Η Βούλα Θεοχάρη Παπαϊωάννου γεννήθηκε στις 18 Σεπτεμβρίου 1898 στη Λαμία, κόρη του Θεοχάρη Παπαϊωάννου, αξιωματικού του στρατού, και της Αφροδίτης Παπακώστα.
Για λίγα χρόνια μεγαλώνει στη Λαμία και μετά στην Αθήνα όπου μετακομίζει η οικογένειά της το 1908.
Σπουδάζει τη γαλλική γλώσσα και αργότερα γράφεται και στη Σχολή Καλών Τεχνών, για να σπουδάσει ζωγραφική, σπουδές όμως που δεν ολοκληρώνει.
Το 1926 παντρεύεται τον Ιωάννη Ζερβό, λογοτέχνη και ποιητή, με τον οποίο μένει παντρεμένη για 11 χρόνια.
Έρχεται σε επαφή με την τέχνη της φωτογραφίας μέσω του αδερφού της, ο οποίος ασχολούνταν με τη φωτογραφία και τον οποίο συνήθιζε να βοηθάει στον σκοτεινό θάλαμο και το 1935 υπό την καθοδήγηση του φωτογράφου Πάνου Γεραλή αρχίζει να δοκιμάζει τις δυνατότητές της.
Από το αρχαιολογικό μουσείο, όπου πήγαινε συχνά λόγω της αγάπης της για την αρχαιολογία, της ζητάνε να φωτογραφίσει τα εκθέματα, ξεκινώντας από τα αγάλματα, με σκοπό να δημιουργηθούν κάρτες προς πώληση.
Όπως έχει δηλώσει η ίδια:
Γενικά, από αγάλματα άρχισα. Και παρέμεινα πάντοτε ερασιτέχνης. Δεν το έκανα επάγγελμα. Ποτέ δεν ήθελα και έλεγα πάντοτε ότι, δόξα τω Θεώ, δεν έχω ανάγκη να κάνω τη φωτογραφία βιοποριστικό επάγγελμα. Η τέχνη δεν μπαίνει στον βιοπορισμό. Νομίζω, οποιαδήποτε τέχνη κι αν έκανα.
Από το 1935 αρχίζει να επισκέπτεται τα ελληνικά νησιά, όπως τη Σαντορίνη και τη Μύκονο και φωτογραφίζει τοπία με έντονο το ανθρώπινο στοιχείο.
Η έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βρίσκει τη Βούλα Παπαϊωάννου να καταγράφει με τον φακό της τα μετόπισθεν, την ανθρωπιστική κρίση και τα δεινά του ελληνικού λαού από τους κατακτητές. Δυστυχώς η θέλησή της να καταγράψει τις προσπάθειες του ελληνικού στρατού στο μέτωπο ως πολεμική ανταποκρίτρια, πέφτουν στο κενό, λόγω του φύλου της.
Στην Κατοχή, επίσης, η Παπαϊωάννου, με τη βοήθεια του Γιάννη Κεφαλληνού, κυκλοφόρησε σε μόλις τέσσερα αντίτυπα το «Μαύρο Λεύκωμα», που περιλάμβανε 83 φωτογραφίες με παιδιά και ενήλικες σκελετωμένους από την ασιτία. Όμως, όπως σημειώνει ο φωτογράφος Πλάτων Ριβέλλης, «Το να φωτογραφίζεις τη δυστυχία ως δυστυχία είναι εύκολο. Σκοπός της τέχνης είναι να βάζεις στην απελπισία μια νότα αισιοδοξίας. Η Βούλα Παπαϊωάννου το έκανε μ’ έναν ενστικτώδη τρόπο».
Μετά την απελευθέρωση αναλαμβάνει εκ μέρους της United Nations Relief and Rehabilitation Administration UNRRA να καταγράψει με την κάμερά της τη δύσκολη ζωή των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου.
Όπως αναφέρει το Μουσείο Μπενάκη στη σελίδα που έχει αφιερωμένη στη Βούλα Παπαϊωάννου:
Στη δεκαετία του ’50 το έργο της εκφράζει την αισιοδοξία που επικρατούσε μετά τον πόλεμο για το μέλλον της ανθρωπότητας και ιδιαίτερα την τάση στην επάνοδο των παραδοσιακών αξιών. Πέρα από κάθε προηγούμενη ρομαντική προσέγγιση, αποτύπωσε και πάλι το ελληνικό τοπίο με τα σημάδια της ιστορίας του και τους κατοίκους της υπαίθρου.
Το 1953 η Βούλα Παπαϊωάννου με τους Κ. Μπαλάφα, Σ. Μελετζή και Δ. Χαρισιάδη συμμετέχουν στην ίδρυση της Ελληνικής Φωτογραφικής Εταιρείας (Ε.Φ.Ε.).
Το ίδιο έτος εκδίδει το πρώτο της φωτογραφικό λεύκωμα με τίτλο La Grèce à ciel ouvert με 98 φωτογραφίες της από όλη την Ελλάδα, ενώ το 1956 κυκλοφορεί το δεύτερό της λεύκωμα με τίτλο Iles Grecques με 77 φωτογραφίες από τα νησιά.
Παράλληλα συνεργάζεται με τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (Ε.Ο.Τ.) ώστε να προβάλει με τις φωτογραφίες της τη χώρα στο εξωτερικό.
Σε ηλικία 70 ετών μία πάθηση στα μάτια αναγκάζει τη Βούλα Παπαϊωάννου να αφήσει τη φωτογραφία και την οδηγεί να δωρίσει το φωτογραφικό της αρχείο (περίπου 12.500 αρνητικά) στο Μουσείο Μπενάκη.
Η Βούλα Παπαϊωάννου φεύγει από τη ζωή το 1990.
Αναφέρει το Μουσείο Μπενάκη στη σελίδα του:
Η Βούλα Παπαϊωάννου εντάσσεται στο ρεύμα της «ανθρωπιστικής φωτογραφίας» που αναπτύχθηκε ως αντίδοτο της κατάλυσης των ανθρωπίνων αξιών εξαιτίας του πολέμου. Ο αγώνας των συμπατριωτών της για επιβίωση, όπως αποτυπώθηκε από το φακό της με σεβασμό, καθαρή ματιά και διακριτική συμμετοχή, αποκτά παγκοσμιότητα και αντανακλά την πίστη στη δύναμη του απλού ανθρώπου και στην αξία της ζωής.
πηγή: catisart.gr, lifo.gr
e-prologos.gr