Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
Αγιογραφικές διακηρύξεις περί δεξιοτήτων
Στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμα όλων των σχολείων θα ενταχθεί, από τη νέα σχολική χρονιά, η δράση «εργαστήρια δεξιοτήτων» είπε η υπουργός Παιδείας, Νίκη Κεραμέως, σε διαδικτυακή εκδήλωση (6/3). «Τα Εργαστήρια Δεξιοτήτων αποτελούν καινοτόμο διδακτική και εκπαιδευτική δράση, η οποία συνίσταται στην πιλοτική προσθήκη νέων θεματικών κύκλων στο Νηπιαγωγείο και στο υποχρεωτικό ωρολόγιο πρόγραμμα του Δημοτικού και του Γυμνασίου, αξιοποιώντας μεθόδους διερευνητικής – ανακαλυπτικής μάθησης. Στόχος είναι η ενίσχυση της καλλιέργειας ήπιων δεξιοτήτων, δεξιοτήτων ζωής και δεξιοτήτων τεχνολογίας και επιστήμης στους μαθητές και στις μαθήτριες, σε συνδυασμό με τη διαμόρφωση ενός σύγχρονου πλαισίου προγράμματος με δομή Ανοικτών, Ζωντανών Προγραμμάτων Σπουδών και Διαδικασιών».
Τα ίδια περίπου είχε διακηρύξει τον Ιούλιο του 2019, η υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως, σε συνέντευξή της. Λίγο αργότερα (Οκτώβριος του 2019), η κ. Κεραμέως, σε ημερίδα του ΙΟΒΕ, είχε αποκαλύψει ότι υπάρχει «διττή στόχευση: αφ’ ενός βέλτιστη αξιοποίηση της γνώσης, αφ’ ετέρου βελτίωση της προσαρμοστικότητας των νέων σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον». Πριν από λίγους μήνες (Ιούνιος 2020), η υπουργός Παιδείας, σε ομιλία της στη Βουλή παρουσιάζοντας τους βασικούς στόχους του νομοσχεδίου για την Παιδεία, σημείωσε με έμφαση ότι «θέλουμε να αλλάξουμε τα πράγματα από τη βάση προς τα πάνω, να δώσουμε περισσότερα εφόδια στους μαθητές, να καλλιεργήσουμε χρήσιμες δεξιότητες και να επενδύσουμε στις δυνατότητες της εκπαιδευτικής κοινότητας».
«Σκονάκια ΟΟΣΑ» για αντιγραφή από όλους τους υπουργούς Παιδείας
Όλες αυτές οι αγιογραφικές διακηρύξεις περί των δεξιοτήτων δεν αποτελούν πρωτόγνωρες «καινοτομίες» με την σφραγίδα της σημερινής κυβέρνησης της ΝΔ και της υπουργού Παιδείας Ν. Κεραμέως. Είναι τα «σκονάκια» – κείμενο της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ για την εκπαιδευτική πολιτική που εστιάζουν στην ανάγκη βελτίωσης των δεξιοτήτων με προτεραιότητα τους τομείς της «καινοτομίας» και της «επιχειρηματικότητας» καθώς και στη μέθοδο «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» (learning to learn), η οποία αποτελεί, μάλιστα, μία από τις οκτώ δεξιότητες που έχει αποφασίσει η Ε.Ε. ότι πρέπει να δίνονται μέσω της εκπαιδευτικής διαδικασίας για τη «διά βίου μάθηση». Αυτές οι «καινοτομίες» υποτίθεται ότι συνιστούν το αντίδοτο στα «παρωχημένα αναλυτικά προγράμματα», στην «κουραστική εγκύκλια γνώση» και στην «αποστήθιση και τη μηχανική μάθηση» που «μετατρέπει τους μαθητές σε παθητικούς αποδέκτες». Χαρακτηριστική η έκθεση του ΟΟΣΑ «Το μέλλον της εκπαίδευσης και των δεξιοτήτων. Η εκπαίδευση το 2030» (Τhe future of education and skills. Education 2030).
Τα ίδια ακριβώς «σκονάκια» για «ήπιες δεξιότητες», «χρήσιμες δεξιότητες», «νέες εκπαιδευτικές θεματικές» και τα «εργαστήρια δεξιοτήτων» έχουν χρησιμοποιήσει όλες οι ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας από το 2010 (Αννα Διαμαντοπούλου) και μετά, καθώς απλά αναπαράγουν την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ και το εκπαιδευτικό του πρόγραμμα στην προοπτική ανάπτυξης μιας ευέλικτης εργατικής δύναμης σε συνθήκες καθολικής εργασιακής ανασφάλειας.
Το φτηνό ευέλικτο και πειθαρχημένο σχολείο της αγοράς
Κρίσιμο είναι το θέμα των δεξιοτήτων, γιατί συνδέεται με το τι και το πώς μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, τι άνθρωπο, τι εργαζόμενο πρέπει να βγάλει το σχολείο, ώστε να είναι φτηνός, πειθαρχημένος, αποδοτικός και εκμεταλλεύσιμος. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων (ΣΕΒ), που επηρεάζει ή και χαράσσει την πολιτική των εκάστοτε κυβερνήσεων, απαιτεί «επένδυση σε περισσότερες, καλύτερες και σύγχρονες δεξιότητες, οι οποίες είναι αναγκαίες για την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων».
Στην εποχή της ευαλσφάλειας, της συντριβής της μόνιμης εργασίας και των ελαστικών σχέσεων εργασίας, η γενική παιδεία ισοπεδώνεται και αποθεώνονται οι αποσπασματικές «δεξιότητες»: ο χειρισμός πληροφοριών αντί της κριτικής σκέψης, ο κατακερματισμός της γνώσης σε χρήσιμα στοιχεία. Αυτή η χρησιμοθηρία οδηγεί στην αδυναμία συνολικής θεώρησης του σύγχρονου κόσμου, εξήγησης και αμφισβήτησής του. Παράλληλα επιδιώκεται να προσαρμοστεί η εκπαίδευση και η εργατική δύναμη στις «νέες συνθήκες», με άλλα λόγια, στην ευελιξία, αποδοτικότητα, ανταγωνιστικότητα, επιχειρηματικότητα, απασχολησιμότητα, κόστος, κλπ, αλλά και να τις αναπτύξει, να τις τυποποιήσει περισσότερο, να τις μετρήσει και να τις ελέγξει, ώστε να διαμορφώσει το σημερινό εργαζόμενο με εργασιακές προδιαγραφές 19ου αιώνα και παραγωγικές δυνάμεις 21ου αιώνα!
«Η βελτίωση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης» εξαγγέλλεται ως ένας βασικός στόχος του «νέου σχολείου». Σ’ αυτή την κατεύθυνση θα λειτουργεί και η αξιολόγηση με βάση τις αρχές και τους στόχους του «νέου σχολείου»: «Γνώση που δεν πουλάει δεν είναι γνώση. Ικανότητες που δεν εμπορευματοποιούνται δεν είναι ικανότητες». Με άλλα λόγια η «ποιότητα» ισοδυναμεί με «γνώσεις» και δεξιότητες που απαιτεί η αγορά, η οποία στο «αποκεντρωμένο» σχολείο εμπλέκεται άμεσα στη διαμόρφωση των αναλυτικών προγραμμάτων, στον εκσυγχρονισμό των μέσων διδασκαλίας και στην αξιολόγηση σχολείων και εκπαιδευτικών.
Επιδιώκεται έτσι να διαμορφωθεί ένας τύπος ανθρώπου και, κυρίως, εργαζομένου που πρέπει να είναι ευέλικτος και προσαρμόσιμος στις αλλαγές στην αγορά εργασίας και κυρίως παραγωγικός και πειθήνιος. Το «νέο σχολείο» προκρίνει στη θέση της μόρφωσης και της ολοκληρωμένης γνώσης την εκμάθηση δεξιοτήτων, τη συσσώρευση πληροφοριών και ασπόνδυλες γνώσεις.
Η «εκμάθηση της μάθησης», με στόχο την επιλεκτική αξιοποίηση τεμαχισμένων γνώσεων σε συνθήκες εργασίας που αλλάζουν απαιτεί την εξοικείωση του μαθητή με δεξιότητες απαραίτητες στην αγορά εργασίας, τον εφοδιασμό του με ένα «κουτί πρώτων βοηθειών» γεμάτο βασικές γνώσεις/δεξιότητες με τις οποίες θα βγει στην αγορά εργασίας ώστε να είναι αποδοτικός και εκμεταλλεύσιμος, δηλαδή ακόμα πιο φτηνός. Αυτές οι κατευθύνσεις αποτυπώνονται ακόμα πιο έντονα στα μέτρα για την Τεχνική και Επαγγελματική Εκπαίδευση με βάση τη διττή προσέγγιση, την κατεύθυνση της ΕΕ για «μάθηση με βάση την εργασία» που σημαίνει ότι ένα τμήμα της εκπαίδευσης των μαθητών αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις με διπλό όφελος: διαμορφώνουν συνειδήσεις, αυγατίζουν τα κέρδη τους από την απλήρωτη εργασία. Οι μαθητείες, οι καταρτίσεις μιας χρήσης, η απροκάλυπτη πλέον σύνδεση του συνόλου της εκπαίδευσης με την καπιταλιστική αγορά και τους νόμους λειτουργίας της κινούνται ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση.
Το σχολείο και οι σχολές προορίζονται να τροφοδοτούν την αγορά με εξειδικευμένο προσωπικό το οποίο, κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής του ζωής, θα μπορεί να επανακαταρίζεται διαδοχικά σε δεξιότητες που, κατά περίπτωση, θα επιζητούν οι επιχειρήσεις. Οι δεξιότητες που προσφέρει μια κατάρτιση δίχως ενιαία και ολόπλευρη μόρφωση, απαξιώνονται γρήγορα, από την εξέλιξη και μόνο της τεχνολογίας. Έτσι η περιβόητη «δια βίου εκπαίδευση» ξεπέφτει σε μια εργαλειακή ειδίκευση και κατάρτιση. Η εύηχη προοπτική της «δια βίου εκπαίδευσης» είναι συμπληρωματική της απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και της κυρίαρχης τάσης να καταργηθεί κάθε έννοια εργασιακού δικαιώματος.
Ένας ορυμαγδός νομοθετημάτων το προηγούμενο διάστημα για την αξιολόγηση δείχνει ότι το σχολείο που επιδιώκουν να διαμορφώσουν η ΕΕ και ο ΟΟΣΑ είναι ένα σχολείων διαρκών εξετάσεων, ποσοτικών δεδομένων, ταξινομήσεων και δεικτών μέτρησης, προκειμένου να εξασφαλιστεί ο κρατικός έλεγχος στο περιεχόμενο της εκπαίδευσης.
Πληροφορίες και κριτική σκέψη
Ασφαλώς και η εκμάθηση μεθόδων μελέτης δεν είναι μια διαδικασία έξω από τη λογική της παιδαγωγικής. Προβληματικός γίνεται ο υπερτονισμός της μεθόδου από την κυρίαρχη πολιτική, καθώς αποσπάται από τα περιεχόμενα της διδασκαλίας-μάθησης και κυρίως από τον σκοπό της όλης μορφωτικής διαδικασίας. Βεβαίως, ο άνθρωπος δεν μπορεί και δεν πρέπει να απομνημονεύει τα πάντα, αλλά εδώ χρειάζεται προσοχή, για να μην πετάμε μαζί με τα απόνερα και το παιδί: Δεν μπορούμε να διαγράφουμε την αξία των γνώσεων.
Το πρόβλημα είναι τι είδους γνώσεις αποκτάμε και πώς. Η απομνημόνευση και ο αποθησαυρισμός των γνώσεων δεν είναι κακό, είναι η προϋπόθεση της διανόησης, είναι οι προσλαμβάνουσες παραστάσεις πάνω στις οποίες θεμελιώνεται και κάθε καινούργια γνώση και κάθε προσπάθεια, ενώ το κατευθείαν αρνητικό είναι η αποστήθιση, που και άγονη είναι και σπατάλη δυνάμεων συνιστά, γιατί δεν έχει τη μονιμότητα της αφομοιωμένης γνώσης και σύνδεση με τις γνώσεις άλλων πεδίων.
Μόρφωση – Δουλειά για όλους!
Στις σημερινές συνθήκες, λοιπόν, που ξεδιπλώνεται η επίθεση εναντίον της δημόσια εκπαίδευσης είναι αναγκαία η ανάπτυξη ενός παλλαϊκού μορφωτικού κινήματος για την υπεράσπιση, όχι βέβαια του σημερινού σχολείο, αλλά του δωρεάν χαρακτήρα της και την προώθηση συγκεκριμένων αιτημάτων. Ακόμα και το αίτημα για ενιαίο δωδεκάχρονο σχολείο είναι «αδειανό πουκάμισο», αν δεν συνοδεύεται με τον αγώνα και τα αιτήματα για την εξάλειψη των εξεταστικών φραγμών στην εκπαίδευση, την κατάργηση της διάκρισης ανάμεσα στη γενική και τεχνική εκπαίδευση. Συνάμα, το αίτημα για την κατοχύρωση του δικαιώματος στη μόρφωση για όλους συνδέεται αρμονικά με το δικαίωμα στην εργασία για όλους. Γι’ αυτό και το σχολείο οφείλει να γνωρίσει σε όλους τους μαθητές τα βασικά στοιχεία όλων των εφαρμοσμένων και ανθρωπιστικών επιστημών, αλλά και τα βασικά στοιχεία της βιομηχανικής, αγροτικής παραγωγής και της αναπτυσσόμενης τεχνολογίας. Μόνο αυτή η ενιαία και ολόπλευρη μόρφωση μπορεί να ικανοποιήσει τις ανάγκες μιας ανάπτυξης σε όφελος των ανθρώπων και όχι των κερδών. Άλλωστε, ένα απελευθερωτικό και κοινωνικά δίκαιο εκπαιδευτικό σύστημα μπορεί να γεννηθεί από ένα ευρύτερο κοινωνικό κίνημα ανατροπής των σημερινών κοινωνικών δομών, στην κατεύθυνση της κατάργησης των κοινωνικών ανισοτήτων και της οικοδόμησης μιας κοινωνίας που να οδηγεί στην απελευθέρωση του ανθρώπου.
*Ο Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, μέλος της ΣΕ του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης» και του «Εκπαιδευτικού Ομίλου»
e-prologos.gr