Στην αρχή είδα μια μικρή άσπρη μπάλα.Ένα κομμάτι ξασμένο μπάμπάκι. Πάσχισα να θυμηθώ τη λέξη.
Καθώς η ζωή μου συρρικνώθηκε σε μια γωνιά, συρρικνώθηκαν κι οι λέξεις.
Ή μάλλον έχω συρρικνωθεί ολόκληρος.
Αν συνεχίσω να συρρικνώνομαι τόσο γρήγορα,στο τέλος θα χωράω σ’ ένα σπιρτόκουτο.
Θα το πάρει ο αέρας ή θα το πατήσει κάποιο πόδι με χοντρή σόλα και θα το κάνει χαλκομανία στην άσφαλτο.
Χωρίς παραπάνω ενόχληση απ’ ότι αν πάταγε μια μύγα.
Μα ποια ήταν αυτή η λέξη;
Έτσι κι αλλιώς και τόσος που είμαι, δε φαίνομαι.
Περνάνε δίπλα μου, σα να περνάνε δίπλα απ’ τον κορμό ενός δέντρου.
Μήπως έχω απολιθωθεί σ’ ένα αιώνιο αδιάφορο δέντρο ή μήπως έχω γίνει ήδη σπιρτόκουτο;
Η λέξη θύμιζε σίγουρα κάτι λευκό.
Ασπράδα! Υπάρχει τέτοια λέξη;
Δεν είναι που ξεχνάω πολλές λέξεις πια. Φαντάζομαι κι άλλες που δεν υπάρχουν.
Χτες έβλεπα τα δάχτυλα των χεριών μου, μελανιασμένα και άκαμπτα κι ένοιωσα πως με κοιτάνε. Δε φταίω, τους είπα. Δεν έχω…Δεν έχω τι; Προς το βράδυ, θυμήθηκα τη λέξη γάντια.
Και μ’ έπιασαν τα γέλια. Μια μύγα με γάντια σε σπιρτόκουτο.
Νομίζω πως η λέξη ήταν νύφη. Ναι, σίγουρα. Μια νύφη στα άσπρα.
Όμως οι νύφες είναι ζεστά κορμιά.
Μου κάνει κακό να σκέφτομαι τη γύμνια και τη ζέστη.
Έτσι κι αλλιώς δεν ήταν αυτή η λέξη.
Έπεφταν πια πολλές άσπρες μπάλες και τα πόδια μου δεν υπήρχαν.
Τα χτύπησα με δύναμη στο χώμα και πάλι δεν κατάλαβα τίποτα.
Είμαι σαν το Έπος του ’40, σκέφτηκα. Πώς μου ‘ρθε τώρα αυτή η φλασιά;
Πριν λίγο σταμάτησε μπροστά μου ένα πιτσιρίκι. Τα παιδιά με βλέπουν.
Τι θες, του λέω, μπαγάσα. Να τα πούμε; μου λέει.
Και δεν τα λέτε;
Σ’ αυτό το σπίτι το ψηλό, πέτρα να μη ραγίσει.
Κι έβαλε τα κλάματα. Γιατί, του λέω, ρε;
Και του δωσα ένα μικρό, σα νύχι, γανωμένο νόμισμα.
Πάρτο και πες μου πώς τη λένε αυτή τη λέξη.
Νιφάδα, μου λέει. Χιονίζει, δεν το βλέπεις;
Κι αμέσως με πήρε αγκαλιά η μάνα μου.
Δε θα πας αύριο στο σχολείο αν δε φορέσεις τα χοντρά σου τσουράπια. Χιονίζει. Κάνει μαύρο κρύο.
Γιατί είναι νύχτα, μαμά. Το χιόνι είναι άσπρο.
Το χιόνι είναι μαύρο γι αυτούς που ξεπαγιάζουν
Νίνα Γεωργιάδου
e-prologos.gr