Του Κώστα Γεωργουσόπουλου
Περιόδευε στην επαρχία με την Ευγενία Γκραντέ, διασκευή από το μυθιστόρημα του Μπαλζάκ. Έπαιζε βέβαια τον Γκραντέ, την εντελέστερη πύκνωση του Γάλλου αστού. Καχύποπτος, σκληρός, αφύσικος και παθολογικός φιλάργυρος. Ο Μπαλζάκ λέει κάπου στο κείμενο πως κάθε φορά που ο Γκραντέ ανέβαινε από το υπόγειο όπου φύλασσε τα φλουριά του τα μάτια του είχαν μιαν απόχρωση χρυσαφιά. Ο Κατράκης ήξερε πως αυτή η παρατήρηση δεν μπορεί να περάσει στο θέατρο, γι’ αυτό μετατόπισε το υποκριτικό σήμα στα χέρια.
Τα χέρια του είχαν ιδεολογία· αεικίνητα, γαμψά, αρπακτικά. Ψαχούλευαν συνεχώς τα έπιπλα για να βεβαιωθούν πως είναι εκεί, δικά του. Τα χέρια τού Κατράκη αφηγούνταν την ιστορία της ανθρωπότητας μέσα από την ιστορία του ανθρώπινου χεριού· από εργαλείο επιβίωσης και άμυνας, είχαν γίνει όργανο αρπαγής, επίθεσης, κτήσης και εκμετάλλευσης. Ήταν στιγμές όμως στην παράσταση που αυτά τα χέρια γινόντουσαν τρυφηλά, αρρωστιάρικα. Ήταν όταν γύριζε από το υπόγειο με το χρυσάφι. Ένιωθες πως η αφή τους είχε κάτι το ιδιαίτερο. μια τεχνητή ευαισθησία, μια κεκτημένη συνήθεια στο μέτρημα. Όπως τα χέρια των ασκητών μετρώντας τις χάντρες του κομπολογιού μετρούν το χρόνο με την προσευχή, ο Κατράκης-Γκραντέ μετρούσε το χρόνο με το χρυσάφι.
Όταν αυτά τα χέρια αγκάλιαζαν αποκτούσαν, κατακτούσαν, έλιωναν. Κι όταν ακόμα έδιναν είχες την εντύπωση πως έπαιρναν, πως άρπαζαν. (…)
Στον Οθέλο τα πόδια του πραγμάτωσαν μια σοφή σύνθεση των δύο παραπάνω σημάτων. Ξεκομμένα από τα οικεία χώματα τα πόδια τού Μαύρου προσπαθούσαν να στεριώσουν σε ξένη γη. Συνεχώς τρίκλιζε και παραπατούσε γιατί, γυμνασμένος στις αμμουδιές της πατρίδας, έχανε την επαφή στα χαλιά και στα πλακόστρωτα της Βενετιάς. Έπρεπε να προσέξετε τις καμπύλες του πέλματός του· ψαχούλευαν το έδαφος όπως η τίγρη στο κλουβί. Διστακτικά και περήφανα. Αμήχανα και «βασιλικά». (…)
Το πέμπτο σήμα του Κατράκη μού δόθηκε στον Δον Κιχώτη. Ήταν τα μάτια του. Πυρετικά και θλιμμένα. Πονετικά και ταυτόχρονα αγέρωχα, πονηρά και αφοπλιστικά αθώα. Κολασμένα και παρθενικά. Αδηφάγα και θεονήστικα. Τι ψυχή ήταν αυτή που μπορούσε συνάμα να παντρεύει στα μάτια ήλιο και βροχή; Που μπορούσε να αστράφτει και να συννεφιάζει; Τα μάτια του Κατράκη-Δον Κιχώτη κλαίγαν μαζί και γελούσαν, θρηνούσαν τη θλιβερή πραγματικότητα ενός κόσμου χωρίς όραμα και πίστη και υμνούσαν την ανατολή ενός κόσμου που ανέβαινε· γεμάτος όνειρο, πίστη, αθωότητα και αγάπη. Έβλεπες πως αυτά τα μάτια δεν ατένιζαν μιαν ουτοπία αλλά το μέλλον μιας ελπίδας. Στη διασκευή που έπαιζε στο Εθνικό Θέατρο έμεινα με την εντύπωση πως κατόρθωσε το αδύνατο. Στη σκηνή του θανάτου, λίγο πριν κλείσει τα μάτια, πιστεύω πως διέκρινα το ένα μάτι του να θλίβεται για την κατάντια τού πεζού κόσμου, αλλά μαζί να θλίβεται που τον άφηνε, και το άλλο μάτι του να λάμπει για την προσδοκία ενός μέλλοντος κόσμου που ήταν ταυτόχρονα ποιητικός και πραγματικός. (…)
Το τελευταίο, ήταν η φωνή του. Έγραψα κι αλλού γι’ αυτό το θαύμα και τόνισα την αίσθηση της συνέχειας της γλώσσας που μετέφερε. Ο Κατράκης με τη φωνή του κατάργησε την τυπογραφία. Ξανάκανε τη γλώσσα μουσική τής αγοράς λαού, έδωσε στη γλώσσα, που οι περιπέτειες της αστικοποίησης και της κατανάλωσης την έκαναν εργαλείο συναλλαγής, τη διάσταση της ψυχικής επικοινωνίας που είχε πάντα στη συνείδηση του λαού μας. Την ουσίωσε. Την πήρε από τα μάτια των αναγνωστών και την ακούμπησε στα αυτιά των ανθρώπων. Από το λίχνο της μοναχικής παρηγοριάς μετέφερε τη νεοελληνική ποίηση στην Εκκλησία του Δήμου. Η φωνή του, ένα φυσικό προϊόν που έγινε, με το συναίσθημα, την εμπειρία και την καλλιέργεια, πολιτισμικό φαινόμενο, αποκατέστησε τη σχέση των ποιητών με τους φυσικούς τους αποδέκτες, το λαό. (…)
Ο συνθετικός του υποκριτικός κώδικας θα μας μείνει όπως τον πρότεινε στο Ντα. Πήρε ένα ποιητικό διαμαντάκι ηθογραφικό και του έδωσε παγκοσμιότητα.
Εκεί τα στοιχεία που απαρίθμησα δέθηκαν σε διαλεκτική σχέση. Έγραψα τότε πως ο τρόπος με τον οποίο εισήλθε ο Κατράκης στη σκηνή, ο τρόπος που πρόβαλε στον ορίζοντα του ποιητικού χώρου, ήταν το άπαντο της υποκριτικής τέχνης. Το σώμα-σήμα έδωσε εξαίφνης το στίγμα του. Ο λόγος εγένετο Σαρξ. Γεννήθηκε ένας άνθρωπος πλήρης, αθάνατος, γιατί το ποιητικό γεγονός γίνεται από φθαρτά υλικά αλλά τα υπερβαίνει.
Μίλησαν πολλοί για το ταλέντο του Κατράκη και άφησαν μια υπόνοια μεταφυσικής σ’ αυτή την εκτίμηση. Επειδή δεν πιστεύω στη μαγεία, νομίζω πως το υποκριτικό φαινόμενο του Κατράκη είναι προϊόν μιας αντιφατικής, δηλαδή πολύ ανθρώπινης ζωής, προϊόν μιας πλούσιας εμπειρίας. Οι αγώνες του, τα βάσανά του, οι έρωτές του, τα πάθη του, ο αξεδίψαστος βίος του, ήταν η μοναδική του προίκα.
Μικρός ήθελε να γίνει ναυτικός. Η μάνα του τον εμπόδισε. Κι όμως ταξίδεψε πολύ με ούριο άνεμο μέσα στο καράβι της τέχνης και της ζωής και εκόμισε μέγα πλούτος και μας τον χάρισε αφειδώλευτα.
Τώρα που άραξε στο στερνό λιμάνι, τώρα που έκλεισαν για πάντα τα μάτια του, το ένα θλιμμένο, το άλλο γελούμενο, εμείς θα συνεχίζουμε το ταξίδι μέσα στα θαυμάσια πλούτη που μας κληροδότησε. (από το περιοδικό ΑΤΑΚΑ)
Η ζωή του
Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής του θεάτρου και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου του 1909 στο Καστέλι Κισσάμου των Χανίων Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.
Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος. Έκανε το ντεμπούτο του σε ηλικία μόλις 18 ετών, με το θίασο Οι Νέοι στο έργο Για την αγάπη της. Το μπρίο και η δυναμικότητά του ενθουσίασαν τον σκηνοθέτη Κώστα Λελούδα κι έτσι ένα χρόνο αργότερα, το 1928, έπαιξε στην πρώτη βουβή ταινία Το λάβαρο του ’21.
Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυθέν Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ’ αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη, όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη(1974).
Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολητου Νικηφόρου Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο. Εκπληκτική ήταν η θεατρική ερμηνεία του στο Ντα.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας Ταξίδι στα Κύθηρα, με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.
Ο Οδυσσέας Ελύτης στο μνημόσυνο των 2 χρόνων από το θάνατο του Μάνου Κατράκη, δήλωσε:
Η ωχρή μορφή του Μάνου Κατράκη, χαραγμένη με επιμονή και με κόπο πάνω στο μέταλλο της νεοελληνικής πραγματικότητας, εξακολουθεί να αντιστέκεται στις αλλοιώσεις του χρόνου και να ακτινοβολεί όλο ήθος. Η καθαρότητα της φωνής του. Δεν έχω ακούσει ποτέ πιο ωραία ελληνικά. Οι λέξεις βγαίνουν από τα χείλη του λαμπερές και στρογγυλές, μ’ ένα περίγραμμα φωτεινό, όπως τα βότσαλα κάποιου παρθένου γιαλού. Σαν ποιητής θέλω, για τη μεγάλη προσφορά που έκανε ο έξοχος αυτός καλλιτέχνης σ’ όλο το μάκρος της ζωής του προς το ζωντανό νεοελληνικό λόγο, να του πω ένα μεγάλο ευχαριστώ.
Ελευθεροτυπία, 30.08.1986
e-prologos.gr