(Μια κάποια απάντηση στη Juliette Georgiades )

Τις πιο δύσκολες ερωτήσεις τις κάνουν τα παιδιά κι αυτοί που έχουν καρδιά παιδιού.
Με ρώτησε πριν πολλά χρόνια ο ένας μου γιος, αν το πουλάκι του θα βγάλει κάποτε μεγάλα φτερά, σαν του γλάρου, και θα πετάξει μακριά.
Η αγωνία στο βλέμμα του ήταν τόσο έντονη, που δεν μπόρεσα καν να χαμογελάσω. Φόρεσα όμως ένα καθησυχαστικό χαμόγελο για να καταπραϋνω το φόβο του και να μου δώσω χρόνο να σκεφτώ.
Η ερώτηση δεν ήταν μόνο δύσκολη. Είχε κι ένα είδος ποιητικού σπαραγμού και δε μου πήγαινε η καρδιά να πω με κρυόκωλο ορθολογισμό, “μη σκας, είναι κάτι σαν το χέρι ή το πόδι σου”. Του είπα λοιπόν πως δεν πρέπει να φοβάται καθόλου γιατί το πουλάκι του δεν είναι γλάρος αλλά επειδή είναι το ίδιο όμορφο, δανειστήκαμε μόνο τη λέξη. Μου απάντησε με τη διαύγεια που έχουν τα παιδικά μυαλά, “Δε μοιάζει καθόλου. Λάθος λέξη διαλέξατε.”
Η Τζουλιέτ που δεν έχει μόνο καρδιά αλλά και μάτια παιδιού, κι ας είναι μια ατρόμητη κεραμιδόγατα, μπορεί να κάνει δέκα φορές πιο δύσκολες ερωτήσεις.
Καρφιτσώνει πρωί -πρωί ένα χαρτάκι στον τοίχο της – που είναι γεμάτος στίχους, κακά μαντάτα, συνθήματα, ζωγραφισμένους ουρανούς – “πού πάει το όνειρο όταν χαθεί ο ονειροπόλος;”
Όταν περνώ απ’ τον τοίχο της Τζουλιέτ, κοιτάζω λοξά με μισόκλειστα μάτια γιατί ξέρω πως δεν έχω πάντα τις ίδιες αντοχές. Σκέφτηκα στην αρχή να της πω ότι τα όνειρα δεν έχουν σώμα και δεν είναι ιδιοκτησία κανενός, κι έτσι δε χάνονται, δεν σταματούν να ανασαίνουν, δε σβήνει το βλέμμα τους και δεν παύει ποτέ να χτυπά η καρδιά τους.
Η απάντηση μου φάνηκε πολύ προφανής, μισή και γι αυτό αφελής σε μια τόσο δύσκολη ερώτηση όταν μάλιστα ξέρεις πως τα όνειρα έχουν μέσα τους την πιο παθιασμένη ψυχή και το πιο κόκκινο αίμα.
Συνέχισα λοιπόν να τη σκέφτομαι κρατώντας με τα δυο μου χέρια τη ζεστή κούπα του καφέ κι έπειτα καθώς έκαιγα τα κρεμμύδια που τσιγάριζα.
Σκέφτηκα λοιπόν πως τα όνειρα των ανθρώπων δεν είναι όλα ίδια γιατί δεν είναι ίδιοι όλοι οι άνθρωποι. Κάποιος ονειρεύεται να κερδίσει το λαχείο, να νικήσει μιαν αρρώστεια, ν’ αποκτήσει εξουσία κι άλλος πάλι ν’ αλλάξει τον κόσμο, να σταματήσει την πείνα, να βγάλει φτερά και να πετάξει ως τους τροπικούς.
Υπάρχουν όνειρα μικρά και όνειρα μεγάλα, όνειρα για την πάρτη μας και όνειρα για όλους. Αυτοί που κάνουν μεγάλα όνειρα, μπορούν να ονειρεύονται και μικρά πράγματα, όπως ας πούμε μια βουτιά σε κρύα νερά τις μέρες του καλοκαιριού, τον ουρανό μέσα στο κελί της φυλακής, ένα χάδι στους καιρούς της μεγάλης μοναξιάς. Σκέφτομαι, ας πούμε πως αν μπορούσαν να καταγραφούν τα όνειρα του Τσε, θα ήταν γεμάτα δασωμένα βουνά, ελεύθερους ανθρώπους, σχολεία, ανοιχτούς ορίζοντες αλλά και ζεστές γυναίκες, αρωματικά πούρα και κουβανέζικες μουσικές.
Αυτοί που ονειρευόμαστε μόνο μικρά κι ατομικά, παθαίνουμε ένα σύνδρομο ονειρικής συρρίκνωσης και δεν μπορούμε να ονειροπολήσουμε σε μεγάλες διαστάσεις.
Τα μικρά μας όνειρα φεύγουν μαζί μας.
Εξάλλου τι είναι τα μικρά όνειρα; Μια μικρή σπρωξιά στην επιβίωση.
Τα μεγάλα όμως όνειρα είναι η κινητήρια δύναμη όλου του κόσμου.
Για τα μεγάλα όνειρα ισχύει τελικά πως δεν είναι ιδιοκτησία κανενός και γι αυτό δε χάνονται, δεν σταματούν να ανασαίνουν, δε σβήνει το βλέμμα τους κι ας έχουν την πιο παθιασμένη καρδιά και το πιο κόκκινο αίμα.
Ακόμη κι αν χαθεί ο ονειροπόλος, θα βρούν καινούργιο Ροσινάντε να καλπάσουν.
Τα μεγάλα όνειρα, όπως “το να αλλάξεις τον κόσμο, Σάντσο, δεν είναι ουτοπία. είναι απλά δικαιοσύνη”.

 

Νίνα Γεωργιάδου

e-prologos.gr

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Μοιραστείτε το