Μικρή αναφορά στην μουσική ιδιοφυΐα του 20ού αιώνα
Ένα πράγμα δεν συγχωρεί η αστική διανόηση στον Ντμίτρι Σοστακόβιτς: Ότι παρέμεινε μέχρι το τέλος του «αμετανόητος» κομμουνιστής. Ίσως αυτό να μην την ενοχλούσε και ιδιαίτερα, αν δεν τύχαινε να επρόκειτο για έναν από τους μεγαλύτερους συνθέτες του 20ού αιώνα. Ιδού λοιπόν ένα «κοκτέιλ» που πολύ δύσκολα «χωνεύεται» από την συστημική προπαγάνδα. Διότι το να παραμένει όλη του την ζωή στην πατρίδα του, την Σοβιετική Ένωση, όντας μία αναγνωρισμένη διεθνώς μουσική ιδιοφυΐα που θα μπορούσε να απολαύσει απεριόριστων προνομίων στην Δύση και να ηγηθεί των μεγαλύτερων ορχηστρών του κόσμου, άντε και κάπως θα μπορούσε να «μαζευτεί»… αν δεν το «βούλωνε». Αλλά να υπερασπίζεται κιόλας τις επιλογές του… ε, αυτό πάει πολύ! Τι «αντιφρονούντα», «βασανισμένο», «αντισοβιετικό» «ήρωα» να κατασκευάσεις με τέτοιο υλικό;
Αλλά η καπιταλιστική φαντασία – όπως και η δημοκρατία της – δεν έχει αδιέξοδα. Αφού ο ίδιος δεν προσφερόταν για ιδεολογική εκμετάλλευση και να τον εμφανίσεις ως ηλίθιο προφανώς δεν θα έπιανε, τότε, μια καλή λύση ήταν να τον «πλασάρεις» ως τρομοκρατημένο, ο οποίος «μπόλιαζε» την μουσική του με «κωδικοποιημένα» αντισοβιετικά «μηνύματα». Η πιο γνωστή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση είναι το βιβλίο «Μαρτυρία» του Σολομόν Βόλκοφ το οποίο εκδόθηκε στις ΗΠΑ το 1979, τρία χρόνια αφότου ο συγγραφέας εγκατέλειψε την πατρίδα του, την ΕΣΣΔ, για την Αμερική και τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατο του συνθέτη. Σε αυτό το βιβλίο «σμιλεύτηκε» το «προφίλ» ενός «Σοστακόβιτς» που ήταν εναντίον του σοβιετικού συστήματος και μάλιστα να το «αντιπαλεύει» ακόμη και μέσω των συμφωνικών του έργων, τα οποία, πάντα κατά τον Βόλκοφ, έκρυβαν μία συγκαλυμμένη σαρκαστική διάθεση εναντίον του Στάλιν.
Το μάλλον αστείο της υπόθεσης είναι ότι οι ισχυρισμοί το Βόλκοφ, για τους οποίος ο ίδιος ο Σοστακόβιτς δεν μπορούσε να πει τίποτα αφού είχε εγκαταλείψει τον μάταιο τούτο κόσμο, όπως είπαμε, χρόνια πριν την δημοσίευση του βιβλίου, αποδομήθηκαν χρόνια αργότερα, το 2000, από μια Αμερικανίδα, την Λόρελ Φέι. Το ενδιαφέρον της ιστορίας βρίσκεται στο ότι ο Βόλκοφ υποστηρίζει, ότι το βιβλίο προέκυψε από συζητήσεις του ίδιου με τον συνθέτη, κάτι, για το οποίο η Λόρελ Φέι σημειώνει ότι δε φαίνεται από πουθενά. Και προχωράει ακόμη παραπέρα λέγοντας ότι όταν ξεκινάς με την απάντηση στο μυαλό σου, είναι πολύ πιθανόν, σε κάθε συμφωνία του Σοστακόβιτς, να «ανακαλύπτεις» κωδικοποιημένα αντισοβιετικά μηνύματα. Για την ιστορία, πάντως, να πούμε, πως ούτε η Φέι ξεφεύγει από το στερεότυπο του «παράδοξου» της «περίπτωσης» Σοστακόβιτς, δηλαδή του να είσαι καλλιτέχνης υπό την «καταπίεση» ενός «ολοκληρωτικού καθεστώτος».
Αυτή η «απάντηση» βέβαια δεν ήταν μόνο στο μυαλό του Βολκόφ αλλά και στο μυαλό μιας κοινωνίας, κυρίως της αμερικανικής, που στη δεκαετία του ’50 ήταν έτοιμη να δεχτεί πως τα πεζοδρόμια της ΕΣΣΔ τα «μοιράζονται» άνθρωποι… και αρκούδες. Γιατί λοιπόν να μην δεχτεί στη δεκαετία του ’70, τις μεταφυσικές «αναλύσεις» του Βόλκοφ που στην 5η και 10η συμφωνία του Σοστακόβιτς «άκουγε»… αντικομμουνιστικά εμβατήρια;
Οταν το 2007 έφυγε από την ζωή ένας ακόμη σημαντικός Σοβιετικός συνθέτης, ο Τιχόν Χρένικοφ, τα συστημικά ΜΜΕ βρήκαν ακόμη μία ευκαιρία για αντισοβιετική προπαγάνδα. Το ΑΠΕ, π.χ. σχολίαζε ότι o Χρένικοφ «ήταν γνωστός για τις επιθέσεις του εναντίον του Σεργκέι Προκόφιεφ και του Ντμίτρι Σοστακόβιτς» και ότι «αν και αποκήρυξε την πρωτοπορία» τους, «κατάφερε να διασώσει τα μέλη της ένωσής του από τις σταλινικές διώξεις, από τις οποίες υπέφεραν άλλοι καλλιτέχνες, συγγραφείς, ζωγράφοι, κινηματογραφιστές».
Δυστυχώς γι’ αυτούς, σε συνέντευξή του τον Ιανουάριο του 2000, ο Χρένικοφ είπε μεταξύ άλλων: «Ο Σοστακόβιτς ήταν συνάδελφός μου, ήταν γραμματέας και επικεφαλής της Ένωσης Ρώσων Συνθετών. Η Ένωση είχε τεράστιο κύρος, γι’ αυτό και επικεφαλής της ήταν συνθέτες παγκόσμιας κλάσης όπως ο Χατσατουριάν, ο Σοστακόβιτς , ο Σαπόριν κ.ά. Ο Σοστακόβιτς ήταν μέλος του Κόμματος και κανείς δεν τον υποχρέωσε να γίνει. Μόνος του ζήτησε να εγγραφεί. Μετά έγινε πρόεδρος της Ένωσης Ρώσων Συνθετών… και μετά τον παρουσίασαν σαν “βασανισμένο”. Αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας κανονικός σοβιετικός άνθρωπος. Στον κύκλο του όμως υπήρχαν άνθρωποι, πολιτικοί τυχοδιώκτες, οι οποίοι προσαρμόστηκαν στη νέα κατάσταση. Εκείνοι ήταν που διέδωσαν το μύθο ότι ο Σοστακόβιτς ήταν “βασανισμένος”, ότι συνέχεια “υπέφερε”. Δεν υπέφερε. Ήταν ένας μεγάλος συνθέτης και ένας κανονικός σοβιετικός άνθρωπος, ο οποίος έγραψε και καντάδες για τον Στάλιν χωρίς κανείς να του το ζητήσει. Δεν ήθελε να φύγει από την ΕΣΣΔ, αν και μπορούσε να το κάνει όποτε ήθελε. Αντίθετα, ο Προκόφιεφ επέστρεψε στην πατρίδα από το εξωτερικό».
Βέβαια ο Σοστακόβιτς δεν έγινε διάσημος για τις… «καντάδες» του για τον Στάλιν. Γεννημένος στις 25 Σεπτέμβρη του 1906 στην Πετρούπολη, άρχισε να σπουδάζει μουσική σε ηλικία εννέα ετών. Το 1923 αποφοίτησε από το Τμήμα Πιάνου του Ωδείου και το 1925 πήρε πτυχίο Σύνθεσης. Η Πρώτη του Συμφωνία ανέβηκε στη Μεγάλη Αίθουσα της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ στις 12 Μάη του 1926, ενώ στις 21/1/1927 τιμήθηκε με έπαινο στον Πρώτο Διεθνή Διαγωνισμό Σοπέν στη Βαρσοβία. Την ίδια χρονιά συνέθεσε ένα συμφωνικό έργο για τη δέκατη επέτειο της Οχτωβριανής Επανάστασης. Το 1928 γράφει την όπερα «Η Μύτη» και το 1929 τη μουσική της παράστασης «Ο Κοριός» του Μαγιακόφσκι καθώς και την Τρίτη Συμφωνία του («Της Πρωτομαγιάς»). Ήδη έχει εκδηλώσει το ζωηρό ενδιαφέρον του για το θέατρο Νέων Εργατών του Λένινγκραντ. Το 1931 αρχίζει το γράψιμο της όπερας «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», ενώ υπογράφει τη μουσική της πρώτης ηχητικής σοβιετικής ταινίας «Τα Χρυσά Βουνά».
Γοητευμένος από τη δύναμη του κινηματογράφου, από τα πρώτα χρόνια της επαγγελματικής του καριέρας θέτει την τέχνη του στην υπηρεσία του σοβιετικού κινηματογράφου. Πάνω από 30 ταινίες μεγάλων σκηνοθετών, όπως των Κοζίντσεφ, Γιούτκεβιτς, Άρνσταμ, Ερμλέρ, Γκερασίμοφ, Ντοφτσένκο, Ροσάλι και άλλων κινηματογραφιστών, είχαν την τύχη να συνοδευτούν από τη μουσική του.
Το 1934, σχεδόν ταυτόχρονα, σε Λένινγκραντ και Μόσχα, πραγματοποιούνται οι δύο πρεμιέρες της όπερας «Λαίδη Μάκβεθ του Μτσενσκ», που απεικονίζει την κοινωνική οπισθοδρόμηση στην προεπαναστατική Ρωσία, εστιάζοντας κυρίως στη θέση της γυναίκας. Στα επόμενα δύο χρόνια η όπερα παίχτηκε 83 φορές στο Λένινγκραντ (συχνότητα χωρίς προηγούμενο, που μαρτυρά το μεγάλο ενδιαφέρον του κοινού). Το 1936 το έργο γίνεται αντικείμενο οξείας κριτικής, μέσω άρθρου που δημοσιεύτηκε στην «Πράβντα» με τίτλο «Κακοφωνία αντί για μουσική». Παρότι οι επικρίσεις τον πλήγωσαν, ο Σοστακόβιτς συνέχισε να δουλεύει πολλές συνθέσεις ταυτόχρονα. Ολοκληρώνει την 4η Συμφωνία, συνεχίζει να γράφει μουσική για κινηματογράφο και θέατρο. Το 1937 παρουσιάζει στη Φιλαρμονική του Λένινγκραντ την 5η Συμφωνία – ένα από τα κοσμήματα της παγκόσμιας ορχηστρικής μουσικής – που έγινε δεκτή από τον σοβιετικό Τύπο με εκστατικά σχόλια. Το 1939 παρουσιάζει την 6η Συμφωνία, ενώ του απονέμεται το Παράσημο της Κόκκινης Σημαίας της Εργασίας για τη μουσική του στον κινηματογράφο. Το 1940, συνθέτει το Κουιντέτο για Πιάνο, από τα σημαντικότερα προπολεμικά έργα του, για το οποίο το 1941 του απονεμήθηκε το Βραβείο Στάλιν.
Η επίθεση των ναζί στην ΕΣΣΔ, το 1941, βρίσκει το συνθέτη στο Λένινγκραντ. Μετά την ανεπιτυχή του προσπάθεια να καταταγεί στα Λαϊκά Εθελοντικά Σώματα, εντάσσεται σε ένα σώμα εθελοντών πυροσβεστών και φυλάει σκοπός στη στέγη του Ωδείου, όπου συνέχισε να διδάσκει και να δίνει κοντσέρτα. Στα τέλη Ιούλη ξεκινά να γράφει τη μεγαλειώδη 7η Συμφωνία του, που την αφιερώνει στη γενέτειρά του. Στις 27 Δεκέμβρη, στο Κουίμπισεφ πλέον, όπου είχε μεταφερθεί με την οικογένειά του, μετά από επιμονή των αρχών του πολιορκημένου Λένινγκραντ, γράφει την τελευταία νότα. Η επίσημη πρεμιέρα (5/3/1942, Κουίμπισεφ) μεταδίδεται από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς ολόκληρης της χώρας, κάτι που γινόταν για τις σπουδαιότερες κυβερνητικές ανακοινώσεις. Τον Αύγουστο, πραγματοποιείται η ιστορική πρεμιέρα της 7ης στο Λένινγκραντ, όπου η παρτιτούρα μεταφέρεται με ειδικό αεροπλάνο. Για να εμπλουτισθεί η σύνθεση της μοναδικής ορχήστρας που είχε απομείνει στην πόλη, της Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας, η Στρατιωτική Διοίκηση ανακάλεσε επαγγελματίες μουσικούς από το μέτωπο. Η συναυλία κανονίστηκε για τις 9 Αυγούστου, ημερομηνία που τα χιτλερικά στρατεύματα είχαν προγραμματίσει να κυριεύσουν την πόλη. Παρά τις συνθήκες και την πείνα, η αίθουσα της Φιλαρμονικής ήταν ασφυκτικά γεμάτη. Προς γενική κατάπληξη ο ήχος των κανονιοβολισμών κατασίγησε. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ο διοικητής του μετώπου του Λένινγκραντ, Γκοβορόφ, είχε διατάξει το πυροβολικό να αναγκάσει τα εχθρικά πυροβολεία να σιωπήσουν…
Για την 7η Συμφωνία ο Σοστακόβιτς τιμάται το 1942, για δεύτερη φορά, με το Βραβείο Στάλιν.
Το 1943 – περίοδος έντονης δημιουργικότητας – γράφει την 8η Συμφωνία, το 1945 την 9η και το 1946 το Τρίο για πιάνο, για το οποίο του απονέμεται ένα ακόμη Βραβείο Στάλιν. Λίγο αργότερα του δίνεται το Παράσημο Λένιν, ως κορυφαίου καθηγητή του Ωδείου της Μόσχας. Το 1948, του ασκείται (και σε άλλους μαζί συνθέτες) κριτική για φορμαλισμό. Την ίδια χρονιά του απονέμεται ο τίτλος του Καλλιτέχνη του Λαού της Ρωσικής Ομοσπονδίας. Το 1949 εκλέγεται στη Σοβιετική Επιτροπή Ειρήνης: συμμετέχει σε συνέδρια, κάνει φλογερές ομιλίες και αρθρογραφεί ενάντια στους πολεμοκάπηλους εχθρούς της ανθρωπότητας. Γίνεται ένα από τα πιο ενεργά μέλη του παγκοσμίου κινήματος ειρήνης. Το 1950 του απονέμεται ένα ακόμη Βραβείο Στάλιν για τη μουσική του στην ταινία «Η πτώση του Βερολίνου» και για το ορατόριο «Το τραγούδι των δασών». Το 1953 κάνουν πρεμιέρα πολλά σημαντικά έργα του – ανάμεσά τους και η 10η Συμφωνία. Στις 14/10/1954, πραγματοποιείται η αμερικάνικη πρεμιέρα της 10ης Συμφωνίας, από τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης, με διευθυντή τον Δημήτρη Μητρόπουλο.
Το 1955 για τρίτη φορά εκλέγεται στο Ανώτατο Σοβιέτ της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ενώ παρουσιάζεται ένα από τα σπουδαιότερα έργα του, το Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί, με σολίστ τον μοναδικό Νταβίντ Όιστραχ. Το 1956, γιορτάζονται τα 50χρονά του και του απονέμεται το Παράσημο Λένιν. Το 1958 τιμάται με το Βραβείο Λένιν για την 11η Συμφωνία του, αφιερωμένη στην Επανάσταση του 1905. Το 1960, η κομματική οργάνωση του Συνδικάτου Συνθετών κάνει δεκτό τον Σοστακόβιτς ως δόκιμο μέλος του ΚΚΣΕ, στο οποίο εντάχθηκε το 1961, χρονιά που ολοκλήρωσε και την αφιερωμένη στο Λένιν 12η Συμφωνία του. Το 1962 ανακηρύσσεται για πρώτη φορά υποψήφιος για το Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ και το 1963 εκλέγεται επίτιμο μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσικής της Ουνέσκο. Την ίδια χρονιά επιστρέφει στη σκηνή η «Λαίδη Μάκβεθ» με το νέο τίτλο «Κατερίνα Ισμαΐλοβα». Το 1966, επανεκλέγεται στο Ανώτατο Σοβιέτ της ΕΣΣΔ. Με εντολή του προεδρείου, ο Σοστακόβιτς γίνεται ο πρώτος μουσικός στον οποίο απονέμεται ο τίτλος του Ήρωα της Σοσιαλιστικής Εργασίας, για τις ξεχωριστές του υπηρεσίες στη σοβιετική μουσική. «Είμαι ευτυχισμένος που το ταπεινό μου έργο κρίθηκε άξιο του υψηλότερου τίτλου της χώρας και είμαι αποφασισμένος να φανώ αντάξιος του τίτλου αυτού. Χρωστώ μεγάλη ευγνωμοσύνη στο Κόμμα και την κυβέρνησή μας για τη φροντίδα και την υποστήριξη με την οποία περιβάλλουν τη μουσική μας» δήλωνε ο Ντμίτρι Σοστακόβιτς στην «Πράβντα» (25/10/1966). Την ίδια χρονιά, που τα εξηντάχρονά του γιορτάζονταν με εκδηλώσεις σε όλο τον κόσμο και παρουσιάζεται η 13η Συμφωνία του, ο συνθέτης παθαίνει σοβαρή καρδιακή προσβολή. Το 1967, παρά την κακή υγεία του, γράφει μεταξύ άλλων το Δεύτερο Κοντσέρτο για βιολί, το συμφωνικό ποίημα «Οχτώβρης», το πρελούδιο «Στη μνήμη των ηρώων του Στάλινγκραντ». Δύο χρόνια μετά παρουσιάζει τη 14η Συμφωνία και το 1972 την τελευταία, 15η Συμφωνία. Ο συνθέτης «έφυγε» από τη ζωή στις 9 Αυγούστου 1975.
Όχι κι άσχημα για έναν… «βασανισμένο» «αντιφρονούντα»…
Πώς όμως έβλεπε ο ίδιος την χώρα του;
«Εδώ στη Σοβιετική Ένωση κάθε εξειδικευμένος δημιουργός, παραγωγός, συγγραφέας, μηχανικός, συνθέτης ή οτιδήποτε άλλο, απολαμβάνει την υποστήριξη του Κόμματος και της κυβέρνησης… Οι Σοβιετικοί συνθέτες έχουν όλες τις ευκαιρίες να δώσουν μεγάλα έργα. Ουδέποτε υπήρξε άλλη εποχή ή άλλος τόπος, όπου ένας συνθέτης να μπορεί ήσυχος να γράψει μια σονάτα ή ένα κουαρτέτο, ξέροντας ότι είναι οικονομικά εξασφαλισμένος. Αυτό είναι αποτέλεσμα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη χώρα μας, αποτέλεσμα της πολιτικής του Κόμματός μας».
(«Λιτερατούρνι Λενινγκράντ», 1935)
Εδώ βρίσκεται και η ουσία που δεν αφορά μόνο τον Σοστακόβιτς, αλλά και όλους τους προοδευτικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους, όπως ο Μαγιακόφσκι, ο Αραγκόν, ο Μπρεχτ, ο Τσάρλι Τσάπλιν και πολλοί άλλοι, που κατά καιρούς «μπήκαν» στο «στόμα» των διάφορων «καλοθελητών»: δεν ήταν μεγάλοι επειδή το αποφάσισε ο οποιοσδήποτε. Ούτε γιατί τους έκαναν τα βραβεία ή οι συμπάθειες των διαφόρων ηγεσιών. «Στρατιές» καλλιτεχνών απολάμβαναν διαφόρων συμπαθειών στην ΕΣΣΔ την 10ετία του ‘20 και οι περισσότεροι από αυτούς νόμιζαν πραγματικά ότι κάνουν «προλεταριακή τέχνη» όταν έγραφαν για τον «κομσομόλο που χτίζει τον μόλο» – όπως ανέφερε με τον βιτριολικό σαρκασμό του ο Μαγιακόφσκι – αλλά δεν ήταν εκείνοι που «σφράγισαν», πολιτιστικά, την Επανάσταση. Ευτυχώς.
Οι σπουδαίοι καλλιτέχνες ήταν σημαντικοί γιατί έκφρασαν με το έργο τους -και το έκαναν με μοναδικά εκπληκτικό τρόπο- τον πόθο των καταπιεσμένων όλου του πλανήτη για κοινωνική ελευθερία. Είναι, πράγματι, αρκετός αυτός ο λόγος για να «εξοριστεί» αυτή η πραγματικότητα στην «αθέατη πλευρά» της «σελήνης».
Η «συζήτηση», λοιπόν, για το αν ήταν ή όχι κομμουνιστής ο Σοστακόβιτς -και μάλιστα, πόσο(!) κομμουνιστής ήταν- θα συνεχιστεί, όπως θα συνεχιστεί και η πρακτική των «μαρτυριών» και των «αποκαλύψεων» και για άλλους κομμουνιστές και προοδευτικούς καλλιτέχνες και διανοούμενους. Με τη διαφορά ότι θα δυσκολεύεται να ακουστεί από τον κόσμο: γιατί θα ακούν στη διαπασών την 5η και την 10η…
* Τα βιογραφικά στοιχεία βασίστηκαν και στα άρθρα της Ρουμπίνης Σούλη και της Εύας Φάμπα
Πηγή: Γρηγόρης Τραγγανίδας – toperiodiko.gr
e-prologos.gr