Δημήτρης Μαυρίδης
Για τους πιτσιρικάδες περασμένων δεκαετιών, παιδιά του ανέμελου παιχνιδιού της γειτονιάς και της αλάνας, ο χρόνος και ο χώρος δράσης ήταν οριοθετημένος από τη μητέρα και, κάθε φορά που αυτός παραβιαζόταν, επιστρατεύονταν τα μεγαλύτερα αδέρφια ή, ακόμα χειρότερα, ο πατέρας κραδαίνοντας συνήθως τη θρυλική greek army καφέ σαγιονάρα, αυτό το υπερόπλο πάταξης κάθε απειλής ανθρώπινης ή (sic) αρθρόποδης, για την αποκατάσταση της τάξης. Τότε, η τσακαλοπαρέα, αντιλαμβανόμενη σαν από ένστικτο τον κίνδυνο, έδινε το σύνθημα στο σύντροφο – στόχο και αυτός επιδιδόταν σε ένα απίστευτο σπριντ, προκειμένου να «τις μαζέψει» στο σπίτι του και να γλιτώσει το ρεζιλίκι.
Τα χρόνια πέρασαν και στη διαδικασία ελέγχου τέθηκε η τεχνολογία της κινητής τηλεφωνίας. Ο χωροχρόνος των εφήβων διευρύνθηκε πολύ και ο «έλεγχος» περιορίστηκε σε μια κλήση ή ένα sms, στο «πού είσαι;» και στο «έρχεσαι;». Το sms, ωστόσο, δεν αποτέλεσε μόνο μέσο «ελέγχου» προς όφελος των γονιών, αλλά και μέσο άμεσης επικοινωνίας και ταχύτατης συνεύρεσης της παρέας των συνομηλίκων. Δηλαδή, συνετέλεσε περισσότερο στην απελευθέρωση της νεολαίας από τα δεσμά του χρόνου και του χώρου παρά στην αδιάκοπη επιτήρησή της από τους ενηλίκους. Και είναι πράγματι σημαντική απόδειξη της απελευθέρωσης το γεγονός ότι μπορείς να στέλνεις μήνυμα από το καφέ – τυροπιτάδικο τη στιγμή που υποτίθεται ότι βρίσκεσαι στο σπίτι του συμμαθητή σου για τη διεκπεραίωση της ομαδικής εργασίας.
Το ίδιο, φυσικά, ίσχυσε και για τους ενηλίκους σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς τους. Όχι φυσικά ως προς την επιτήρησή τους από άλλους, αλλά ως προς την ελευθερία κινήσεων. Ειδικά μετά την ανακάλυψη του viber, του messenger και του WhatsApp από τον τεχνοφοβικό πενηντάρη και εξηντάρη και την εξοικείωσή του μ’ αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας, όλα έδειχναν πολύ φρι και κουλ για τις ηλικιακές ομάδες των –ηντάρηδων.
Όμως, ο παλιός είναι αλλιώς και ο πρόγονος όλων των παραπάνω, το sms, περίμενε καρτερικά επί χρόνια για να πάρει την εκδίκηση για τον παραγκωνισμό του με τη μορφή όχι του γνωστού «κρύου πιάτου», αλλά ενός αόρατου πτυσσόμενου λουριού και ενίοτε μιας φανταστικής αλυσίδας. Η εμφάνιση του sms στο προσκήνιο με τη μορφή αυτή έγινε στην πρώτη φάση της πανδημίας Covid-19 και καθιερώθηκε με διάφορες παραλλαγές καθόλη τη διάρκειά της. Σήμερα, αποτελεί μία sine qua non συνθήκη στη ζωή μας, καθώς κάποιοι θεώρησαν ότι το sms, και όχι η χρηματοδότηση του δημοσίου συστήματος υγείας, συντελεί τα μέγιστα στην καταπολέμηση του θανατηφόρου ιού. Sms VS κορωνοϊού!
Η θέση αυτή βασίζεται στην άποψη ότι οι ειδικοί – χωρίς να ξέρουμε για ποιους ειδικούς κάθε φορά μιλάμε – θα πρέπει να γνωρίζουν το σκοπό της εξόδου μας από το σπίτι, ώστε σε περίπτωση που κάποια στιγμή βρεθούμε θετικοί στον ιό να πραγματοποιηθεί πιο εύκολα η γνωστή ιχνηλάτηση και να εντοπιστούν πιο σύντομα – αν όχι άμεσα – άτομα με τα οποία ήρθαμε σε επαφή και είναι πλέον εν δυνάμει υποψήφια κρούσματα. Και αν αυτό το σκεπτικό περιέχει μια υποτυπώδη λογική – που και πάλι βασιζόμενος ένας επιστήμονας μόνο σ’ αυτό δύσκολα θα μπορούσε να καταλήξει σε ακριβή συμπεράσματα – καμία λογική δεν υπάρχει στη διενέργεια καταγραφής και καταμέτρησης των μετακινήσεων ενός ατόμου ή πλήθους ατόμων σε ένα συγκεκριμένο διάστημα χρόνου. Επίσης, δεν έχει κανένα νόημα να γνωρίζει κάποιος ειδικός αν από τις δώδεκα μέχρι τις δύο το μεσημέρι του Σαββάτου δυο εκατομμύρια άνθρωποι έστειλαν sms για να πάνε να ψωνίσουν ή να επισκευάσουν το αυτοκίνητό τους. Γιατί απλούστατα, τα καταστήματα τροφίμων και τα συνεργεία είναι χιλιάδες σε όλη τη χώρα και είναι απίθανο ο αναφερόμενος αριθμός πολιτών να βρίσκεται ταυτόχρονα μέσα σε όλα ή σε ένα από αυτά. Όλα τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον χρονικό περιορισμό μετακινήσεων ή την απαγόρευση εξόδου προσδίδουν στο ζήτημα της μετακίνησης μία επίφαση περιπλοκότητας. Ωστόσο, το κουβάρι της επιβεβλημένης επιτηρούμενης μετακίνησης μπορεί εύκολα να ξεμπλεχτεί, εάν χρησιμοποιήσουμε την απλή λογική. Οι κατεξοχήν ειδικοί, οι γιατροί – και όχι οι άσχετοι και μονίμως παρεμβατικοί σε ξένα με την επαγγελματική τους ιδιότητα κυβερνώντες – συνιστούν συγκεκριμένα μέτρα πρόληψης τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στην τήρηση των κανόνων υγιεινής, στην αποφυγή του συνωστισμού και των στενών επαφών και στη χρήση της μάσκας. Και όλα αυτά έως ότου εμβολιαστεί ικανός αριθμός πολιτών και περιοριστούν στο ελάχιστο τα κρούσματα ή εκμηδενιστούν. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Εύλογα, λοιπόν, καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι όλα τα υπόλοιπα περί μετακινήσεων είναι εκ του πονηρού και ότι σκοπίμως οι ιθύνοντες έχουν ταυτίσει τη μετακίνηση με τη διασπορά και το θανατικό. Επιπλέον, επειδή – εκ των πραγμάτων – οι από πάνω θεωρούν τον πολίτη αφελή, ανόητο και κρετίνο (για το αληθές του λόγου βλέπε το ποιόν των τελευταίων νομοθετημάτων), κατσικώνουν το χωροφύλακα σε κάθε γωνιά ο οποίος με αυξημένη δικαιοδοσία ελέγχει την κινητή σου συσκευή, το «πού πας» και το «γιατί πας». Πολλές φορές το όργανο της τάξης είναι αυτό που ρυθμίζει το λουράκι επαναφοράς, όταν αυτό κρίνει αν ακολουθείς την προβλεπόμενη από τον αριθμό του sms μετακίνηση ή έχεις παρεκκλίνει της πορείας σου. Ειδικά, σε περίπτωση υπέρβασης του επιτρεπόμενου χρόνου – κι ας περπατάει κάποιος ολομόναχος στις ερημιές στις ένδεκα το βράδυ – το λουράκι μαζεύεται βιαίως με το κόψιμο του προστίμου. Πρόκειται, φυσικά, για ένα χτύπημα κάτω από τη μέση, στην περιοχή του αδύνατου σημείου της τσέπης του οικονομικά καθημαγμένου εδώ και πολλά χρόνια λαού. Η χαρά του εισπρακτικού «λειτουργού»!
Αναμφισβήτητα, λοιπόν, ζούμε στο ρυθμό των sms. Ο βαθμός επικινδυνότητας της πανδημίας και ο τρόπος αντιμετώπισής της ορίζεται αποκλειστικά από τους επιστήμονες ιατρούς, τους κανόνες των οποίων ακολουθούν οι πολίτες, εφόσον βέβαια οι οδηγίες τους βασίζονται σε στέρεα και αξιόπιστα πορίσματα της επιστήμης τους. Οι ασκήσεις πειθάρχησης και χειραγώγησης των ατόμων μέσω του καθημερινού sms για προκαθορισμένες μετακινήσεις όπως και η απαγόρευση της βραδινής κυκλοφορίας θυμίζουν άλλες εποχές και δε συνάδουν με τις δημοκρατικές κατακτήσεις των πολιτών. Θα πρέπει άμεσα να αντιδράσει η κοινωνία σε κάθε είδους περιορισμό άσχετο με την πανδημία και κυρίως στην περαιτέρω χρήση του sms, αυτού του λουριού επαναφοράς στην «τάξη» και τη «νομιμότητα». Γιατί δε θέλει και πολύ το πτυσσόμενο αυτό λουράκι να μετατραπεί σε μια αόρατη αλυσίδα περιορισμού των ελευθεριών που μέχρι πριν λίγο καιρό θεωρούνταν δεδομένες. Ο εθισμός, ιδιαίτερα των νέων ανθρώπων, σε τέτοιου είδους περιορισμούς και απαγορεύσεις θα σημάνει αναπόφευκτα και το τέλος της ελευθερίας.
Μαυρίδης Δημήτρης
e-prologos.gr