Ε. Τα άμεσα πολιτικά καθήκοντά μας
Στις νέες δύσκολες συνθήκες, να δυναμώσουμε το μέτωπο απόκρουσης της αντιλαϊκής πολιτικής ενισχύοντας τον μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα, σε διαρκή πάλη με τις πολιτικές κατευθύνσεις που τον υπονομεύουν
36. Οι δυο εκλογικές νίκες της ΝΔ και η δεξιά μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού αποτύπωσαν τους αρνητικούς συσχετισμούς που διαμορφώθηκαν τα τελευταία χρόνια και ειδικά μετά την κυριαρχία των ρεφορμιστικών και εκλογικών αυταπατών που οδήγησαν στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ. Όπως απέδειξε η ιστορία, ο εξωραϊσμός, το ξέπλυμα και η δικαίωση όλων των βασικών και ιστορικών θέσεων της δεξιάς πολιτικής, από τον ΣΥΡΙΖΑ, υπήρξαν η βασική αιτία ανάκαμψης και ισχυροποίησης της ΝΔ. Η κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, με τους λαθραίους τίτλους της «πρώτης φοράς Αριστεράς», ήταν αυτή που αφόπλισε προοδευτικό κόσμο, έσπειρε την απογοήτευση και σε ένα βαθμό την αποστράτευση και την αδράνεια στο μαζικό κίνημα.
Σε αυτούς τους πολύ αρνητικούς συσχετισμούς και στο πλαίσιο των γενικότερων εξελίξεων που διαμορφώνει η -με υφέσεις και εξάρσεις- σοβούσα από το 2008 οικονομική κρίση και οι αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί που οξύνθηκαν στο έδαφός της, η κυρίαρχη τάξη, με βασικό πολιτικό εκφραστή το κόμμα της ΝΔ, βρήκε την ευκαιρία να εξαπολύσει μια άνευ προηγουμένου ολομέτωπη επίθεση στα δικαιώματα και τις κατακτήσεις που κατοχύρωσε το λαϊκό κίνημα στον 20ό αιώνα. Αξιοποιώντας και την πανδημία, επιχείρησε και επιχειρεί την επιβολή ενός αντιδραστικού πλαισίου, χτυπώντας δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, εδραιώνοντας με την τρομοκρατία και την καταστολή το δόγμα τής «μηδενικής ανοχής» και ψηφίζοντας αναρίθμητους αντιλαϊκούς νόμους. Ιδιαίτερο στοιχείο της περιόδου, και σίγουρα ενδεικτικό της νέας πιο δύσκολης πολιτικής κατάστασης, είναι η καταθλιπτική προπαγάνδα που έχει εξαπολύσει η κυρίαρχη τάξη και η κυβέρνηση ΝΔ για την επιβολή αυτού του αντιδραστικού πλαισίου. Με την αθρόα χρηματοδότηση για να εξασφαλίσει την απόλυτη πειθαρχία, ασκώντας ασφυκτικό έλεγχο σε κάθε πηγή πληροφόρησης, κατάφερε σε κρίσιμες χρονικές περιόδους και γεγονότα (πολιτική διαχείριση πανδημίας, πόλεμος στην Ουκρανία, γενοκτονία στη Γάζα) να επιβάλει ένα καθεστώς ολοκληρωτικής μονοφωνίας. Μπόρεσε έτσι να ασκήσει τη μέγιστη πίεση σε όλο το φάσμα του πολιτικού συστήματος, να διαστρεβλώσει την πραγματικότητα, και να θάψει κάθε αλήθεια, διαμορφώνοντας για μεγάλο διάστημα συνθήκες ζόφου και φίμωσης.
Στις νέες δύσκολες και πολιτικά ρευστές συνθήκες, προβάλλει η επιτακτική ανάγκη της πάλης μας σε δύο κύρια μέτωπα τα οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Το ένα αφορά την άμεση πάλη σε κάθε μαζικό χώρο, κλάδο, τόπο για την ανάσχεση και την ανατροπή αυτής της αντιδραστικής πολιτικής. Την πάλη για την οικοδόμηση των αναγκαίων αγώνων λαού και νεολαίας. Την ανάγκη για ένα πανεργατικό-παλλαϊκό μέτωπο που θα διεξάγει αποφασιστική και αποτελεσματική πάλη για την απόκρουση της αντιδραστικής πολιτικής κυβέρνησης – ΕΕ. Η διαμόρφωση ενός τέτοιου μετώπου περνά μέσα από τις καθημερινές μάχες για την απόκρουση των αλλεπάλληλων αντιλαϊκών μέτρων και από τη συνειδητή προσπάθεια αυτές οι επιμέρους ή περιοδικές μάχες να συνενώνονται σε κοινό αγώνα που θα συσπειρώνει όλο και ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, θα αποκτά σταθερότητα, συνέχεια, κλιμάκωση και διεύρυνση της δυναμικής του. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική αναμέτρηση με την εντεινόμενη αντιλαϊκή επίθεση που εξαπολύεται από τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα και την ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία και υλοποιείται από την κυβέρνηση ΝΔ, με την ουσιαστική στήριξη των υπόλοιπων αστικών κόμματων. Κάθε αγώνας που γίνεται για δημοκρατικά δικαιώματα, το μισθό, τη σύνταξη, τα εργασιακά δικαιώματα, την υπεράσπιση των δημόσιων κοινωνικών αγαθών της Υγείας, Παιδείας, Πρόνοιας, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και την καταλήστευση των φυσικών πόρων, ενάντια στις διακρίσεις και την κάθε μορφής βία, ενάντια στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και ενάντια σε κάθε αντιλαϊκό νομοθέτημα και μέτρο, θα πρέπει να ενισχύεται, να μαζικοποιείται και να στρέφεται σταθερά και αποφασιστικά ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, ενάντια στην πολιτική της εξάρτησης και υποτέλειας από την ΕΕ και τις ΗΠΑ.
Το δεύτερο αφορά τον σωστό πολιτικό προσανατολισμό αυτού του μετώπου, την ανάγκη της ιδεολογικοπολιτικής πάλης για τη συγκρότηση του αναγκαίου πολιτικού πόλου, την ανασύνταξη των δυνάμεων της πραγματικής Αριστεράς και τη συμβολή στην υπόθεση της ανασυγκρότησης του κόμματος της εργατικής τάξης. Από όλες τις εξελίξεις που ακολούθησαν την άνοδο, τη διακυβέρνηση και την πτώση του ΣΥΡΙΖΑ, επιβεβαιώθηκε αυτή ακριβώς η αλήθεια, στην οποία με επιμονή όλα αυτά τα χρόνια κατευθύνει την πάλη του το Μ-Λ ΚΚΕ. Αν προέκυψε ένα βασικό συμπέρασμα, αυτό αφορά ακριβώς την έλλειψη αυτού του, περισσότερο παρά ποτέ, αναγκαίου παράγοντα. Η προοπτική των αγώνων και του κινήματος κρίνεται και θα κριθεί μέσα από την πάλη με τις λαθεμένες απόψεις που σκορπούν κάθε είδους ρεφορμιστικές, κοινοβουλευτικές και εκλογικές αυταπάτες στο κίνημα, που υποχωρούν μπροστά στην πίεση του συστήματος. Για αυτό δεν υπάρχει πλέον κανένα περιθώριο για ολιγωρίες απέναντι στις αυταπάτες για «αριστερές κυβερνήσεις», για χωρίς αρχές συνεργασίες, εκλογικές ή άλλες. Γιατί όπως αποδείχθηκε και από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, ειδικά σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, τέτοιες αυταπάτες γρήγορα μετατρέπονται σε απογοήτευση και αποστράτευση από το κίνημα και την αγωνιστική προοπτική. Και τελικά όχι απλά δεν βελτιώνουν άμεσα την ζωή της εργατικής τάξης, του λαού και της νεολαίας, αλλά επιδεινώνουν τις πολιτικές συνθήκες και τους συσχετισμούς στο κίνημα, ανοίγοντας το δρόμο στις δυνάμεις της Δεξιάς και της αντίδρασης, προσφέροντας άλλοθι στην πολιτική τους, αποδυναμώνοντας τους όρους για την όποια απάντηση από την πλευρά του λαϊκού κινήματος. Ό,τι ακριβώς συμβαίνει και σήμερα.
37. Σε αυτή την κατεύθυνση είναι ανάγκη να εντείνουμε την πάλη μας απέναντι σε κάθε δύναμη που κατευθύνει τις σκέψεις και τις συνειδήσεις του κόσμου στο κοινοβούλιο, το ρεαλισμό των «διαπραγματεύσεων» και σε κάθε λογής συμβιβασμό με τον ιμπεριαλισμό και την πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας, αλλά και να αναμετρηθούμε και με κάθε πολιτική και δύναμη που βάζει αναχώματα στην ανάπτυξη του αναγκαίου εξωκοινοβουλευτικού αγώνα για την ανατροπή της.
Όλο αυτά τα χρόνια, με ορόσημο την έναρξη της πανδημίας, οι δυνάμεις και οι παρατάξεις των κομμάτων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, στο συνδικαλιστικό κίνημα, επιχειρούν να επιβάλουν ένα επικίνδυνο σιωπητήριο, να προωθήσουν σε αυτό τη γραμμή της ταξικής συνεργασίας και τελικά της στήριξης της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτές οι δυνάμεις υπηρέτησαν αυτά τα χρόνια τη γραμμή της προσαρμογής και της πειθάρχησης και κατέβασαν τα ρολά σε συνομοσπονδίες και ομοσπονδίες, σε όλη τη φάση των αντιδημοκρατικών απαγορεύσεων που επιβλήθηκαν με πρόσχημα την πανδημία. Το ίδιο έκαναν όταν εκείνα τα χρόνια, αλλά και μετέπειτα, η κυβέρνηση ΝΔ προχωρούσε γοργά τη διάλυση του ΕΣΥ και την ιδιωτικοποίηση της Υγείας και ψήφιζε σωρηδόν εκατοντάδες αντιλαϊκούς νόμους, προωθώντας αντιδραστικές ανατροπές και ρυθμίσεις σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και οικονομικής ζωής. Μόνο για λόγους διαχείρισης της αγανάκτησης που κυριαρχούσε και κυριαρχεί στους χώρους δουλειάς, αυτές οι δυνάμεις προχωρούσαν σε κάποια 24ωρη απεργία (νόμοι Χατζηδάκη, Γεωργιάδη κλπ), συνήθως την τελευταία στιγμή, και πάντα χωρίς να υπάρχει επόμενη μέρα και προοπτική. Καταφέρνουν έτσι να σκορπούν και να αναπαράγουν αδιέξοδα και απογοητεύσεις για τις δυνατότητες του εξωκοινοβουλευτικού αγώνα, τις οποίες μετά (ειδικά η σοσιαλδημοκρατία των ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ) επιχειρούν να στρέψουν στις κούφιες ελπίδες για κυβερνητική εναλλαγή. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτών των δυνάμεων είναι η πλήρης αδρανοποίηση του κινήματος και ειδικά του συνδικαλιστικού. Η οποία γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη για το μέλλον του λαού και του τόπου, όσο εδραιώνεται σε συνθήκες γενικευμένης φτώχειας, ακρίβειας, ανεργίας και εξαθλίωσης πλατιών λαϊκών στρωμάτων, αλλά και σε συνθήκες πολεμικών απειλών και εμπλοκής της χώρας σε αυτές.
Σε αυτό το αποτέλεσμα συντείνει και η πολιτική των δυνάμεων του ΚΚΕ στο μαζικό και συνδικαλιστικό κίνημα. Παρά την ακατάσχετη επαναστατική λογοκοπία, τις γενικές διακηρύξεις για λαϊκούς ξεσηκωμούς και αντεπιθέσεις, το ΚΚΕ ακόμα πιο εξόφθαλμα στα χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ ακολούθησε τη γραμμή του συμβιβασμού, της προσαρμογής και τελικά της στήριξης της κυβερνητικής πολιτικής. Και δεδομένων των συμβόλων και της ιστορίας, που στην πραγματικότητα καπηλεύεται το ΚΚΕ, αυτή η ανοχή και η στήριξη αποκτά σίγουρα ιδιαίτερο ειδικό βάρος.
Πίσω από τη διαρκή κριτική στις δυνάμεις της «συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας» και στις «ξεπουλημένες ηγεσίες» της ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ, πίσω από την άρνηση να συναντηθεί το ΚΚΕ με τους άλλους συνδικαλιστές την ημέρα της απεργίας στην ίδια πλατεία, κρύβεται επιμελώς η κοινή αντίληψη του ΚΚΕ με αυτές τις δυνάμεις, στην υπόθεση του εξωκοινοβουλευτικού αγώνα. Για αυτό και όλα αυτά τα χρόνια, στην πράξη, το ΚΚΕ δεν έχει να παρουσιάσει τίποτε διαφορετικό από αυτό που παρουσιάζουν οι γραφειοκράτες τους οποίους καταγγέλλει. Σε όλα αυτά τα δύσκολα για τον λαό χρόνια, και ειδικά από το 2020 και εδώ, οι προτάσεις και τα καλέσματα του ΚΚΕ συμπίπτουν ακριβώς με αυτά της σοσιαλδημοκρατίας. Και όποτε δημιουργούνται οι συνθήκες για το ξέσπασμα αγώνων κλαδικών ή συνολικότερων, τότε το ΚΚΕ γίνεται κήρυκας της ανημπόριας, των δυσκολιών και της ήττας, αρκείται στις απεργίες «τουφεκιά», ενώ σταθερά διασπά τις συγκεντρώσεις και υπονομεύει τους αγώνες. Κοινό άθροισμα της δράσης και των θέσεων του ΚΚΕ ήταν και παραμένει η καλλιέργεια κάλπικων εκλογικών διεξόδων, οι οποίες μάλιστα θα προκύψουν από την «ενίσχυση του ΚΚΕ σε όλες τις κάλπες» και η βαθιά λαθεμένη αντίληψη ότι οι κάλπες μπορούν να γεννήσουν ελπίδες για το λαό. Απέναντι σε αυτή την επικίνδυνη πολιτική γραμμή και τους κινδύνους των νέων αυταπατών που καλλιεργεί, ειδικά στην επόμενη φάση που το ΚΚΕ θα εμφανιστεί ως η νέα εναλλακτική μετά την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ, πρέπει να σταθούμε αποκαλύπτοντας το πραγματικό της περιεχόμενο και τον υπονομευτικό ρόλο της για το κίνημα.
Από τη διαλυτική κατάσταση που επικρατεί στο ΣΥΡΙΖΑ, επιχειρούν να επωφεληθούν και τα πολιτικά τέκνα του χώρου, όπως το ΜέΡΑ25, που στις τελευταίες εκλογές προχώρησε σε σύμπραξη με την ΛΑΕ, και οργανώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Πρόκειται για μια πολιτική που, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ του 2015, προσπερνώντας το τεράστιο ζήτημα της εξάρτησης, καλλιεργεί αυταπάτες για το ρόλο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και υπόσχεται διαχειριστικές λύσεις ευνοϊκές για το λαό στα πλαίσια του συστήματος της εξάρτησης και της υποτέλειας. Και για το σκοπό αυτό εκπονούν προγράμματα για παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, με μπόλικο αντικαπιταλισμό και νομισματικά τεχνάσματα. Υπονοώντας ότι το κρίσιμο ζήτημα της κατάκτησης της εθνικής ανεξαρτησίας μπορεί να λυθεί από «ευφυείς» τεχνοκρατικές συλλήψεις και όχι από την αδιάκοπη αντιιμπεριαλιστική λαϊκή πάλη. Στο κίνημα αυτές οι δυνάμεις καλλιεργούν την ίδια επικίνδυνη αντίληψη των εκλογικών διεξόδων, υπονομεύοντας αντικειμενικά την προοπτική του. Με αυτές τις δυνάμεις άλλωστε συναντιέται και επικοινωνεί και ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με τα μεταβατικά προγράμματα που παρουσιάζει σε κάθε συνδικαλιστική οργάνωση και αγώνα ως πλαίσια πάλης και τα οποία, επί της ουσίας, μέσα από ατελείωτες λίστες αιτημάτων και μεταρρυθμίσεων, περιγράφουν τη μετάβαση από τον καπιταλισμό στο μέλλον, χωρίς ανατροπή της κυρίαρχης τάξης και του κράτους της. Προγράμματα που, όταν μπαίνουν επιτακτικά ως πλαίσια πάλης συνδικαλιστικών αγώνων, λειτουργούν αποπροσανατολιστικά, διαλυτικά και τελικά υπονομευτικά για την προοπτική τους. Αν και διαφορετικός ο ρόλος αυτών των δυνάμεων στο κίνημα, αυτά τα κοινά διαχειριστικά πλαίσια πάλης που συμπίπτουν με τα προεκλογικά προγράμματα του Βαρουφάκη σχετίζονται με τα βαθύτερα κοινά χαρακτηριστικά τους και εξηγούν το λόγο που από τις δυνάμεις ΜέΡΑ25, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όλα αυτά τα χρόνια, μπροστά στις δυσκολίες της ταξικής πάλης, εκπορεύονται αλλεπάλληλες προτάσεις για πολιτικές και εκλογικές συνεργασίες, που η πραγμάτωσή τους δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε νέες αρνητικές εξελίξεις και απογοητεύσεις.
38.Το Μ-Λ ΚΚΕ, σε αυτές τις συνθήκες, απαντώντας με σταθερότητα στη μαύρη προπαγάνδα και τις ισχυρές πιέσεις του συστήματος, καλείται να συνεχίσει αποφασιστικά την πάλη του για την ανάπτυξη των αναγκαίων μαζικών αγώνων ενάντια σε όλες τις πλευρές της κυρίαρχης αντιδραστικής πολιτικής, έχοντας σταθερά στραμμένο το βλέμμα και την αγωνία του στην ισχυροποίηση του σωστού ιδεολογικοπολιτικού προσανατολισμού μέσα στο κίνημα, στην ενδυνάμωση της απήχησης των κομμουνιστικών ιδεών και των θέσεων της πραγματικής Αριστεράς σε αυτό. Αντιπαραθέτοντας, στις λαθεμένες και επιζήμιες θέσεις και κατευθύνσεις, τη δική μας ενιαιομετωπική πολιτική μέσα στο μαζικό κίνημα για τη μέγιστη κινητοποίηση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, στην κατεύθυνση του αγώνα για τα φλέγοντα αιτήματα και στόχους πάλης.
Στο έδαφος των μετώπων της εργατικής και λαϊκής πάλης, διερευνούμε, κάθε φορά, στα πλαίσια του μαζικού κινήματος, τη δυνατότητα κοινής δράσης και συμπράξεων με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς και άλλων δυνάμεων που αναφέρονται στο χώρο της κομμουνιστικής και της ευρύτερης Αριστεράς, στο βαθμό που μπορούν να προκύψουν συμφωνίες με ξεκαθαρισμένους στόχους, αιτήματα, και μορφές δράσης. Αυτό σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αφορά τις λαθεμένες αντιλήψεις περί «συντονισμών» στους οποίους συνεχώς επιδίδονται και καλούν οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τους οποίους προβάλλουν ως λύση και απάντηση στη συμβιβαστική πολιτική των συνδικαλιστικών ηγεσιών και την απραξία των συνδικάτων. Έχουμε την πεποίθηση ότι πραγματικά μαζικά προσκλητήρια μπορούν να απευθύνουν τα συνδικάτα μέσα στα οποία συνεχίζουμε να παλεύουμε και όχι αθροίσματα οργανώσεων και παρατάξεων.
Οι δυνάμεις του Μ-Λ ΚΚΕ και της ΕΡΓΑΣ, με το μέτωπο της πάλης τους στραμμένο ενάντια στην πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ, οφείλουν να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για την ανασυγκρότηση των μαζικών οργανώσεων του κινήματος, για την υποστήριξη αιτημάτων, μορφών πάλης και οργανωτικών δράσεων που μπορούν να εμπνέουν, ενώνουν και να κινητοποιούν στη δοσμένη χρονική στιγμή, προσανατολίζοντας σωστά τη σκέψη και τις συνειδήσεις των εργαζομένων, μακριά από ρεφορμιστικές συλλήψεις και αυταπάτες. Προσπάθειες που κατευθύνονται στην απόκρουση των αντιλαϊκών μέτρων, στην επανακατάκτηση και διεύρυνση των εργατικών δικαιωμάτων, στην κατάργηση παλιών και νέων Μνημονίων, στο άνοιγμα του δρόμου για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού.
Ενάντια στην πολιτική της τρομοκρατίας, στην περιστολή δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών και στη φασιστική δράση
39. Για το Μ-Λ ΚΚΕ το ζήτημα της υπεράσπισης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και των ελευθεριών αποτέλεσε και αποτελεί πρωταρχικό καθήκον. Απόψεις και θέσεις που υποτιμούν την ανάγκη της πάλης για αυτά τα ζητήματα με ανόητα προσχήματα για τις «νομοτέλειες του καπιταλισμού» και καταλήγουν σε συμπεράσματα του τύπου «μα έτσι κι αλλιώς όλους μας παρακολουθούν» είναι επιζήμιες και εξαιρετικά επικίνδυνες. Η πάλη ενάντια στην τρομοκρατία, την φίμωση, τις διώξεις και την καταστολή, ο αγώνας για την υπεράσπιση κάθε δημοκρατικού δικαιώματος, η σημασία της περιφρούρησης των ελευθεριών και των ατομικών δικαιωμάτων είναι ένα κρίσιμο ζήτημα της περιόδου.
Η αντιδραστική κυρίαρχη πολιτική, της τρομοκρατίας, του ποικιλώνυμου σκοταδισμού, της μισαλλοδοξίας και του εθνικισμού είναι αυτή που τροφοδοτεί τα κανάλια της ακροδεξιάς. Η πολιτική και δικαστική καταδίκη της Χρυσής Αυγής υπήρξε μια νίκη του κινήματος. Όμως δεν πρέπει να υπάρχει η παραμικρή αυταπάτη ότι το ζήτημα της απάντησης στην ακροδεξιά, τις φασιστικές οργανώσεις και τις φασιστικές ιδέες είναι υπόθεση του κράτους και των νόμων του. Οι εξελίξεις με την εμφάνιση και υπερψήφιση ακροδεξιών οργανώσεων το αποδεικνύουν. Το μέτωπο πάλης μας ενάντια στην ακροδεξιά και το φασισμό, ο αγώνας για την υπεράσπιση της δημοκρατίας στις νέες συνθήκες αποτελεί καίριο πρόταγμα της δράσης μας.
Για την ειρηνική και σταθερή επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων να ενισχύσουμε την κοινή πάλη των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας ενάντια στις πολιτικές των ιμπεριαλιστών και των κυρίαρχων τάξεων
40. Με βασικά χαρακτηριστικά την εξασθένιση των ερεισμάτων του αμερικάνικου παράγοντα στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου και της Μ. Ανατολής και την αντίστοιχη ισχυροποίηση της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής παρουσίας των ανταγωνιστών του, όπως της Ρωσίας, διανύουμε μια φάση όξυνσης των ανταγωνισμών και των πολέμων, μιας αδυσώπητης κούρσας για ενεργειακούς, οικονομικούς και εμπορικούς «δρόμους» και συμφωνίες, στο κάδρο των οποίων εξελίσσονται οι διενέξεις μεταξύ των κρατών της περιοχής και η δρομολόγηση της «επίλυσης» χρόνιων προβλημάτων και αντιπαραθέσεων όπως αυτά που έχουν να κάνουν με τις ΑΟΖ. Σε αυτό το κάδρο δρομολογούνται οι αντιθέσεις ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, που με τα ειδικά τους χαρακτηριστικά και τις διαφορετικές δυνατότητες δρομολογούν την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η Ελλάδα, οικονομικά ξεζουμισμένη από τις πολιτικές των Μνημονίων και της εξάρτησης και πολιτικά παραδομένη από την πολιτική μιας υποτελούς κυρίαρχης τάξης, παρουσιάζεται με μια πολιτική κατευνασμού απέναντι στις χρόνιες, αυξανόμενες τούρκικες διεκδικήσεις, με την όλο και πιο ξεδιάντροπη αναζήτηση προστασίας στους δυνάστες των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η «προστασία» που αυτοί της παρέχουν δεν είναι τίποτε άλλο παρά το αλυσόδεμα της χώρας στους νατοϊκούς σχεδιασμούς, που το επιβάλλουν με γιγαντιαία εξοπλιστικά προγράμματα, νέες βάσεις και συμφωνίες και που καταλήγει πάντα στην παρότρυνση για διευθέτηση των προβλημάτων με «αμοιβαίους» συμβιβασμούς.
Η Τουρκία από την άλλη, την τελευταία δεκαετία, παρά τις προσπάθειες αποσταθεροποίησής της (όπως το πραξικόπημα), αναδεικνύεται σε μια ισχυρή περιφερειακή δύναμη που τα οικονομικά της μεγέθη, η γεωστρατηγική της θέση, οι στρατιωτικές της δυνατότητες, μα πάνω από όλα η πολιτική της τουρκικής μεγαλοαστικής τάξης όπως υλοποιείται από τον Ερντογάν, της εξασφαλίζουν τελείως διαφορετικές δυνατότητες και δυναμική. Χωρίς να επιτρέπει σε κανέναν να τη θεωρεί «δεδομένη», στο κάδρο της αναδιάταξης των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ελίσσεται ανάμεσα στον αμερικάνικο παράγοντα και στον πόλο που συγκροτείται γύρω από τους BRICS, διαπραγματεύεται σκληρά, κατοχυρώνει ρόλο, διεκδικεί δικαιώματα και απαιτεί επέκταση των ορίων και των σφαιρών επιρροής στην περιφέρειά της, στο πλαίσιο που τις επιτρέπουν οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί. Σε αυτή τη φάση, έχει εξελιχθεί σε μήλον της έριδος ανάμεσα στις δυνάμεις των ΗΠΑ, της ΕΕ και της Ρωσίας και είναι καθαρό ότι, λόγω της θέσης και του ρόλου της, κάθε μια από αυτές και πρώτα και κύρια οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να προσφέρουν ό,τι χρειαστεί για να τη δεσμεύσουν στην επιρροή τους. Με το σενάριο της δημιουργίας κουρδικού κράτους, που παραμένει ένα χαρτί πίεσης κύρια στα χέρια των ΗΠΑ, προς το παρόν να εξασθενεί, η μεγαλοαστική τάξη της Τουρκίας φαίνεται να λύνει εσωτερικά ζητήματα και να κερδίζει εδάφη και επιρροή στην περιοχή (Συρία, Ιράκ, Λιβύη κλπ) κρατώντας στην επικαιρότητα τα νεο-οθωμανικά αφηγήματα και την αμφισβήτηση της συνθήκης της Λοζάνης.
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις πιστοποιούν την ισχυροποίηση της Τουρκίας σε όλα τα επίπεδα (συγκροτεί ακόμα και ισχυρή πολεμική βιομηχανία και σχεδιάζει πυρηνικούς σταθμούς) και κουρελιάζουν το αφήγημα της ΝΔ και των ελληνικών κυρίαρχων κύκλων, με βάση το οποίο επιχειρούν να παρουσιάσουν την Τουρκία ως «παρία της διεθνούς κοινότητας», ως μια υπανάπτυκτη χώρα που δεν τη θέλει κανείς και που είναι το «κακό παιδί» του ΝΑΤΟ και που για αυτό δεν έχει την εύνοια των ΗΠΑ και ΕΕ. Κάθε άλλο, η Τουρκία φαίνεται να κερδίζει διαρκώς θέσεις και οι μεγάλες δυνάμεις να της αναγνωρίζουν το ρόλο της περιφερειακής δύναμης. Ουσιαστικά η Τουρκία είναι αυτή που θέτει το περιεχόμενο των ελληνοτουρκικών ζητημάτων, εδραιώνοντας και επεκτείνοντας διαρκώς αμφισβητήσεις των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων (υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εναέριου χώρου, θαλάσσια σύνορα, ελληνική κυριαρχία σε νησιά, αποστρατιωτικοποίηση νησιών Ανατολικού Αιγαίου, FIR, περιοχές ευθύνης για έρευνα και διάσωση, καθορισμό ΑΟΖ με τη Λιβύη).
Όσο ακολουθείται η πολιτική της υποτέλειας, του εθνικισμού και της εναπόθεσης της επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, οι προοπτικές είναι αρνητικές και εξαιρετικά επικίνδυνες. Η ιμπεριαλιστική πολιτική των ΗΠΑ και ΕΕ, είτε με τη μορφή της επιδιαιτησίας είτε των «ίσων αποστάσεων», έχει σαν στόχο την υπόθαλψη των αντιθέσεων των δύο χωρών -με μόνο όριο την αποφυγή ενός ρήγματος στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ- έτσι ώστε να διατηρείται ο ιμπεριαλιστικός έλεγχος σε Ελλάδα και Τουρκία.
Η ειρηνική και σταθερή επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, η προώθηση της φιλίας και συνεργασίας των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας μπορεί να περάσει μόνο μέσα από το δρόμο του κοινού αγώνα τους, που στρέφεται ταυτόχρονα ενάντια στην ιμπεριαλιστική πολιτική και την πολιτική των κυρίαρχων τάξεων στις δύο χώρες.
Για τη σωστή πολιτική κατεύθυνση αυτού του αγώνα είναι αναγκαία η απόκρουση των παρεμβάσεων και αναμίξεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στα ελληνοτουρκικά θέματα και της εμπλοκής της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, καθώς και η πάλη ενάντια στις πολιτικές της εθνικής υποτέλειας και των εθνικισμών που ακολουθείται και στις δύο πλευρές του Αιγαίου. Θα πρέπει η καταγγελία του τούρκικου επεκτατισμού, που εκδηλώνεται με τις συνεχείς αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο, να συνοδεύεται με την καταδίκη κάθε παραβίασης των συνόρων των δύο χωρών, την υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής κυριαρχίας μας από επιθετική ενέργεια της Τουρκίας και την εναντίωσή μας σε κάθε ενέργεια καταπάτησης της τουρκικής κυριαρχίας από πλευράς της Ελλάδας. Με αυτό το περιεχόμενο και την έκφραση της πιο πλατιάς αλληλεγγύης στους διωκόμενους τούρκους αγωνιστές, να υψώσουμε απέναντι στις πολιτικές του ιμπεριαλισμού και των κυρίαρχων τάξεων, και στις δύο μεριές του Αιγαίου, τον πραγματικό διεθνισμό της αντιιμπεριαλιστικής πάλης, για την ειρήνη και τη φιλία των λαών.
Προσηλωμένοι στον αγώνα για Κύπρο ενιαία και ανεξάρτητη
41. Στο πλαίσιο των ίδιων ανταγωνισμών και των «ελληνοτουρκικών διαφορών» και ως αποτέλεσμα των ακραία υποτελών πολιτικών σε Ελλάδα και Κύπρο, η τελευταία βρίσκεται πιο κοντά από ποτέ σε οριστική διχοτομική «λύση». Κάτω από την κηδεμονία και τη σταθερή παρότρυνση των ΗΠΑ και ΕΕ, η κυπριακή, όπως και η ελληνική, κυβέρνηση μπαίνει στις συζητήσεις για τη διχοτόμηση, με λογική μικροπαζαριού και με αποδοχή της βάσης του διχοτομικού σχεδίου. Οι διαπραγματεύσεις της κυπριακής και της ελληνικής κυβέρνησης κινούνται στην πάγια κατεύθυνση που εξαρτά την αντιμετώπιση του Κυπριακού προβλήματος από τη στήριξη που θα έχουν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, κι ας είναι αυτές που το δημιούργησαν και το διαιωνίζουν. Αυτή η πολιτική, που προκρίνεται ως «αντίβαρο» στις τουρκικές πιέσεις, υλοποιείται και με την παράδοση της εκμετάλλευσης των ενεργειακών αποθεμάτων της κυπριακής ΑΟΖ σε πανίσχυρα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και με την τυχοδιωκτική συνεργασία της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Η λύση για το Κυπριακό ζήτημα μπορεί να ιδωθεί στην αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό και τις πολιτικές της εξάρτησης, στον αγώνα για την αποχώρηση όλων των κατοχικών στρατευμάτων, των ξένων βάσεων και την παύση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στο νησί. Για τη διάλυση του ψευδοκράτους και την επιστροφή των προσφύγων, για την κατάργηση του καθεστώτος των εγγυητριών δυνάμεων, για την οριστική αποτροπή κάθε διχοτομικής λύσης.
Τελικά, το πραγματικό ζήτημα για τον κυπριακό λαό (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) είναι να πάρει τις τύχες του στα χέρια του, ενάντια στις δυνάμεις της ολιγαρχίας και του εθνικισμού, ενάντια στην πολιτική των εκπροσώπων της συνθηκολόγησης, ανατρέποντας τη λογική της αποδοχής των τετελεσμένων, αναπτύσσοντας τον αγώνα του για την απελευθέρωση από την τουρκική κατοχή, για την ανατροπή της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας ολιγαρχίας, για μια Κύπρο ελεύθερη, ανεξάρτητη, ενιαία και κυρίαρχη, χωρίς ξένους στρατούς και εγγυήτριες δυνάμεις.
Επιτακτική η ανάγκη οικοδόμησης του αντιιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού κινήματος και του αγώνα για εθνική ανεξαρτησία
42. Με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να έχουν μπει ανεπίστροφα σε φάση αναδιατάξεων της ισχύος τους και των σφαιρών επιρροής τους, με τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς να οξύνονται διαρκώς και να τροφοδοτούν συρράξεις και πολεμικά μέτωπα, η πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο αποτελεί ύψιστο καθήκον. Η αντιιμπεριαλιστική πάλη και η διεθνιστική αλληλεγγύη διαλεκτικά πλεγμένες πρέπει να αποτελέσουν πυξίδα των λαών μπροστά στις νέες πολύ επικίνδυνες εξελίξεις.
Η ΝΔ από το 2019 έχει ενισχύσει, σε πρωτοφανή μεταπολιτευτικά βαθμό, τις σχέσεις εξάρτησης και υποταγής της Ελλάδας στις ΗΠΑ και την ΕΕ. Έχοντας αναλάβει τη διακυβέρνηση μετά τον ΣΥΡΙΖΑ, βρήκε την άλλοτε συνυφασμένη με την ξενοδουλεία πολιτική των βάσεων, των εξοπλισμών και της υπηρέτησης των νατοϊκών συμφερόντων, εξωραϊσμένη από μια υποτιθέμενη «Αριστερά». Είναι βέβαιο ότι το ξέπλυμα που επιχείρησε ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ στον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ και της ΕΕ, οι στρατιωτικές συμφωνίες και αυτές για επέκταση των αμερικάνικων βάσεων που έγιναν επί ημερών του, τα Μνημόνια και όλη η πολιτική που υπηρέτησε, αθώωναν κάθε στιγμή τον αιματοβαμμένο δυτικό ιμπεριαλισμό και λειτούργησαν αφοπλιστικά για ένα μεγάλο κομμάτι του προοδευτικού κόσμου.
Αξιοποιώντας αυτή τη συνθήκη, η ΝΔ, η ιστορική ναυαρχίδα της πολιτικής της εξάρτησης, της υποτέλειας και του δόγματος «ανήκομεν εις την Δύσιν», βρήκε το έδαφος για να μετατρέψει μέσα σε μια πενταετία τη χώρα σε ένα απέραντο αμερικάνικο στρατόπεδο και βρέθηκε να πανηγυρίζει για τους -άλλοτε απονομιμοποιημένους στην κοινή γνώμη- νατοϊκούς εξοπλισμούς. Πραγματοποιώντας μια άνευ προηγουμένου εξοπλιστική κούρσα, διαμορφώνει σε συνθήκες ευρείας οικονομικής ένδειας του λαού σχεδόν «πολεμικούς προϋπολογισμούς», αρπάζοντας δεκάδες δισ. δολάρια ετησίως για να τα αποδίδει στις πολεμικές βιομηχανίες των ΗΠΑ, της ΕΕ και του Ισραήλ. Την ίδια στιγμή με αλλεπάλληλες στρατιωτικές συμφωνίες, με αλλαγές στα δόγματα και την αποστολή των ενόπλων δυνάμεων και των μονάδων τους, εναρμονίζουν πλήρως τον ελληνικό στρατό και την πολιτική της χώρας με τις πολεμικές ανάγκες του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και της Γαλλίας, για την εξυπηρέτηση πάντα των εγκληματικών συμφερόντων τους. Ήδη το Αιγαίο -με πρόσχημα το Προσφυγικό- έχει μετατραπεί σε νατοϊκή θάλασσα, ενώ «κυβερνητικές πρωτοβουλίες» και άξονες (Ελλάδα, Κύπρος, Ισραήλ κλπ) στηρίζουν και προωθούν τα σχέδια του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια.
Το προσφυγικό ζήτημα είναι μια ανοιχτή πληγή, μια τεράστια ανθρώπινη τραγωδία που προκαλείται και τροφοδοτείται από την ιμπεριαλιστική πολιτική πρώτα και κύρια των ΗΠΑ και των δυνάμεων της Ευρώπης. Η κυβέρνηση ΝΔ με τις οδηγίες της ΕΕ, απέναντι στους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες, υψώνει φράκτες και φτιάχνει στρατόπεδα με απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, πνίγει κάθε διαμαρτυρία στην καταστολή, αρνείται να δώσει άσυλο, προχωρεί σε αναγκαστικές μαζικές απελάσεις και επαναπροωθήσεις. Επαναπροωθήσεις που οδηγούν σε πνιγμό χιλιάδες αθώους, βασανισμένους και ανυπεράσπιστους ανθρώπους, με κορυφαία στιγμή αυτής της βαραβαρότητας το «ναυάγιο» της Πύλου. Πρόκειται για μια πολιτική που με τη ρητορική και τις πρακτικές της μετατρέπει τα θύματα σε θύτες, καλλιεργεί το ρατσιστικό μίσος και τροφοδοτεί σταθερά την ακροδεξιά.
Ενάντια στους πολέμους, τις επεμβάσεις, τη ληστρική οικονομική εκμετάλλευση, τις καταστροφές ολόκληρων χωρών και περιοχών, τη στυγνή καταπίεση λαών και εθνών, είναι ανάγκη να αναπτυχθεί ο πιο πλατύς αντιιμπεριαλιστικός αγώνας. Στις νέες επικίνδυνες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί για τους λαούς του κόσμου, η ανάπτυξη ενός αντιπολεμικού-αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που θα εκπληρώσει αυτόν το στόχο και θα σταθεί αλληλέγγυο στους πρόσφυγες και μετανάστες και σε όλα τα θύματα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής προβάλλει σαν βασικό καθήκον.
43. Για την περίπτωση της Ελλάδας, η αντιιμπεριαλιστική πάλη είναι συνυφασμένη με την πάλη για εθνική ανεξαρτησία. Στη χώρα μας δεν νοείται πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, χωρίς τα μεγάλα αιτήματα του αγώνα ενάντια στην πολιτική της εξάρτησης και της υποτέλειας. Ενάντια στην πολιτική που υπηρετεί η κυβέρνηση ΝΔ -με τη στήριξη όλων των αποχρώσεων των αστικών κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΕΛ. ΛΥΣΗ, ΠΛΕΥΣΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, ΣΠΑΡΤΙΑΤΕΣ, ΝΙΚΗ-, η οποία εκτός από εξοπλισμούς και κάθε είδους στρατιωτικές συμφωνίες δίνει «γη και ύδωρ» στους ιμπεριαλιστές, ευθυγραμμίζεται με τους ενεργειακούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και ΕΕ, εκχωρεί με κάθε τρόπο τον τόπο στα ξένα συμφέροντα, υποτάσσει το λαό στις ανάγκες των οικονομικών και πολιτικών στόχων του δυτικού ιμπεριαλισμού. Οι βαριές συνέπειες και οι εξελίξεις που προδιαγράφονται κάτω από αυτή την πολιτική δείχνουν την κρίσιμη και αποφασιστική σημασία που έχει για τη ζωή του ελληνικού λαού και την πορεία του τόπου ο αγώνας για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας. Αποδεικνύουν καθημερινά ότι για τον ελληνικό λαό η πάλη για εθνική ανεξαρτησία ταυτίζεται και αποτελεί βασική προϋπόθεση του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα.
Ο αγώνας αυτός υπηρετείται πραγματικά μέσα από την προώθηση των λαϊκών αιτημάτων για την κατάργηση των εκατοντάδων μνημονιακών νόμων και κάθε υποδουλωτικής συμφωνίας και σύμβασης, για την έξοδο της χώρας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, την απομάκρυνση των αμερικανικών και νατοϊκών βάσεων και των ξένων πολεμικών στόλων, για την επιστροφή και τη μη αποστολή στρατιωτικού εξοπλισμού και μονάδων εκτός της ελληνικής επικράτειας, για την ολοκληρωτική απαλλαγή από τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. O ευρύτερος προσανατολισμός της λαϊκής πάλης πρέπει να στρέφεται και να κατευθύνεται στην ανατροπή της διπλής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και την εφαρμογή ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών στη ζωή του τόπου, μέσα από την ανατροπή των κυρίαρχων εκμεταλλευτριών τάξεων και την επαναστατική άνοδο στην πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης και των κοινωνικών συμμάχων της, που θα ανοίξει το δρόμο σε μια Ειρηνική, Δημοκρατική, Ανεξάρτητη και Σοσιαλιστική Ελλάδα.
Αυτόν τον αναγκαίο σήμερα αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία οφείλουμε να τον προωθήσουμε συνεχίζοντας την κριτική και την αντιπαράθεση στις θέσεις δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά και τον απεμπολούν, τον υποτιμούν και τον αποστρέφονται και, μάλιστα, σε μια περίοδο όπου τα Μνημόνια, οι κάθε είδους παρεμβάσεις, η ασφυκτική πρόσδεση της χώρας στη Δύση και το ΝΑΤΟ, αναδεικνύουν με τον πιο έντονο και καθαρό τρόπο την ξενοκρατία που καταδυναστεύει τη χώρα. Στις θέσεις του ΚΚΕ και του ΝΑΡ που προβάλλουν τις θεωρίες περί «ιμπεριαλιστικής Ελλάδας». Θεωρίες και θέσεις που, στην πραγματικότητα, εξωραΐζουν μια ιστορικά ξενόδουλη και υποτελή μεγαλοαστική τάξη και το σύστημά της, συγκαλύπτουν και αφήνουν στο απυρόβλητο την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους αντιδραστικούς εθνικιστές και πατριδέμπορους να καπηλεύονται τα μεγάλα αιτήματα της Αριστεράς, και όλα αυτά στο όνομα ενός κούφιου αντικαπιταλισμού τροτσκιστικής έμπνευσης και κοπής. Στην πραγματικότητα, η αντιιμπεριαλιστική πάλη αυτών των δυνάμεων, η οποία δεν θέτει στο επίκεντρο το ζήτημα της εθνικής ανεξαρτησίας, είναι κούφια, και το μόνο που προσφέρει είναι συγχύσεις για τα ζητήματα του ιμπεριαλισμού και του πολέμου.