Δυσφορία έχει προκαλέσει στο δημοκρατικό κόσμο της χώρας η παράθεση λίστας (μετά εικόνων) των “ηγετών του κράτους” στην ιστοσελίδα της επιτροπής “Ελλάδα 2021”. Σε αυτή περιλαμβάνονται ακόμα και οι φασίστες και στρατιωτικοί δικτάτορες, οι διορισμένοι από τις κατοχικές δυνάμεις ή και οι (διορισμένοι από τις μεγάλες δυνάμεις) βασιλιάδες. Αρχικά, μάλιστα, δεν περιλαμβανόταν καμία σημείωση για το ρόλο τους, ενώ ύστερα από τη γενική κατακραυγή, προστέθηκαν σημειώσεις για κάποιες περιπτώσεις, τις πιο χτυπητές (π.χ. Μεταξάς).
Υπάρχει μια τάση σε πολιτικούς εκπροσώπους των εργαζομένων να απαξιώνεται η όλη κινητοποίηση για τα 200 χρόνια από την επανάσταση του ’21, ωσάν αυτή να είναι μια “υπόθεση των αστών”, οπότε δεν θα πρέπει να εκπλαγόμαστε από τέτοιες κινήσεις τους. Πράγματι, η συγκεκριμένη μορφή εορτασμού είναι υπόθεση των αστών, όσον αφορά την προέλευσή του. Όμως, σε κάποιους θα απευθυνθεί το όλο “προϊόν” του εορτασμού. Κι αυτοί δεν είναι άλλοι από το λαό και τους εργαζόμενους πρωτίστως, που ούτως ή άλλως, λιγότερο ή περισσότερο, θα αναστοχαστούν σε μια τέτοια επέτειο, κι άσχετα αν αυτός ο αναστοχασμός έχει θετικά για αυτούς πρακτικά αποτελέσματα. Ο στόχος των αστών είναι προφανής και σπεύδουν να κατοχυρώσουν από τώρα το πώς “πρέπει” οι εργαζόμενοι να αναστοχαστούν: Με την επιχειρούμενη ισοπέδωση-εξαφάνιση των διαφορών και συγκρούσεων, πρωτίστως των ταξικών, που υπήρξαν τα τελευταία 200 χρόνια, επιδιώκουν να παρουσιάσουν μια “ομοθυμία”, που σχεδόν ποτέ δεν υπήρξε, και μάλιστα, ότι αυτή η “ομοθυμία” ήταν η αιτία για τις καλύτερες στιγμές τα τελευταία 200 χρόνια. Συνεπώς, και στο μέλλον, για να υπάρξουν ακόμα καλύτερες στιγμές, θα πρέπει να υπάρχει αυτή η ομοθυμία “πάση θυσία”, να μην προβάλλονται οι διαφορές, και οτιδήποτε θα μπορούσε να προκαλέσει “διχόνοια”. Είναι ευνόητο ότι, για τους διοργανωτές του “2021”, αυτές τις “θυσίες” πρέπει να τις καταβάλλουν μόνο οι εργαζόμενοι, οι οποίοι “δεν πρέπει” να προβάλλουν ούτε να προωθούν τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντά τους, που είναι σαφώς διαφορετικά και αντικρουόμενα με αυτά των αστών, μην τυχόν και προκληθεί καμιά “διχόνοια”.
Σε αυτή, λοιπόν, την κίνηση της αστικής τάξης της χώρας, οι πολιτικές δυνάμεις που εκφράζουν τα συμφέροντα των εργαζομένων πώς πρέπει να απαντήσουν; Εν μέσω γενικευμένης κυριαρχίας του σεχταρισμού στις τάξεις των πολιτικών αυτών δυνάμεων, η αναμενόμενη (και σημειωτέον, πιο εύκολη) κίνηση είναι “να γιορτάσουμε τη δική μας 200ετία”, δηλαδή, να αναδείξουμε εργατικούς, δημοκρατικούς και άλλους αγώνες του λαού. Όχι ότι αυτά δεν χρειάζονται. Το αντίθετο. Αυτοί οι αγώνες, συν τοις άλλοις, προσφέρουν και πολύτιμα διδάγματα για τους λαϊκούς αγωνιστές του παρόντος και του μέλλοντος. Όμως, αν δεν τους εντάξουμε σε ένα ευρύτερο πλαίσιο και τις επιπτώσεις τους στη διαμόρφωση αυτού, τότε θα χαρίσουμε χώρο στον αντίπαλο για να κάνει απρόσκοπτα ιδεολογική δουλειά: γιατί αν πράγματι “η ιστορία του νεοελληνικού κράτους αποτελεί βασικά μια ατελείωτη σειρά από λαϊκά ξεσπάσματα και ξεσηκώματα, εσωτερικά αλληλοφαγώματα, οικονομικές χρεωκοπίες, στρατιωτικά κινήματα, δυναστικές μεταβολές, πολιτικές δολοφονίες, ξενικές επεμβάσεις, στρατιωτικές αποτυχίες και καταστροφές”(Ν.Ζαχαριάδης, Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ), με μια ξερή παράθεση αγώνων δεν θα έχουμε θέση για τη συμβολή των εργαζομένων στη διαμόρφωση του συσχετισμού δυνάμεων που με τη σειρά του διαμόρφωσε τη συγκεκριμένη εκάστοτε μορφή του αστικού (ή αστοτσιφλικάδικου) κράτους. Το κυριότερο, δεν θα έχουμε θέση ΓΙΑ τα 200 χρόνια ιστορίας σε επίπεδο χώρας. Και θα κάνουμε σαν να μην είχαν οι εργαζόμενοι (με την αντίθετη έναντι των αστών στάση τους) θέση ΣΤΑ 200 χρόνια ιστορίας της χώρας, σαν να μην τη συνδιαμόρφωσαν. Μια τέτοια στάση αντανακλά μια εσφαλμένη γενικότερη πολιτική αντίληψη, όπου χώρα σαν έννοια (που είναι ευρύτερη του κράτους και της κοινωνίας) δεν υπάρχει, ή, στην καλύτερη, νοείται μόνο ως ένας χώρος, ως το πεδίο-νησίδα όπου λαμβάνει χώρα η ταξική πάλη (ελλαδικού) κεφαλαίου-(ελλαδικής) εργασίας, περιοριζόμενη μάλιστα στα οικονομικής φύσης ζητήματα. Φυσικά, χώρα δεν νοείται κάτι που αποκτά υπόσταση μόνο χάρη και όσον αφορά τη (συγκρουσιακή) σχέση του με το “έξω”, εν προκειμένω τις άλλες χώρες ή άλλου είδους δυνάμεις, όπως θα ήθελε μία ψευτοπατριωτική αντίληψη να επιβάλει (και που, κατά το παρελθόν, ήταν η επίσημη αντίληψη). Δεν νοείται ούτε μόνο όσον αφορά το πώς το έξω (άλλες χώρες, ιμπεριαλισμοί κλπ.) επηρεάζει και διαμορφώνει το μέσα (την ταξική πάλη). Θα ήταν όμως λάθος να περιορίζαμε και την αντανάκλαση της ταξικής πάλης μόνο στο βαθμό της “δημοκρατικότητας” του κράτους. Γιατί ούτε το ελληνικό κράτος στα 200 χρόνια ήταν συνεχώς ένα. Υπήρξαν στιγμές κατά τις οποίες υπήρχαν ταυτόχρονα δύο ελληνικά κράτη.
Η Δημοκρατία της Ελλάδας και η προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση (1947-1949) είναι μία πτυχή του λαϊκού αγώνα για δημοκρατία και ανεξαρτησία σε επίπεδο χώρας, κι όχι μία από τις πολλές πτυχές της “ταξικής πάλης τη δεκαετία του ’40” όπως λένε κάποιοι. Αυτή τους η αντίληψη υποτιμά την πραγματική διάσταση (επιπέδου χώρας) που είχε η συγκρότηση του κράτους της Δημοκρατίας της Ελλάδας και της πΔΚ. Μάλιστα, αντικειμενικά υποτιμά ακόμα και τον ίδιο τον ισχυρισμό τους περί κορύφωσης της ταξικής πάλης τη δεκαετία του ’40, που πράγματι τότε κορυφώθηκε, γιατί (ακόμα κι αν το δει κανείς ως “ταξική πάλη” με τη στενή έννοια που δίνουν οι παραπάνω) έφτασε σε σημείο να διακόψει την “συνέχεια” του κράτους (από την άποψη της μονοπώλησής του από τους αστούς) και περιέβαλε με το κύρος μιας κρατικής εξουσίας το λαϊκό αγώνα εκείνων των χρόνων.
Πολλοί, ίσως, σταθούν στο ότι η πΔΚ δεν αναγνωρίστηκε ντε γιούρε από κυβερνήσεις άλλων κρατών. Όμως, αν, χρειάζεται έδαφος, λαός και αυθυπόστατη πολιτική εξουσία για να υπάρχει κράτος, τότε, σε αντίθεση με την κυβέρνηση της Θεσσαλονίκης του Βενιζέλου στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που στηριζόταν στους αγγλογάλλους ιμπεριαλιστές, το κράτος της Ελεύθερης Ελλάδας είχε σαφώς αυθυπόστατη πολιτική εξουσία και, για την ακρίβεια, τόση που καμία άλλη κυβέρνηση στο έδαφος της Ελλάδας δεν είχε.
Άλλοι, ίσως σταθούν σε κριτικές προς την ηγεσία του λαϊκοδημοκρατικού κινήματος, ότι τάχα δεν έδωσε έμφαση στην πΔΚ (βασικά, στη σύνθεσή της), και προτιμούν να στέκονται στο ένοπλο σκέλος του λαϊκού αγώνα, τον ΔΣΕ, που είναι και πιο ηρωικό και συγκινητικό, σε αντίθεση με την πΔΚ, που είναι κάτι το “τεχνικό-νομικό”. Όμως, δεν μπορεί να είναι δύο διακριτά πράγματα. Οι εξουσίες στηρίζονται στα όπλα και στηρίζουν τα όπλα, με την πρώτη στήριξη να είναι θεμελιώδης. Ωστόσο, έστω και παρεπόμενο, το εποικοδόμημα δεν πρέπει να το απαξιώνουμε. Ενδεικτικό, για τη στάση των αστών, είναι ότι οι “τεχνοκράτες” των φασιστικών καθεστώτων (Κορυζής) αφέθηκαν άθιχτοι, χωρίς υποσημείωση: γιατί ο αντίπαλος έχει θέση, και μάλιστα επεξεργασμένη, για το πολιτικό εποικοδόμημα.
Η πΔΚ, λοιπόν, έχει θέση στα 200 τελευταία χρόνια της Ελλάδας. Και πρέπει να πάρει τη θέση που της αρμόζει στην ελληνική ιστορία. Πρέπει να επιβάλουμε να αναγνωριστεί και από τους αστούς, έστω ιστορικά (αν όχι και οι συνέπειες από το εκτελεστικό-νομοθετικό έργο της). Γιατί διαφορετικά, είναι σαν να λέμε ότι δεν μας ενδιαφέρει ούτε το να διδάσκεται η ιστορία της Εθνικής Αντίστασης (στα σχολεία του αστικού κράτους), και ότι κακώς οι Αντιστασιακοί διεκδικούσαν αναγνώριση και επίσημους εορτασμούς της Εθνικής Αντίστασης (από τις αστικές κυβερνήσεις). Είναι σαν να προσφεύγουμε οικειοθελώς σε “κρυφά σχολειά” (και να αγνοούμε την αποτυχία πειραμάτων εναλλακτικής παιδείας, που ούτε αυτά μπορούμε να “σηκώσουμε”) ή να μην λαμβάνουμε υπόψη το παράδειγμα (προς αποφυγή) της μνήμης του Ισπανικού Εμφυλίου, όπως έχει επιβληθεί από τους αστούς στην Ισπανία (ψυχολογικοποίηση-αποπολιτικοποίηση), με πολιτικές επιπτώσεις, την κυριαρχία του (σε κάθε περίπτωση, παραλυτικού) συναισθηματισμού στις τάξεις του λαού.
Από αυτή την άποψη, αλλά και για την εξοικείωση με τη ζωή με μια λαϊκή εξουσία, από αυτό το ιστολόγιο θα αρχίσει μια προσπάθεια ανάδειξης του έργου της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης της Δημοκρατίας της Ελλάδας. Η αρχή γίνεται, δικαιωματικά, με το νόμο 4/1948, “για την ακύρωση αγοραπωλησιών ακινήτων επί κατοχής” και την αιτιολογική έκθεση που τον συνόδευε. Αξίζει να σημειωθεί ότι και το υποβασταζόμενο από τους αγγλοαμερικάνους κράτος μοναρχικών και φασιστών ασχολήθηκε με το θέμα: με τη “γνωστή”, βεβαίως, αποτελεσματικότητα (βλ.εδώ)
***
Νόμος αριθ. 4 “Για την ακύρωση αγοραπωλησιών ακινήτων επί κατοχής” και αιτιολογική έκθεση
Αιτιολογική έκθεση
Προς το Υπουργικό Συμβούλιο
Στη Δημοκρατική κυβέρνηση έφτασαν αναφορές από διάφορους κατοίκους της ελεύθερης Ελλάδας, που ζητούν να ρυθμίσουμε το ζήτημα των ακινήτων που πουλήθηκαν στο διάστημα της πρώτης κατοχής. Νομίζουμε πως η κυβέρνησή μας πρέπει να ικανοποιήσει την αίτηση αυτή. Πρόκειται για ένα πολύ σοβαρό ζήτημα, που αν παρουσιάστηκε στις ελεύθερες περιοχές με όχι ακόμα έντονη μορφή, όμως απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες σ’ ολόκληρη τη χώρα. Πραγματικά, στο διάστημα της πρώτης κατοχής η πείνα και η δυστυχία ανάγκασε πολλούς, κυρίως μικροϊδιοχτήτες ή μικροχτηματίες, να πουλήσουν το μοναδικό τους ακίνητο για να διατηρηθούν στη ζωή αυτοί και η οικογένειά τους. Αλλά αυτές οι πωλήσεις μεταβλήθηκαν σε πραγματικό δράμα για τους πωλητές εξαιτίας της καθημερινής κατρακύλας που έπαιρνε η δραχμή τότε. Ενώ ο πωλητής λογάριαζε να ζήσει λίγους μήνες με το τίμημα που έπαιρνε, αυτό, εξαιτίας του πληθωρισμού, εξανεμιζόταν σε λίγες μέρες και ο πωλητής και έχανε το σπίτι του ή το χτήμα του και βρισκότανε σε λίγες μέρες μπρος στο ίδιο φάσμα της πείνας. Από το δράμα αυτό των μικροϊδιοχτητών επωφελήθηκαν κυρίως οι μαυραγορίτες και οι δωσίλογοι, που μετέτρεπαν τα κέρδη τους σε ακίνητα όσο βαυκαλίζονταν ακόμα από τη σιγουριά της χιτλερικής νέας τάξης. Ζήτημα στοιχειώδικης δικαιοσύνης είναι να επανορθωθεί αυτή η πραγματική ληστεία σε βάρος των μικροϊδιοχτητών ή μικροκτηματιών. Και μοναδική λύση, κατά τη γνώμη μας, είναι η ακύρωση χωρίς πολλές διαδικασίες όλων αυτών των αγοραπωλησιών. Την ακύρωση αυτή διατάσσει το άρθρο 1 του σχεδίου νόμου που υποβάλλουμε στην κρίση σας. Είναι φανερό πως η ακύρωση αυτή έχει για συνέπεια ν’ ακυρωθούν και όλες οι αγοραπωλησίες που έγιναν τυχόν στο ίδιο ακίνητο μεταγενέστερα, καθώς και τα τυχόν ενυπόθηκα βάρη που επιβάρυναν μεταγενέστερα το ακίνητο.
Αλλά θα ήταν λάθος αν αντιμετωπιζόταν το ζήτημα με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από την οικονομική κατάσταση του αγοραστή. Γιατί, αν ο πραγματικά εκμεταλλευτής αγοραστής πρέπει να θεωρηθεί πως επωφελήθηκε αρκετά από την ουσιαστική ληστεία που έγινε σε βάρος του πωλητή, με το να έχει στην κατοχή του το ακίνητο τόσα χρόνια τώρα, ο μικρός αγοραστής και ιδιαίτερα ο φτωχός, πρέπει μαζί με την ωφέλεια της κατοχής τόσα χρόνια του ακινήτου, να αναλάβει και το τίμημα που πλήρωσε για την αγορά του ή, στην περίπτωση του φτωχού αγοραστεί, να έχει μια εξαιρετική προστασία. Από την άλλη πλευρά, ο πολύ πλούσιος ιδιοχτήτης που πούλησε τότε το ακίνητό του και που επωφελείται κι αυτός από την ακύρωση, πρέπει να υποχρεωθεί να πληρώσει ένα σοβαρό ποσό από το κέρδος αυτό που έχει με την επιστροφή του ακινήτου. Αυτές οι διακρίσεις είναι απαραίτητες για να τοποθετηθεί το μέτρο σε μια δημοκρατική βάση, χωρίς να ξεφύγει από το σκοπό του, που είναι η αποκατάσταση μιας αδικίας που διαπράχτηκε τότε εξαιτίας του πληθωρισμού.
Τις διακρίσεις αυτές ορίζουν τα άρθρα 4 και επόμενα. Καθορίζουμε πρώτα στο άρθρο 4 το κριτήριο για τη διάκριση σε πλούσιους αγοραστές, σε μεσαίους και σε φτωχούς. Είναι φανερό πως ένας που αγόρασε επί κατοχής περισσότερα από ένα διώροφο ακίνητο ή από δύο μονώροφα ή ανάλογα αγροτικά, είναι από κείνος που εκμεταλλευότανε τη λαϊκή δυστυχία της εποχής εκείνης. Όπως επίσης πως εκείνος που αγόρασε ένα μικρό σπιτάκι ή ένα μικρό χωράφι δε μπορεί να θεωρηθεί εκμεταλλευτής. Ανάμεσα στις δυο αυτές κατηγορίες έρχονται όσοι βρήκαν τότε την ευκαιρία και απόχτησαν ένα σπίτι ή ένα χωράφι. Για την πρώτη κατηγορία ορίζεται με το νομοσχέδιο πως η αξία σε σημερινές δραχμές που πρέπει να πληρώσει ο πωλητής πηγαίνει σε ειδικό ταμείο για να αποζημιωθούν οι φτωχοί αγοραστές και επομένως ο πλούσιος αγοραστής δεν παίρνει τίποτα, αλλά επιστρέφει το ακίνητο. Οι μεσαίοι αγοραστές παίρνουν τη σημερινή αξία των χρημάτων που πλήρωσαν τότε για ν’ αγοράσουν το ακίνητο. Αυτό, μαζί με την ωφέλεια που είχαν από την εκμετάλλευση του ακινήτου από τον καιρό της αγοράς ως τα σήμερα, αποτελεί την αποζημίωσή τους. Οι φτωχοί αγοραστές έχουν δυο λύσεις. Ή θα συμφωνήσουν με τον πωλητή να κρατήσουν το ακίνητο, και τότε θα εισπράξει ο πωλητής από το ειδικό ταμείο του άρθρου 8 τα 70% από τη σημερινή αξία του ακινήτου, ή θα επιστρέψουν το ακίνητο και θα εισπράξουν αυτοί από το ταμείο τη σημερινή αξία του ακινήτου. Με τον τρόπο αυτό, στην περίπτωση του φτωχού αγοραστή, ούτε ο ένας χάνει, ούτε ο άλλος.
Για τους αναγνωρισμένα εύπορους πωλητές ορίζεται στο άρθρο 10 πως πληρώνουν μια ειδική εισφορά, που καθορίζεται από τον υπουργό των Οικονομικών και μπορεί να φθάσει ως τα 80% από τη σημερινή αξία του ακινήτου. Η έννοια του ποιος είναι ομολογούμενα πλούσιος είναι γνωστή. Οπωσδήποτε όμως σε τελευταίο στάδιο μπορεί το Λαϊκό δικαστήριο να λύσει μια αμφισβήτηση που τυχόν θα υπάρξει γύρω από την έννοια αυτή. Το προϊόν της αναγκαστικής αυτής εισφοράς θα διατεθεί για την ανοικοδόμηση εργατικών και αγροτικών κατοικιών. Όπως επίσης και η υπόλοιπη περιουσία του ταμείου ύστερα από τη διάλυσή του. Επειδή ιδιαίτερα στην περίπτωση του εύπορου πωλητή μπορεί να υπάρξει συμπαιγνία ανάμεσα στον πωλητή και στον αγοραστεί, με το άρθρο 11 προβλέπεται πως το Λαϊκό συμβούλιο αποχτά αυτό το ακίνητο αν ο πωλητής δε θέλει να επωφεληθεί από το νόμο.
Αυτές τις λύσεις αντιμετωπίζει το νομοσχέδιο, που πιστεύουμε πως ανταποκρίνεται και στο συμφέρον των ενδιαφερομένων και σε μια δημοκρατική έννοια της δικαιοσύνης. Μια σειρά άλλα ζητήματα λύνονται από το νομοσχέδιο, αλλά επειδή πάντα θα δημιουργηθούν και νέα ζητήματα στην εφαρμογή του, προβλέπεται με το άρθρο 13 πως οι λεπτομέρειες για την εφαρμογή του νόμου θα ορισθούν με διάταγμα.
Στην έδρα της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης
3 του Φλεβάρη 1948
Ο υπουργός της Δικαιοσύνης
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΗΣ
Ο υπουργός των Οικονομικών
ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΑΡΤΖΙΩΤΑΣ
***
ΝΟΜΟΣ ΑΡΙΘ. 4
Για την ακύρωση αγοραπωλησιών ακινήτων επί κατοχής
Έχοντας υπόψη την Ιδρυτική μας πράξη της 23 του Δεκέμβρη 1947
Αποφασίζουμε
Άρθρο 1
Ακυρώνονται όλες οι αγοραπωλησίες ακινήτων αστικών και αγροτικών, που έγιναν στο χρονικό διάστημα από τις 6 του Απρίλη 1941 μέχρι 14 του Νοέμβρη 1944. Επίσης ακυρώνονται και οι αναγκαστικοί τους πλειστηριασμοί που έγιναν στο ίδιο αυτό χρονικό διάστημα. Επίσης θεωρούνται άκυρες και οι μεταγενέστερες αγοραπωλησίες ή πλειστηριασμοί, καθώς και τα μεταγενέστερα από την πώληση ενυπόθηκα βάρη πάνω στο ακίνητο της ίδιας κατηγορίας.
Άρθρο 2
Οι αρμόδιοι φύλακες μεταγραφών, με αίτηση του ενδιαφερομένου, σημειώνουν την ακύρωση του πωλητηρίου συμβολαίου στο περιθώριο του βιβλίου μεταγραφών, χωρίς άλλη διατύπωση.
Η αίτηση αυτή πρέπει, με ποινή ακυρότητας, να υποβληθεί μέσα σε 6 μήνες από σήμερα για τις απελευθερωμένες περιοχές ή 6 μήνες από τη στιγμή της εγκατάστασης της λαϊκής εξουσίας σε κάθε άλλη απελευθερωμένη περιοχή. Σαν χρονικό σημείο εγκατάστασης της λαϊκής εξουσίας θεωρείται η εκλογή Λαϊκού συμβουλίου στο ελεύθερο χωριό ή πόλη.
Άρθρο 3
Για να είναι ισχυρή η αίτηση, πρέπει να συνοδεύεται είτε από γραμμάτιο κατάθεσης στο δημόσιο ταμείο του ισότιμου σε σημερινές δραχμές του τιμήματος που πουλήθηκε τότε το ακίνητο, είτε με απόδειξη παραλαβής από το δικαιούχο σύμφωνα με το άρθρο 9 του ισότιμου αυτού του τιμήματος, ανάλογα με τις περιπτώσεις. Η κατάθεση στο δημόσιο ταμείο ή στο ταμείο του Λαϊκού συμβουλίου γίνεται υπέρ του ταμείου αποζημίωσης φτωχών αγοραστών ακινήτων επί κατοχής, που συσταίνεται με τούτο το νόμο. Σε περίπτωση που σύμφωνα με απόφαση του Λαϊκού δικαστηρίου πρόκειται ο πωλητής να καταβάλει σε δόσεις το ισότιμο αυτό, στην αίτηση επισυνάπτεται η απόφαση του Λαϊκού δικαστηρίου και απόδειξη πως κατέβαλε την πρώτη δόση.
Άρθρο 4
Σύμφωνα με την έννοια του παρόντος νόμου, εύπορος αγοραστής ακινήτου θεωρείται εκείνος που, στο χρονικό διάστημα που αναφέρεται στο άρθρο 1, αγόρασε, είτε στο όνομά του, είτε στο όνομα συγγενών του σε ευθεία γραμμή επ’ άπειρο, σε πλάγια γραμμή και εξ αγχιστείας μέχρι τρίτου βαθμού ή συζύγου, περισσότερα από ένα διώροφο ή από δύο μονώροφα αστικά ακίνητα ή αγροτικά κτήματα μεγαλύτερα συνολικά από 100 στρέμματα. Μεσαίος αγοραστής θεωρείται εκείνος που αγόρασε στ’ όνομά του ή στο όνομα συγγενών του, όπως πιο πάνω, ένα μόνο διώροφο ή δύο το πολύ μονώροφα σπίτια ή αγροτικά το πολύ 100 στρέμματα. Φτωχός αγοραστής θεωρείται εκείνος που αγόρασε μικρό ακίνητο που η προπολεμική του τιμή συνολικά δεν υπερέβαινε τις 100 χιλιάδες δραχμές για μεγάλες πόλεις ή 50 χιλιάδες δραχμές για μικρές πόλεις και χωριά, ή αγροτικά κτήματα μικρότερα συνολικά από 20 στρέμματα. Όταν πρόκειται για αγροτικά κτήματα με εξαιρετική απόδοση, το Λαϊκό δικαστήριο με αίτηση του ενδιαφερομένου, μπορεί να ελαττώσει τα διακριτικά όρια στα στρέμματα για κάθε κατηγορία αγοραστών, που ορίζονται στο άρθρο αυτό.
Αγορες ακινήτων από συγγενείς σε ευθεία γραμμή επ’ άπειρο, σε πλάγια γραμμή και εξ αγχιστείας μέχρι τρίτο βαθμό ή συζύγους θεωρούνται με νόμιμο τεκμήριο πως έγιναν από ένα και το ίδιο πρόσωπο.
Άρθρο 5
Οι εύποροι αγοραστές δεν έχουν δικαίωμα να πάρουν καμιά αποζημίωση για την ακύρωση των αγοραπωλησιών τους. Αυτοί που πούλησαν ακίνητα σε εύπορο αγοραστή καταθέτουν το ισότιμο σε σημερινές δραχμές του τιμήματος στο δημόσιο ταμείο επ’ ονόματι του ταμείου αποζημίωσης φτωχών αγοραστών ακινήτων επί κατοχής. Το Λαϊκό δικαστήριο της περιφερείας του ακινήτου μπορεί με αίτηση του ενδιαφερομένου, αν βεβαιωθεί πως η οικονομική κατάσταση του πωλητή δεν επιτρέπει απολύτως την άμεση καταβολή ολόκληρου του ισότιμου, να διατάξει την καταβολή σε δόσεις που ορίζει το ίδιο, πάντως σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια.
Άρθρο 6
Οι μεσαίοι αγοραστές ακινήτων έχουν δικαίωμα να πάρουν από τον πωλητή το ισότιμο του τιμήματος σε σημερινές δραχμές. Αν ο πωλητής έχει καταθέσει το ισότιμο αυτό του τιμήματος στο δημόσιο ταμείο ή στο ταμείο του Λαϊκού συμβουλίου, ο αγοραστής δικαιούται ν’ αναλάβει το ποσό με απόφαση του προέδρου του Λαϊκού δικαστηρίου της περιφερείας του ακινήτου. Ο δημόσιος ταμίας υποχρεούται να επιστρέψει το ποσό στο δικαιούχο που θα του προσκομίσει απόφαση του προέδρου.
Το Λαϊκό δικαστήριο της περιφερείας του ακινήτου μπορεί να διατάξει την καταβολή του ισότιμου σε δόσεις μέσα σε χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, αν βεβαιωθεί πως η οικονομική κατάσταση του πωλητή δεν επιτρέπει απολύτως την άμεση καταβολή του.
Άρθρο 7
Οι φτωχοί αγοραστές έχουν το δικαίωμα να πάρουν από το ταμείο αποζημίωσης των φτωχών αγοραστών ακινήτων επί κατοχής ολόκληρη τη σημερινή αξία του ακινήτου που η κυριότητά του επιστρέφεται στον πωλητή σύμφωνα με το άρθρο 1. Η αξία αυτή ορίζεται από το Λαϊκό δικαστήριο της περιφερείας του ακινήτου. Ο πωλητής στην περίπτωση αυτή καταθέτει στο ταμείο το ισότιμο του τιμήματος που πήρε στην πώληση.
Αν συμφωνήσουν ο πωλητής και ο φτωχός αγοραστής ακινήτου, μπορεί ο πωλητής να παραιτηθεί από το δικαίωμά του ν’ ακυρώσει την αγοραπωλησία με δήλωσή του στο φύλακα μεταγραφών. Στην περίπτωση αυτή, ο πωλητής έχει δικαίωμα να πάρει από το ταμείο τα 70% από την σημερινή αξία του ακινήτου με απόφαση του προέδρου του Λαϊκού δικαστηρίου της περιφερείας του ακινήτου και το ακίνητο μένει στον αγοραστή.
Άρθρο 8
Ιδρύεται Ταμείο αποζημίωσης φτωχών αγοραστών ακινήτων επί κατοχής, με πόρους τα έσοδα που ορίζονται στο νόμο αυτό. Η διοίκηση του ταμείο και όλα τα σχετικά με τη λειτουργία του ορίζονται με διάταγμα που εκδίδεται από τον υπουργό της Δικαιοσύνης.
Η διάθεση του υπολοίπου της περιουσίας του ταμείου ύστερα από την εκκαθάριση όλων των λογαριασμών και τη διάλυσή του, γίνεται για την ανοικοδόμηση εργατικών και αγροτικών κατοικιών. Οι λεπτομέρειες ορίζονται με κοινή απόφαση των υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών.
Άρθρο 9
Η μετατροπή του τιμήματος από την αξία που είχε όταν πουλήθηκε το ακίνητο σε σημερινές δραχμές, γίνεται από το Λαϊκό δικαστήριο της περιφερείας του ακινήτου με αίτηση του ενδιαφερομένου. Το Λαϊκό δικαστήριο παίρνει υπόψη του τη μέση αξία της δραχμής στο τρίμηνο από τη μέρα που έγινε η αγοραπωλησία με βάση τις τιμές διαφόρων ειδών, τον τιμάριθμο και κάθε άλλο χρήσιμο στοιχείο στο χρονικό αυτό διάστημα. Και μετατρέπει την αξία αυτή σε σημερινές δραχμές, παίρνοντας υπόψη τα ίδια στοιχεία τον καιρό που γίνεται η μετατροπή. Κριτήρια για την αξία της δραχμής στο διάστημα της κατοχής, σε σχέση με την σημερινή δραχμή, που συντάσσονται από το αρμόδιο υπουργείο ή από τον αρμόδιο κρατικό οργανισμό, είναι υποχρεωτικά για το Λαϊκό δικαστήριο.
Άρθρο 10
Πωλητές ακινήτων επί κατοχής ομολογούμενα πλούσιοι, που ωφελούνται από την εφαρμογή του νόμου αυτού, μπορούν με απόφαση του υπουργού των Οικονομικών να φορολογηθούν με ειδική εισφορά, που μπορεί να φθάσει ως τα 80% της σημερινής αξίας του ακινήτου. Το προϊόν της φορολογίας αυτής διατίθεται για την ανοικοδόμηση εργατικών και αγροτικών κατοικιών.
Άρθρο 11
Σε περίπτωση που πωλητές ακινήτων επί κατοχής δε θέλουν να επωφεληθούν από το νόμο αυτό, το Λαϊκό συμβούλιο της περιφερείας του ακινήτου υπεισέρχεται στα δικαιώματά τους και γίνεται αυτό ιδιοκτήτης του ακινήτου που ακυρώνεται η αγοραπωλησία σύμφωνα με τούτον τον νόμο.
Άρθρο 12
Τα ζητήματα κατοχής των ακινήτων που ακυρώνονται οι αγοραπωλησίες κανονίζονται από το Λαϊκό δικαστήριο της περιφερείας του ακινήτου. Το ίδιο δικαστήριο είναι αρμόδιο να λύνει κάθε διαφορά που θα προκύψει από την εφαρμογή του νόμου αυτού.
Άρθρο 13
Κάθε λεπτομέρεια για την εφαρμογή του νόμου αυτού μπορεί να οριστεί με διάταγμα που εκδίδεται από τον υπουργό της Δικαιοσύνης.
Άρθρο 14
Κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει αντιρρήσεις είτε εναντίον της μεταγραφής που έκανε ο πωλητής, είτε εναντίον άλλης ενέργειας του πωλητή ή άλλου, σε εφαρμογή του νόμου αυτού, μπροστά στο Λαϊκό δικαστήριο της περιφερείας του ακινήτου. Οι αντιρρήσεις είναι απαράδεκτες αν περάσει ένας χρόνος από τη στιγμή της εγκατάστασης της λαϊκής εξουσίας στην περιφέρεια του ακινήτου. Εξαιρετικά στην περίπτωση του άρθρου 11, μπορεί το Λαϊκό συμβούλιο να ενεργήσει τη μεταγραφή ή να υποβάλει αντιρρήσεις υπερασπίζοντας το δικαίωμα που πηγάζει από το άρθρο 11, μέσα σε χρονικό διάστημα 18 μηνών από την εγκατάσταση της λαϊκής εξουσίας.
Άρθρο 15
Ο νόμος αυτός θα υποβληθεί στην έγκριση της Λαϊκής εθνοσυνέλευσης μόλις αυτή συγκληθεί.
Στην έδρα της Προσωρινής Δημοκρατικής κυβέρνησης
6 του Φλεβάρη 1948
Ο Πρόεδρος
Στρατηγός ΜΑΡΚΟΣ
Τα Μέλη
ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ ΡΟΥΣΟΣ, ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΗΣ, ΠΕΤΡΟΣ ΚΟΚΚΑΛΗΣ, ΒΑΣΙΛΗΣ ΜΠΑΡΤΖΙΩΤΑΣ, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΒΛΑΝΤΑΣ, ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΣΤΡΙΓΓΟΣ
Θεωρήθηκε και σφραγίστηκε
Στην έδρα της Προσωρινής Δημοκρατικής κυβέρνησης
6 του Φλεβάρη 1948
ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΠΟΡΦΥΡΟΓΕΝΗΣ
Δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Προσωρινής Κυβέρνησης, χρόνος 1ος, αριθ. φύλλου 3, Ελεύθερη Ελλάδα, Έδρα της Προσωρινής Κυβέρνησης, 7 του Φλεβάρη 1948.
Αντίγραφο της εφημερίδας υπάρχει στην ιστοσελίδα των ΑΣΚΙ.
πηγή: parapoda.gr
e-prologos.gr