Σταύρος Μαλαγκονιάρης

Η άφιξη των μικρασιατών προσφύγων στη «μητέρα πατρίδα» δεν σήμαινε και το τέλος των περιπετειών ή των δυσκολιών τους.

Αντίθετα, φτάνοντας σε ένα κράτος καθημαγμένο από τους πολυετείς πολέμους, με μια πολιτική ηγεσία υπό κατάρρευση, χρειάστηκε να παλέψουν σκληρά για να νικήσουν κακουχίες, στερήσεις, ακόμα και την επιφυλακτικότητα ή και εχθρότητα πολλών «γηγενών», και να «χτίσουν» ξανά τις ζωές τους δίνοντας μια νέα «ταυτότητα» στη χώρα.

«Εμείς οι άλλοι περιμέναμε τρεις μέρες, ώσπου μπήκαμε σε καΐκια και μπαρκάραμε για τη Μυτιλήνη. Ωσπου να πατήσει το ποδάρι του ο τούρκικος στρατός στο χωριό άραζαν καΐκια και μας παίρναν. Πίσω – πίσω στη Μυτιλήνη δεν μας δέχουνταν. Δεν είναι και πλούσιος τόπος. Από ένα μαξούλι [σοδειά] περιμένει. Βασανιστήκαμε, κακοκοιμηθήκαμε, κακοφάγαμε, μεγάλη συμφορά πάθαμε. Και ποιος δεν έκλαψε νεκρούςΚαι ποιος δεν κακοπάθησε και ποιος δεν κλαίει ακόμαΜονάχα τα παιδιά που γεννήθηκαν εδώ τ’ ακούνε σαν ψεύτικα παραμύθια», διηγούνταν ο Απόστολος Μυκονιάτης, πρόσφυγας από το παραθαλάσσιο χωριό Ατζανός, κοντά στην Πέργαμο, απέναντι από τη Λέσβο (Φ. Αποστολόπουλος, Γ. Τενεκίδης, Η Εξοδος: μαρτυρίες από τις επαρχίες των δυτικών παραλίων της Μικράς Ασίας, τόμος Α’, σ. 142, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1980).

Ομως και όσοι έφτασαν στον Πειραιά ή στην Αθήνα όχι μόνο δεν ήταν… ευπρόσδεκτοι, απεναντίας είχαν να αντιμετωπίσουν και ένα εντελώς ανέτοιμο κράτος.

Χαρακτηριστική της κατάστασης που αντιμετώπιζαν οι πρόσφυγες μετά την αποβίβασή τους στο λιμάνι του Πειραιά είναι η εικόνα που καταγράφεται στην αφήγηση της Τασίας Χρυσάφη-Ακερμανίδου.

Η Ακερμανίδου ήταν από τα παιδιά που γεννήθηκαν πάνω στα πλοία κατά τη διάρκεια μεταφοράς των προσφύγων στην Ελλάδα.

Οταν η οικογένειά της έφτασε μετά από πολυήμερο ταξίδι στο λιμάνι του Πειραιά, βρέθηκε αντιμέτωπη με την παρακάτω εικόνα:

«Εκεί ήτανε το μεγάλο δράμα των γονιών μου, γιατί με το μωρό στην αγκαλιά η μαμά μου […] πηγαίνανε στα ξενοδοχεία και ρωτούσανε αν υπάρχει κρεβάτι, αν υπάρχει δωμάτιο και τους λέγανε “τσ!”, ούτε όχι δεν λέγανε, “τσ!” κάναν με τη γλώσσα τους και αυτό ήτανε. Εζήτησε λέει ένα ποτήρι γάλα για τη λεχώνα και του είπανε δεν έχουμε. Γιατί μας θεωρούσανε παράσιτα. Ηρθαν οι “πρόσφυγγες” να πάρουν το ψωμί μας, έτσι λέγανε».

Μετά από περιπλάνηση αρκετών ημερών, η οικογένεια Ακερμανίδη βρήκε στέγη με τη βοήθεια μιας γυναίκας που έμενε στη συνοικία της Γαργαρέττας κάτω από την Ακρόπολη.

Ο μοναδικός χώρος που μπορούσε να τους προσφέρει ήταν ένα κοτέτσι στην αυλή του σπιτιού της.

Αφού πρώτα έσφαξε τη μοναδική κότα που είχε και ασβέστωσε καλά τον χώρο, το κοτέτσι αποτέλεσε το πρώτο “σπίτι” της οικογένειας Ακερμανίδη για έναν τουλάχιστον μήνα μετά την άφιξή της στην Αθήνα (Μενέλαος Χαραλαμπίδης «Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα: πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης», tvxs.gr)

Σε μια ενδιαφέρουσα μελέτη του αναπληρωτή καθηγητή του ΕΜΠ, Νίκου Μπελαβίλα, με τίτλο «Σημειώσεις για την προσφυγική εγκατάσταση στον Πειραιά του Μεσοπολέμου», διαβάζουμε ότι «η μάζα των προσφύγων, για να επιβιώσει, εγκαταστάθηκε οργανωμένα ή ανοργάνωτα στην αρχή στις πλατείες και στις προβλήτες του κεντρικού τμήματος του λιμανιού, από τον Αγιο Νικόλαο μέχρι την Αγία Τριάδα, σε σχολεία και δημόσια κτίρια, και στη συνέχεια τις άκτιστες εκτάσεις στην αδόμητη περιφέρεια της πόλης».

Το βράδυ της 22ας Σεπτεμβρίου συγκαλείται στο Δημαρχείο Πειραιά ευρεία σύσκεψη υπό τον υπουργό Περιθάλψεως, Δοξιάδη, στην οποία «απεφασίσθη όπως το ταχύτερον στεγασθούν οι πρόσφυγες προχείρως εις διαφόρους αποθήκας και οικήματα» (εφ. «Σφαίρα», 23/9/1922).

Εκεί ο υπουργός ανακοίνωσε ότι μέχρι τότε οι πρόσφυγες πλησίαζαν τις 500.000, αλλά υπήρχε η εκτίμηση ότι ο αριθμός θα ξεπερνούσε το εκατομμύριο.

Στη Θεσσαλονίκη βρίσκονταν περίπου 50.000 πρόσφυγες.

Τη Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 1922, μετά από αίτημα 10 δημοτικών συμβούλων πραγματοποιείται διεξοδική συζήτηση στο Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά για το προσφυγικό.

Ο δημοτικός σύμβουλος Δομεστίνης θεωρεί ότι: 

«Ολη η πόλις μας έχει μεταβληθεί εις μιαν απέραντον υπαίθριον κατασκήνωσιν. Από της ακτής Αλκίμων μέχρι και πέραν του λιμένος των Αλών χιλιάδες αδελφών μας παραμένουν άστεγοι και δυστυχούντες […] τη δε κατάστασιν της πόλεως τραγικωτέραν. Ο Τινάνειος Κήπος, ο Αγ. Νικόλαος, η Ακτή Τζελέπη και παντού ένθα υπάρχουν κατασκηνώσεις προσφυγικαί παρουσιάζουσι μιαν απέραντον φρίκην» (πηγή: Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου – Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά).

Ο ίδιος θεωρεί ότι απειλείται η υγεία των Πειραιωτών, ισχυρίζεται ότι η κατάσταση στην Αθήνα δεν είναι ίδια και ζητάει να οριστεί αριθμός προσφύγων που θα φιλοξενήσει ο Πειραιάς.

Ο δήμαρχος Αναστάσιος Παναγιωτόπουλος, απαντώντας ανέφερε μια σειρά από μέτρα που είχαν ληφθεί σε συνεννόηση με τα υπουργεία και την αστυνομία για την καθαριότητα και ανακοίνωσε ότι θα δοθεί έκτακτη ενίσχυση στον δήμο.

Ο δημοτικός σύμβουλος Στρίγκος αναφέρει ότι στην πόλη υπάρχουν περίπου 30.000 πρόσφυγες, από τους οποίους στεγάστηκαν μόνο 13.000.

Στη Θεσσαλονίκη 40.000, στη Μυτιλήνη 100.000, στη Χίο 60.000, στη Σύρο 40.000 κ.ά.

Να σημειωθεί ότι στις αρχές Δεκεμβρίου του 1922, σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου του δημάρχου Αθηναίων, περίπου 70.000 πρόσφυγες διέμεναν σε 130 πρόχειρους καταυλισμούς διάσπαρτους σε ολόκληρη την πόλη.

Πάντως, σε συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιά αναφέρεται, στις 20 Νοεμβρίου 1922, ότι στον Πειραιά υπήρχαν 48 καταυλισμοί προσφύγων και ο δήμος θα διέθετε 500.000 δραχμές για την καθαριότητα, την απολύμανση, την εκκένωση βόθρων και τη μεταφορά των νεκρών… (πηγή: Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου, Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά).

Το τελευταίο είχε ιδιαίτερη σημασία διότι οι θάνατοι των προσφύγων ήταν καθημερινοί.

Οπως ακούστηκε στο Δημοτικό Συμβούλιο, χρειαζόταν να εργάζονται τρεις νεκροφόρες την ημέρα!

Ο δείκτης των θανάτων ως προς τις γεννήσεις για την περίοδο 1923-1925 ήταν 3 προς 1, ενώ σύμφωνα με υπολογισμούς της Κοινωνίας των Εθνών, 6.000 άτομα απεβίωσαν κατά μέσο όρο κάθε μήνα, μόλις τους πρώτους 9 μήνες μετά την άφιξή τους σε ελληνικό έδαφος (πηγή: «Ριζοσπάστης», 15/11/2015).

Χαρακτηριστικές για τις αιτίες θανάτου είναι ορισμένες ειδήσεις που δημοσιεύτηκαν στην πειραϊκή εφημερίδα «Σφαίρα».

Μια απ’ αυτές (φ. της 30/9/1922) αναφερόταν στον θάνατο της προσφυγοπούλας Στυλιανής Διαμαντοπούλου, από το χωριό Κόλδερη της Μαγνησίας, η οποία «απεβίωσε εκ των κακουχιών»

Αλλη (φ. 5/10/1922) αναφερόταν στον θάνατο του 60χρονου πρόσφυγα Παντελή Καπλανίδη από τη Φιλαδέλφεια μέσα στο ατμόπλοιο «Πηνειός» «εκ κακουχιών και κακώσεων ας υπέστη υπό των Τούρκων κατά την αναχώρησίν του εκ Σμύρνης».

Και μια τρίτη είδηση (φ. 12/10/1922) αναφερόταν σε τρεις θανάτους προσφύγων.

Οι δύο σημειώθηκαν επί του ατμόπλοιου «Ευγενία Εμπειρίκου», που μετέφερε πρόσφυγες, «εξ ατροφίας» και «εκ των κακουχιών», αντίστοιχα.

Ο τρίτος είχε πεθάνει έξω από το εργοστάσιο Βασιλειάδη στον Πειραιά «εξ ασιτίας»

Τις ίδιες μέρες στις εφημερίδες δημοσιεύονται «αγγελίες» προσφύγων που αναζητούν πληροφορίες για συγγενείς τους ή γνωστούς τους με τους οποίους χάθηκαν στη διάρκεια του ξεριζωμού.

Ταυτόχρονα, πολλές ειδήσεις αποτυπώνουν τα δράματα που «ξετυλίγονται» πίσω από τους πρόσφυγες, καθώς πολλές γυναίκες βρέθηκαν μόνες με τα παιδιά τους σε έναν ξένο τόπο.

Ετσι, διαβάζουμε (εφημερίδα «Σφαίρα», φ. της 3ης Οκτωβρίου 1922) ότι μια «νεαρωτάτη κυρία» πήγε στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου και έπεισε την Αρμένισσα πρόσφυγα Μαρία Χατζετιάν να της δώσει την 7χρονη κόρη της Λουίζα, «όπως το τοποθετήση παρά καλή οικογενεία και υπό τον όρον να επανέλθη την επιούσαν όπως παραλάβη και τον 10ετή υιόν της Αρμενίσσης προς τον αυτόν σκοπόν».

Εκτός από τις δραματικές ελλείψεις, οι πρόσφυγες είχαν να αντιμετωπίσουν και την αισχροκέρδεια.

Σε πρωτοσέλιδο σχόλιο στην εφημερίδα «Εθνος» (φ. 8 Σεπτεμβρίου 1922) διαβάζουμε, χαρακτηριστικά

«Νέον εθνικόν πένθος, νέα ευκαιρία πλουτισμού διά τους αισχροκερδείς. Τα εστιατόρια π.χ. υπεδέχθησαν τους εκ Μ. Ασίας φεύγοντας αδελφούς μας με συμπληρωματικήν υπερτίμησιν των μερίδων τους».

Παράλληλα, καθημερινά αρχίζει να γίνεται ακόμα μεγαλύτερη η επιφυλακτικότητα/εχθρότητα των «γηγενών» απέναντι στους πρόσφυγες.

Στις 19 Οκτωβρίου 1922 η (πειραϊκή) εφημερίδα «Σημαία» έγραψε ότι οι εργαζόμενοι στο τελωνείο εξέφρασαν αντιρρήσεις όταν πληροφορήθηκαν ότι ορισμένοι πρόσφυγες θα προσληφθούν για να εργαστούν μαζί τους.

«Αποφάσισαν ότι θα εμποδίσουν με κάθε τρόπο την πρόσληψη των προσφύγων και θα ζητήσουν τη βοήθεια και των άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων». Φάνηκε (με το δημοσίευμα) ότι οι εργαζόμενοι είχαν την υποστήριξη των άλλων συνδικαλιστικών οργανώσεων, καθώς δεν ήθελαν «το ίδιο πράγμα να συμβεί σε άλλα επαγγέλματα», αναφερόταν σε έρευνα για τη στάση του τοπικού Τύπου απέναντι στο προσφυγικό (πηγή: Klaus Roth, Robert Hayden «Migration in, from, and to Southeastern Europe», Part 1: Historical and Cultural Aspects, Εκδοση 2009).

Σύμφωνα με απογραφή των προσφύγων, που έγινε τον Απρίλιο του 1923, σε ολόκληρη τη χώρα είχαν φτάσει 786.431 πρόσφυγες.

Απ’ αυτούς οι 435.118 ήταν γυναίκες και οι 351.313 ήταν άνδρες.

Οι περισσότεροι (162.418) είχαν κατευθυνθεί προς τη Γενική Διοίκηση Θεσσαλονίκης (Νομός Θεσσαλονίκης, στον οποίο ανήκε και η Πέλλα).

Από κοντά η Στερεά Ελλάδα και η Εύβοια, όπου είχαν μείνει 158.076 πρόσφυγες.

Ακολουθούσαν η Θράκη (99.913 πρόσφυγες) και η Ανατολική Μακεδονία (80.691), στο πλαίσιο μιας ορθής πολιτικής σκέψης για ενίσχυση της ελληνικότητάς τους.

Ειδικότερα, στην Αττική είχαν μείνει 123.435 πρόσφυγες και στη Θεσσαλονίκη 99.007.

Βέβαια, οι προσφυγικές ροές συνεχίστηκαν για αρκετό καιρό ακόμα καθώς η Συνθήκη της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) υπαγόρευσε την ανταλλαγή πληθυσμών ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία.

Παράλληλα, έφταναν κατά διαστήματα στον Πειραιά και αιχμάλωτοι στρατιώτες που απελευθέρωναν οι Τούρκοι.

Η κατάσταση των περισσότερων ήταν τραγική. Γι’ αυτό, το Δημοτικό Συμβούλιο Πειραιά σε συνεδρίασή του, στις 4 Απριλίου 1923, ενέκρινε πρόταση του δήμαρχου Αν. Παναγιωτόπουλου να διατεθεί πίστωση 10.000 δραχμών, ώστε να αγοραστεί «ανάλογος ποσότης σιγαρέτων προς διανομή εις τους εκ της αιχμαλωσίας επανακάμπτοντας στρατιώτας»… (πηγή: Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου – Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά).

Τα δύσκολα χρόνια

Οι αντιπαραθέσεις βάφτηκαν και με αίμα

Το κύμα αλληλεγγύης και ανθρωπιάς των τελευταίων εβδομάδων απέναντι στους εξαθλιωμένους πρόσφυγες από τη μια και η μισαλλόδοξη ρατσιστική συμπεριφορά από την άλλη είναι οι καταλληλότερες αφορμές για να γυρίσουμε τις σελίδες της Ιστορίας πίσω στην περίοδο του Μεσοπολέμου, όταν οι αντιπαραθέσεις μεταξύ γηγενών και προσφύγων, ακόμα και Ελλήνων, έφτασαν μέχρι αίματος…

«Η κυρίαρχη αντίθεση μεταξύ των δύο ομάδων προέκυψε σε σχέση με την ιδιοποίηση της γης, ενώ δεν έλειψαν ανταγωνισμοί σε όλο το φάσμα των οικονομικών δραστηριοτήτων», αναφέρεται σε έρευνα που περιλαμβάνεται στην Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού με θέμα: «Αντιπαραθέσεις μεταξύ γηγενών και Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα».

«Οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των προσφύγων μπόλιασαν με νέες τριβές την αντίθεση αυτή, αφού κατέταξαν τους πρόσφυγες σε μία κοινωνική ομάδα που ήταν απολύτως διακριτή μέσα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα, οι πολιτικές επιλογές τους έδωσαν νέα διάσταση στον εθνικό διχασμό, καθώς οι πρόσφυγες εντάχθηκαν μαζικά στη μία παράταξή του, το βενιζελισμό.

Το ελληνικό κράτος, από την πλευρά του, επιχείρησε με συστηματικό τρόπο να υποβαθμίσει την αντίθεση αυτή προωθώντας μέτρα για την οικονομική στήριξη των προσφύγων. Βασική μέριμνα του κράτους ήταν να καταστούν οι τελευταίοι όσο το δυνατό συντομότερα οικονομικά αυτόνομοι και να ενταχθούν στην ελληνική κοινωνία χωρίς άλλους κραδασμούς» (πηγή: Κατσάπης Κωνσταντίνος, «Αντιπαραθέσεις μεταξύ γηγενών και Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα», 2002, Εγκυκλοπαίδεια Μείζονος Ελληνισμού, Μ. Ασία).

Να σημειωθεί ότι η απογραφή του 1928 κατέγραψε στον ελλαδικό χώρο 1.221.849 πρόσφυγες, εκ των οποίων 673.025 αστικής και 578.824 γεωργικής προέλευσης.

Ετσι, σε κάθε περιοχή ανάλογα με τα χαρακτηριστικά της (αγροτική, αστική), οι αντιπαραθέσεις μεταξύ «παλαιοελλαδιτών» ή «γηγενών» ή «ντόπιων» και των προσφύγων είχαν διαφορετικές αφορμές.

Για παράδειγμα, στα αστικά κέντρα οι πολιτικές διαφορές, που είχαν εμφανιστεί και στη δεκαετία του 1910 (βλ. «Νοεμβριανά»), ήταν πολύ πιο έντονες, ενώ αφορμή αποτέλεσαν οι επιτάξεις κατοικιών και η χρησιμοποίηση των προσφύγων ως «φτηνών εργατικών χεριών» και σε κάποιες περιπτώσεις ως «απεργοσπαστικού μηχανισμού».

Η διανομή της γης και η διαφθορά

Στις αγροτικές περιοχές και κυρίως στις βόρειες επαρχίες του κράτους, τα προβλήματα που αναδύθηκαν ήταν άλλου τύπου.

Υπήρξαν πολύ εντονότερες συγκρούσεις για τη διανομή της γης, όχι μόνο αυτής των μουσουλμάνων που έφυγαν για την Τουρκία μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923), αλλά και για τα τσιφλίκια, που μέχρι το 1922 καλλιεργούνταν από αυτόχθονες καλλιεργητές οι οποίοι απαιτούσαν την ιδιοποίησή τους.

Μια άλλη πηγή προβλημάτων ήταν ότι «η στελέχωση των διοικητικών υπηρεσιών από “παλαιοελλαδίτες” υπαλλήλους τις έφερνε σε αντιπαράθεση με το προσφυγικό στοιχείο, καθώς συχνά λειτουργούσαν αυταρχικά, με τρόπο “αληπασαλίδικο”. Καταγγελίες για κατάχρηση εξουσίας και βιαιοπραγίες εις βάρος των προσφύγων είναι πολύ συχνές στον Τύπο της εποχής» (πηγή: Κατσάπης Κωνσταντίνος, ό.π.).

Το γεγονός ότι κάποιοι από αυτούς τους υπαλλήλους και αξιωματούχους εκμεταλλεύτηκαν τη δεινή θέση των προσφύγων για να αποκομίσουν προσωπικά οφέλη δημιούργησε τη στερεοτυπική εικόνα του διεφθαρμένου παλαιοελλαδίτη κρατικού υπαλλήλου.

Ο Παναγιώτης Σταμπούλος διέμενε με την οικογένειά του σε σκηνή στον πρόχειρο καταυλισμό πίσω από το Νοσοκομείο Συγγρού, στην περιοχή όπου αργότερα δημιουργήθηκε η συνοικία της Καισαριανής.

Η περιγραφή του τρόπου με τον οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει για την οικογένειά του ένα από τα ξύλινα οικήματα που έχτισε το Ταμείο Περιθάλψεως τον Μάιο του 1923 είναι χαρακτηριστική:

«Ο Μητσοτάκης είναι Κρήτας, υπάλληλος του ταμείου περιθάλψεως, σε αυτόν είχε ανατεθεί η διεύθυνσις στεγάσεως προσφύγων, και η υπηρεσία του στεγάζετο εις τα παλαιά Ανάκτορα […]

Ηταν κατεργάρης, τα κατάφερνε θαυμάσια, και χρηματίζετο από τους πλουσίους Αθηναίους των οποίων τα μέγαρα είχαν επιταχθεί για τους πρόσφυγας. Γι’ αυτό εις τα παραπήγματα του καταυλισμού μας μετέφερε τις οικογένειες των επιταγμένων σπιτιών των Αθηναίων […]

Μέσα στον σορόν των γυναικών που κατάκλυζε καθημερινώς το γραφείον του υπήρχαν φυσικά !!! και νοστιμούλες γυναίκες, ή κορίτσια, οι υπάλληλοί του καταλλήλως πλησίαζαν όσες από αυτές ημπορούσαν, και από μίαν ιδιαιτέραν είσοδον τες περνούσαν εις το γραφείον του.

Εκεί εγένετο ο συνδυασμός του γλεντιού και της διαφθοράς και κατόπιν μερικές από αυτές προηγούντο στην Στέγασιν.

Βλέποντας αυτά τα πράγματα, πίστευα πως δεν θα κατόρθωνα τίποτα με την νομιμόφρονα τακτική μου, και μια μέρα έχασα την υπομονή μου, μπήκα στο γραφείον του διά της βίας, και όταν ξαφνικά είδα το παζάρεμα της Στεγάσεως και της διαφθοράς των προαναφερθέντων γυναικών, νευρίασα, και πάνω από το γραφείον του πήρα ένα βαρύ μελανοδοχείον, το πέταξα στα μούτρα του Μητσοτάκη. Αυτό ήταν !!!» (πηγή: Μενέλαου Χαραλαμπίδη: «Πρόσφυγες και γηγενείς στη μεσοπολεμική Αθήνα: Πτυχές μιας δύσκολης συμβίωσης», http://tvxs.gr).

Συγκρούσεις στην ύπαιθρο

Ωστόσο, οι αντιπαραθέσεις αυτές ειδικά στην ύπαιθρο πήραν διαστάσεις αιματοχυσίας.

Στα πρακτικά του Συμβουλίου του Πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου, τον Νοέμβριο του 1924, θα γίνει λόγος για ένοπλες επιθέσεις γηγενών εναντίον άοπλων προσφύγων.

Αυτές αποδίδονται στην έλλειψη μεθοδικού προγράμματος της κυβέρνησης για την εγκατάσταση των προσφύγων.

Γίνεται δε αναφορά σε γενικευμένα αιματηρά επεισόδια ανά την επικράτεια (Πρακτικά Συνεδριάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου του ΠΜΚ, 11/11/1924, Αρχείο Πολιτικού Μικρασιατικού Κέντρου (ΕΛΙΑ), erodotos.wordpress.com).

Συχνά οι επιθέσεις των γηγενών είχαν αποτέλεσμα τη δολοφονία προσφύγων:

«Τα πραγματικά ελατήρια του φόνου» γράφει η «Παμπροσφυγική» το 1924, μετά τη δολοφονία πρόσφυγα από ντόπιο στη Νιγρίτα Σερρών, «δεν είναι, ως ταύτα μας παρουσιάζονται, η κλοπή ή η ανεύρεσις ενός απολεσθέντος σχοινίου. Είναι το μίσος, τα πάθη, τα οποία εδημιουργήθησαν μεταξύ των εντοπίων και των προσφύγων διά την κατάληψιν των υπό των Οθωμανών καταληφθέντων κτημάτων και γαιών».

Αλλες φορές οι συγκρούσεις γενικεύονταν, όπως συνέβη το 1928 στο χωριό Ασβεσταριό κοντά στα Γιαννιτσά, όταν συνεπλάκησαν μεταξύ τους ομάδες ντόπιων και προσφύγων, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό είκοσι ανθρώπων.

Τις περισσότερες φορές οι πρόσφυγες δέχονταν οργανωμένες και ξαφνικές επιθέσεις ομάδων ντόπιων που προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να τους εκδιξουν από τα μέρη τους.

Τον Νοέμβριο του 1924 οι κάτοικοι του χωριού Αετός της επαρχίας Ξηρομερίου επιτέθηκαν κατά των προσφύγων του οικισμού Αγιος Νικόλαος, ενώ στο χωριό Ροδολίβος στη Μακεδονία φανατισμένοι ντόπιοι απειλούσαν ότι «θα σφάξωσι, θα εκδιώξουσι τους πρόσφυγας δι’ όπλων, μαχαιρών και ροπάλων» (πηγή: Κατσάπης Κωνσταντίνος, ό.π.).

Από εφημερίδες της εποχής πληροφορούμαστε (εφ. «Αθήναι», 9/11/1924) ακόμα ότι στο χωριό Κοντσικιώτη στα Γρεβενά «βλαχοποιμένες επετέθησαν εναντίον προσφύγων ποιμένων […] τραυματίσαντες δύο εξ αυτών ως και τον αγροφύλακα. Οι δράσται δεν συνελήφθησαν εισέτι».

Αλλά και μέσα στην Αθήνα γίνονταν συμπλοκές, όπως μία μεταξύ προσφύγων και χωρικών από το Μενίδι στον Ποδονίφτη (στο σημερινό τέρμα Πατησίων), καθώς οι δεύτεροι θέλησαν να καλλιεργήσουν χωράφια που είχαν απαλλοτριωθεί για την κατασκευή προσφυγικού συνοικισμού.

Βέβαια, δεν έλειπαν οι συμπλοκές και μεταξύ προσφύγων.

Μία απ’ αυτές, στην οποία τραυματίστηκαν 10 άτομα, έγινε στο χωριό Λιμαχόβον στην Ηγουμενίτσα μεταξύ προσφύγων από τη Βουλγαρία και Ποντίων «ένεκα ασυμφωνίας κατά την διανομήν των γαιών διά κλήρου» («Παμπροσφυγική», 16/11/1925).

Μέσα σε αυτό το «κλίμα» ήρθαν, τον Νοέμβρη του 1924, τα αιματηρά, γενικευμένα επεισόδια στο Κιούπκιοϊ (Πρώτη) Σερρών, που προκάλεσαν την πρώτη μεγάλη συζήτηση στη Βουλή για το προσφυγικό.

Οπως είχε γραφτεί, οπλισμένες ομάδες γηγενών «ετραυμάτισαν 17 πρόσφυγας, το πλείστον γυναίκας, πυρπολήσαντες τας σκηνάς, τους σταύλους, τους αχυρώνας, λεηλατήσαντες και τας αποσκευάς…».

Στις 10 Νοεμβρίου, παίρνοντας τον λόγο εκτός ημερησίας διατάξεως, ο βουλευτής Εβρου Φ. Μανουηλίδης χαρακτήρισε προμελετημένη τη σύγκρουση και υποστήριξε ότι «τα ατυχή δε θύματα της αδελφοκτόνου συγκρούσεως αριθμούνται κατά δεκάδας».

«Η υπολανθάνουσα αντιζηλία και έχθρα μεταξύ προσφύγων και εντοπίων […] υποθαλπόμενη […] από πολλού και παλλαχόθεν εγκυμονεί κίνδυνον κρατικόν και εγκυμονεί ακόμα κίνδυνον κοινωνικόν εξαιρετικής σοβαρότητος», επισήμανε ο ίδιος (Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Δ’ Εν Αθήναις Συντακτικής των Ελλήνων Συνελεύσεως – Τόμος Γ’ – Σελ. 119, 120 – Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Βουλής των Ελλήνων).

Στην εφημερίδα «Αθήναι» (φ. της 9/11/1924) διαβάζουμε ότι μετά τα γεγονότα η Παμπροσφυγική Ομοσπονδία Σερρών μετέβη στη Θεσσαλονίκη και «επιρρίπτει μέγα μέρος της ευθύνης εις τον προϊστάμενον του Γραφείου Εποικισμού Σερρών, προσθέσασα ότι τη εγκρίσει τούτου και του επιθεωρητού εποικισμού Μοζέρ αφηρέθησαν από τους πρόσφυγας του συνοικισμού Καβακλή 340 στρέμματα γαιών, τα οποία είχαν εκχωρηθή εις αυτούς. Αι γαίαι αύται, αίτινες είχον σπαρή υπό των προσφύγων, εδόθησαν εις εκμεταλλευτάς μηδεμίαν σχέσιν έχοντας με την γεωργίαν».

Στη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή, ο τότε πρωθυπουργός Α. Μιχαλακόπουλος ανακοίνωσε, μεταξύ άλλων, ότι ζήτησε την απομάκρυνση του καταγγελλόμενου διευθυντή του εκεί Επισιτιστικού Γραφείου, για να παρέμβει «εις πληρεξούσιος (λέγοντας): Είνε αξιωματικός του Γκαίρλιτς» (Πρακτικά των Συνεδριάσεων, ό.π., σελ. 121) (σημ. το Γκέρλιτς ήταν γερμανικό στρατόπεδο αιχμαλώτων κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου οι αιχμάλωτοι φιλομοναρχικοί αξιωματικοί διαβίωναν σε πολύ καλύτερες συνθήκες σε βάρος των στρατιωτών που εθεωρούντο «βενιζελικοί»).

Οι καταγγελίες

Στη διάρκεια της συζήτησης ακούστηκαν πολλές καταγγελίες για αυθαιρεσίες κρατικών αξιωματούχων σε βάρος προσφύγων.

Σταχυολογούμε ορισμένες από εφημερίδες της εποχής:

Βοραντζάκης (βουλευτής): Την νύκτα της 22 προς την 23 Οκτωβρίου εις τας Σέρρας ανώτερος Ελλην αξιωματικός, ο διοικητής του 3/4ου Συντάγματος Καραμανώλης, εισώρμησε με ένοπλους στρατιώτας εντός μιας οικίας και εξεδίωξε δύο προσφυγικάς οικογενείας διά να καταλάβη τα υπ’ αυτών κατεχόμενα δύο δωμάτια. Εκτοτε αι δύο οικογένειαι μένουν εις τον δρόμον και ο κύριος αξιωματικός εις τα δωμάτια και εις την θέσιν του.

Ιασωνίδης: Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων έστειλεν εις το Παγγαίον προς εγκατάστασιν 130 οικογενείας προσφύγων χωρίς σκηνάς, χωρίς ενδύματα, χωρίς σκεπάσματα. Την πρώτην ακόμη νύκτα απέθανον τέσσαρες εκ ψύχους.

Ιασωνίδης: Η Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων κατέχει το μυστικόν να εξαπατά τον κόσμον. Είδομεν εδώ κινηματογραφικάς αναπαραστάσεις δήθεν εγκαταστάσεων προσφύγων, έλυωσαν με την πρώτην βροχήν εις την Δράμαν, ούτω πως αποθνήσκουν οι πρόσφυγες εις το ύπαιθρον.

Ιασωνίδης: Οι υπάλληλοι του εποικισμού μετέβαλον τας υπηρεσίας των εις οίκους….!

Εις εν χωρίον της Μακεδονίας εστάλησαν 400 οικογένειαι προσφύγων προς εγκατάστασιν εις γήπεδα απαλλοτριούμενα. Κατόπιν όμως άλλη διαταγή προκληθείσα από ενδιαφερομένους διατάσσει να εκδιωχθούν οι πρόσφυγες και τα γήπεδα εδόθησαν εις πλούσιον εφοπλιστήν (εφ. «Αθήναι», 11/11/1924).

Από εκεί και πέρα, (δεν) εντυπωσιάζει η αντιπαράθεση μεταξύ βουλευτών για το ποια πλευρά, πρόσφυγες ή γηγενείς, άρχισε πρώτη τα επεισόδια στο Κιούπκιοϊ Σερρών, για το εάν είναι σοβαρά τα επεισόδια σε άλλες περιοχές ή όχι κ.ο.κ.

Ετσι, δεν άργησε αυτός ο διχασμός να πάρει μεγαλύτερες διαστάσεις, ειδικά στη Βόρεια Ελλάδα, καθώς το 1925 στις δημοτικές εκλογές αναδεικνύεται δήμαρχος Θεσσαλονίκης ο πρόσφυγας κ. Πατρικίου.

Ο πρωθυπουργός Πάγκαλος, που είχε παρέμβει υπέρ άλλου υποψηφίου, μιλώντας για την εκλογή Πατρικίου «εδήλωσεν ότι δεν ήταν αβρόν εκ μέρους των προσφύγων απέναντι του γηγενούς πληθυσμού να εκλέξουν πρόσφυγα Δήμαρχον» (εφ. «Παμπροσφυγική», φ. 17/11/1925).

Τις επόμενες μέρες η εκλογή ακυρώθηκε εν μέσω δημοσιευμάτων που παρότρυναν την κυβέρνηση να αφαιρέσει το δικαίωμα ψήφου από τους πρόσφυγες και τελικά εξελέγη τρίτο πρόσωπο ως δήμαρχος.

Οι εντάσεις και τα επεισόδια συνεχίστηκαν και τη δεκαετία του 1930 καθώς, μάλιστα, εμφανίζονταν διάφορες οργανώσεις, όπως ο «Σύνδεσμος Γηγενών Πειραιωτών», που φρόντιζαν να διαιωνίζουν τέτοιες απόψεις και αντιλήψεις, εκδίδοντας, λόγου χάρη, ανακοινώσεις στις οποίες «κατήγγειλαν» πως «ενώ η κρίση και η ανεργία μαστίζει τους κατοίκους του, ο Πειραιεύς έχει καταληφθεί από διάφορα πρόσωπα εντελώς ξένα από αυτόν» (εφ. «Ριζοσπάστης», 15/11/2015).

Μια άλλη, η «Παμπειραϊκή Ενωσις», πραγματοποιώντας γενικό συμβούλιο, έλαβε αποφάσεις μεταξύ των οποίων ήταν «όπως επιδιωχθή εκκαθάρισις των εν Πειραιεί οργανισμών δημοσίου δικαίου και του Δήμου από τους ξένους» (εφημερίδα «Χρονογράφος», 3/4/1933).

Πηγή: efsyn.gr

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το