Χρειάστηκαν μερικά εικοσιτετράωρα ώστε να φανεί ποιο θα είναι το αποτέλεσμα των εκλογώνν στις ΗΠΑ, με την υποψηφιότητα του Τζο Μπάιντεν να υπερισχύει, τόσο σε συνολικό αριθμό ψήφων, όσο και σε αριθμό εκλεκτόρων, που είναι και το κρίσιμο σημείο, με το ιδιαίτερο εκλογικό σύστημα που ισχύει. Παρ’ όλα αυτά, μάλλον οι Δημοκρατικοί θα αποτύχουν να εξασφαλίσουν τη Γερουσία, ενώ διατηρούν τη Βουλή των Αντιπροσώπων αλλά με πλειοψηφία μικρότερη από την προηγούμενη φορά.

Κατά τη διάρκεια της πρώτης φάσης της καταμέτρησης φαινόταν αρχικά ότι θα υπερισχύσει η υποψηφιότητα Τραμπ, αλλά σε επόμενη φάση το σκηνικό αυτό ανατράπηκε, με αρκετές πολιτείες να περνούν στα χέρια του Μπάιντεν. Αυτό ερμηνεύεται από πλευράς Δημοκρατικών με το γεγονός ότι οι επιστολικές ψήφοι, που αφορούν κυρίως ψήφους υπέρ τους, μετρήθηκαν τελευταίες. Οι επιστολικές ψήφοι -και το κατά πόσο θα πρέπει να επιτραπούν ή όχι- βρέθηκαν στο επίκεντρο της προεκλογικής αντιπαράθεσης, με τον Ντόναλντ Τραμπ να ισχυρίζεται ότι αποτελούν μηχανισμό νοθείας στα χέρια των Δημοκρατικών και του βαθέος κράτους που τους υποστηρίζει τη συγκεκριμένη περίοδο. Γνώριζε, όπως και οι Δημοκρατικοί, ότι η εκλογική τους βάση έχει στάση απέναντι στην πανδημία ταιριαστή με τη χρήση της επιστολικής ψήφου, σε αντίθεση με την εκλογική βάση των Ρεπουμπλικάνων.

Με βάση όλα αυτά και ήδη από τη στιγμή που το αποτέλεσμα άρχισε να αλλάζει, ο Ντόναλντ Τραμπ άρχισε να κάνει λόγο για νοθεία. Απαίτησε την παύση της καταμέτρησης των ψήφων σε μια σειρά κρίσιμες πολιτείες καλώντας και τους οπαδούς του να «σταματήσουν την απάτη», όπως και αποπειράθηκαν σε κάποιες περιπτώσεις, συγκεντρωμένοι έξω από εκλογικά τμήματα, κάποιες φορές μάλιστα οπλισμένοι. Παράλληλα γνωστοποιήθηκε ότι η πλευρά Τραμπ θα αμφισβητήσει και θα προσπαθήσει να ανατρέψει το αποτέλεσμα μέσω του Ανώτατου Δικαστηρίου, που έχει φροντίσει από πριν να ελέγχει.
Στο παρελθόν έχει κριθεί εκλογική μάχη στο δικαστήριο. Συγκεκριμένα στις εκλογές του 2000, ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος προσέφυγε ενάντια στο αποτέλεσμα, σύμφωνα με το οποίο νικητής ήταν ο Αλ Γκορ και πέτυχε την ανατροπή του με απειροελάχιστες ψήφους στην πολιτεία της Φλόριντα, με τα υπόλοιπα να ανήκουν στην ιστορία…

Ωστόσο αυτή τη φορά η αίσθηση αρχικά ήταν ότι πρόκειται για τις γνωστές αμετροέπειες του Ντόναλντ Τραμπ και στο βαθμό που δεν φαινόταν και κάποια συστράτευση επιφανών στελεχών των Ρεπουμπλικάνων με τους ισχυρισμούς του, ότι θα πάμε σε αυτό που έχει αναγνωρίσει και όλος ο πλανήτης πλέον, δηλαδή σε μια εποχή μετάβασης προς τη νέα διοίκηση Μπάιντεν.

Όμως στις 11 Νοεμβρίου ο Υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο δήλωσε κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου: «Θα υπάρξει μια ομαλή μετάβαση σε μια δεύτερη διοίκηση Τραμπ», συμπληρώνοντας ότι θα ελεγχθούν οι ψήφοι και ότι ο κόσμος μπορεί να είναι σίγουρος για μια επόμενη ικανή αμερικάνικη κυβέρνηση. Σε ερώτηση που του έγινε αν οι ΗΠΑ επί Τραμπ απέτυχαν να διενεργήσουν διαφανείς εκλογές, διέφυγε αναφέροντας την περίπτωση Μπους και Αλ Γκορ και λέγοντας ότι αυτό ακριβώς θέλει να διασφαλίσει η διοίκηση Τραμπ μετρώντας όλες τις «νόμιμες» ψήφους. Έκλεισε λέγοντας: «Θα το διορθώσουμε το θέμα». Πάντως ο Τραμπ δεν έχει παρουσιάσει κανένα στοιχείο μέχρι στιγμής για τους ισχυρισμούς του.

Η υπηρεσία που είναι επιφορτισμένη με τη διαδικασία της μετάβασης, με επικεφαλής την Έμιλι Μέρφι, δεν έχει κάνει προς το παρόν κανέναν βήμα ενεργοποίησής της και τηρεί στάση αναμονής, στερώντας από την πλευρά Μπάιντεν πρόσβαση σε επαφή με αξιωματούχους αλλά και χρηματικούς πόρους προορισμένους για τη συγκεκριμένη διαδικασία. Παράλληλα με όλα αυτά ο Τραμπ έχει αφηνιάσει στο αγαπημένο του μέσο, το twitter, διαβεβαιώνοντας τους οπαδούς του ότι η νομική υπόθεση προχωράει και ότι… «θα κάνουμε την Αμερική μεγάλη ξανά»…Αλλά ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι έχει ήδη αντικαταστήσει τέσσερα κορυφαία στελέχη του Πενταγώνου, τον Υπουργό Άμυνας, τον Επικεφαλής του Προσωπικού, τον υπεύθυνο Πολιτικής και τον υπεύθυνο Πληροφοριών. Στελέχη του Πενταγώνου χαρακτήρισαν τις κινήσεις αυτές ως δικτατορικές, σύμφωνα με το CNN. Η πλευρά των Δημοκρατικών δεν έχει αντιδράσει ακόμη.

Με όλα αυτά, υπολογίζεται ότι το τριάντα τοις εκατό περίπου της εκλογικής βάσης των Ρεπουμπλικάνων έχει χάσει την εμπιστοσύνη του στην εκλογική διαδικασία. Πρόκειται ασφαλώς για εκατομμύρια κόσμου. Αλλά και το κοινό των Δημοκρατικών έχει ντοπαριστεί με την ιδέα αυτή, μέσω της συνεχιζόμενης συζήτησης περί ρώσικης ανάμειξης στις εκλογές του 2016. Ένας άλλος παράγοντας που ενισχύει αυτό το κλίμα είναι και η επαναλαμβανόμενη αποτυχία των δημοσκοπήσεων να προσεγγίσουν το αποτέλεσμα των εκλογών.
Πρόκειται ασφαλώς για μια κατάσταση ανώμαλη, η οποία αποτελεί συνέχεια του κλίματος οξύτατης αντιπαράθεσης που διαμορφώθηκε προηγούμενα εντός των ΗΠΑ τόσο σε επίπεδο κορυφής, όσο και στη βάση της κοινωνίας. Έχει γραφτεί ξανά ότι οι ΗΠΑ βρίσκονται σε πορεία σταθερής αποδυνάμωσης, σε ένα διεθνές περιβάλλον όπου οι βασικοί ανταγωνιστές, κυρίως η Κίνα και η Ρωσία, ενισχύονται. Είναι ορατό πλέον το ενδεχόμενο απώλειας της πρωτοκαθεδρίας και αυτό έχει δημιουργήσει σφοδρές συγκρούσεις εντός της μονοπωλιακής ιμπεριαλιστικής τάξης των ΗΠΑ, για το ποια θα είναι η στρατηγική που θα αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη. Ταυτόχρονα, τα «σπασμένα» της αποδυνάμωσης αυτής, αλλά και της οικονομικής δυσπραγίας της διαρκούς οικονομικής κρίσης, η οποία συνδυάστηκε σε ένα εκρηκτικό μείγμα με την πανδημία, η ολιγαρχία τα φορτώνει στις πλάτες του αμερικάνικου λαού, δημιουργώντας εντός του επίσης συνθήκες έντονης διχόνοιας και καχυποψίας.

Μέχρι στιγμής ο Τζο Μπάιντεν εμφανίζεται ψύχραιμος, λέγοντας ότι απλά ο Τραμπ ντροπιάζει τον εαυτό του και ότι δε θα χρειαστεί τελικά νομική παρέμβαση για να παραδώσει το θώκο. Οι πρώτες του ανακοινώσεις αφορούν σε μεγάλο βαθμό την αντιμετώπιση της πανδημίας, την οποία υπόσχεται να ελέγξει. Εμφανίζεται επίσης ενωτικός, λέγοντας τα τετριμμένα περί προέδρου όλων των Αμερικάνων, αναγνωρίζοντας τον μεγάλο διχασμό που υπάρχει. Θα μπορούσε να γίνει λόγος για φλυαρίες, όμως η δήλωση ότι «πρέπει να μάθουμε να ακούμε την άλλη μισή Αμερική» μάλλον υποκρύπτει πολιτικές επιλογές προσέγγισης του Ρεπουμπλικάνικου κοινού και περιορισμού των λεγόμενων «Progressives» (Προοδευτικοί), που αποτελούν ας πούμε την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του, τώρα που η δουλειά έγινε. Σε αυτό συνηγορεί μάλλον το διαφαινόμενο μελλοντικό υπουργικό συμβούλιο που θέλει να καταρτίσει.

Σύμφωνα με το CNN αναμένεται να λειτουργήσει ως σύμβουλος εξωτερικής πολιτικής ο… Ντικ Τσέινι, αντιπρόεδρος των ΗΠΑ στις κυβερνήσεις του Μπους του νεότερου. Σύμφωνα με την Politico, υπουργός εμπορίου συζητείται να αναλάβει η δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας και αποτυχημένη πολιτευτής των Ρεπουμπλικάνων Μεγκ Γουίτμαν. Οι Doug Jones και Heidi Heitkamp, που έχασαν τις έδρες τους στη Γερουσία από τους Ρεπουμπλικάνους αντιπάλους τους, πιθανολογείται να υπουργοποιηθούν παρά την έλλειψη δημοφιλίας που οδήγησε στην αποτυχία, ο δεύτερος μάλλον για υπουργός γεωργίας, έχοντας σκοτεινό ιστορικό σε μια σειρά σχετικά ζητήματα. Για υπουργός μεταφορών ακούγεται ο μισητός δήμαρχος του Λος Άντζελες Έρικ Γκαρσέτι. Πουθενά δεν ακούγεται το όνομα του Μπέρνι Σάντερς. Για υπουργός ενέργειας o Έρνι Μόνιεζ γνωστός για τις σχέσεις του με το λόμπυ των εταιρειών ορυκτών καυσίμων. Η Μισέλα Φλάουρνοϊ για επικεφαλής του Πενταγώνου, που θεωρείται ότι έχει παίξει σημαίνοντα ρόλο σε όλους τους πολέμους των ΗΠΑ από το 1990 και μετά… Μέχρι και ο Μιτ Ρόμνευ, ο αντίπαλος του Ομπάμα το 2012, έχει προταθεί για υπουργός υγείας… Σίγουρα δεν πρόκειται για άνοιγμα προς τα αριστερά…

Στη χώρα μας από τότε που έγινε γνωστό το αποτέλεσμα, τα ΜΜΕ προσπαθούν να καλλιεργήσουν την άποψη ότι μια διοίκηση Μπάιντεν, ειδικά επειδή είναι και… φίλος με το Μητσοτάκη, θα τρίξει τα δόντια στην Τουρκία του Ερντογάν υιοθετώντας παράλληλα τις ελληνικές θέσεις. Με αυτές τις φαιδρότητες διαχέεται πάλι στην κοινή γνώμη η στάση της εξάρτησης και της υποταγής στον ιμπεριαλισμό και της αναζήτησης υψηλής προστασίας από αυτόν. Αποκρύπτεται επίσης η διαχρονική ιστορικά πραγματικότητα περί του αντίθετου, ότι δηλαδή τίποτα δε μπορεί να περιμένει η Ελλάδα όσον αφορά τη διασφάλιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων από την σύμπλευση με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, είτε με Δημοκρατικούς είτε με Ρεπουμπλικάνους. Είναι αστεία η ιδέα ότι η χώρα θα ανακτήσει όσα επί δεκαετίες χάνει, λόγω μιας αλλαγής κυβέρνησης. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι παραγνωρίζει τα πάγια συμφέροντα και επιδιώξεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, για τον οποίο η Τουρκία είναι αναντικατάστατη σύμμαχος που θέλει με κάθε θυσία να την κρατήσει στο άρμα της Δύσης.
Ο Τραμπ μπορεί να ηττήθηκε στις εκλογές, ωστόσο πήρε πολλά εκατομμύρια παραπάνω ψήφους από το 2016, παρόλο που είχε τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ και κορυφαίους παράγοντες από το ίδιο του το κόμμα εναντίον του. Μάλιστα βελτίωσε τις επιδόσεις του σε κατηγορίες ψηφοφόρων που δε θα περίμενε κανείς, όπως στους Αφροαμερικάνους, τους Ισπανόφωνους και τις γυναίκες. Επίσης η διαφορά σε συνολικό αριθμό ψήφων, αν αναλογιστεί κανείς τις συνθήκες της προεκλογικής περιόδου, δεν είναι μεγάλη.

Ο Μπάιντεν δεν ενέπνευσε, απλώς συγκέντρωσε μια αντι Τραμπ ψήφο. Αντιθέτως ο Τραμπ συνεχίζει να διατηρεί μεγάλα ερείσματα και να διεγείρει τις μάζες της «βαθειάς Αμερικής» που βρίσκεται σε απόγνωση και, ελλείψει άλλου πολιτικού οράματος, επιλέγει να εθιστεί στο δηλητήριο της «μεγάλης ξανά Αμερικής», μιας, μάλλον αδύνατης, επιστροφής στο παρελθόν της παγκόσμιας ηγεμονίας, όταν τα πράγματα για τις ΗΠΑ ήταν καλύτερα. Ήδη ο Τραμπ συζητάει να ανοίξει το δικό του κανάλι, για να συνεχίσει να διαφεντεύει τα μυαλά των υποστηρικτών του. Ο Τραμπ μπορεί να ηττήθηκε, αλλά ο «τραμπισμός» μάλλον θα παραμείνει για καιρό ακόμη, στο βαθμό που οι συνθήκες που τον γέννησαν συνεχίζουν να υπάρχουν, με την προοπτική να ενισχυθούν το επόμενο διάστημα.

πηγή: Λαϊκός Δρόμος

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το