«Τα παιδιά της μοναξιάς»

γράφει η Kατερίνα Κουτσοπούλου*

Στην Κάτια & τον Κωστή

Στα πεζογραφικά κείμενα, τα οποία εκδόθηκαν στο Βουκουρέστι από τον εκδοτικό μηχανισμό του ΚΚΕ, αρχικά με το λογότυπο: Νέα Ελλάδα και από το τέλος του 1954 με το Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις είναι συχνές οι αναφορές στα παιδιά του πολέμου. Θα επιχειρήσουμε να αποκαταστήσουμε μέσα από τη λογοτεχνική παραγωγή της υπερορίας τη φωνή και την εμπρόθετη δράση όλων εκείνων των παιδιών, που ενώ δε ρύθμιζαν τα ίδια τις εξελίξεις, εντούτοις τις πλαισίωσαν. Γιατί τα παιδιά των συγκεκριμένων κειμένων δεν ήταν μόνο λογοτεχνικοί ήρωες. Ήταν υπαρκτά πρόσωπα. Είναι τα παιδιά των στελεχών, των μαχητών, των εξόριστων και των φυλακισμένων του Εμφύλιου. Όσα ακολούθησαν τους γονείς τους στη φυλακή και στα στρατόπεδα (Τρίκερι, Χίος, Μακρόνησος). Είναι αυτά τα παιδιά που ζουν μακριά από τους γονείς τους ή στην παρανομία, αλλάζοντας συχνά όνομα, τόπο διαμονής, οικογενειακό περιβάλλον. Τα παιδιά που εγκατέλειψαν τα σπίτια τους και έγιναν πρόσφυγες μέσα στη χώρα ή πήραν μέρος στις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Όσα τέλος αποχωρίστηκαν τις οικογένειές τους και μεταφέρθηκαν στις ανατολικές χώρες σε άθλια κατάσταση -πολλές φορές περπατώντας χιλιόμετρα, πεινασμένα, άρρωστα και φοβισμένα. Τελικά είναι τα χιλιάδες παιδιά του Εμφύλιου, που έζησαν την ήττα των γονιών τους.

Τα παιδιά στον ελλαδικό χώρο

Τα λογοτεχνικά κείμενα που έχουν ως πρωταγωνιστές ή δευτερεύοντα πρόσωπα παιδιά μεταφέρουν την πνιγηρή ατμόσφαιρα της Ελλάδας. Πρόκειται για ρεαλιστικά κείμενα με έντονες εικόνες και μελαγχολική έως μελοδραματική διάθεση. Αποτυπώνουν τη ματαίωση της ήττας και της απώλειας. Αποπνέουν το κλίμα του φόβου, του αποκλεισμού, του εγκλωβισμού στον αγώνα της καθημερινής επιβίωσης και μεταδίδουν το αίσθημα της αδικίας και της αβεβαιότητας των συγγραφέων τους. Συγχρόνως αντιπαρατίθενται στον κυβερνητικό λόγο και αναπαράγουν ή συνομιλούν με τα κυρίαρχα ιδεολογήματα της κομματικής ηγεσίας, ενώ η επανάληψη συγκεκριμένων μοτίβων συμπεριφορών και χαρακτήρων παιδιών του εσωτερικού, αφορά και λειτουργεί υπαινικτικά για τα παιδιά που μετακινήθηκαν στις Λαϊκές Δημοκρατίες και είναι οι πιθανότεροι αναγνώστες των έργων.

Ο Μάρκος Μαρκέτης συγγραφέας στο διήγημα «Ο συγγραφέας» της Μέλπως Αξιώτη, γράφει ένα άγριο παραμύθι. Μοιάζει παράξενο που απευθύνεται σε παιδιά. Διαβάζουμε: Ένας κόσμος χωρίς την ποίηση της ζωής, γεμάτος πείνα, πόνο και βία, καίγεται ολοσχερώς και ο κόσμος χάνει τα υπάρχοντά του.

Η προσωπικότητα των μικρών πρωταγωνιστών των κειμένων παρουσιάζει σημαντικές ομοιότητες, ώστε να μπορούμε να μιλάμε για τυποποίηση χαρακτήρων. Τους παρακολουθούμε να εσωτερικεύουν τα συναισθήματά τους, τη βαθιά, βουβή και ανέκφραστη πίκρα τους και να στρέφονται στον εαυτό τους, για να συγκροτήσουν προσωπικότητα. Επιπλέον περιθάλπουν μόνα τους και αγωνιούν για τα μικρότερα αδέρφια τους. Η ωριμότητα που επιδεικνύουν, η οποία είναι αναντίστοιχη της ηλικίας τους, τα οδηγεί σε μια βεβιασμένη ενηλικίωση, που περιγράφεται άλλοτε ως προτέρημα και δύναμη και άλλοτε ως μια θλιβερή εξέλιξη στην πορεία της ζωής τους.

Τα παιδιά του Εμφύλιου έχουν ονομαστεί -πολύ εύστοχα- παιδιά της μοναξιάς1. Η απουσία των γονιών και η ανάγκη επανασύνδεσης των οικογενειών δίνεται εμφατικά. Το μικρό αγόρι στο διήγημα «Περίμενέ με» του Απ. Σπήλιου διηγείται ένα όνειρο, όπου δεν μπορούσε να βρει τον πατέρα του ανάμεσα σε χιλιάδες μάτια, γιατί δεν τον είχε δει ούτε σε φωτογραφία. Οι γονείς γίνονται αντικείμενο θαυμασμού και αποκτούν χαρακτηριστικά υπερανθρώπων. Τα παιδιά διεκδικούν την παρουσία τους αγωνιζόμενα να ανασυνθέσουν -έστω- την εικόνα των γονιών τους και να καλύψουν πρόχειρα και με δική τους πρωτοβουλία το δυσαναπλήρωτο κενό. Η εξορία και η φυλακή ταλανίζει όλα τα μέλη της οικογένειας. Ο πατέρας, που συνήθως λείπει, εξιδανικεύεται. Η μητέρα και οι συγγενείς στα κείμενα δίνουν με όλα τα μέσα το δικό τους αγώνα επιβίωσης και στήριξης των διωκόμενων. Η επιστροφή εκτοπισμένων, η επανεξέταση των ποινών των καταδικασμένων και η κατάργηση της θανατικής ποινής αποτελούν πάγια αιτήματα των ανθρώπων της Αριστεράς στα χρόνια που εξετάζουμε. Όπου το επιτρέπει η πλοκή, οι δυσκολίες των μικρών περιγράφονται σε σχέση με τα προβλήματα των μεγάλων2.

Η απόκρυψη της αλήθειας, η φορτισμένη σιωπή και τα κατά συνθήκη ψεύδη είναι επιβεβλημένα. Τα παιδιά στη συλλογή «Διηγήματα του Αγώνα» και στις «Βουρκωμένες Μέρες» του Μενέλαου Λουντέμη ζουν δύο πραγματικότητες, καθώς δεν μπορούν να αντιληφθούν τι συμβαίνει στο σπίτι και βγάζουν τα δικά τους συμπεράσματα. Επίσης σε αδρές γραμμές, ώστε να μην αλλοιωθεί η εξιδανικευμένη εικόνα τους, αφουγκραζόμαστε και την ανέχεια που βιώνουν οι οικογένειες.

Η γιαγιά, που κρατάει τα εγγόνια στο διήγημα «Ξημέρωνε μεγάλη Λαμπρή» του Σπύρου Λιναρδάτου, παίρνει γράμμα από τον πατέρα τους με το μήνυμα ότι δε θα γυρίσει σύντομα. Πικραίνεται αλλά δεν το δείχνει. Βάζει μια σακούλα κόκαλα να βράσουν για το γιορτινό τραπέζι. Πιο έντονα στο διήγημα «Το αίμα» του Γιάννη Αναπλιώτη μια μάνα πουλά το αίμα της για να θάψει το παιδί της. Πολλές φορές τα παιδιά παρουσιάζονται να δουλεύουν και περιφέρονται εκτεθειμένα σε κινδύνους, μόνα, κουρασμένα και νηστικά.

Επίσης οι μικροί πρωταγωνιστές των μυθιστορημάτων, όπως ο Αντώνης Πάντος στο «Εμείς θα νικήσουμε» του Κώστα Μπόση θα χρειαστεί να τα βάλουν με τους δασκάλους τους ή ακόμα και με τους εκπροσώπους της εκκλησίας όταν κατάφωρα αδικούνται. Η απόφαση των γονιών να στείλουν το παιδί με κάθε κόστος στην πόλη για να βγάλει το σχολείο να γίνει άνθρωπος… θεωρείται νύξη για τα παιδιά που έχουν μεταφερθεί στις ανατολικές χώρες. Το υψηλό επίπεδο παιδείας και η επιστημονική ανέλιξη των μαθητών, για να συμβάλλουν στην αναγέννηση της Ελλάδας με την επάνοδό τους, αποτέλεσε ζητούμενο στις Λαϊκές Δημοκρατίες και απόδειξη της φροντίδας τους.

Τα παιδιά όμως -όπως διαβάζουμε και σε μαρτυρίες- βιώνουν συχνά τον πόλεμο, και την αναστάτωση που προκαλεί, σαν ένα συναρπαστικό παιχνίδι παρά τους κινδύνους του. Τα γνωστά παιδικά παιχνίδια έχουν αντικατασταθεί από κάλυκες και απομεινάρια των βομβαρδισμών. Μετά ξαναμπαίνουν στον ζυγό του διάβασε, γράψε, φυλακίσου, κατά την Έλλη Αλεξίου στους «Παραπόταμους». Το παιχνίδι τους δεν έχει πάντα καλό τέλος. Στο «Εμείς θα νικήσουμε» το αετόπουλο που κάνει την κουκουβάγια, για να ειδοποιήσει και να περάσουν οι τραυματίες, τελικά σκοτώνεται.

Επιπλέον, κοινός τόπος θεωρείται η σύνδεσή τους με το κόμμα, που αποτυπώνεται στην αναπαραγωγή του κομματικού ιδιώματος. Η πρόσληψη των ενεργειών των γονιών τους, η έκθεσή τους στον κίνδυνο, η πολεμική τους παρουσία, ακόμα και η απώλεια της ζωής τους έχει πολιτικό πρόσημο.

Ο 14χρονος στο «Ο μικρός σύνδεσμος του αρχηγείου του Βερμίου» της Σόνιας Μαγκινέλη δυσανασχετεί με το υποκοριστικό που τον προσφωνούν, γιατί νιώθει μεγάλος και αντάρτης πια. Έχει ήδη ακούσει να απειλούν τη μάνα του, ότι θα σκοτώσουν μπροστά της τα παιδιά της και ζητά μια μάχη, για να εκδικηθεί. Ακόμα και όταν δέχεται το φονικό χτύπημα, διψά για εκδίκηση. Μένει στα γόνατα αν και είναι χτυπημένος πυροβολώντας μια ταινία σφαίρες, τις τελευταίες του.

Διαβάζουμε επίσης για παιδιά που φεύγουν από τα χωριά με δική τους ευθύνη αναζητώντας την εμπλοκή τους στον πόλεμο. Τέτοιου είδους αναφορές φαίνεται να απαντούν στη δεξιά προπαγάνδα σχετικά με την αρπαγή των παιδιών, την εκβιαστική στρατολόγησή τους από τον ΔΣΕ, καθώς και την πολύ μικρή ηλικία τους, που εγείρει αντιδράσεις. Σ’ αυτό το πλαίσιο είναι η σαφής επιλογή μικρών κοριτσιών στο διήγημα «Οι δικοί μας» της Έλλης Τσώη να ενταχθούν στον ΔΣΕ με τη συμφωνία της πρεσβύτερης γενιάς. Αν στα αγόρια η εντολή είναι να σπουδάσουν, για τα κορίτσια είναι να γλιτώσουν από τις βίαιες επιθέσεις των συμμοριών της υπαίθρου, οι οποίες δρουν ανεξέλεγκτα, ενώ οι αντάρτες εμφανίζονται να προσφέρουν αγάπη και σεβασμό.

Σε τελείως διαφορετικό κλίμα στον απόηχο των εσωκομματικών διαφορών του ΚΚΕ το παιδί -μεγαλύτερο σε ηλικία- αποδεικνύεται πιστότερο στο κομματικό του καθήκον από τον πατέρα. Η περίπτωση αφορά τον Λεωνίδα και τον Μιχάλη Κύρκο. Ο Μιχάλης Κύρκος στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή διαφωνεί με το ΚΚΕ λόγω της κάθετης αντίρρησής του για την υποψηφιότητα του Νίκου Μπελογιάννη στους εκλογικούς καταλόγους της ΕΔΑ. Ο γιος σκέφτεται για τον πατέρα του στο «Σύντροφοι Καλημέρα» της Μέλπως Αξιώτη: Και αυτή θα ’ναι η πρώτη τρομερή ήττα του πατέρα του. Γέλασε πολύν κόσμο που τον είχε πει «σύντροφο», μα τον ίδιο το γιο του δε μπόρεσε να τον γελάσει. Ο γιος του αντιστάθηκε. Κι ο γιος του θα ξεπλύνει την ντροπή του πατέρα. Κι η μάνα του δε θα ’χει μόνο προδότη μες το σπίτι. Η νέα γενιά νικούσε την παλιά γενιά που σιγόσβηνε, καθώς το μέλλον την έκλωθε μες στη φουριόζικη δίνη του.

Παιδιά-πρόσφυγες στις ανατολικές χώρες

Εκτός από τα παιδιά που ζουν στην Ελλάδα, χιλιάδες παιδιά -έστω και με επιφύλαξη μπορούμε να καταλήξουμε σε 25-28.000- πήραν τον δρόμο της προσφυγιάς, ενώ 8.000 κατευθύνθηκαν στις παιδουπόλεις της Φρειδερίκης. Η τύχη τους κατά κύριο λόγο σχετίζεται με το ψυχροπολεμικό κλίμα της εποχής και θεωρείται μια από τις πιο απαίσιες επιχειρήσεις «ψυχολογικού πολέμου». Αποτελεί ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα επεισόδια στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, «ανοιχτό» ακόμη στην ιστορική έρευνα, παρά την εκτεταμένη ήδη βιβλιογραφία, όπου γίνεται πραγμάτευση με διεπιστημονική προσέγγιση και τη συμβολή της μικροϊστορίας. Υιοθετήθηκε ο όρος «παιδομάζωμα ή παιδοσώσιμο» από τη μία, και «παιδοφύλαγμα» από την άλλη. Όροι που στοίχειωσαν τόσο την ατομική όσο και τη συλλογική μνήμη του Εμφύλιου.

Το θέμα της μετακίνησης των παιδιών συνιστά παράγοντα πόλωσης. Από τη μία γίνεται αντικείμενο ευρείας κυβερνητικής προπαγάνδας, η οποία επεδίωκε να ισοσταθμίσει τη διεθνή δυσφορία εναντίον της για την πολιτική των εκτελέσεων και των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Το ΚΚΕ από την άλλη συγκροτεί την ΕΒΟΠ για την επίλυσή του και το ζήτημα έχει απασχολήσει επανειλημμένα το διεθνή Τύπο με άρθρα και ανταποκρίσεις. Στο περιοδικό Νέος Κόσμος, όργανο του κόμματος, εντοπίζουμε αναφορές ειδησεογραφικού χαρακτήρα και κομματικές εισηγήσεις για την επιτυχή μετεγκατάσταση των παιδιών. Να σημειώσουμε ότι η κάλυψη του θέματος των παιδιών περιλαμβάνεται στις αδυναμίες του Ραδιοσταθμού Ελεύθερη Ελλάδα -όπως διαβάζουμε στο αρχείο του Σταθμού- επειδή αντί να προωθεί την καμπάνια για το

παιδί, κρατά αμυντική στάση. Καταγράφεται επίσης προτροπή της Επιτροπής Διαφώτισης στους λογοτέχνες να κάνουν έρευνα και να ασχοληθούν με το θέμα κάνοντας αναφορές στις ενέργειες της βασίλισσας Φρειδερίκης3.

Παρ’ όλα αυτά όμως οι λογοτέχνες που εκδίδουν στο Βουκουρέστι με ακμαία την πολιτική τους ιδεολογία και δεδομένη τη στήριξη στο ΚΚΕ ασχολούνται ελάχιστα με τα παιδιά που μετοίκησαν εκεί. Από τις πιο ηχηρές σιωπές στη λογοτεχνία της υπερορίας είναι αυτή και δεν είναι δυνατόν να αιτιολογηθεί εύκολα. Αποφεύγουν επίσης να ασχοληθούν με όσα παιδιά μεταφέρθηκαν στις παιδουπόλεις. Οι λογοτέχνες εξάλλου περιγράφουν ελάχιστα και τη ζωή τους στις Λαϊκές Δημοκρατίες.

Η συγκεκριμένη αποσιώπηση μπορεί να αποδοθεί στη διάθεση συμφιλίωσης αλλά και στη ρευστότητα της ιστορικής συγκυρίας. Συνεχίζεται ο έλεγχος της UNSCOB για την εμπλοκή των γειτονικών Βαλκανικών κρατών στον ελληνικό Εμφύλιο και εκκρεμούν ζητήματα όπως αυτό της σύνδεσης των οικογενειών και του επαναπατρισμού των παιδιών. Σχετίζεται επίσης με το γεγονός ότι μεγάλος αριθμός παιδιών είναι σλαβομακεδονόπουλα και τις κυβερνητικές κατηγορίες για «διαστροφή της εθνικής συνείδησης». Αφορά επιπλέον τη διάρρηξη των σχέσεων του ΚΚΕ με την πρώην σύμμαχο και αρωγό Γιουγκοσλαβία. Τέλος -και σημαντικότερο- όπως καταδεικνύει η μελέτη του σχετικού αρχείου στον Λογοτεχνικό Κύκλο -τη γνωμοδοτική Επιτροπή αξιολόγησης και διόρθωσης- η πολιτική σκοπιμότητα καθορίζει την έγκριση ή την απόρριψη της έκδοσης των κειμένων. Λαμβάνεται μέριμνα να μην τροφοδοτείται η αντίδραση και να προλαμβάνονται εσκεμμένες παρερμηνείες οι οποίες μπορεί να διασπείρουν αρνητικά σχόλια για το κόμμα.

Αν και οι λογοτεχνικές αναφορές στα παιδιά της υπερορίας είναι ελάχιστες, θα υπογραμμίσουμε δύο σημαντικές παραμέτρους. Πρώτον, επειδή είναι επίμαχο το αν η μετακίνηση ήταν οικειοθελής ή καταναγκαστική και βίαιη, διαπιστώνουμε ότι στα κείμενα παρουσιάζεται ως έργο της κυβέρνησης. Ο Εθνικός Στρατός στο «Πατέρας και γιος» του Μήτσου Αλεξανδρόπουλου μαζεύει τα παιδιά. Στο διήγημα «Η γυναίκα από τη Φούρκα» του Δημήτρη Χατζή που αναφέρεται στο θάνατο ενός μικρού κοριτσιού που πεθαίνει στο βουνό, η βασίλισσα Φρειδερίκη είναι ο φόβος των παιδιών, ενώ οι αντάρτες το όνειρο της σωτηρίας. Δεύτερον, ταυτόχρονα με το δράμα του παιδιού βλέπουμε να αποδίδεται και η τραγική φιγούρα της μάνας. Η εστίαση στον κατατρεγμό, τις προσβολές, την ανέχεια και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει βρίσκεται στον αντίποδα της εκτεταμένης διαστρέβλωσης της εικόνας της από την κυβέρνηση με αφίσες σε όλη τη χώρα φωτογραφίες κατασκευασμένες και μη, τραγούδια και αφηγήσεις. Οι γυναίκες στηλιτεύθηκαν για παραμέληση τέκνων και απαρέγκλιτη επιμονή στα κελεύσματα της ιδεολογίας. Οι ηρωίδες στα κείμενα πρέπει να απεκδυθούν το ρόλο της σκληρής, ψυχρής και αδιάφορης μάνας, που τους έχουν προσάψει. Η γυναίκα διασώζει, περιθάλπει και αντιπροσωπεύει το καλό, εξιδανικευμένη, με χαρακτηριστικά γενναιοδωρίας και αμνηστίας, με ιδιότητες και συμπεριφορές που παραπέμπουν σε μάρτυρες ή αγίους. Τέλος, οι λογοτέχνες προσπαθούν να περιγράψουν τη δυσκολία της τελικής επιλογής, τον πόνο μέχρι να παρθεί η οριστική απόφαση του αποχωρισμού, την πεποίθηση του αναπόδραστου που συναντάμε και σε μαρτυρίες. «Αλλιώς δε γένεται» είναι τα λόγια μιας μητέρας που δίνει το παιδί της και βγαίνει στο βουνό.

Συμπερασματικά μπορούμε να καταλήξουμε έχοντας υπόψη τις κοινωνικές διαστάσεις της μνήμης ότι οι λογοτέχνες πολιτικοί πρόσφυγες, οι οποίοι δρουν δημόσια αλλά δεν έχουν την ισχύ της εξουσίας, διαμορφώνουν τη δική τους εκδοχή για τα γεγονότα ως «κοινότητα μνήμης». Προσπαθούν να κατανοήσουν οι ίδιοι το παρελθόν τους, να διαχειριστούν παρηγορητικά το νωπό και βαθύ τραύμα της ήττας τους και να εντάξουν τη δράση τους και τις επιλογές τους στα ιστορικά συμφραζόμενα, με ορατές τις λεπτές ισορροπίες στις οποίες κινούνται. Οι λογοτέχνες προηγούνται των ιστορικών και καταθέτουν τα έργα τους πολύ πριν αυτά καταγραφούν από την επίσημη ιστορία, ως οι μόνοι διαθέσιμοι ιστορικοί. Τα πρόσωπα και οι ιστορικές στιγμές μικρές ή μεγάλες φωτίζονται διαφορετικά. Μεταφέρεται κάτι πολύ σημαντικό που δεν μπορεί ο ιστορικός να αποδώσει. Αυτό είναι η ατμόσφαιρα και οι συναισθηματικές αποχρώσεις. Αποκαλύπτουν το πνεύμα της κοινωνίας, τις εντάσεις και τον εσωτερικό παλμό της.

Σε περιόδους οξείας αντιπαλότητας η απόδοση του παρελθόντος γίνεται στην ουσία το διακύβευμα και μπορεί να μετατραπεί σε πεδίο αντιπαράθεσης ή να καταδικαστεί στην αποσιώπηση και τη λήθη. Η λήθη είναι η άλλη όψη της μνήμης, η άρνησή της. Αφορά πρωτίστως τραυματικά γεγονότα και κυριαρχημένα, μειονοτικά υποκείμενα. Τελικά η μνήμη και η επιλησμοσύνη, όπως επισημαίνει ο Άγγελος Ελεφάντης, είναι μια μηχανή που κινείται με ιδεολογία, όπως τα αυτοκίνητα κινούνται με βενζίνη.

Σημειώνουμε ότι και στην επόμενη πενταετία 1956-1960, και παρά τις ριζικές αλλαγές του 1956, τα έργα που δεν απορρίπτονται συνεχίζουν να μην ασχολούνται με επίμαχα ζητήματα και ασκούν κριτική στην κομματική ηγεσία με φειδώ Επειδή όμως α-λήθεια είναι η άρση της λήθης, παραδίδεται η ευθύνη από τη μία στα ίδια τα ιστορικά υποκείμενα -εδώ τα παιδιά- να γίνουν στις μαρτυρίες τους «πληροφορητές», δεκαετίες μετά. Από τη άλλη, επαφίεται στους ερευνητές, ανατρέχοντας σε διαφορετικές πηγές και αντικείμενα -όπως η λογοτεχνία- να αναζητήσουμε και να καταγράψουμε την ιστορική αλήθεια που τελικά αποκομίζουμε.

—————————————-

Σημειώσεις:

1. Ζωιτοπούλου – Μαυροκεφαλίδου Κ., Τα παιδιά της μοναξιάς, (Παρασκήνιο, Αθήνα 2005).

2. Σχολιάζονται μ’ αυτόν και τα προβλήματα των πολιτικών προσφύγων. Ειδικότερα και η παρουσία τους ως λογοτέχνες δεν είναι ανέφελη, γιατί έχουν να προσπεράσουν σκοπέλους, που σχετίζονται με το πολιτικό καθεστώς, την επαγγελματική τους μικροκοινωνία, αλλά και τη ίδια τους την ψυχολογία.

3. ΑΡΧΕΙΟ ΚΚΕ, ΑΣΚΙ, κ. 295, Φ. 13\57\31, κ. 240, Φ. 13\2\6, κ. 286, Φ. 13\48\64 (15-3-1953)

Ενδεικτική βιβλιογραφία

  • Dalianis-Karambatzakis Μ., Children in turmoil during the Greek Civil War 1946-1949, Today’s Adults, Stockholm 1994
  • Van Boeschoten R. –Danforth L., Τα παιδιά του Εμφυλίου (Αλεξάνδρεια 2015)
  • Βερβενιώτη Τ., «Παιδομάζωμα ή\και παιδοφύλαγμα» στο: (επιμ.) Χατζηιωσήφ Χ. Παπαστράτης Πρ., Ιστορία της Ελλάδας του 20ου αι., Βιβλιόραμα Δ2, Αθήνα 2009
  • Λαγάνη Ε., Το παιδομάζωμα και οι ελληνογιουγκοσλαβικές σχέσεις(1949-1953), Σιδέρης Αθήνα 1996
  • Γκριτζώνας Κ., Τα παιδιά του εμφυλίου πολέμου (Φιλίστωρ Αθήνα 1998)
  • Μανούκας Γ., Παιδομάζωμα Το μεγάλο έγκλημα κατά της Φυλής (Αθήνα 1961)
  • Maurice Halbachs, Η συλλογική μνήμη (Παπαζήση Αθήνα 2013), Κοινωνικά πλαίσια της μνήμης (Νεφέλη Αθήνα 2013)

* Ανακοίνωση στο 3ο Συνέδριο Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας με θέμα «Διαστάσεις του Ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου 1946-1949, 7-12/12/2016, Πάντειο Πανεπιστήμιο

πηγή: Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης, τ. 129

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το