Διακόσια χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το μεγάλο Αγώνα για Ανεξαρτησία. Με αφορμή αυτήν την επέτειο, έχουν γραφτεί πολλά που διαστρεβλώνουν την ιστορική αλήθεια και την προσαρμόζουν στις ιδεολογικές και πολιτικές απαιτήσεις της κυρίαρχης μεγαλοαστικής τάξης, αφυδατώνοντας το μήνυμα του αγώνα και αποσυνδέοντάς το τόσο από τον τροχό της ιστορικής κίνησης της εποχής όσο και από τον κοινωνικό της χάρτη.
Αδιαμφισβήτητα η εθνικοαπελευθερωτική και κοινωνική Επανάσταση του ’21 αντανακλά τις διεθνείς εξελίξεις, όπως αυτές διαμορφώνονται στην Αμερική και στην Ευρώπη τον 18ο αιώνα με τις αστικές επαναστάσεις και την αντικατάσταση των παλιών φεουδαρχικών παραγωγικών σχέσεων με τις νέες αστικές σχέσεις παραγωγής. Πηγάζει από την ανάγκη της αποτίναξης του ζυγού της Οθωμανικής σκλαβιάςˑ του ζυγού που στέκεται εμπόδιο στην ανάπτυξη των νέων αστικών παραγωγικών σχέσεων. Αναπτύσσεται κάτω από την ισχυρή επίδραση της Γαλλικής επανάστασης που με το ιδεολογικό και πολιτικό δυναμικό της εξοπλίζει με πείρα την αναπτυσσόμενη στο εξωτερικό ελληνική εμπορική και ναυτεμπορική αστική τάξη, η οποία ηγείται της επανάστασης, μιας επανάστασης, όμως, που θα σηκώσει ο λαός όλη τη μακρόχρονη περίοδο του ξεσηκωμού (1821-1830).
Το κοινωνικό τοπίο μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται η επανάσταση
Το σύνθετο κοινωνικό τοπίο στα χρόνια του Αγώνα αποτυπώνει τόσο την επίδραση των διεθνών εξελίξεων όσο και την αναδιάταξη του εσωτερικού κοινωνικού χάρτη το 19ο αιώνα που παρακολουθεί πια το νέο ιστορικό στάδιο της μετάβασης από το φεουδαρχικό στο αστικό σύστημα. Με αυτήν την έννοια, ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ’21 έχει μεν ως κυρίαρχο αίτημά του την αποτίναξη του οθωμανικού ζυγού, όμως, σε καμία περίπτωση δεν παραπέμπει σε ένα κοινωνικό σύνολο ειδυλλιακά συμφιλιωμένο όπως προβάλλεται πολλαπλώς από την κυρίαρχη αστική αντίληψη.
Ειδικότερα, η επανάσταση του ’21 έχει διπλό χαρακτήρα: εθνικοαπελευθερωτικό και αστικοδημοκρατικό. Πραγματοποιήθηκε για την αποτίναξη του Οθωμανικού ζυγού και το σπάσιμο των καταπιεστικών δεσμών του φεουδαρχικού συστήματός του. Ήταν ένας πολύχρονος, βίαιος και ηρωικός αγώνας που πραγματοποιήθηκε με τα ιδεολογικοπολιτικά κηρύγματα του Ρήγα Φεραίου και των διανοουμένων αστών. Την ηγεσία του αγώνα είχε η εμπορική και ναυτεμπορική αστική τάξη και ο κύριος φορέας της ήταν η αγροτιά και τα άλλα λαϊκά στρώματα, από τα οποία ξεπήδησε η κλεφτουριά, το ένοπλο δηλαδή τμήμα της Επανάστασης.
Κοντολογίς, η επανάσταση ξεκίνησε με πρωτοβουλία της εμπορικής τάξης που δυναμώνει ιδιαίτερα μετά τη συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, το 1774, (συνθήκη που έθεσε κάτω από τη Ρωσική προστασία την ανάπτυξη κάθε ναυτικής εμπορικής δραστηριότητας, κυρίως των νησιωτών φτωχών ψαράδων, μετατρέποντάς τους σε εμπόρους και ταξιδευτές) και στη συνέχεια συγκεντρώνει οικονομική και πολιτική δύναμη. Με αυτή τη δυναμική διεκδικεί την αποτίναξη του ζυγού των Οθωμανών, επιδιώκοντας τη συμμαχία των φτωχών και εξαθλιωμένων λαϊκών μαζών που βίωναν στο πλαίσιο του οθωμανικού φεουδαρχικού συστήματος, ένα ιδιαίτερο καθεστώς καταπίεσης και εκμετάλλευσης από τους φορείς της διοικητικής αριστοκρατίας, η οποία διαβαθμίζονταν ανά περιοχή και κατηγορία. Σε γενικές γραμμές, η αριστοκρατία, είτε με την ιδιότητα των κοταζαμπάσηδων, είτε των προκρίτων, είτε των αρχιερέων, είχε συνδέσει τα συμφέροντά της με την οθωμανική διοίκηση, λειτουργώντας ως εγγυήτρια της είσπραξης των φόρων. Με αυτήν την έννοια, η καταπίεση του λαού ήταν διπλή τόσο από τους δυνάστες της Οθωμανικής σκλαβιάς όσο και από τους διοικητικούς στυλοβάτες του Οθωμανικού συστήματος. Ωστόσο, η στάση της διοικητικής αριστοκρατίας, κατά τη διάρκεια του αγώνα, δεν ήταν ενιαία. Πολλοί από αυτούς, όταν διαπίστωσαν ότι η επανάσταση αγκαλιάζει το λαό και στηρίζεται από αυτόν, αναγκάστηκαν για τη διασφάλιση των συμφερόντων τους, να ενταχθούν στην επανάσταση. Μάλιστα, διεκδίκησαν και απέσπασαν τη δική τους συμμετοχή στην ηγεσία του αγώνα.
Βέβαια, η φτωχή αγροτιά, αφαιμαγμένη από την οθωμανική φορολογία που προσαυξάνονταν από την τοπική αριστοκρατία για ίδιον όφελος, στερημένη ακόμη και της βασικής υποστήριξης -μορφωτικής και υλικοτεχνικής (άρδευσης, ύδρευσης κλπ.)- από τη διοικητική αριστοκρατία (την υποστήριξη αυτή το οθωμανικό δίκαιο την προέβλεπε τυπικά, αλλά απαιτούσε τη βούληση των προκρίτων), πρόσφερε το «γόνιμο έδαφος» για να ριζώσει ο ξεσηκωμός του ’21. Έδωσε την ψυχή της και αυτό ακόμη το ελάχιστο βιος της στον αγώνα, έγινε το «φυσικό σώμα» της επανάστασης, ακουμπώντας στην ανυπότακτη στάση της κλεφτουριάς, στους αγράμματους και εξαθλιωμένους που «πήραν τα βουνά», οργάνωσαν λημέρια-ζώνες αντίστασης, «σήκωσαν μπαϊράκι», εμψυχώνοντας τους ραγιάδες να αποτινάξουν το ζυγό των Οθωμανών δυναστών, αλλά και των ντόπιων καταπιεστών, των κοτζαμπάσηδων και των αρχιερέων που λειτουργούσαν ως στυλοβάτες του Οθωμανικού νόμου και της τάξης.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η επανάσταση κηρύσσεται σε ένα τοπίο έντονων κοινωνικών αντιθέσεων, οι οποίες αφενός στα πρώτα στάδια του Αγώνα εκδηλώνονται, είτε με τη μορφή της ανοιχτής εναντίωσης σ’ αυτόν, είτε με τη μορφή του δισταγμού στην ενεργό συμμετοχή σ’ αυτόν, αφετέρου κατά την ανάπτυξη του Αγώνα, οξύνονται και οδηγούν και μέσω της επέμβασης των Μεγαλοκρατικών δυνάμεων -και ιδιαίτερα της Αγγλίας- σε δυο ανοιχτούς εμφυλίους (1824-26)ˑ η αγριότητα των εμφυλίων αυτών εκφράστηκε, μεταξύ άλλων, με τη θανάτωση του Ανδρούτσου στην Ακρόπολη και τη φυλάκιση του Κολοκοτρώνη, την κρίσιμη μάλιστα περίοδο που οι Αιγυπτιακές δυνάμεις έσπερναν το θάνατο στην Πελοπόννησο.
Πιο συγκεκριμένα, πρέπει να τονιστεί ότι, στο ιστορικό προσκήνιο από τη μια πλευρά προβάλλει η εμπορική, εφοπλιστική, ναυτεμπορική αστική τάξη, διεκδικώντας να σπάσει τις φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής και να πάρει την εξουσία, εξασφαλίζοντας αρχικά τη συμμαχία της αγροτιάς και των λαϊκών στρωμάτων. Βέβαια, η τάξη αυτή, επίσης, έχει εσωτερικές αντιθέσεις, όπως αυτές διαφαίνονται ήδη από την περίοδο του Νεοελληνικού Διαφωτισμού στο χώρο της διανόησης με τις έντονες συγκρούσεις για το γλωσσικό ζήτημα, για το εκπαιδευτικό πρόγραμμα (πχ. διαμάχη Ψαλλίδα-Κοραή), αλλά και για το χαρακτήρα της διοίκησης του αστικού κράτους που θα προκύψει. Από την άλλη πλευρά, υπάρχει η διοικητική αριστοκρατία που ασκεί καταπιεστική διοίκηση για το λαό και στηρίζει τον Οθωμανικό ζυγό. Ωστόσο, μια μερίδα από αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις (εκκλησία, κοτζαμπάσηδες, φαναριώτες) διαβλέπει την επερχόμενη -μέσω της αστικοδημοκρατικής επανάστασης- απώλεια της οικονομικής και κοινωνικής της ισχύος και αναδιατάσσεται, διεκδικώντας μερίδιο στην εξουσία του αγώνα και τη διοίκηση του νέου κράτους που θα προκύψει μετά τον αγώνα. Ο λαός, πάλι, στην πλειονότητά του, φτωχή αγροτιά, υφίσταται τη διπλή καταπίεση και διεκδικεί με το όπλο στο χέρι τη λευτεριά του από την εθνική και κοινωνική καταπίεση. Σε αυτόν τον δύσκολο δρόμο, οι αντιθέσεις -οξυμμένες και πολυεπίπεδες- διαπερνούν όλες τις εκφράσεις και τα επίπεδα του Αγώνα. Μάλιστα, ολοφάνερα αποτυπώνονται στις αποφάσεις και τη σύνθεση των τριών Εθνοσυνελεύσεων (Επιδαύρου 1821-22, Άστρους 1823 και Τροιζήνας 1927), στις οποίες η σύγκρουση της ναυτεμπορικής αστικής τάξης, της ντόπιας και φαναριώτικης αριστοκρατίας καταγράφεται στο διαγκωνισμό τους για τη διασφάλιση της πλειοψηφίας των αντιπροσώπωνˑ πλειοψηφία που καταφέρνουν να διασφαλίσουν οι τοπικοί άρχοντες ως κάτοχοι του παλιού διοικητικού μηχανισμού.
Μέσα στο πλαίσιο αυτών των αντιθέσεων, θα βηματίσει η επανάσταση με ηγέτιδα δύναμη την αστική των ναυτεμπόρων, των εφοπλιστών, την τάξη που αναπτύχθηκε στα νησιά της Ελλάδας και στο εξωτερικό. Η τάξη αυτή ανέπτυξε ένα μεγάλο μορφωτικό κίνημα προεπαναστατικά –το κίνημα του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (1750-1821)– διακίνησε τις ιδέες της Εθνικής Ελευθερίας και Ανεξαρτησίας, άπλωσε τη μορφωτική δράση της και στην υπόδουλη χώρα, ίδρυσε σχολεία και βιβλιοθήκες και έβαλε τα οργανωτικά θεμέλια για την κήρυξη της επανάστασης και τη στράτευση σε αυτόν τον ξεσηκωμό, όχι μόνο των εμπόρων και των διανοουμένων του εξωτερικού, αλλά και του καταπιεσμένου λαού.
Ειδικότερα, η ίδρυση της Φιλικής Εταιρίας το 1814 στην Οδησσό της Ρωσίας αποτέλεσε το πρώτο οργανωτικό βήμα του ξεσηκωμού, αφού η Φιλική έγινε ο βασικότερος πόλος μύησης και συστράτευσης στον αγώνα για την απελευθέρωση από την Οθωμανική Κατοχή. Βέβαια, πρέπει να τονιστεί ότι η Φιλική συγκροτείται ένα χρόνο πριν από την επανασυσπείρωση των πιο αντιδραστικών μοναρχικών δυνάμεων της Ευρώπης με μια νέα συμφωνία που έμελλε να γίνει το «μαύρο» σύμφωνο καταδίκης και καταστολής όλων των εθνικοαπαλευθερωτικών και κοινωνικών κινημάτων της Ευρώπης. Πρόκειται για την Ιερή Συμμαχία που συγκρότησαν σε πρώτη φάση οι δυνάμεις των: Αυστρίας – Πρωσίας – Ρωσίας και στην οποία προσχώρησε αργότερα και η Γαλλία, ενώ, ανάλογα με τα συμφέροντά της, συμπορεύονταν σ’ αυτήν και η Αγγλία. Ψυχή αυτής της συμμαχίας ήταν ο αυστριακός Μέττερνιχ που έμεινε στην ιστορία ως μονάρχης της «σιδηράς πυγμής» και της άμεσης στρατιωτικής καταστολής των επαναστατικών εξεγέρσεων.
Παρά το δυσμενές κατασταλτικό πολιτικό κλίμα της Ευρώπης, η επαναστατική δράση των Φιλικών δεν ανακόπηκε. Αντιθέτως, βρήκε πρόσφορο έδαφος και στους οργανωμένους στα λημέρια κλέφτες και αρματολούς. Βρήκε απήχηση στην καταπιεσμένη κοινωνική βάση που έκανε δική της υπόθεση τον εθνικό ξεσηκωμό και έγινε στη συνέχεια η ψυχή του αγώνα στο δύσκολο πεδίο των μαχών. Το πεδίο που τελικά έκρινε την έκβαση του Αγώνα και έσωσε την επανάσταση στην πιο κρίσιμη καμπή της.
Στο πεδίο των μαχών ο λαός δίδεται ολόψυχα
Ο λαός ποτίζει με το αίμα του και δυναμώνει με την πίστη του την πάλη για την Εθνική Λευτεριά και την Ανεξαρτησία με τέτοιο ηρωικό και απαράμιλλο τρόπο που συγκλονίζει την πολιτισμένη ανθρωπότητα. Τα τρία πρώτα χρόνια (1821-1823) η επανάσταση δοκιμάζεται στο πεδίο της ανυποχώρητης πάλης, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην Αλαμάνα, στη Γραβιά, στο Βαλτέτσι, στην πολυθρύλητη καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια με την πανέξυπνη στρατηγική του Κολοκοτρώνη, στην τραγική καταστροφή της Χίου. Απαράμιλλο δείγμα και πρότυπο λαϊκού αγώνα θα αποτελέσει και το ηρωικό Μεσολόγγι που δεν παραδίδεται. Η αδούλωτη ψυχή των Μεσολογγιτών και η ηρωική τους έξοδος το 1826 θα χαράξει τις εξελίξεις στο εσωτερικό του αγώνα, θα προκαλέσει την παγκόσμια συγκίνηση, αλλά και τον αποτροπιασμό όλης της αφυπνισμένης και συνειδητοποιημένης ανθρωπότητας.
Ο αιματοβαμμένος αγώνα του υπόδουλου λαού που με απαράμιλλο πείσμα, θάρρος και αυτοθυσία αντιμετωπίζει τη λυσσαλέα επίθεση των εθνικών καταπιεστών του κερδίζει όλα τα χρόνια του ξεσηκωμού του τη στήριξη ενός ισχυρού φιλελληνικού κινήματος, το οποίο δεν υποστηρίζει μόνο υλικά και στρατιωτικά τον Αγώνα -ακόμα και με την αυτοθυσία του (χαρακτηριστικό το παράδειγμα του λόρδου Μπάιρον)-αλλά παράλληλα με την αλληλεγγύη και την αυταπάρνησή του μετατρέπεται σε παράγοντα διεθνοποίησής του: με τη συμμετοχή, την αρθρογραφία, την τέχνη του, συμβάλλει στην προβολή ενός δίκαιου εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου που δείχνει ότι θα έχει εξέλιξη, γιατί τον σηκώνει ένας λαός που δε διακηρύσσει απλώς τον όρκο «ελευθερία ή θάνατος», αλλά τον υπερασπίζεται στη πράξη με τη θυσία και το αίμα του.
Ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων
Αυτή την αιματοβαμμένη αλήθεια είχαν αρχίσει να αναγνωρίζουν και οι μοναρχικές δυνάμεις της Ευρώπης που διέβλεψαν ήδη από το 1823 την αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού και έσπευσαν να προλάβουν να κατοχυρώσουν ζώνες επιρροής και ελέγχου στη διαλυόμενη πια Οθωμανική Αυτοκρατορία, η οποία ήταν φανερό πως «ως μέγας ασθενής» άρχιζε πλέον να αποσυντίθεται και να χάνει τις ευρωπαϊκές κτήσεις της σταδιακά.
Με δεδομένη την πολιτική επιρροή της Ρωσίας και τη δυνατότητά της να ποδηγετήσει την επανάσταση, προκαλείται έντονη ανησυχία στους κόλπους της Ιερής Συμμαχίας που από το 1823 αρχίζει να έχει τις πρώτες και σημαντικές ρωγμές. Πρώτη η Αγγλία, μεγάλη ναυτική δύναμη, με στρατηγικό αίτημα τον έλεγχο της Μεσογείου και γενικώς των ναυτικών δρόμων για τις κτήσεις της στις Ινδίες, ενεργοποιείται. Έτσι, στην κούρσα του ανταγωνισμού της με τη Ρωσία, αναθεωρεί το δόγμα της Ιεράς Συμμαχίας και εγκαινιάζει μια νέα πολιτική ανάμειξης στο ελληνικό αγώνα με επικεφαλής ΥΠΕΞ και αργότερα πρωθυπουργό το Γ. Κάνιγκ. Για το λόγο αυτό, η Αγγλία, αναγνωρίζει την Ελλάδα ως εμπόλεμη δύναμη, για να ενισχύσει την αγγλόδουλη μερίδα του Α. Μαυροκορδάτου στη Β΄ Εθνοσυνέλευση, η οποία της εξασφαλίζει τις πολιτικές συνθήκες για την παροχή δανείου στην Ελλάδα. Τα περίφημα «δάνεια ανεξαρτησίας» που υπογράφονται μέσα σε ένα πνεύμα υποτέλειας και ξενοδουλείας από τους εκπροσώπους των επαναστατικών κυβερνήσεων (1824-25) με την Αγγλία αφενός, οξύνοντας τις πολιτικές αντιπαραθέσεις, ενεργοποιούν τις εμφύλιες διαμάχες μεταξύ των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων της επανάστασης, αφετέρου αλυσοδένουν τον υπόδουλο λαό και τον τόπο του με στυγνούς δεσμούς εξάρτησης από τις αγγλικές τράπεζες, οι οποίες παρείχαν τα δάνεια, με τοκογλυφικούς όρους, απαιτώντας και πετυχαίνοντας την υποθήκευση της ελληνικής γης, της μοναδικής περιουσίας του αγωνιζόμενου λαού.
Τα δάνεια αυτά (το πρώτο ήταν ύψους 800.000 λιρών και το δεύτερο 2.000.000 λιρών) στην πραγματικότητα δεν εξυπηρέτησαν τις ανάγκες της επανάστασης. Ελάχιστα ποσά από αυτά αξιοποιήθηκαν για τις πολεμικές ανάγκες, αφού παρακρατήθηκαν οι τόκοι που ήταν δυσβάστακτοι, οι οποίοι -μαζί με τις προμήθειες και τα έξοδα του δανείου- ξεπέρασαν το 1/3 του πραγματικού ποσού των δανείων που έφτασαν τελικά στην Ελλάδα για να κατασπαταληθούν από τις φατρίες των αστικοτζαμπάσηδων, οι οποίοι βρήκαν την ευκαιρία να πλουτίσουν. Είναι προφανές ότι το ζήτημα των Δανείων της Ανεξαρτησίας δεν είναι ένα απλό οικονομικο-τεχνικό ζήτημα. Είναι ένα σημαντικό πολιτικό γεγονός που επιβεβαιώνει την πολιτική βούληση της Αγγλίας να έχει κάτω από την επικυριαρχία της το ελληνικό κράτος, το οποίο θα συγκροτούνταν μετά την επανάσταση.
Μάλιστα, πρόκειται για την απαρχή ενός αδυσώπητου Αγγλο-Ρωσικού γεωπολιτικού ανταγωνισμού που θα εκφραστεί στο «σώμα» της επανάστασης, πρώτα και κύρια με την ενεργή ανάμειξη των Μεγάλων Δυνάμεων στα εσωτερικά του αγώνα. Και την ανάμειξη αυτή την πέτυχαν γιατί η αστική τάξη που ηγούνταν της εθνικοαπελευθερωτικής επανάστασης σε συνεργασία με τους κοτζαμπάσηδες πρόδωσε τον μεγάλο στόχο της Ανεξαρτησίας, αποδέχτηκε και συνήργησε στην εξάρτηση του νεοελληνικού κράτους από τις Μεγάλες Δυνάμεις και έγινε στήριγμα αυτής της ξενικής εξάρτησης μέσα στη χώρα στρεφόμενη ενάντια στο λαό της. Έτσι, σε αυτήν την προσπάθεια αλυσοδέματος της ηγεσίας του αγώνα από τη βούληση και τις αποφάσεις των Μεγαλοκρατικών δυνάμεων, κυρίαρχο ρόλο παίζουν τα κόμματα της υποτέλειας που φέρουν και τα αντίστοιχα ονόματα των «προστάτιδων» δυνάμεων: Αγγλικό – Γαλλικό – Ρωσικό.
Η πολιτική της επέμβασης των Μεγάλων δυνάμεων αρχίζει πλέον να αποτελεί «καθεστώς»
Τα τρία πολιτικά κόμματα με ξενικό όνομα και υποτελή χαρακτήρα λειτουργούν ως μοχλοί πολιτικής, στρατιωτικής και οικονομικής εξάρτησης της ηγεσίας του αγώνα που -είτε είναι κοτσαμπάσηδες, είτε αριστοκράτες Φαναριώτες, είτε αστοί- λειτουργούν ως πολιτικά όργανα προώθησης των γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων των τριών αντίστοιχων μεγαλοκρατικών δυνάμεων που ανταγωνίζονται στο διαμοιρασμό της λείας από τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο οξυμένος γεωπολιτικός ανταγωνισμός που αποκτά μια ιδιαίτερη ένταση το 1827, μετά την πτώση του Μεσολογγίου. Η πτώση, δηλαδή, του Μεσολογγίου, επέδρασε καθοριστικά στη στάση των ισχυρών Μεγαλοκρατικών δυνάμεων και ιδιαίτερα της Αγγλίας. Οι δυνάμεις αυτές παρατηρούσαν τις εξελίξεις για να κρίνουν την κατάλληλη στιγμή της επέμβασής τους στο πλαίσιο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού τους και στη βάση της κατοχύρωσης των συμφερόντων τους. Η Αγγλία εκμεταλλεύεται τη συγκυρία (την εσωτερική αποδυνάμωση του αγώνα), αξιοποιεί το αντίστοιχο ξενικό κόμμα και διαμορφώνει τους όρους για την λήψη απόφασης από την Εθνοσυνέλευση το 1827 για τη δημιουργία Αγγλικού προτεκτοράτου στην Ελλάδα («πράξη υποτέλειας»). Η απόφαση αυτή θα αναιρεθεί στη συνέχεια και η διετία 1828-30 θα αποβεί κρίσιμη, αφού θα επηρεαστεί και από την όξυνση των σχέσεων Ρωσίας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας το 1828. Αποτέλεσμα της όξυνσης του ανταγωνισμού θα αποτελέσει και η συμμετοχή του στόλου των τριών δυνάμεων (Ρωσίας – Αγγλίας – Γαλλίας) στη ναυμαχία του Ναβαρίνου (1828), η οποία είχε καταλυτικό ρόλο στις εξελίξεις, αφού η Οθωμανική Αυτοκρατορία βρέθηκε σε διπλωματική απομόνωση.
Στις συνθήκες αυτές, οι Μεγάλες Δυνάμεις εφεξής φέρνουν στα διεθνή παζάρια των αλλεπάλληλων συνεδρίων τους τη μορφή της κρατικής υπόστασης του μελλοντικού ελληνικού κράτους. Έτσι, θα φτάσουμε στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου του 1829. Με το Πρωτόκολλο αυτό ιδρύεται «ανεξάρτητο» ελληνικό κράτος με ασφυκτικά σύνορα (Πελοπόννησος, Στερεά, Κυκλάδες, Β. Σποράδες), στο οποίο αποτυπώνεται με σαφήνεια η κουτσουρεμένη αυτή ανεξαρτησία του νεοσύστατου κράτους, καθώς «οι τρεις Αυλές» ορίζονται ως «εγγυήτριες» και καθορίζεται η αποκλειστική αρμοδιότητά τους να επιβάλουν το πολίτευμα της χώρας, την απόλυτη μοναρχία, και να επιλέξουν το μονάρχη, χωρίς καν να ζητηθεί η γνώμη του ελληνικού λαού που αγωνίστηκε και μάτωσε για την ελευθερία του. Μπαίνει, δηλαδή, μια θηλιά τριπλής εξάρτησης της χώρας από τις Δυνάμεις αυτές, επιβάλλεται ο Όθωνας και εγκαινιάζεται η κυριαρχία της ξενοκρατίας που θα καθορίζει τις τύχες της χώρας και θα επεμβαίνει στην εξωτερική και εσωτερική πολιτική της με τη συνδρομή βεβαίως του βασιλιά και των ξενόδουλων κυβερνήσεων που αποτύπωναν και τον συμβιβασμό των κοτζαμπάσηδων και της αστικής τάξης, που εγκατέλειψε και πρόδωσε στην ουσία τον Αγώνα για την Ανεξαρτησία.
Στο τέλος του Αγώνα, η ερήμωση της υπαίθρου, η φτώχεια, το άλυτο ζήτημα των ακτημόνων, η συγκεντροποίηση της εθνικής γης στους μεγάλους ιδιοκτήτες, η βαυαρική παρουσία και διοίκηση υπό την εποπτεία των κηδεμόνων ευρωπαίων, η έλλειψη συντάγματος κλπ., σίγουρα καταγράφουν ένα τοπίο δύσκολο και αποδεικνύουν τη δύναμη των ισχυρών να διαμορφώνουν -σε βάρος των λαών και των εθνών- τον πολιτικό χάρτη.
Αδιαμφισβήτητα όμως το ηθικό βάθος, το ιδεολογικό όραμα της εθνικής υπερηφάνειας και ανεξαρτησίας, της ελεύθερης πατρίδας και της δημοκρατίας, ο λαϊκός αγώνας ενάντια στην εθνική σκλαβιά από τη μια και την κοινωνική καταπίεση και οικονομική εκμετάλλευση από την ντόπια αριστοκρατία των κοτζαμπάσηδων από την άλλη, αποτελούν ιερές παρακαταθήκες.
περιοδικό “Πορεία”, τ. 52
e-prologos.gr