ, για να συναντήσουν τις γυναίκες του χωριού. Η αστυνομία ήρθε για “φαΐ”. Μέλη της περικύκλωσαν και συνέλαβαν τις γυναίκες. Τις κράτησαν για τρεις βδομάδες στους αστυνομικούς σταθμούς της Μπιτζαπούρ και της Μπαϊραμγκάρ και τις υπέβαλαν σε απερίγραπτα βασανιστήρια. Αργότερα κατασκεύασαν διάφορες ψεύτικες κατηγορίες και τις φυλάκισαν.

Οι προδότες παίρνουν αυτό που τους αξίζει

Υπάρχουν αρκετοί που τα παρατούν και μετατρέπονται σε προδότες της επανάστασης. Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι από αυτούς εντάσσονται στην Περιφερειακή Εφεδρική Φρουρά (DRG) που είναι φτιαγμένη ειδικά για επιθέσεις στις ένοπλες δυνάμεις των Μαοϊστών. Η DRG έχει εκπαιδευτεί για να βρίσκεται εμπροσθοφυλακή σε περιπολίες των παραστρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων και σε επιθέσεις σε βάρος του λαού και των περιουσιών του. Οι γυναίκες εξοργίζονται βλέποντάς τους να συλλαμβάνουν, να δέρνουν και να διαπράττουν θηριωδίες εναντίον του λαού. Ήταν αυτές που τους είχαν κάποτε δώσει φαΐ, νερό και καταφύγιο, όταν δούλευαν για το καλό τους. Και τους απευθύνονται με ερωτήματα όπως “Δεν ντρέπεσαι να έρχεσαι να μας δέρνεις; Εσύ μας έβαλες στην πολιτική. Εσύ μας οργάνωσες, εσύ μας καθοδήγησες. Με ποιο δικαίωμα έρχεσαι να μας τιμωρήσεις;” Και προσθέτουν: “Εσύ θα τιμωρηθείς!”

Μια γυναίκα στην περιφέρεια Ναραγιαναπούρ χαστούκισε έναν τέτοιο προδότη όταν αυτός έδειρε τον πεθερό της κατά τη διάρκεια μιας περιπολίας. Του υπενθύμισε ότι αυτός την ανέδειξε σε ηγέτιδα της οργάνωσης γυναικών και ότι τον είχε φροντίσει όταν είχε έρθει στο σπίτι της. Αυτός δεν ένιωσε καθόλου ντροπή και άρχισε να δέρνει σοβαρά τον άντρα της από θυμό μετά το χαστούκι. Σε ένα άλλο περιστατικό, μια γυναίκα συνάντησε τον προδότη που ήταν υπεύθυνος για τη σύλληψη του άντρα της. Πήρε ένα ρόπαλο και άρχισε να τον χτυπά, λέγοντάς του ότι τον είχαν φιλοξενήσει όταν ήταν στο κόμμα και τώρα θέλει να τους καταστρέψει. Οι γυναίκες κάποιων χωριών συγκεντρώθηκαν σε γειτονικό αστυνομικό σταθμό απαιτώντας να τους δώσουν τον προδότη που μόλις είχε φύγει από το κόμμα και περιδιάβαινε τα χωριά συλλαμβάνοντας τους ηγέτες τους.

Σε πολλές περιπτώσεις, γυναίκες έκαναν τους προδότες να μη μιλούν, καθώς τους υπενθύμιζαν και τους επέπλητταν για ό,τι έκαναν ενώ βρίσκονταν στο κόμμα και τι κάνουν τώρα. Αν δεν φοβούνται, οι προδότες τουλάχιστον διστάζουν να έρχονται αντιμέτωποι με τέτοιες καταστάσεις που απλές γυναίκες δημιουργούν.

Δεν μπορούν να δελεαστούν – δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο χειρισμού

Το Πρόγραμμα Δράσης Πολιτών είναι ένα πρόγραμμα με το οποίο η αστυνομία επιδιώκει να αποδυναμώσει το λαό. Όμως οι γυναίκες αντιτάχθηκαν στο πρόγραμμα και αρνήθηκαν να πάρουν τα ρούχα και τα μαγειρικά σκεύη που η αστυνομία προσέφερε. Έλεγαν, “σκοτώνετε τα παιδιά μας, μας βιάζετε. Δεν θα πάρουμε τίποτα από τα αιματοβαμμένα χέρια σας”. Η ειρωνεία είναι ότι η αστυνομία έδερνε τις γυναίκες ακόμα και επειδή δεν έπαιρναν τίποτα από αυτή. Το 2018, ο λαός της περιοχής Ναγκαράμ πληροφορήθηκε ότι θα του δινόταν μπόνους για τη συλλογή του φύλλου τέντου (σ.parapoda: Diospyros melanoxylon, φύλλο με αντιμικροβιακές ουσίες, χρησιμοποιείται επίσης για τσιγαρόχαρτο). Όμως όταν οι κάτοικοι πήγαν στον αστυνομικό σταθμό της Γιεγκουρουγκόντα, τους δώσαν συντάξεις ηλικιωμένων. Το ποσό ανερχόταν στις 40.000 ρουπίες (σ.parapoda: περίπου 500 ευρώ). Οι γυναίκες από κοινού αποφάσισαν να δώσουν αυτό το ποσό στο Επαναστατικό Λαϊκό Συμβούλιο. Όταν οι γυναίκες πήγαν να πάρουν ρύζι από το Δημόσιο Σύστημα Διανομής (PDS), εξαναγκάζονταν να πουν τα ονόματα των ηγετών και των ακτιβιστών των μαζικών οργανώσεων και του Επαναστατικού Συμβουλίου, διαφορετικά δεν θα λάμβαναν τίποτα.

Σε αρκετές περιπτώσεις, γυναίκες σπεύδουν στη δικαιοσύνη εναντίον των επιθέσεων της αστυνομίας. Η αστυνομία προσπάθησε να έρθει σε συμβιβασμό με τις γυναίκες των χωριών Νέντρα και Γκότουμ της περιφέρειας Μπιτζαπούρ που είχαν κινηθεί νομικά εναντίον τους. Όμως οι γυναίκες δήλωσαν: “Γιατί να αποσύρουμε τις μυνήσεις όταν εσείς προβαίνετε σε τόσο βάρβαρες και απάνθρωπες θηριωδίες εναντίον μας; Δεν θα κάνουμε πίσω”.

Θυσιάζοντας τα παιδιά τους

Όλα αυτά τα περιστατικά δείχνουν την αυξανόμενη επαναστατική ζέση στις γυναίκες. Όμως δεν είναι μόνο αυτά. Οι γυναίκες προχωρούν και προσχωρούν στο κίνημα ως ακτιβίστριες επί μονίμου βάσεως. Οι γηραιότερες στρατολογούν τα παιδιά τους στον ΛΑΑΣ. Μια μητέρα από την περιφέρεια της Μπιτζαπούρ δήλωσε κατά την επέτειο ίδρυσης του ΛΑΑΣ στις 2 Δεκέμβρη του 2018: “Έστειλα δυο γιους από τα έξι παιδιά μου στον ΛΑΑΣ. Τώρα στέλνω άλλο έναν γιο μου!” Βλέπουμε επίσης τις κόρες τέτοιων επαναστατριών μητέρων και πατέρων, οι οποίες μαρτύρησαν, όπως η σ. Ρουκμάτι, που έπεσε στη γνωστή επίθεση στην Ταντιμέτλα κατά την οποία σκοτώθηκαν 76 μέλη των CRPF· η σ. Ραντίτα, που πάλεψε μόνη θαρραλέα και εκτέλεσε 2 κομάντο C-60 προτού πέσει· η Ρατζίτα, που αντιστάθηκε στους Κομάντο, γνωρίζοντας ότι δεν υπήρχε σχεδόν πιθανότητα να διαφύγει από την περικύκλωση, όταν η αστυνομία πυρπόλησε το σπίτι στο οποίο βρισκόταν μέσα· η σ. Βίτζο που έδωσε σκληρή μάχη με την επιτιθέμενη αστυνομία, και πολλές άλλες τέτοιες ηρωικές επαναστάτριες μαχήτριες. Οι γυναίκες της Νταντακαράνια αποδεικνύουν τον ισχυρισμό του Λένιν ότι “δεν υπάρχει επανάσταση χωρίς γυναίκες”.

Αντιστεκόμενες σε ψευτομεταρρυθμίσεις

Η κυβέρνηση εισάγει προγράμματα όπως ομάδες αλληλοβοήθειας και σχολές οικοκυρικής, σε μια προσπάθεια να αποσπάσει τις Αντιβάσι γυναίκες από τον πραγματικό δρόμο του αγώνα. Όμως αυτές συνειδητοποιούν πως όλα αυτά δεν είναι τίποτα παρά μόνο για να τις δελεάσουν και αντιτίθενται. Ενδιαφέρονται περισσότερο για τα συλλογικά αγροκτήματα υπό την ηγεσία των Επαναστατικών Λαϊκών Συμβουλίων, για την αύξηση της παραγωγής τους και για άλλα τέτοια επαναστατικά αναπτυξιακά προγράμματα. Επιθυμούν να καταστούν αυτάρκεις.

Οι γυναίκες της Νταντακαράνια δείχνουν ότι η επίτευξη της Νεοδημοκρατικής Επανάστασης είναι ο μόνος τρόπος για να ζήσουν με αυτοσεβασμό, με δικαίωμα στην ελευθερία, στα δάση, τη γη και το νερό, καθώς και με ισότητα. Οι μαχητικοί αγώνες, η αντίσταση και το επαναστατικό πνεύμα εμπνέουν τον καταπιεσμένο λαό και τις γυναίκες, τους φοιτητές, τη νεολαία και τους ανθρώπους κάθε στρώματος στη χώρα.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό “People’s March”, Η Φωνή της Ινδικής Επανάστασης, τόμος 14, τεύχος 2, Αύγουστος 2019, σ.σ. 23-27.

πηγή:parapoda

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το